Greek (Ββ) to English

βαβά = grandmother, old woman
βάβα = old woman, grandmother
βαβίζω = yelp
βαβουίνος = baboon
βαγενάς = hooper, cooper
βάγια = nurse
βαγκόν λι = sleeping car
βαγόνι = carriage
βαγόνι βυτιοφόρο = tanker wagon
βαγόνι εστιατόριο = buffet car, dining car
βαδίζω = march
βαδίζω αργά και κουρασμένα = plod
βαδίζω αργά και με κόπο = trudge, plod
βαδίζω αργά κουρασμένα = trudge
βάδισμα = gait
βαειά ριζωμένος = ingrained
βαζάκι = vase, jar
βαζελίνη = petroleum jelly
βάζω = put on, put, insert, apply, store, pour
βάζω από την αρχή = rewind
βάζω ένα όριο = draw the line
βάζω ένα πλοίο στην εφεδρεία = lay up a ship, put a ship out of commission
βάζω ετικέτα = label
βάζω κέρμα στην σχισμή = put a coin in the slot
βάζω μακιγιάζ = to make up
βάζω μπρος την μηχανή = start the car
βάζω μπροστά = put forward
βάζω νερό στο κρασί μου = make do with less, moderate one's demands
βάζω όρο = stipulate
βάζω πείσμα να = be resolved to
βάζω πλώρη για = set sail for
βάζω πρώτη = engage first gear
βάζω πρώτη ταχύτητα = put the car in first gear
βάζω ράμματα = stitch
βάζω σε βαλίτσα = to pack
βάζω σε εφαρμογή = implement, put into practice
βάζω σε κονσέρβα = tin
βάζω σε πειρασμό = to tempt, tempt
βάζω σε υπολογιστή = computerise
βάζω σημείο = dot
βάζω στην άκρη = put aside
βάζω στην πρίζα = plug in
βάζω στην σειρά = put in order
βάζω στο χρονοντούλαπο = shelve, be in limbo
βάζω τέλος σε = put an end to, put a stop to, bring to a halt
βάζω το κεφάλι μου = stake my life
βάζω το κλειδί στην ανάφλεξη = put the key in the ignition
βάζω τρικλοποδιά = trip
βάζω φέσι = welch on
βάζω φωτιά σε = set fire to
βάζω χάμω = set down
βαθειά ριζωμένος = deep-rooted
βαθιά = deeply
βαθμιαία = gradually
βαθμιαίος = gradual
βαθμίδα = rank
βαθμοί = marks
βαθμοί σχολείου = school grades
βαθμολόγηση = grading
βαθμολογώ = rank, grade
βαθμός = degree, extent, mark, rank
βαθμός επιτυχίας = success rate
βαθμός κελσίου = centigrade
βαθμός Κέλσιου = degree Celsius
βαθμός του λοχαγού = captaincy
βάθος = depth
βαθούλωμα = dent
βαθουλωμένος = sunken, hollow
βαθουλώνω = dent
βάθρο = pedestal, base, foundation, abutment, podium
βαθύ κόκκινο = crimson
βαθύς = deep, profound
βαθυστόχαστος = profound
βαθύτατα = most deeply, profoundly
βαθύτερος = underlying
βακαλάος = cod
βακτήρια = bacilli
βακτηρίδια = bacteria
βακτηρίδιο = bacterium
βακτήριο = bacillus
Βακχεία = bacchanalia
βάλανος = barnacle
βαλβίδα = valve
βαλίτσα = suitcase, case
βαλλίστρα = crossbow
βαλς = waltz
βαλσαμώνω = embalm. soothe
βαλτόκιρκος = hen harrier
βαλτόπαπια = ferruginous duck
βαλτός = paid, hired
βάλτος = marsh, swamp, bog
βαλτοχιονόκοτα = willow grouse
βαμβακερό = cotton
βαμβακερός = cotton
βαμβάκι = cotton, cotton wool
βαμένα αυγά = dyed eggs
βάμμα = tincture
βαμμένος = painted
βάναυσα = brutally
βάναυσος = vulgar
βανδαλισμός = vandalism
βανίλια = vanilla
βαποράκι = pusher
βαπτίσια = christening
βάπτισμα = baptism
Βαπτιστής = Baptist
βάρ = load
βαρβάρα = shelduck
βάρβαρος = savage
βαρβατεύω = be in heat
βαρελάς = cooper
βαρέλι = barrel, cask
