Greek (Ηη) to English

η = the
ή = or, either
ή .... ή = either ..... or
η αίσθηση της ταχύτητας = the sense of speed
η άμωμη σύλληψη = the immaculate conception
η ανοδική πορεία = the ascending spiral
η Αυτού Εξοχότης = majesty
η αφεντιά του = his nibs
η βροχή έπεφτε ραγδαία = it was raining cats and dogs
η βροχή έπεφτε ραγδιαία = the rain poured down
η γάτα με το ποντίκι = cat and mouse
η δεκαετία του 20 = the 20s
η δεκαετία του 30 = the 30s
η δεκαετία του 40 = the 40s
η δεκαετία του 50 = the 50s
η δεκαετία του 60 = the 60s
η δεκαετία του 70 = the 70s
η δεκαετία του 90 = the 90s
η εαυτή της = herself
η εκπρόσωπος = spokeswoman
η ηθοποιός = actress
η θέση = the post
η κακή όψη του πράγματος = the seamy side
η κατάσταση που επικρατεί = the current state of affairs
Η Κοινωνία των Εθνών = League of Nations
Η Κρήτη = Crete
η Μεγάλη Φωτιά του Λονδίνου = Great Fire of London
η νύχτα ζυγώνει = night is approaching
η πλάτη μου πονάει = my back aches
η πρόγκα = catcalls, booing
η προχωημένη ώρα = lateness of the hour
Η Ρωσία = Russia
η σερβιτόρος = waitress
η σιγή κόσμον φέρει = silence is golden
η σύζηγος = wife
η σύζυγος = wife
η συνείδηση του λαού = public consciousness
η τηλεόραση = TV set
ή το ένα ή το άλλο = either of them
η υγεία προέχει = health comes first
η φωτιά ήταν εκτός ελέγχου = the fire was out of control
η χώρα του ανατέλλοντος ηλίου = the land of the Rising Sun
ήβη = puberty, pubis
ηβικό τρίχωμα = pubic hair
ηβικός = pubic
ηγεμόνας = leader, monarch, sovereign
ηγεμονία = hegemony, leadership
ηγεμονικός = hegemonic, royal, princely
ηγεσία = leadership
ηγέτης = leader
ηγετικός = leading, chief, principal
ηγήτορας = leader
ηγούμαι = lead, head
ηγουμένη = abbess
ηγουμενία = abbacy, abbotship
ηγουμενικός = abbatial
ηγόυμενος = abbot
ήδη = already
ήδη με ζάχαρη = pre-sugared
ηδονή = pleasure, delight
ηδονισμός = hedonism
ηδύγλωσσος = sweet talker, sweet talking
ηδυπαθής = prurient
ηδύς = sweet
ηδύφωνος = mellifluous
ήθη και έθιμα = mores
ηθικές αρχές = ethics
ηθικές αρχές = morals
ηθική = ethics
ηθική σθένος = fortitude
ηθικό = morale
ηθικό ελάττωμα = vice
ηθικολόγος = righteous
ηθικός = righteous, moral, ethical
ηθικός αυτουργός = one who is morally responsible for
ηθμοειδής = ethmoid
ήθος = ethos, morals, principles
ηλεκτρίζω = electrify
ηλεκτρική κιθάρα = electric guitar
ηλεκτρική κουβέρτα = electric blanket
ηλεκτρική ξυριστική μηχανή = electric shaver
ηλεκτρική σκούπα = vacuum cleaner
ηλεκτρικός = electric, electrical
ηλεκτροαρνητικός = electronegative
ηλεκτροδοτώ = electrify
ηλεκτροεγκεφαλογράφημα = electroencephalogram
ηλεκτροθετικός = electropositive
ηλεκτροκαρδιογράφημα = electrocardiogram
ηλεκτρολόγος = electrician
ηλεκτρονικά = computer games
ηλεκτρονικά μέσα = electronic media
ηλεκτρονικά παιχνίδια = computer games
ηλεκτρονικό παιχνίδι = video game, arcade game
ηλεκτρονικό ταχυδρομείο = e-mail
ηλεκτρονικός = electronic
ηλεκτρόνιο = electron
ηλεκτροπληξία = electric shock
ηλεκτροφόρο = electrophorus
ήλθα = came
