Greek (Οο) to English

ο = the
ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος = John the Baptist
ο δείπνος = supper
ο δικός μας = our
ο δικός τους = their
ο δρόμος στενεύει = road narrows
ο εαυτός μου = myself
ο εαυτός σας = yourself, yourselves
ο εαυτός σου = yourself
ο εαυτός του = himself
ο ένας τον άλλο = each other
ο εξαποδώ = devil
ο εξαποδώ = Satan
ο έξω ορθός μυς του οφθαλμού = lateral rectus, rectus lateralis, rectus externus
ο έσω ορθός του οφθαλμού = medial rectus, rectus medialis, rectus internus
ο ηθοποιός = actor
ο θάνατος = the grim reaper
ο Θεός να φυλάξει = Heaven forbid
ο Θεός ξέρει τι είναι αυτό = whatever that may be
ο καθένας = each
ο καθρέφτης της ψυχής = the window of the soul
ο κακός = villain
ο καλός ο κακός και ο άσχημος = the good the bad and the ugly
ο καλύτερος = best, second to none
ο κανόνας ισχύει για σένα = the rule applies to you
ο κατηγορούμενος = the accused
ο κήπος της Εδέμ = Garden of Eden
ο κόσμος είναι δικός μου = the world is my oyster
ο κόσμος έχει ξεχαρβαλωθεί = the times are out of joint
ο κύβος ερρίφθη = the die is cast
ο κυνηγός κυνηγημένος = the biter bitten
ο λόγος διήγειρε το λαό = stirred up
ο λουφές της εξουσίας = spoils of office
ο μαθητευμένος μάγος = the sorcerer's apprentice
ο μεγαλύτερος εχθρός = archenemy
ο μέσος άνθρωπος = man in the street
ο μετρητής τρέχει = the meter is running
ό μη γένοιτο = God forbid
ο μήνας έχει εννέα = couldn΄t care less
ο νόμος κατά γράμματος = the letter of the law
ο οποίος = who
ο παθών = sufferer
ο περισσότερος = most
ο πιο απότομος = the most sudden
ο πιο αυστηρός = the strictest
ο πιο γλυκός = the sweetest
ο πιο δυνατός = the strongest
ο πιο πολύς = most
ο πλησιέστερος συγγενής = next of kin
ο προσήκων σεβασμός = due respect
ο πρώτος .... ο δεύτερος = the former .... the latter
ο ραπτικός μυς = sartarius
ο σερβιτόρος = waiter
ο σκοπός αγιάζει τα μέσα = end justifies the means
ο σύζυγος = husband
ο τελευταία αναφερόμενος = latter
ο χειρίτερος = worst
ο χειρότερος = worst
όαση = oasis
οβάλ = oval
οβελίσκος = obelisk
οβίδα = shell
όγδοο νότας = quaver
όγδοος = eighth
ογκόλιθος = block of stone
όγκος = growth, tumour, volume
ογκώδης = massive
οδήγησα = led
οδήγησε = he led, he drove, she led, she drove
οδήγησες = you led, you drove
οδήγηση = driving, motoring
οδηγία = directive, guideline
οδηγίες = directions, instructions
οδηγός = driver, guide, guide book, guidebook, guideline
οδηγός συσκευής = device driver
οδηγός τραίνου = engine driver
οδηγώ = drive, steer a boat / a car, steer [boat, car], l
οδηγώ αμάξι = steer
οδηγώ αυτοκίνητο = drive a car
οδηγώ σε = lead to
οδηγώ σε αδιέξοδο = lead to a dead end
οδηώ = steer the car
οδικά έργα = men at work, roadworks
οδική πινακίδα = road sign
οδικός χάρτης = road map
οδοιπορία = trek
οδοντίατρος = dentist
οδοντικός = dental
οδοντόβουρτσα = toothbrush
οδοντογλυφίδα = toothpick
οδοντόπαστα = toothpaste
οδοντοστοιχίες = dentures
οδοντοφυΐα = teething
οδοντωτός = toothed, serrated
οδοντωτός τροχός αναστολής = ratchet
οδός = street
οδός προσπέλασης = access road
οδοσήμανση = road markings
οδόφραγμα = barricade
οδοφράγματα = barracades
