Greek (Ξξ) to English

ξάδελφος = cousin
ξακουστός = famous, renowned
ξαλαφρώνω = relieve
ξανά = again, afresh
ξαναβρίσκω = find again
ξαναγεμίζω = refill
ξαναγράφω = rewrite
ξαναγυρίζω στο θέμα = get back to the point
ξαναζωντάνεμα = resurgence
ξαναζωντανεύω = revitalise, resuscitate
ξαναθυμάμαι = recapture
ξανακοιτάω = go through, look over, look through
ξανακτίζω = rebuild
ξαναλέω = iterate
ξαναμμένος = flushed
ξανανοίγω = reopen
ξαναπαίζω = replay, play again, play back
ξαναπαίξιμο ταινίας = playback
ξαναπαίρνω = ring back, repossess
ξαναρχίζω = resume
ξανασκέφτομαι = think again, think twice, rethink
ξανασμίγω = reunite
ξανασυμβαίνω = recur
ξανασυναρμολογώ = reassemble
ξαναφέρνω στο νου = recall
ξαναχρησιμοποιώ = reuse
ξανθά μαλλιά = fair hair
ξανθός = pale, blonde, light, fair, blond
ξαπλώνω = lay, loll, stretch out, lay down
ξαπλώνω νωχελικά = lounge on a sofa
ξαπλώνω χάμω = sink to the ground
ξαπλωτή καρέκλα = deck chair
ξαποστέλνω = send out
ξάρτια = rigging
ξαστερώνω = clear up, be frank
ξαφνιάζομαι = be taken aback
ξαφνίαζομαι = start up
ξαφνιάζω = astound, take someone by surprise
ξαφνιασμένος = taken aback, taken by surprise
ξαφνικά = suddenly, all of a sudden
ξαφνική επιτυχία = overnight success
ξαφνικός = sudden
ξαφνικός χείμαρρος = flash flood
ξαφρίζω = filch, skim
ξεβάφει = the colour runs
ξεγελιέμαι = be taken in
ξεγελώ = trick, outwit, fake out
ξεγνοιάζω = have no cares
ξέγνοιαστα = casually
ξέγνοιαστος = casual, carefree, easy going
ξεγράφω = write off
ξεγυμνώνω = rob, rip off, show one's true colours, strip off
ξεδένω την ζώνη ασφάλειας = unfasten the seat belt
ξεδιαλέγω = sort
ξεδίνω = let one's hair down
ξεδιπλώνω = unfold, unfurl
ξεδοντιάζομαι = spike one's guns
ξεθάβω = unearth
ξεθεωμένος = out on one's feet
ξεθυμαίνω = let off steam, blow over
ξεθωριάζω = fade
ξεθωριασμένος = fading, faded
ξεκάθαρα = clearly, markedly
ξεκαθαρίζω = clear up
ξεκαθάρισμα = clear out
ξεκαθάρισμα των λογαριασμών = settling of old scores
ξεκάθαρος = clear cut, unambiguous, well-defined
ξεκαρδίζομαι από γέλια = roar with laughter
ξεκαρδιστικός = hilarious
ξεκαρδιστός = hilarious
ξεκάρφωτος = loose
ξεκίνημα = start
ξεκίνηση = start
ξεκινώ = start, set out, move off, initiate, instigate
ξεκόβω = cut off, cut out, amputate
ξεκουμπωμένος = unbuttoned
ξεκουμπώνω = undo
ξεκουράζομαι = rest, have a rest, take things easy, unwind
ξεκούραση = rest, relaxation
ξεκουραστικός = restful
ξελογιάζω = seduce
ξεμαυλίζω = debauch, corrupt
ξεμαύλισμα = corruption, debauchery
ξεμέθυστος = sober, sobered up
ξεμουδιάζομαι = stretch one’s legs
ξεμουδιάζω = stretch one’s legs
ξεμπερδεύω = unscramble
ξεμπλέκω = tease, disentangle
ξεμυγίαζω = shoo away the flies
ξενάγηση = guided tour
ξεναγός = tour guide, guide
ξεναγώ = guide
ξένες χώρες = foreign shores
ξενοδοχείο = hotel
ξένοιαστος = light-hearted
ξένος = foreigner, foreign, outsider
ξενόφοβος = xenophobic
ξεντερίζω = disembowel
ξενυχιάζω = tread on feet
ξενυχτώ = stay out
ξενώνας = hostel
ξενώνας νεολαίας = youth hostel
ξεπαγώνω = defrost, thaw
ξεπερασμένος = old hat, outmoded
ξεπερνώ = overcome, surpass, overtake, surmount, exceed
ξεπερνώ ένα πρόβλημα = get over