ηλιακή θέρμανση = solar heating
ηλιακή κάμινος = solar furnace
ηλιακή κεράτωση = solar keratosis
ηλιακό κύτταρο = solar cell
ηλιακό ρολόι = sundial
ηλιακό σύστημα = solar system
ηλιακός = solar
ηλίαση = sunstroke
ηλίθιος = asinine
ηλικακάδα = sunshine
ηλικία = age
ηλικία ενηλικίωσης = age of majority
ηλικίας = aged
ηλικίες = ages
ηλικιωμένος = aged
ήλιο = helium
ηλιόλουστος = sunny
ήλιος = sun, sunflower
ηλίου φαεινότερον = as plain as a pikestaff
Ηλύσιος = Elysian
ημέρα ανεξαρτησέως = Independence Day
ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου = Saint Valentine's Day
ημέρα των Ευχαριστίων = Thanksgiving
ημέρα Χριστουγέννων = Christmas Day
ημερίσια διάταξη = agenda
ημερολόγιο = calendar, log book
ημερολόγιο πλοίου = log
ημερολόγιο χρήσης = access logging
ημερομηνία = date
ήμερος = domesticated
ημί- = semi-
ημιαγωγός = semiconductor
ημιαμφίδρομος = half duplex
ημιανεξάρτητη κατοικία = semi-detached
ημιβυθιζόμενος = semi-submersible
ημιδιατροφή = half board
ημίθεος = demi-god
ημιόροφος = mezzanine
ημιπερατή μεμβράνη = semi-permeable membrane
ημισέληνος = crescent
ήμισυ = half
ημισφαίριο = hemisphere
ημίτονο τόξου = sine of an arc
ημίτονον = sine
ημιυδροπερατός σχηματισμός = aquitard
ημίχρονος = half
ήμουν = I was
ηνία = reins
Ηνωμένο Βασίλειο = UK, United Kingdom
ηνωμένος = united
ήξερα = knew
ΗΠΑ = USA
ηπατίτιδα = hepatitis
ήπειρος = continent
ηπειρωτική γη = mainland
ηπειρωτικός = continental
ήπια = I drank
ήπιαμε = we drank
ήπιαν = they drank
ήπιατε = you drank
ήπιε = he drank, she drank
ήπιες = you drank
ήπιος = gentle to, mild, gentle, benign
ήπιος χειμώνας = mild winter
ήρεμα = calmly, restfully
ηρεμία = tranquillity, composure, equanimity
ηρεμιστικό = sedative
ηρεμιστικό = tranquillizer
ήρεμος = calm, still, tranquil, level-headed, easy going
ηρεμώ = cool off
ήρωας = hero
ηρωίδα = heroine
ηρωϊκός = heroic
ηρωίνη = heroin
ηρωϊσμός = heroism
ηρωολατρεία = hero worship
ήσυχα = calmly
ησυχάζω = calm down
ησύχασα την συνείδηση = I squared my conscience
ησυχασμός = quiet, rest, peace, tranquillity
ησυχαστήριο = hermitage, retreat, refuge
ήσυχος = quiet
ήταν = it was, he was, she was
ήταν έτοιμος να φύγει = he was on the point of leaving
ήταν μαυρισμένη = she was tanned
ήταν παρόντες = they were οη hand
ήτοι = namely, that is
ήττα = defeat, loss
ηττημένος = loser, defeated
ηττημένος την τελευταία στιγμή = pipped at the post
ηττοπάθεια = defeatism
ηττοπαθής = defeatist
ηττώμαι = be defeated
ηφαιστειακός = volcanic
ηφαίστειο = volcano
ηφαίστειο εν ενέργεια = active volcano
ηχείο = loudspeaker
ηχηρά γέλια = roars of laughter
ηχηρός = sonorous, resonant, loud
ηχηρότητα = resonance, sonority, loudness
ηχητική παραμόρφωση = accoustic distortion
ηχητικό εφέ = sound effect
ηχητικός = acoustic, audible, sonic
ηχητικός κρότος = sound boom
ηχογραφημένος = recorded
ηχογράφηση = recording
ηχογραφώ = record
ήχοι = sounds
ηχοληψία = recording
ηχορύπανση = noise pollution
ήχος = sound
ηχώ = echo, resound, reverberate, chime