οδύνη = grief
οδυνηρά = painfully
οδυνηρός = painful
οδυρμός = lament
όζον = ozone
όζος = node
όθεν = hence
οθόνη = display
οθόνη = monitor, display
οθόνη αφής = touch screen
οθόνη βίντεο = video screen
οθώνη = screen
οι = the
οι αγαπημένοι = loved ones
οι άλλες = others
οι άλλοι = others
οι Άλπες = the Alps
οι εαυτοί μας = ourselves
οι εαυτοί μας / εμείς οι ίδιοι = ourselves
οι εαυτοί σας = yourselves
οι εαυτοί σας / εσείς οι ίδιοι = yourself, yourselves
οι εαυτοί τους = themselves
οι ένορκοι = jury
οι ιθύνοντες = those in power
οι καλές ημέρες = good times
οι Κάτω Χώρες = The Netherlands
οι παλιές καλές μέρες = good old days
οι πιο πολλοί από = the majority of
οι συμμετάσχεντες = participants
οι Συντηρητικοί = the Conservatives
οι υψηλά ιστάμενοι = high and mighty
οι φήμες λένε = rumour has it
οικειοποιούμαι = appropriate
οικείος = intimate
οικειότητα = familiarity
οίκημα = premise, premises
οικιακά = home economics
οικιακές συσκευές = conveniences
οικιακοί βοηθοί = domestic staff
οικιακός = domestic, household
οικισμός = housing estate, settlement
οικιστής = settler
οικιστικός = residential
οικογένεια = household, family, pedigree
οικογενειακός γιατρός = family doctor
οικογένια = family
οικοδέσποινα = hostess
οικοδεσπότης = host
οικοδόμος = builder
οικοδομώ = construct
οικοκυρά = housewife
οικολογία = ecology
οικολογικά = ecologically
οικολογικός = ecological
οικολόγος = ecologist
οικονομία = saving
οικονομικά = econimcally
οικονομικά φειδωλά = sparingly
οικονομική = economics
οικονομική άνθηση = boom
οικονομική βοήθεια = financial aid
οικονομική περιφέρεια = economic area
οικονομικός = economic, financial
οικονομικός σύμβουλος = financial advisor
οικονομολογία = economics
οικονομολόγος = economist
οικονόμος = steward, seneschal
οικόπεδο = building site
οίκος = house
οίκος ευγηρίας = rest-home
οίκος μόδας = fashion house
οικόσημο = coat of arms, crest
οικοσημολογία = heraldry
οικοσύστημα = ecosystem
οικοτροφείο = boarding school
οικότροφος μαθητής = boarder
οίκτος = pity, compassion
οικτρός = pitiful
οινόπνευμα = alcohol
οινοπνευματώδες ποτό = mescal
οινοπότης = wine drinker
οίνος = wine
οινωπνευματώδης = alcoholic
οιονεί = quasi
οισοφάγος = esophagus
οισόφαγος = gullet
οισοφάφος = esophagus
οίστρος = gadfly
οιωνοί = auspices
οκνηρά = lazily
οκνηρία = laziness, boredom
οκνός = nonchalant
Οκτώβριος = October
όλα = everything, all
όλα δέιχνουν ότι = everything indicates that
ολέθριος = pernicious, devastating, baleful
όλεθρος = disaster, devastation
όλες = all
όλη την ώρα = all the time
ολιγαρχία = oligarchy
ολιγολογία = reticence
ολική = calibre
ολική έκλειψη = total eclipse
ολικός = total, full
ολίσθημα = slip, lapsus
ολισθηρός = slippery
Ολλανδέζικος = Dutch
Ολλανδία = Holland
Ολλανδοί = Dutch
όλμος = shell
όλο καημό = wistful
όλο ύφος και καμώματα = all airs and graces
ολόγυμνος = stripped naked
ολοένα και περισότερα = more and more
όλοι = everyone, everybody, all, all and sundry
όλοι στο πλοίο = all aboard
όλοι στο πλοίο / τρένο = all aboard
ολόιδιος = identical
ολοκαύτωμα = holocaust
ολόκληρος = entire, whole, complete, all-round
ολοκληρωμένη προσωπικότητα = integrated personality
