English (Uu) to Greek

U-turn = στροφή 180 μοιρών
u spat = έφτυσες
ubiquitous = πανταχού παρών
ubiquity = πανταχού παρουσία
udder = μαστάρι
ugly = άσχημος
UK = Ηνωμένο Βασίλειο
ulcer = έλκος
ulceration = εξέλκωση
ulna = ωλένη
ulterior motive = απώτερο κίνητρο
ultimate = απώτατος, έσχατος, τελικός, ύστατος
ultimately = τελικά
ultimatum = τελεσίγραγο
ultra-sound scan = εξέταση με υπερήχους
ultrasound = υπερηχητικός
ultraviolet = υπεριώδης
umbilical cord = ομφάλιος λώρος
umbrella = ομπρέλα
umlaut = διαλυτικά
umpires = κριτές
umpiring = διαιτησία
un- = μη -
unacceptable = απαράδεκτος
unaccompanied = ασυνόδευτος
unambiguous = σαφής, ξεκάθαρος
unanimous = ομόφωνος
unanimously = με μία φωνή, παμψηφεί, ομόφωνα
unanswered = αναπάντητος
unarmed = αφοπλισμένος, άοπλος
unashamed of = αναίσχυντος
unassuming = σεμνός, μετριόφρονας, απλός
unattended = ασυνόδευτος
unattractive = μη ελκυστικός
unavailable = μη διαθέσιμος
unavoidable = αναπόφευκτος
unavoidably = αναπόφευκτα
unaware of = χωρίς να το ξέρω, ανήξερος, εν αγνοία
unawares = εξαπίνης
unballasted = ανερμάτιστος
unbearable = ανυπόφορος
unbeatable = ακατανίκητος
unbelievable = απίστευτος
unbelievably = απίθανα
unbendingly = σταθερά, απαρέγκλιτα
unbiased = αμερόληπτος
unblinking = που βλέπει ατενώς
unborn = αγέννητος
unbuttoned = ξεκουμπωμένος
uncalled for = απρόκλητος, αδικαιολόγητος
uncannily = αφύσικα
uncanny = αλλόκοτος, απόκοσμος, αφύσικος
uncared for = παραμελημένος
unceasing = ακατάπαυστος
uncertain = αμφίβολος, αβέβαιος
uncertainty = αβεβαιότητα
unchanging = αναλλοίωτος
unchecked = ανεξέλεγκτος
unclassified = μη απόρρητος
uncle = θείος
uncomfortable = άβολος
uncomfortably = άβολα
uncomprehending = που δεν καταλαβαίνει
uncompromising = ασυμβίβαστος
unconnected = ασύνδετος
unconscious = αναίσθητος
unconsciousness = αναισθησία
uncontaminated = μη μολυσμένος
uncontracted = ασυναίρετος
uncontrollable = ασυγκράτητος, ακατάσχετος
uncontrolled = ανεξέλεγκτος
unconvincing = μη πειστικός
uncooked = ωμός
uncouth = άξεστος
uncut = χωρίς περικοπές
undaunted = απτόητος
undecided = αμφίρρεπος
undefeated = αήττητος
undemonstative = ανεκδήλωτος
under = κάτω από
under age = ανήλικος
under control = υπό έλεγχο
under discussion = υπό συζήτηση
under her breath = ψιθυριστά
under my breath = χαμηλόφωνα
under orders = με την εντολή
under pain of = υπό την ποινή του
under repair = υπό επισκευή
under strain = υπό πίεση
under surveillance = υπό παρακολούθηση
under the impression = υπό την εντύπωση
under the influence of = υπό την επιρροή
under the influence of alcohol = υπό την επήρεια αλκοόλ
under the weather = αδιάθετος
under threat = σδε κίνδυνο, απειλούμενος, υπό απειλή
under way = που γίνεται, υπό εξέλιξη
underbrush = χαμόκλαδα
undercarriage = σύστημα προσγείωσης, τροχοί
underdeveloped = υπανάπτυκτος
underestimate = υποεκτιμώ, υποτιμώ
undergo = υφίσταμαι
undergoing trials = υπο δοκιμή
underground = υπόγειος
undergrowth = χαμόκλαδα
underhanded = δόλιος, ύπουλος
underline = υπογραμμίζω
underling = υφιστάμενος, τσιράκι
underlying = βασικός, θεμελιώδης, βαθύτερος
undermine = υποσκάπτω
undermining = υπονόμευση
underneath = από κάτω
underpants = σώβρακο