βαρελοσανίδα = stave
βαρελότο = cracker
βαρεμάρα = boredom
βαρετός = dull, boring
βαρετός άνθρωπος = bore
βαρέως = hard
βαρήκοος = hard of hearing
βαριά = sledgehammer, seriously
βαριέμαι = I am bored, I am sick of, I am fed up with
βαριέμαι τα Αγγλικά = I am tired of English
βαριέμαι την δουλειά = I am bored with the job
βαριοφαίνομαι = feel injured, take it amiss, take exception to
βάρκα = boat
βάρκα με κουπιά = rowing boat
βαρόνη = baroness
βαρόνος = baron
βάρος = burden, onus, weight, load
βάρος αποδείξεως = burden of proof, onus of proof
βαρύ φορτηγό = heavy goods vehicle
βαρύς = heavy, onerous
βαρύς χειμώνας = severe winter
βαρυσήμαντος = momentous
βαρύτητα = gravity
βαρύτονος = baritone
βαρώ = hit
βάσανα = troubles, worries
βασανίζομαι από = be afflicted with
βασανιζόμενος = afflicted
βασανίζω = afflict, torture
βασανισμένος = tortured with, consumed, racked
βασανισμός = torture
βασανιστήριο = rack
βασανιστικός = excrurtiating
βάσανο = affliction
βάση = basis
βάση δεδομένων = database
βασίζεται σε = it is based on
βασίζομαι = rely on, count on
βασίζομαι σε = count in, count on, rely οn
βασιζόμενος σε = on the strength of
βασίζω = ground on
βασικά = at heart
βασική ζώνη = baseband
βασική υπηρεσία = backbone
βασικός = underlying, staple
βασιλαετός = imperial eagle
βασιλεία = reign
βασιλείο = kingdom, realm
βασίλειο = kingdom
βασιλεύω = reign, rule
βασιλιάς = king
βασιλικά = royally
βασιλική σφραγίδα = privy seal
βασιλικός = basil, regal, royal
βασίλισσα = queen
βάσιμος = well-founded
βασκανία = evil eye
βατ = watt
βατόμουρο = raspberry
βάτος = skate, bramble
βάτραχος = frog
βαφέας = painter
βάφομαι = make up
βάφτης = painter
βαφτίζω = christen
βαφτίζω = baptise
βαφτιστήρι = godchild
βαφτιστικιά = goddaughter
βαφτιστικός = godson
βάφω = paint, dye
βγάζω = take off, elicit, release, weed out, pump out
βγάζω (την γλώσσα) = stick out
βγάζω άκρη = make head or tail of
βγάζω από την πρίζα = unplug the TV
βγάζω βεβιασμένα συμπεράσματα = jump to conclusions
βγάζω έξω = march out
βγάζω κέρδος σε = make a profit on
βγάζω λόγο = make a speech, deliver a speech
βγάζω νερό = draw water
βγάζω νόημα = add up
βγάζω τα άπλυτα στην φόρα = wash dirty linen in public
βγάζω τα απωθημένα = give vent to one's frustrations
βγάζω τα παπούτσια = slip off one's shoes
βγάζω το καπέλο = take one's hat off
βγάζω το σκύλο βόλτα = walk the dog
βγάζω φλας = indicate
βγάζω φωτογραφία = have a photo taken, take a picture
βγάζω φωτοφραφίες = take pictures
βγαίνω = come out, leave a room
βγαίνω από = turn out of
βγαίνω από αυτοκίνητο = get out of
βγαίνω από το αυτοκίνητο = get out of a car
βγαίνω με όπισθεν = reverse out
βγαίνω με όπισθεν = back out
βγαίνω ξαφνικά = pull out suddenly
βγαίνω στην σκηνή = tread the boards
βγαίνω στο κλαρί = go on the game
βγήκαμε από τον αέρα = we went off the air
βδελυρός = detestable, hideous
βέβαια = certainly
βέβαιος = certain
βεβαιότητα = certainty
βεβαιώνομαι = make sure, ensure
βεβαιώνω = assure, affirm
βεβαίως = certainly
βέβηλος = profane
βεβηλώνω = defile
βεβιασμένα = hastily