ολοκληρωμένο κύκλωμα = integrated circuit
ολοκληρώνω = complete, accomplish, top off
ολοκλήρωση = completion
ολοκληρωτικός = totalitarian
ολοκληρωτικός λογισμός = integral calculus
ολοκληρωτικός λογισμός = integral calculus
ολοκληρωτισμός = totalitarianism
ολομέλεια = plenary session, plenum
όλος = all
ολόσωμα = overalls
ολόσωμη εφαρμοστή φόρμα = catsuit
ολοφάνερος = glaring
Ολυμπιακός = Olympic
ομάδα = team, group
ομάδα αποστατών = splinter group
ομαδική διαταγή = batch command
ομαδικό αρχείο = batch file
ομαλά = smoothly
ομαλός = regular
ομελέτα = omelette
ομήγυρη = assembly, company
όμηρος = hostage
ομιλητής = speaker
ομιλητικός = talkative
ομιλία = talk, parole, homily
όμιλος = group
ομίχλη = fog, mist
ομίχλη κατά τόπους = patches of fog
ομιχλώδης = foggy, misty
ομοειδής = associated
ομοιογενής = homogeneous
ομοιομορφία = uniformity
ομοιόμορφος = uniform
ομοιοπαθητικός = homeopath
όμοιος = similar to, alike, peer
όμοιος και απαράλλακτος = indistinguishable
ομοιότητα = similarity
ομοιπαθητικό φάρμακο = alternative medicine
ομόλογα = bonds
ομολογία = admission, avowal
ομόλογο = bond
ομόλογος = counterpart
ομολογουμένως = admittedly
ομολογώ = confess, avow
ομολογώ σε = confess to
ομολογώ το φταίξιμο = own up
ομόνοια = togetherness, concord
ομορφιά = beauty
όμορφος = beautiful, good-looking
όμορφος (άνδρας) = handsome
ομοσπονδία = federation
ομοσπονδιακός = federal
ομοσπωνδiα = association
ομότιμο πρωτόκολλο = peer protocol
ομότιμος = peer
ομοφονία = concord
ομοφυλοφιλία = homosexuality
ομοφυλόφιλος = gay
ομόφωνα = unanimously
ομοφωνία = consensus
ομόφωνος = unanimous
όμποε = oboe
ομπρέλα = umbrella
όμφαες εισίν = it's sour grapes
όμφακες εισί = sour grapes
όμφακες εισίν = it's sour grapes
ομφάλιος λώρος = umbilical cord
ομώνυμη λέξη = homonym
όμως = however, but, nonetheless
όν = being
ΟΝΕ = EMU
ονειδίζω = vituperate
όνειδος = ignominy
ονειρεύομαι = dream
όνειρο = dream
ονειροπόληση = daydream
ονειροπολώ = day dream, daydream
όνομα = name
ονομάζεται = is called
ονομάζω = name
ονομασία = name
ονομαστικά = by name
ονομαστική εορτή = name day, nameday
ονομαστικός = nominal
ονομαστικός = nominative
ονομαστός = reputable
ονοματί = called
ονοματολογία = nomenclature
οντότητα = entity
οντότητα = entity
οντότητα = entity
οντότητα = entity
ονυχοφαγία = nailbiting
οξαλίδα = sorrel
οξεία αίσθηση του χιούμορ = keen sense of humour
οξεία γωνία = oblique angle
οξείδιο = oxide
οξείδωση = oxidation
οξικό άλας = acetate
οξικός = acetic
όξινη βροχή = acid rain
οξινίζω = acidify
όξινος = acidic
οξύ = acid
οξυά = beech
οξυγόνο = oxygen
οξυγονοκολλώ = weld
οξυγόνωση = oxygenation
οξυδέρκεια = acuity, sharpness
οξυδερκής = keen, sharp, acute, discriminating, perceptive
οξυθυμία = irascibility
οξύθυμος = irritable, petulant, quick-tempered, irascible
οξύνοια = acumen
οξύνους = sharp-witted
οξύνω = acidify, exacerbate
οξύρρυγχος = sturgeon
οξύς = acid, acute
οξύτερος = keener, more pungent
οξύτητα = asperity, acerbity
οπαδοί = following
οπαδός = fan, adherent, aficionado, supporter, devotee
όπερ έδει δείξαι = quod erat demonstrandum
όπερα = opera
οπή = aperture, borehole
όπισθεν = reverse
