English (Ww) to Greek

wad = στουπί
waft = φέρνω απαλά στον αέρα
wage = μισθός
wage war = κάνω πόλεμο
wager = στοίχημα, στοιχηματίζω
wages = μισθός
wail = στριγγλίζω
wainscoat = ξύλινη επένδυση
waist = μέση
waistcoat = γιλέκο
wait = περίμενε, περιμένω
wait on. serve = σερβίρω
waiter = ο σερβιτόρος, τραπεζοκόμος
waitress = η σερβιτόρος
wake = απονέρια, ξυπνώ, αγρυπνία νεκρού
wake up = ξυπνώ
wake up call = κλήση αφύπνισης
wake up to = συνειδητοποιώ
Wales = Ουαλλία
walk = περπατώ, περίπατος, σεργιανίζω
walk a fine line = σχοινοβατώ
walk on stilts = σηκώνω σε ξυλοπόδαρα
walk on tiptoe = ακροπερπατώ
walk some one off their feet = ρέβω κάποιο στον ποδαρόδρομο
walk swiftly = γοργοποδίζω
walk the dog = βγάζω το σκύλο βόλτα
walker = περιπατητής
walkie talkie = πομποδέκτης
walking = περπάτημα
walking shoes = παπούτσια γιά περπάτημα
walking stick = μπαστούνι
Walkman = Γουόκμαν
walkout = αποχώρηση
walkway = φαρδύς διάδρομος
wall = τοίχος
wall unit = ντουλάπι κουζίνας
walled = με τείχη
wallet = πορτοφόλι
wallpaper = ταπετσαρία
walnut = καρύδι
walnut tree = καρυδιά
waltz = βαλς
waltzer = αλογάκια
wand = μαγικό ραβδί
wander = τριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανούμαι
wane = ελαττώνομαι, εξασθενίζω
wank = μαλακίζομαι, αυνανίζομαι
wanker = μαλάκας
want = έλλειψη, ανάγκη, θέλω
wanting = λείπει
wantoness = μουρνταριά
wantonness = έκλυση
war = πόλεμος
war cries = αλαλαγμός
war crimes = εγκλήματα πολέμου
war of aggression = επιθετικός πόλεμος
war of independence = πόλεμος ανεξαρτησίας
ward = θάλαμος
ward off = αποκρούω, αποτρέπω
wardrobe = ντουλάπα, γκαρνταρόμπα
warehouse = αποθήκη
warfare = πόλεμος
wariness = περίσκεψη
warm = ζεστός
warm-blooded = θερμόαιμος
warm blooded = θερμόαιμος
warm up = ζεσταίνω, προθέρμανση, προθερμαίνομαι
warmly = ζεστά
warmonger = πολεμοκάπηλος
warmth = ζεστασιά
warn = προειδοποιώ
warning = προειδοποίηση
warning coloration = προειδοποιητικός χρωματισμός
warp = διασίδι, διαστρεβλώνω
warped = διαστρεβλωμένος
warrant = ένταλμα
warrant for appearance = κλητήριο θέσπισμα
warring factions = αντιμαχόμενες φατρίες
warrior = πολεμιστής
warship = πολεμικό πλοίο
wart = κονδύλωμα
warts and all = και με τα μειονεκτήματα, ακριβώς όπως είναι
wary = προσεκτικός, προσεχτικός, επιφυλακτικός
wash = πλύνω, πλένω
wash and iron clothes = πλένω και σιδερώνω ρούχα
wash dirty linen in public = βγάζω τα άπλυτα στην φόρα
wash the dishes = πλένω τα πιάτα
wash up = πλένω τα πίατα
washbasin = νιπτήρας
washer = ροδέλα
washing = πλύση
washing machine = πλυντήριο ρούχων
wasp = σφήκα
waste = απόβλητα, λύμα, σπατάλη, σπαταλώ
waste disposal = διάθεση απορριμμάτων
waste of = σπατάλη
waste one's breath = ματαιοπονώ
waste one's time = ματαιοπονώ
waste paper basket = καλαθάκι αχρήστων
waste treatment = βιολογικός καθαρισμός
wasteful = σπάταλος
watch = φρουρά, ρολόι, βλέπω, παρακολουθώ
watch-chain = καδένα
watch over = επιβλέπω
watching = παρακολούΘηση
water = ποτίζω, ύδωρ, νερό
water-colour = ακουαρέλα