βεζίρης = vizier
βελάζω = bleat
βελανίδι = acorn
βελανιδιά = oak
βελγικός = Belgium, Belgian
Βέλγιο = Belgium
Βέλγος = Belgian
βελιτώνω = improve
βελοειδής = saggital
βελόνα = needle
βελόνα πικ απ = stylus
βελονισμός = acupuncture
βέλος = arrow, dart
βελούδινος = velvet
βελούδο = velvet
βελουδόπαπια = velvet scoter
βελτιωμένος = improved, enhanced
βελτιώνομαι = pick up, improve
βελτιώνω = improve by, ameliorate, enhance, refine
βελτιώνω με = improve by
βελτιώνω την απόδοση = improve one's performance, perform better
βελτίωση = improvement in, improvement, refinement
βελώνα = needle
βενζινάδικο = service station
βενζινάκατος = powerboat
βενζίνη = petrol, gas
βεντάλια = fan
βεντέτα = vendetta
βεντούζα = sucker
βέρα = wedding ring, engagement ring
βεράντα = porch
βέργα = rod, pointer
βερίκοκο = apricot
βερμούτ = vermouth
βερνίκι = polish, dye, varish
βερνικώνω = varnish
βέσπα = scooter
βετεράνος = old campaigner
βήμα = step, pace, stride, tread
βήματα = steps
βηματίζω = step, stride
βηματοδότης = pacemaker
βηρύλλιο = beryllium
βήρυλλος = beryl
βήχας = cough
βήχω = cough
βία = violence, force
βία στο σπίτι = domestic violence
βιάζομαι = in a hurry, hurry, rush, make haste
βιαία = violently
βιαία αντίδραση = violent reaction
βιαιοπραγία = assault
βίαιος = violent, heated
βιασμός = rape
βιαστής = rapist
βιαστικά = hurriedly
βιαστικός = bustling, hasty, cursory
βιασύνη = hurry, rush, haste, impetuosity
βιβλιαράκι = booklet
βιβλιάριο = book
βιβλικός = biblical
βιβλίο = book
βιβλίο επισκεπτών = visitor's book
βιβλιοδετώ = bind
βιβλιοθηκάριος = librarian
βιβλιοθήκη = bookcase, library
βιβλιοπωλείο = bookstore, bookshop
βιβλιοπώλης = bookseller
βίβλος = Bible
βίγλα = perch
βίδα = screw
βίδα με κρίκο = eye screw
βίδα που σφίγγει με παξιμάδι = bolt
βιδώνω = screw
βίζα = visa
βιζόν = mink
βίκος = tare
βίλα = villa
βίντεο (συσκευή) = video
βίντεο κασέτα = videotape
βίντεοκασετα = video cassette
βιοαποσυντιθέμενος = biodegradable
βιογραφία = biography
βιογραφικό σημείωμα = curriculum vitae
βιογράφος = biographer
βιοδιαθεσιμότητα = bioavailability
βιοιατρικός = biomedical
βιόλα = viola
βιολί = violin
βιολιστής = fiddler, violinist
βιολογία = biology
βιολογικός = biologist
βιολογικός καθαρισμός = waste treatment
βιομηχανία = industry
βιομηχανικάς = industrial
βιομηχανικές σχέσεις = industrial relations
βιομηχανικός = industrial
βιομηχανοποιημένος = industrialised
βιομηχανοποίηση = industrialisation
βιομήχανος = industrialist
βίος = life
βιόσφαιρα = biosphere
βιότοπος = habitat
βιοψία = biopsy
βιρτουόζος = virtuoso
βιταμίνη = vitamin
βιτρίνα = window dressing
βιώσιμος = viable
βλαβερά ζώα = vermin
βλαβερός = harmful
βλάβη = harm, damage, injury
βλάκας = fool, idiot, ass, bozo, dimwit, nitwit
βλακείες = rubbish, nonsense
βλακίες = nonsense
βλαμμένος = foolish, stupid, dopey, jerk
βλάπτω = harm, damage, hurt, do harm, mar, do damage
βλαστάνω = germinate
βλαστάρι = sucker
βλαστίδιο = blastula
βλαστικό μυκήλιο = vegetative mycelium
βλαστός = shoot, offshoot
βλάχας = pea brain
βλάχος = fool, idiot
βλέμμα = gaze, look