οπίσθιος θάλαμος = posterior chamber
οπισθογράφηση = endorsement
οπισθογραφώ = endorse
οπισθοδρομώ = retreat
όπλα = arms
οπλή = hoof (hooves), hoof
οπλισμένος = armed
οπλισμένος σαν αστακός = armed to the teeth
οπλισμός = weaponry
όπλο = gun, arm
οπλοστασίο = arsenal
οποιοδήποτε = whichever
οποιοσδήποτε = whoever
οποτεδήποτε = whenever
όπου = where
οπουδήποτε = wherever, anywhere
οπτασία = apparition
οπτικά = visually
οπτικά βοηθήματα = visual aids
οπτική γωνία = visual angle
οπτική τέχνη = visual art
οπτικό πεδίο = field of vision
οπτικοακουστικός = audiovisual
οπτικός = visual, optician
όπως = like, as, such as
όπως έχουν τα πράγματα = as things stand now
όπως το έλεγε = as he put it
όπως του επισημάνθηκε = as it was pointed out to him
όραμα = vision
οραματίζομαι = visualise
οραματιστής = visionary
όραση = eyesight, sight, vision
ορατός = visible to, visible
ορατός από = in sight of
ορατότητα = visibility
οργανική ύλη = organic matter
οργανικός = organic
οργανίστας = organist
όργανο = organ, instrument, implement
οργανωμένες διακοπές = package holiday
οργανώνω = organise, mastermind
οργανώνω αποδοτικά = to streamline
οργανώνω εκλογές = hold elections
οργανώνω πάρτι = throw a party
οργάνωση = organisation
οργανωτής = organiser
οργασμός = orgasm
οργή = anger, fury, rage, temper, outrage
οργιά = fathom
οργιαστκός = rampant
οργίλα = wrathfully
οργίλος = wrathful
όργιο = riot, orgy
οργισμένος = angry, furious, irate, in high dudgeon, resentful
οργισμένος για = furious about
οργισμένος με = furious with
οργιστικά = rampantly
οργώνω = plough
οργωτής = ploughman
ορδή = horde
ορειβασία = climbing, mountaineering
ορειβάτης = mountaineer, climber
ορειβατικό μπαστούνι = alpenstock
ορεινή λίμνη = tarn
ορεινή περιοχή = highland
ορεινός = mountainous
ορεκτικά = starters
ορεκτικό = antipasto, starter
ορεκτικός = appetising
όρεξη = appetite
ορθάνοιχτος = wide open
όρθιος = standing, upright
όρθιος μυς = rectus
ορθογραφία = dictation, spelling
ορθογραφώ = spell, spelled, spelt
ορθογώνιο = rectangle
ορθοδοντικός = orthodontist
ορθοδοξία = orthodoxy
ορθόδοξος = orthodox
ορθοστασία = handstand
ορθοστάτες = legs
ορθότητα = accuracy, rectitude, advisability
ορθώνομαι = rise, stand up
ορθώνω = erect, put up
ορθώνω τις τρίχες = bristle
οριακά = marginally
οριακή πιθανότητα = marginal probability
οριακός = borderline, marginal
ορίζοντας = horizon, vista
οριζόντιο δοκάρι = crossbar
οριζόντιος = horizontal
ορίζω = appoint, prescribe
ορίζω χρόνο = set a time
όριο = limit, boundary
όριο ζωής = lifespan
όριο θραύσης = tensile strength
όριο ταχύτητας = the speed limit, speed limit
οριοθετώ = delimit
ορισμός = assignment, appointment, definition
όρισμος = determination
οριστικά = definitely
οριστικοποιώ = finalise
οριστικός = definite, cut and dried
όρκα = killer whale
ορκίζομαι = swear, swore, sworn, vow
ορκισμένος = sworn
όρκος = oath, vow
ορκωτός λογιστής = chartered accountant
ορμέμφυτος = impulsive
ορμή = rush, impulse, impetuosity, impact
ορμητικός = impetuous, surging
ορμίσκος = cove, small bay
ορμόνη = hormone
ορμώ = rush at, pour, rush, burst into, dash, hurtle
ορμώ κάτω = plough down