water closet = απόπατος
water colour = νερομπογιά
water lily = νούφαρο
water pipe = σωλήνας νερού
water rail = νεροκοτσέλα
water resistant = αδιάβροχος
water rushed into the gap = το νερό όρμησε στο κενό
water skiing = θαλάσσιο σκι
water softener = αποσκληρυντής νερού
waterfall = καταρράκτης
waterfront = παραλία, προκυμαία
waterline = ίσαλος
waterproof = αδιάβροχος
watershed = σταθμός
watersnake = νερόφιδο
watersports = θαλάσσια σπορ
watertightness = στεγανότητα
watery = υγρός, βουρκωμένος, νερουλός
watt = βατ
wave = κύμα
waveguide feedhorn = χοάνη τροφοδότησης κυματοδηγο
wavelength = μήκος κύματος
waver = αμφιρρέπω
wavering = που αμφιταλαντεύεται
wavy = κυματιστός, σπαστός
wax = κερί
wax eloquent = μιλώ με λυρικό τρόπο
waxwing = βομβυκίλα
way = τρόπος
way of life = τρόπος ζωής
way of speaking = τρόπος του λέγειν
waylay = διπλαρώνω
ways = δρόμοι, τρόποι
we = εμείς
we're stuck = κολλήσαμε
we are in the same boat = βράζουμε στο ίδιο καζάνι
we are on the air = είμαστε στον αέρα
we drank = ήπιαμε
we flew = πετάξαμε
we had = είχαμε
we stole = κλέψαμε
we threw = πετάξαμε
we went off the air = βγήκαμε από τον αέρα
weak = ανίσχυρος, αδύναμος
weaken = αποδυναμώνω, αποδυναμώνομαι, εξασθενίζω
weaker = πιο αδύναμος
wealth = πλούτος, χλδή
wealthily = πλούσια
wealthy = εύπορος, ευκατάστατος, πλούσιος, πλούσι
wean = αποσπώ, σταματώ το θηλασμό, αποκόβω
weaponry = οπλισμός
wear = φορώ (ήδη φορώ), φορώ
wear a seat belt = φορώ ζώνη ασφάλειας
wear and tear = φυσιολογική φθορά
wear away = φθείρομαι, φθείρω
wear off = περνάω, εξαφανίζομαι, εξαφανίζω
wear out = φθείρω
weariness = κόπωση
weary = εξαντλημένος, κουρασμένος
weather = καιρός
weather forecast = πρόβλεψη καιρού, δελτίο καιρού
weather permitting = αν το επιτρέψει ο καιρός
weathercock = ανεμοδείκτης
weave = υφαίνω
weaver = υφαντής
weaving = ύφανση
webbed = μεμβρανώδης
webbed foot = μεμβρανώδες πόδι
webbing = ούγια
webpage = ιστοσελίδα
wed = παντρεύομαι
wedding = γάμος
wedding gown = νυφικό
wedding ring = βέρα
wedge = γόμφος, σφήνα
Wednesday = Τετάρτη
wee = μικρός, κάνω τσίσα
weed = ζιζάνιο
weed out = ξεριζώνω, βγάζω
week = εβδομάδα
weekday = καθημερινή μέρα
weekend = σαββατοκύριακο
weekly = εβδομαδιαίος
weep = κλαίω
weeping = κλάμα
weigh = έχω βάρος, ζυγίζω
weigh pros and cons = σταθμίζω
weight = βάρος
weight lifter = αρσιβαρίστας
weightbearing exercise = άσκηση με βάρη
weightless = χωρίς βάρος
weightlifting = άρση βαρών
weird = αλλόκοτος, απόκοσμος
weirdly = περιέργως
welch on = βάζω φέσι
welcome = υποδοχή, καλοδεχόμενος, καλωσορίζω
welcomer = αυτός που καλωσορίζει
weld = οξυγονοκολλώ, συγκολλώ
welded = συγκολλημένος
welfare = πρόνοια
well = πηγάδι, καλά, αναβλύζω, λοιπόν
well-being = ευεξία
well-built = γεροδεμένος
well-defined = ξεκάθαρος
well-deserved = δίκαιος
well-disposed = καλοπροαίρετος
well-disposed towards = έχοντας καλές διαθέσεις προς
well-educated person = πανεπιστήμων
well-fitted = καλοεξοπλισμένος
well-founded = βάσιμος
well-groomed = περιποιημένος