βλέννα = mucus, mucilage, snot
βλεννογόνος υμένας = mucosa
βλέπω = see, watch
βλεπω τα αξιοθέατα = do the sights
βλέπω την ζωή ρόδινη = see life through rose-coloured glasses
βλέπω φευγαλέα = glimpse
βλεφαρίδα = eyelid, eyelash
βλέψη = aspiration, ambition, aim
βλήμα = projectile
βληχώμαι = bleat
βλοσυρός = stern, sullen
βόας = boa
βογγάω = grunt
βογγώ = groan
βόδι = ox (oxen)
βόδι = ox
βόδια = oxen
βοδινή μπριτζόλα = beef steak
βοδινό = beef
βοειδή = cattle
βοήθεια = aid, help, support
βοήθημα = aid, help
βοηθητικά πηγάδια = drain holes
βοηθητικό ρήμα = auxiliary verb
βοηθητικός = ancillary, auxiliary
βοηθός = assistant, help
βοηθός διαιτητής = linesman
βοηθός ιερέως = acolyte
βοηθός οδοντογιατρού = dental assistant
βοηθώ = help out, aid, help along, assist, lend a hand
βοηθώ σε δύσκολή περίοδο = see through
βοημικός = bohemian
βόθριο = fovea
βολβός = bulb
βόλεϊ = volleyball
βολεύω = suit
βολή = cast
βόλι κανονιού = cannonball
βολικός = convenient, comfortable, suitable
βόλος = taw
βόλτα = ride
βόμβα = bomb
βόμβα γεμάτη καρφιά = nail bomb
βομβαρδίζω = bombard
βομβαρδισμός = bombing, bombardment
βομβαρδισμός με ακτινοβολία = irridation
βομβαρδιστικό αεροπλάνο = bomber
βομβιστής = bomber
βομβιστική επίθεση = bombing, bomb attack
βομβός = hum
βόμβος = tinnitus
βομβυκίλα = waxwing
βομβώ = buzz
βοξίτης = bauxite
βορά = prey
Βοράς = north
βοράς = Noth
βόρβορος = sludge, mire, mud, muck, filt
Βόρεια Θάλασσα = North Sea
βορειοανατολικό = north east
βορειοδυτικό = north west
βόρειος = northern
Βοριάς = north
βοσκή = pasture, herbage
βοσκός = shepherd
βοσκότοπος = pasture
βόσκω = graze, browse
Βοσνία = Bosnia
βοτανικός = herbal
βότανο = herb
βότκα = vodka
βότσαλο = shingle
βουβαίνω = make dumb
βούβαλος = buffalo
βουβόκυκνος = nute swan
βουβώνας = groin
βουβωνική πανούκλα = bubonic plague
βούγλωσσο = borage
βουίζω = hum, drone
βουκίνο = whelk
βουκολικός = bucolic
βούλα = seal, spot, bull
Βουλγαρία = Bulgaria, Bulgarian
Βούλγαρος = Bulgarian
βουλευτής = member of parliament, MP
βουλευτικές εκλογές = general election
βουλή = parliament
βούληση = volition
βουλιάζω = sag
βουλιμία = greed
βουλωμένος = clogged, congested, blocked, stuffed up
βουλώνω = clog
βουνό = mountain, mount
βουνοσφυριχτής = dotterel
βουνοχιονόκοτα = ptarmigan
βουνοχιονόκοτα = ptarmigan
βουρκωμένος = watery
βούρτσα = brush
βουρτσίζω = brush
βούτυρο = butter
βουτυρόπαιδο = softie
βουτώ = dip, immerse, dive, pinch, steal, plunge
βουτώ κάτι σε κάτι = dip [dip bread into soup]
βραβείο = prize, award
βράγχια = gills
βράγχιο = gill
βράδι = evening
βραδινή τουαλέτα = gown
βραδινό = dinner
βραδινό ταγιέρ = evening gown
βραδινό φόρεμα = evening dress, evening gown
βράδυ = evening
βραδύκαυστος = slow burning
βραδύνους = slow-witted
βραδυπορώ = linger
βραδύς = slow, lingering
βραδυφλεγής = slow burning
Βραζιλία = Brazil
βραζιλιάνος = Brazilian
βράζουμε στο ίδιο καζάνι = we are in the same boat
βράζω = boil, seethe, ferment, brew
βράκα = panties
βράκες = knickers
βράσιμο = brew
βραστός = boiled
βράχια = rocks
βραχιόλι = bracelet