undersheet = κάτω σεντόνι
understand = καταλαβαίνω, κατανοώ
understandable = κατανοητός
understandably = κατανοητά
understanding = κατανόηση
undertaker = εργολάβος κηδειών
undertaking = εγχείρημα
undervalue = υποτιμώ
underwater = υποβρήχιος
underwear = εσώρουχα
underworld = υπόκοσμος
underwrite = ασφαλίζω, εγγυώμαι
undesirable = ανεπιθύμητος
undignified = άπρεπος
undisciplined = χωρίς πειθαρχία
undisclosed = που δεν ανακοινώθηκε, άγνωστος
undisputed = αναμφισβήτητος
undistinguished = χωρίς διάκριση
undo = ξεκουμπώνω
undoubted savings = αναμφισβήτητες οικονομίες
undoubtedly = αναμφισβήτητα
undreamed of = αφάνταστος, αδιανόητος
undress = γδύνομαι, γδύνω
unearned income = μη δεδουλευμένο εισόδημα
unearth = ανακαλύπτω, ξεθάβω
unemotional = ανέκφραστος, ψυχρός
unemotionally = ατάραχα, απαθώς
unemployed = άνεργος
unemployment = ανεργία
unemployment benefit = επίδομα ανεργίας
unequal = άνισος
unerring = αλάνθαστος
unethical = ανήθικος
uneven = σκολιός, μονός
uneven road = ανώμαλος δρόμος
unevenly = άνισος
unexpected = απροσδόκητoς
unexpectedly = απροσδόκητα
unexplored = ανεξερεύνητος
unfailing = αδιάπτωτος, συνεχής
unfairly = άδικα
unfairness = αδικία
unfasten the seat belt = ξεδένω την ζώνη ασφάλειας
unfeeling = στυγνός
unflinching = εδραίος
unfold = ξεδιπλώνω
unforeseen = απρόοπτο, απρόβλεπτος
unforgettable = αξέχαστος
unforgiveable = ασυγχώρητος
unfortunate = δυστυχής
unfortunately = δυστυχώς
unfossilised = μην απολιθωμένος
unfounded = αβάσιμος
unfounded reproaches = αβάσιμες αιτιάσεις
unfriendly = εχθρικός
unfurl = ξεδιπλώνω
unglamorous = χωρίς γοητεία, απλός
unhappy = δυστυχισμένος
unhealthy = ανθυγεινός
unhook time = χρόνος αποσυνδέσεως
unification = ενοποίηση
uniform = ενιαίος, ομοιόμορφος, στολή
uniformed = με στολή
uniformity = ομοιομορφία
unify = ενοποιώ
unilateral = μονόπλευρος
unimaginable = που δεν μπορεί να φανταστεί, αφάνταστος
unimpresive = μη εντυπωσιακός
uninhabitable = ακατοίκητος
uninhabited = ακατοίκητος
uninhibited = χωρίς αναστολές
uninitiated = άπειρος, αδαής
unintenionally = ακούσια
uninteresting = αδιάφορος
unintimidated = όχι φοβισμένος
union = σωματειακός, ένωση, σωματείο εργαζομένων
unique = μοναδικός
uniquely = μοναδικά
unit = μονάδα
unite = συνενώνω, ενοποιώ
unite with = ενώνω
united = ηνωμένος
United Kingdom = Ηνωμένο Βασίλειο
units = μονάδες
unity = ενότητα, αρμονία
universal = παγκόσμιος
universally = καθολικά
universe = σύμπαν
university = πανεπιστήμιο
university entrance exams = πανελλήνιες εξετάσεις
unjust = άδικος
unjustifiable = αδικαιολόγητος
unleaded petrol = αμόλυβδη βενζίνη, αμόλυβδη
unleash = αμολώ, αποδεσμεύω
unless = εξόν κι΄αν, εκτός κι'αν, εκτός εάν
unlike = διαφορετικός, αντίθετα με, όχι σαν
unlikely = απίθανος
unlimited = απεριόριστος, απεριόριστα
unload = αδειάζω, ξεφορτώνω
unmanageable = δύσχρηστος
unmanly = θηλυπρεπής
unmanned = μην επανδρωμένος
unmarked = ασημάδευτος
unnaturally = αφύσικα
unnecessarily = μη αναγκαία
unnecessary = μη αναγκαίος, περιττός, μη απαραίτητος
unnoticed = απαρατήρητος
unorthodox = ανορθόδοξος
unpaid = απλήρωτος
unpleasant = δυσάρεστος
unpleasantness = δυσάρεστη κατάσταση
unplug the TV = βγάζω από την πρίζα