well-maintained = καλά συντηρημένος
well built = γεροδεμένος
well done = μπράβο
well head = νερομάνα
well intentioned = καλοπροαίρετος
well known = γνωστός, πασίγνωστος
well logs = διαγραφήσεις του πηγαδιού
well off = εύπορος, ευκατάστατος
well placed = καλά τοποθετημένος
well shod = που φοράει καλά παπούτσια
well suited = πραγματικά κατάλληλος
well up = αναβλύζω
wellhead = κεφαλή του πηγαδιού
wellhead body = σώμα της κεφαλής του πηγαδιού
wellingtons = γαλότσες
welsh = ουαλλικός
Welshman = ουαλλός
went = πήγα
west = δύση
westbound = με δυτική κατεύθυνση
westerly wind = δυτικός άνεμος
western = δυτικός, γουέστερν
westernize = εκδυτίζω
wet = βρεγμένος, υγρός, περιχύω, ένος
wet blanket = κρυόμπλάστρο
wet nurse = βυζάστρα
whale = φάλαινα
whale hunting = φαλαινοθηρία
what = τί, τι
what's his line of business = με τι καταγίνεται
what's the best way to = ποιός είναι ο καλύτερος τρόπος
what's the point of = τί ωφελεί να
what a pity = τι κρίμα
what has been omitted = παραλειπόμενα
what is going on here ? = τί συμβαίνει εδώ
what time is it? What's the t = τί ώρα είναι
what was said = λεχθέντα
whatever = οτιδήποτε
whatever he says = ότι κι'αν λεει
whatever that may be = ο Θεός ξέρει τι είναι αυτό
whatsoever = καθόλου
wheat = σιτάρι, σίτος
wheedling = θωπεία, κολακεία
wheel = τροχός, ρόδα
wheel alignment = ευθυγράμμιση τροχών
wheelchair = αναπηρική καρέκλα
wheels = κούρσα
wheezing = ασθμαίνων
whelk = βουκίνο
when = πότε, όταν
when all is said and done = στην τελική ανάλυση
when it comes to = όταν πρόκειται για
whenever = οποτεδήποτε
where = που, πού, όπου
where does it hurt ? = πού πονάς
where does it hurt him? = που πονάει
where does it hurt? = πού πονας
whereabouts = μέρος όπου βρίσκεται κάποιος, που περίπου
whereabouts is = που πέφτει
whereas = ενώ
whereupon = κατόπιν του οποίου
wherever = οπουδήποτε
whether = είτε, αν
which = το οποίο, ποίο
which holds up = πού ενεργεί ανασχετικά
whichever = οποιοδήποτε
while = ενώ
whilst = ενώ
whim = καπρίτσιο
whimbrel = σιγλίγουρος
whimsical = άστατος, ιδιότροπος
whining = παραπονιάρικος, κλαψιάρικος
whiny = κλαψιάρης
whip = νικώ, μαστίζω, μαστιγώνω
whirlpool = ρουφήχτρα, δίνη
whirlwind = πολύ γρήγορος
whisk = χτυπητήρι, μεταφέρω γρήγορα
whisker = μουστάκι (ζώου)
whisper = ψιθυρίζω, ψιθυρισμός
whistle = σφυρίζω, σφύριγμα, σφυρίχτρα
whistling = σφύριγμα
white = λευκό, λευκός, άσπρος
white billed diver = κιτρινομύτικο παγοβούτι
white dwarf = λευκός νάνος
white fronted goose = ασπρομετωπόχηνα
white grouper = σφυρίδα
white headed duck = κεφαλούδι
white meat = άσπρο κρέας
white nights = λευκές νύχτες
white noise = λευκός θόρυβος
white pelican = ροδοπελεκάνος
white race = λευκή φυλή
white rumped sandpiper = σκαλίδρα του Βοναπάρτη
white stork = λευκοπελαργός
white tailed eagle = θαλασσοαετός
whitebait = μαρίδα
whiteboard = λευκοπίνακας
whitelead = στουπέτσι
whiter = πιο λευκός
whites = λευκά ρούχα
whitewash = ασπρίζω
whitewater = νερό στις καταρράκτες