βραχιόνιο οστούν = humerus
βραχιοσαύρος = brachiosaurus
βραχίων = arm
βραχίων = humerus
βραχνός = husky, raucous, hoarse
βραχοκιρκίνεζο = kestrel
βραχοπέρδικα = barbary partridge
βράχος = crag
βραχοσκαλίδρα = purple sandpiper
βραχύλογος = terse
βραχυπρόθεσμος = short term
βραχυραμφόχηνα = pink footed goose
βραχώδες υπόστρωμα = bedrock
βραχώδες φρύδι = scarp
βραχώδης = rocky
βρεγματικό οστό = parietal bone
βρεγμένος = wet
Βρετανία = Britain
Βρετανός = British
βρετονικός = Breton
Βρετόνος = Breton
βρεφική ηλικία = babyhood
βρέφος = infant
βρέφος που αρχίζει να περπατά = toddler
βρέχει = it’s raining
βρέχει καρεκλοπόδαρα = it is raining cats and dogs
βρέχει καταρρακτωδώς = it's pouring
βρέχω = drench
βρέχω καταρρακτωδώς = pelt it down, pekt it down
βρήκα = found
βρίζω = swear at, abuse, vituperate
βρίθω = be swarming with, teem
βρισιά = abuse
βρισίδι = slanging match
βρίσκομαι = be, find oneself, be located
βρίσκομαι αντιμέτωπος με = be up against
βρίσκομαι σε αδιέξοδο = be at a dead end
βρίσκομαι σε δύσκολη θέση = go out on a limb for
βρίσκομαι σε μποτιλιάρισμα = get stuck in a traffic jam
βρίσκομαι σε τέλμα = be bogged down
βρίσκομαι χωμένος = nestle
βρίσκω = find, find out
βρίσκω αθώο = find innocent
βρίσκω ένοχο = find guilty
βρίσκω ευχαρίστηση σε = take delight in
βρίσκω κατά τύχη = stumble on
βρίσκω καταφύγιο = take refuge
βρίσκω λύση = find a solution, come up with a solution to
βρίσκω μία αφορμή =
βρίσκω μία συμβιβαστική λύση = reach a compromise
βρίσκω στο τηλέφωνο = get through
βρίσκω την επίλυση = settle a matter
βρίσκω την λύση = work out, figure out
βρίσκω το δρόμο = I find my way
βρίσκω το μπελά μου = get into trouble
βρίσκω χρόνο για = make time for
βρογχιόλιο = brochiole
βρογχοκήλη = goitre
βρόγχος = loop
βρόμα = stink
βρόμη = oats
βρομιά = stink, muck, grime
βρομιά είναι = dirt is
βρόμικος = foul, grimy, grubby
βρόμιο = bromine
βρομιούχος = bromide
βρομόγλωσσος = foul-mouthed
βρομόπαιδο = brat
βρομώ = stink
βροντερός = thunderous, stentorian, loud
βροντές = thunder
βρόντος = bang
βροντόφωνος = stentorian
βροντώ = thunder, bang
βροντώ υπόκωφα = rumble
βροντώδης = thunderous
βροχερός = rainy
βροχή = rain, torrent
βροχή κατά διαστήματα = occasional rain
βροχοπούλι = piping plover, golden plover
βροχόπτωση = rainfall
βρόχος = loop
βροχούλα = a little rain, a light shower
βρύο = heather, moss
βρύση = tap, fountain
βρυχηθμός = roaring, roar
βρυχώμαι = roar
βρώμα = stench
βρώμη = oats
βρώμικος = grimy, dirty, filthy, squalid
βρώμικος αφρός = scum
βρωμόστομος = foulmouth
βρωμόχορτο = meldweed
βυζαρού = big-breasted woman
βυζάστρα = wet nurse
βυζί = tit
βυζιά = tits, boob, knockers
βυθίζομαι = go under, sink
βυθίζω = sink
βύθισμα = draught
βυθισμένος = countersunk
βυθοκόρος = hopper
βυθομέτρηση = sounding
βύρσα = leather, tanned hide
βυρσοδεψώ = tan
βύσμα = stopper, plug
βύσσινο = morello
βυσσοδομώ = machinate
βυτίνα = caddy
βύτιον = cask
βυτιοφόρο = petrol tanker
βώλος = clod, lump
βωμολογώ = be foul-mouthed, use foul language
βωμόλοχος = foul-mouthed, smutty
βωμός = altar