ξεπερνώ σε ταχύτητα = outpace
ξεπεσμός = decline
ξεπετάγομαι = spurt, dart
ξεπεταρούδι = fledgling
ξεπέφτω = fall off
ξεπέφτω σε = stoop to
ξεπλένω = swill, rinse, rinse out
ξεπληρώνω = repay
ξεπουλώ = sell out
ξεπροβάλλω = loom
ξεπροβοδίζω = see off
ξεραίνω = parch
ξεριζώνω = dig up, tear up, uproot, weed out
ξερνώ = vomit, spew forth
ξερό μπισκοτάκι = cram, tack
ξεροκέφαλος = stubborn as a mule
ξεροπόταμος = arroyo
ξερός = arid
ξεροτηγανίζω = frizzle
ξερότοπος = barren place
ξέρω = know
ξέρω να χάνω = lose gracefully
ξέρω την δουλειά καλά = know the ropes
ξεσήκωμα = insurrection
ξεσηκώνω = arouse
ξεσκεπάζω = expose, lay bare
ξεσκονίζω = brush up on, brush the dust off
ξεσκονόπανο = duster
ξεσκούφωτος = bare-headed
ξέσπασαν = riots broke out
ξέσπασμα = outbreak, burst, flurry
ξέσπασμα αισθημάτων = outpouring
ξέσπασμα θυμού = flash of anger
ξεσπώ = break out, burst into, burst
ξεσπώ σε δάκρυα = burst into tears
ξεσπώ σε δάκρυα / γέλια = burst out into tears, laughter
ξεστομίζω = utter
ξέστρο = awl
ξετάζω = scrutinise
ξετρελαίνομαι = be driven mad
ξετσίπωτος = impudent, shameless, cheeky, saucy
ξεφάντωμα = revelry, partying
ξεφαντώνω = revel
ξεφεύγω = get away, escape
ξεφεύγω από = break away
ξεφλουδίζω = peel
ξεφορτώνομαι = dispose of`, get rid of, dump, rid oneself of
ξεφορτώνομαι κάτι για κάποιον = take off someone's hands
ξεφορτώνω = unload
ξέφρενος = frenzied
ξεφτέρι = sparrowhawk
ξεφτίζω = fray
ξεφτιλίζω = abase
ξέφυγε από το έλεγχο = out of control
ξέφυγε από το κίνδυνο = out of danger
ξεφυλλίζω = browse through, leaf through
ξεφυλλίζω ένα βιβλίο = thumb through a book
ξεφυτρώνω = spring up
ξέφωτο = clearing, open area
ξεχαρβαλώθηκε το κάθισμα = the seat got knocked out of shape
ξεχαρβαλωμένος = rickety
ξέχασα = I forgot
ξέχασε = he forgot, she forgot
ξέχασες = you forgot
ξεχασιάρης = forgetful
ξεχασμένος = forgotten
ξεχειλίζω = overflow
ξέχειλος = chock full
ξεχνώ = forget
ξεχνώ για = forget about
ξεχύνομαι = pour out, surge, pour into
ξεχωρίζω = tell apart, distinguish between, tell, single out
ξεχωριστός = distinctive, separate
ξηλώνομαι = fork out
ξηρασία = drought
ξηρός = parched, dry, crisp
ξηρότητα = aridity
ξινίζω = acidulate
ξινός = sour
ξιπασμένος = vain, pompous, pretentious
ξιφασκία = fencing, sword fighting
ξιφολόγχη = bayonet
ξίφος = sword
ξοδεύω = spend money, spend
ξοδεύω με τη σέσουλα = spalsh money around
ξόδεψε 10 λίρες γιά αυτό = she spent ten pounds on it
ξόρκι = spell
ξούτ = shoo
ξύδι = vinegar
ξυλάκια (κινέζικα) = chopsticks
ξυλάνθρακας = charcoal
ξυλεία = timber
ξύλινη επένδυση = panelling, wainscoat
ξύλινο παρέμβυσμα = wood packing
ξύλινο σκαλοπάτι της σκάλας = rung
ξύλινος = wooden
ξύλο = wood
ξυλοκάρβουνο = charcoal
ξυλοκόπος = axeman
ξυλοπόδαρο = stilt
ξυλώδης = ligneous
ξύνω = sharpen, scrape, scratch
ξύνω μία φαγούρα = scratch an itch
ξύπνημα = awakening
ξύπνησα = awoke
ξυπνητήρι = alarm clock
ξυπνώ = wake up, awake, awaken, wake
ξυπνώ την φαντασία = fire the imagination of
ξυπόλυτος = barefoot
ξυράφι = razor
ξυρίζομαι = shave
ξυριστική λεπίδα = razor blade
ξυριστική μηχανή = shaver
ξύσμα = peel
ξύστρα = pencil sharpener
ξωτικά = elves
ξωτικός = elfin