whiting = κιμωλία, μπακαλιάρος μερλάν, λειοτριβημένη κιμωλία
whizz kid = παιδί θαύμα
who = ο οποίος, ποιός
whodunnit = αστυνομικό μυθιστόρημα
whoever = οποιοσδήποτε
whole = ακέραιος, άρτιος, ολόκληρος
wholesale = χοντρική πώληση
wholesome = θρεπτικός, υγιεινός
wholly = πλήρως
whom = τους οποίους, την οποίαν, ποίον, τον οποίον
whooper swan = αγριόκυκνος
whooping cough = κοκίτης, κοκίτης
whore = πουτάνα, πατσαβούρα
whose = τίνος, ποιανού, του οποίου
why = γιατί
wick = φιτίλι, θρυαλλίδα
wicked = κακός, σατανικός
wicked wolf = κακός λύκος
wickedness = κακοήθεια, κακία
wicker = λυγαριά
wicket-keeper = παίκτης του κρίκετ που φυλάει
wide = πλατύς, φαρδύς
wide choice of = ευρεία επιλογή
wide open = ορθάνοιχτος, διάπλατα ανοιχτά, διάπλατα
wide range of = ευρύ φάσμα
widely = πλατέως, ευρέως
widen = διευρύνω, πλαταίνω, φαρδαίνω
widening = διεύρυνση
wider = πιο φαρδύς
widespread = πλατιά διαδεδομένος, διαδεδομένος
widgeon = σφυριχτάρι
widow = χήρα
widower = χήρος
width = φάρδος
wife = σύζυγος, η σύζυγος, γυναίκα, η σύζηγος
wig = ποστίς, περούκα
wigeon = σφυριχτάρι
wild = άγριος
wild leek = πρασουλίδα
wild living = ασωτία
wild olive = κότινος
Wild West = Άγρια Δύση
wildebeest = είδος αντιλόπης
wilderness = έρημος
wildlife = άγρια φυτά, άγρια ζώα, φύση
wildly = άγρια
wilfully = εσκεμέννα, επίτηδες
will = προαίρεση, διαθήκη, θέληση
willing = πρόθυμος
willingly = εθελημένα, μετά χαράς, πρόθυμα, εκών
willingness = προθυμία
willow = ιτιά
willow grouse = βαλτοχιονόκοτα
willy-nilly = εκών-άκων, άκων-έκων
Wilson's petrel = ωκεανίτης
Wilson's phalarope = αμερικανικός κολυμπότρυγγας
wilt = μαραίνω
wily = μουσίτσα, πανούργος, τετραπέρατος
win = κερδίζω, νικώ
win a match = κερδίζω ένα αγώνα
win a prize = κερδίζω ένα βραβείο
wince = κάνω μορφασμό από πόνο
winch = μανιβέλα
wind = αιολική, άνεμος, κινούμαι ελικοειδώς, κουρδίζω
wind-surfing = ιστιοσανίδα
wind chill factor = συντελεστής ψύξης ανέμου
wind down = χαλαρώνω, έρχομαι στο τέλος
wind down the window = ανοίγω το παράθυρο
wind instrument = πνευστό όργανο
wind up = κουρδίζω
wind up the window = κλείνω το παράθυρο
windcheater = μπλουζόν
windfall = κελεπούρι, κελεμπούρι
winding = ελισσόμενος, φιδωτός
windmill = ανεμόμυλος
window = παράθυρο
window blind = στόρι
window dresser = διακοσμητής βιτρινών
window dressing = βιτρίνα, τέχνη της καλής εντύπωσης
window shopping = χάζεμα σε βιτρίνες μαγαζιών
windpipe = τραχεία
windscreen = παρμπρίζ, παρ-μπρίζ
windscreen wiper = υαλοκαθαριστήρας
windscreen wipers = υαλοκαθαριστήρες
windward = προσήμενος, προσήνεμος
windy = ανεμώδης, που φυσάει
wine = κρασί, οίνος
wine cellar = κάβα
wine drinker = οινοπότης
wine press = ληνός
wing = φτερό, το φτερό
wing nut = πεταλούδα
winged = φτερωτός
winger = εξτρέμ
wingspan = άνοιγμα φτερών
wink = κλείνω το μάτι
winner = νικητής
winnow = λιχνίζω
winter = χειμώνας, διαχειμάζω
winter garden = σέρα
winter is drawing on = χειμώνιασε, μπαίνει ο χειμώνας, μπαίνει o χειμώνας
Winter Olympics = Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες
wipe = σκουπίζω
wipe off = σκουπίζω
wipe out = διαγράφω
wipe the slate clean = σβήνω το παρελθόν
wiped me out = με ζεμάτισε το πρόστιμο
wire = σύρμα, καλώδιο
wire rack = συρμάτινη κρεμάστρα
wireless = ασύρματο
wiry = σπαθάτος
wisdom = σωφροσύνη, σύνεση, σοφία
wisdom tooth = φρονιμίτης
wise = φρόνιμος, συνετός, σοφός
wisely = συνετά, σοφά
wiser = πιο συνετός, σοφότερος
wish = μακάρι, ευχή, εύχομαι
wish for = εύχομαι κάτι
wish to do = θέλω να κάνω κάτι
wishful thinking = ευσεβής πόθος
wishy-washy = ανούσιος
wisp = τσουλούφι, τούφα
wisteria = πασχαλιά
wistful = όλο καημό, σκεπτικός
wistfully = μελαγχολικά
wit = εξυπνάδα, ευφυϊα, πνεύμα
witch = μάγισσα
with = μαζί, με
with a floral pattern = με σχέδιο λουλουδιών
with a heavy heart = με βαριά καρδιά
with a squint = αλλοίθωρος
with a toss of his head = με ένα τίναγμα του κεφαλιού
with a view to = με τον σκοπό να διευκολύνω, με σκοπό να
with all his might = με όλη του την δύναμη
with bated breath = με κομμένη ανάσα
with consummate ease = με περίσισια άνεση
with great difficulty = με χίλια στανιά
with moderation = με μέτρο
with one or both ears cut off = κουτσάφτης
with one voice = με μία φωνή
with one΄s back to the wall = στριμωγμένος στη γωνία
with reference to = σε σχέση με, σχετικά με
with regard to = σχετικά με
with the advent of = με την άφιξη
with the naked eye = διά γυμνού οφθαλμού
withdraw = κάνω ανάληψη, υπαναχωρώ, υπαναχωρώ., αποσύρω
withdraw from = αποσύρομαι από
withdrawal = αποχώρηση, ανάληψη
wither = κατακεραυνώνω
withered = μαραμένος
withering = που μαραίνει, κεραυνοβόλος
withhold = παρακρστώ, παρακρατώ
within = μέσα, εντός
within earshot = σε απόσταση φωνής, εις επήκοον
within living memory = όσο θυμάμαι
within the confines of = εντός
witholding = παρακράτηση
without = άνευ, χωρίς
without a clue = ανίδεος
without a pass = χωρίς άδεια
without fail = το δίχως άλλο
without juice = στουπί
without prejudice to = με επιφύλαξη του
without stars = άναστρος
without success = χωρίς επιτυχία
without the slightest idea = ανίδεος
witless = άμυαλος, άνους
witness = είμαι μάρτυρας, μαρτυρώ, μάρτυρας
witness box = θέση του εξεταζόμενου μάρτυρα
wittily = πνευματικά
witty = σπιρτόζος, πνευματώδης
wizard = μάγος
wizen = ρυτιδιάζω, μαραζώνω
woad = ίσατις η βαφική
wobble = ταλαντεύομαι
woe betide = αλλοίμονο
woeful. heart-breaking = γοερός
wolf = λύκος
wolves = λύκοι
woman = γυναίκα, γθναίκα
woman in labour = λεχώνα
woman who has a toy boy = τεκνατζού
womaniser = μπήχτης, μπερμπάντης, ζαμπαράς
womanizer = γυναικάς
womb = μήτρα
women's magazine = γυναικείο περιοδικό
won't = δεν θα
wonder = αναρωτιέμαι, θαύμα, θαυμασμός, διερωτώμαι
wonderful = θαυμάσιος, υπέροχος
wondrous = θαυμαστός
wood = μικρό δάσος, ξύλο
wood anemone = ανεμώνη η δασόφιλος
wood chipboard = μοριοσανίδα
wood packing = ξύλινο παρέμβυσμα
wood sandpiper = λασπότρυγγας
woodchat shrike = κοκκινοκεφαλάς
woodchip = φυλλίδιο ξύλου, τεμαχίδιο ξύλου, ροκανίδι
woodcock = μπεκάτσα