ορνιθοειδής = avian
ορνιθοσκαλίσματα = scribble
όρνιο = griffin vulture
οροθεσία = demarcation, landmark
οροθετώ = delimit
ορολογία = terminology
οροπέδιο = plateau
όρος = mountain, term, mount, stipulation
οροσειρά = mountain chain
ορόσημο = landmark
οροφή = roof, sunroof
οροφή πλεύσης = cruising ceiling
οροφηή = the roof
όροφος = storey, floor
ορτανσία = hydrangea
ορτυγομάννα = corncrake
ορτύκι = quail
ορυκτέλαιο = mineral oil
ορυκτερόπους = aardvark
ορυκτό = ore
ορυκτολογία = mineralogy
ορυχείο = mine, pit
ορφανός = orphan
ορφανός από μητέρα = motherless
ορφανός από πατέρα = fatherless
ορφανοτροφείο = orphanage
ορχήστρα = orchestra
ορχηστρικός = orchestral
όρχις = testicle
όσιος = sacred
οσμή = odour, scent
όσο θυμάμαι = within living memory
όσο κι'αν = however
όσο να πείς κρεμμύδι = as soon as you could say Jack Robinson
όσο πλούσιος κι’αν είναι = however rich he is
όσον αφορά = vis ΰ vis
όσπρια = pulses, legumes
οστάριο = ossicle
οστεΐνη = cement
οστεοπόρωση = osteoporosis
οστούν = bone
όστρακο = shell
οστρακοειδή = shellfish
οστρακοειδής = crustacean
οσφαίνομαι = smell
οσφύς = loin
όσχεο = scrotum
όταν = when
όταν πρόκειται για = when it comes to
όταν σε γνωρίζω καλύτερα = on further acquaintance
ότι κι'αν λεει = whatever he says
ότι κι αν κάνω = no matter what I do
οτιδήποτε = whatever
οτοστόπ = hitchhiking
Ουαλλία = Wales
ουαλλικός = welsh
ουαλλός = Welshman
Ουγγαρία = Hungary
Ούγγρος = Hungarian
ούγια = selvage, webbing, hem
ουγκιά = ounce
ουδέτερος = neutral
ούζο = ouzo
ουίσκι = scotch
ούλα = gums
ουλή = scar
ούλο = gum
ουρά = tail
ούρα = urine
ουρά αλεπού = bush
ουραίο = breech
ουράνιο τόξο = rainbow
ουρανίσκος = palate
ουρανοξύστης = skyscraper
ουρανός = sky, heaven
ουρητήριο = urinal
ουρλιάζω = howl
ουροποιητικό σύστημα = urinary system
ουρώ = pass water
ουσία = substance, matter, essence
ουσία που επαναφέρει τα μαλλιά = hair restorer
ουσία που προκαλεί αλλεργία = allergen
ουσιαστικά = essentially, fundamentally, virtually
ουσιαστικό = substantive, noun
ουσιαστικός = substantial
ουσιώδης = fundamental, vital, essential, indispensable
ούτε = nor, either
ούτε .... ούτε = neither ..... nor
ούτε εγώ = neither do I
ουφώ = suck
οφείλω = owe, be in debt to
όφελος = avail, benefit
οφθαλμολογία = opthalmology
οφθαλμολόγος = oculist
οφθαλμόν αντί οφθαλμού = eye for an eye, tit for tat
οφθαλμοπορνεία = lascivious look
οφθαλμός = eye
όφις = snake
όφσαϊντ = offside
όφσετ = offset
οχετός = sewer, gutter, drain, conduit
όχημα = vehicle
όχημα εκτόξευσης = launch vehicle
όχθη = bank, riverside
οχθοτούρλι = black tailed godwit
όχι = no
οχι αρμονικός = anharmonic
όχι ευκαταφρόνητος = considerable
όχι καλά = unwell
όχι μόνο ... αλλά = not merely ... but
όχι πια = any longer
όχι πιά = no longer
όχι πιά της μόδας = out of fashion
όχι πλέον = any longer
όχι σαν = unlike
όχι της μόδας = old fashioned
όχι τόσο καλός όσο = not so good as
όχι φοβισμένος = unintimidated
οχιά = viper, adder
όχιπλέον = any longer
όχληση = vexation
όχλος = mob
οχυρό = fortress, stronghold
οχυρώνω = embattle
οχυρώνω. ενισχύω = fortify
οχύρωση = fortification
όψη = aspect, countenance
οψιανός = obsidian
όψιμος = late