wooden = ξύλινος
wooden overcoat = κιβούρι
wooden peg = καβίλια
woodland = δασώδης έκταση
woodpecker = τσικλιτάρα, πέλεκας
woods = δάση
woodshed = αποθήκη για καυσόξυλα
woodworm = σαράκι
woody = του ξύλου, δασώδης
wool = το έριο, μαλλί
woollen = μάλλινος
woolly = μαλλιαρός
word = λέξη
word processor = επεξεργαστής κειμένου
wording = διατύπωση
wordly wise = έξυπνος, σοφός
words = λόγια, λέξεις
words of wisdom = σοφά λόγια
work = δουλειά, εργασία, δουλεύω, εργάζομαι
work came to a standstill = το έργο τελματώθηκε
work is down the drain = τζίφος η δουλειά
work long hours = δουλεύω πολλές ώρες
work of art = κομψοτέχνημα, έργο τέχνης
work on = δουλεύω πάνω σε
work out = βρίσκω την λύση
work overtime = κάνω υπερωρίες
work shifts = δουλεύω βάρδιες
work to a different timetable = εξυπηρετώ άλλες σκοπιμότητες
work up = μεγαλώνω, αναπτύσσω
workaholic = εργασιομανής
workforce = εργατικό δυναμικό
working = εργαζόμενος, που δουλεύει, που λειτουργεί
working platform = εξέδρα εργασίας
workload = φόρτος εργασίας
workman = εργάτης
workout = προπόνηση, εξάσκηση
workplace = χώρος εργασίας
workshop = ατελιέ
world = κόσμος, υφήλιος
world-wide = παγκοσμίως
world class = παγκόσμιας κατηγορίας
World Cup = παγκόσμιο κύπελλο
world power = παγκόσμια δύναμη
worldwide = παγκόσμιος, παγκοσμίως
worm = σκουλίκι
worm one΄s way = εκτείνομαι φιδωτά
worm out of = εκμαιεύω
wormeaten = σαρακιάρης
wormwood = αψίνθιο
worn = φθαρμένος
worn out = εξαντλημένος
worried = προβληματισμένος
worried about = ανήσυχος
worries = βάσανα
worry = έννοια, ανησυχώ
worryingly = ανησυχητικά
worse = χειρότερος
worsen = χειροτερεύω
worship = λατρεύω, λατρεία
worst = ο χειρότερος, χείριστος, ο χειρίτερος
worthless = άχρηστος
worthwhile = που αξίζει
worthy = άξιος
worthy of = άξιος
would = είθε
would-be = επίδοξος
wound = τραυματίζω, τραυματισμός, λαβώνω, τραύμα, πληγή
wounded = τραυματισμένος, λαβωμένος
wounding = τραυματισμός
woven = υφαντός
woven material = υφαντό
wrack and ruin = πανωλεθρία
wrangle = διαπληκτίζομαι
wrap = τυλίγω
wrapped = τυλιγμένος
wrapper = χαρτί περιτυλίγματος, κάλυμμα
wrasse = λαπίνα
wrathful = οργίλος
wrathfully = οργίλα
wreak havoc = προκαλώ μεγάλη ζημιά
wreath = στεφάνι
wreckage = συντρίμια
wrecked = καταστρεμμένος, σαραβαλιασμένος
wren = τρυποφράχτης
wrench = αποσπώ, στραμπουλίζω
wrench one's leg = στραμπουλίζω
wrestle = παλεύω
wrestler = παλαιστής
wrestling = πάλη
wretch = κακόμοιρος
wretched = πενιχρός, ελεεινός
wriggling = που στριφογυρίζει
wring = στύβω
wring the neck = καρυδώνω
wrinkle = ζάρα, ρυτίδα, ρυτιδώνω
wrinkled = ζαρωμένος
writ = ένταλμα
write = γράφω, συντάσσω
write off = ξεγράφω
writer = συγγραφέας
writhe = σπαρταρώ, σφαδάζω
writing = γραφή
written = γραμμένος
written texts = τα γραπτά κείμενα
wrong = λάθος
wrongly = λανθασμένος, λανθασμένα
wrought = κατεργασμένος, προκάλεσα
wrought iron = σφυρηλάτος σίδηρος
wry = ειρωνικός, στραβός
wryly = σαρκαστικά, ειρωνικά
wuthering = ανεμοδαρμένος
wyvern = δράκοντας