unpopular = μη δημοφιλής
unprecedented = χωρίς προηγούμενο
unpredictable = απρόβλεπτος
unpriviliged = αδικημένος
unprofitable = μη επικερδής
unpublished = αδημοσίευτος
unreadable = δυσανάγνωστος
unrealistic = μη ρεαλιστικός
unregulated = ανεξέλγκτος
unreliable = ασυνεπής
unrestrained = ακάθεκτος
unripe = ανώριμος
unrivalled = ανυπέρβλητος
unruffled = ατάραχος
unsafe = επισφαλής
unsanitary = ανθυγεινός
unsatisfactory = μη ικανοποιητικός
unscramble = ξεμπερδεύω
unscrupulous = ασυνείδητος, αδίστακτος
unscrupulously = αδίστακτα
unseen = αθέατος
unselfish = ανιδιοτελής, χωρίς εγωισμό
unselfishness = ανιδιοτέλεια
unsettled = άστατος
unshakeable = ακλόνητος
unshaken = ακλόνητος
unsheathe = ανασπώ το σπαθί
unsightly = άσχημος
unskillful = άτεχνος
unsociable = ακοινώνητος
unspoken = ανείπωτος
unstable = ασταθής, ανερμάτιστος
unsteadiness = ευμεταβλησία
unstick = αποκολλώ
unstructured = αδόμητος
unsuccessfully = ανεπιτυχώς
unsuitable = ακατάλληλος
unsupervised = χωρίς επίβλεψη
unswerving = ακλόνητος
untamed = ατίθασος
untenable = αβάσιμος, που δεν κρατιέται
untidy = ακατάστατος
until = μέχρι, ώσπου
until further notice = μέχρι νεώτερης ειδοποίησης
until the bitter end = μέχρι τέλους
untimely = άκαιρος, πρόωρος
untold = ανείπωτος
untouched = άθιχτος, ανέγγιχτος
untrained = μη εκπαιδευμένος
untreated = ακατέργαστος
untrue = ψευδής, ψεύτικος, αναληθής
untruth = ψέμα
unused = αχρησιμοποίητος
unusually = ασυνήθιστα
unvaccinated = που δεν έχει εμβολιαστεί
unveling = αποκαλυπτήρια
unwanted = ανεπιθύμητος
unwell = όχι καλά, αδιάθετος
unwilling = απρόθυμος
unwillingly = με το στανιό
unwillingness = απροθυμία
unwind = χαλαρώνω, ξεκουράζομαι
unwitting = ασυνείδητος, ασυναίσθητος
unwittingly = ασυναίσθητα, ασυνειδητά, άθελα
unworthy = ανάξιος, ανάξιος
unwritten = άγραφος, άγραφτος
unwritten law = άγραφτος νόμος
unyielding = ασυμβίβαστος
unzipped = ανοιχτός
up = άνω, πάνω
up market = με υψηλά εισοδήματα
up to = μέχρι
up to date = σύγχρονος
up to now = μέχρι τώρα
upbringing = ανατροφή
update = αναβάθμιση, αναβαθμίζω
upgrade = αναβαθμίζω
uphill = ανηφορικός, ανήφορος
uphold the law = υπερασπίζω το νόμο
upkeep = συντήρηση
upland sandpiper = μπαρτράμια
uplift = μεταρσιώνω
upon = σε, πάνω σε
upper = άνω
upper memory area = περιοχή ανώτερης μνήμης
upper middle class = μεγαλομεσαίος
upper part = πάνω πλευρά
upper storey = ανώγειο
upright = όρθιος, δοκάρι, τίμιος
uprising = εξέγερση
uproar = σάλος
uproarious = θορυβώδης
uproot = ξεριζώνω
upset = στενοχωρώ πολύ, ταραγμένος, αναστατώνω
upset about = αναστατωμένος
upset stomach = στομαχική αδιαθεσία
upsetting = που προκαλεί αναστάτωση
upshot = έκβαση, αποτέλεσμα
upside down = ανάστατος
upslope = ανηφοριά
upstairs = στο πάνω όροφο
upswing = αύξηση, στροφή προς τα πάνω, άνοδος
upturned = ανασηκωμένος
upwards = προς τα πάνω
urban = αστικός
urban growth = αστική ανάπτυξη
urbane = αβρός
urbanisation = αστικοποίηση
urbanity = αβρότητα
urchin = αχινός
urge = παροτρύνω, παρόρμηση, παρακινώ
urgent = άμεσος, επείγων
urgently = επειγόντως
urging = προτροπή
urinal = ουρητήριο
urinary system = ουροποιητικό σύστημα
urine = ούρα
urn = λάρνακα
us = εμάς
USA = ΗΠΑ
usable = χρησιμοποιήσιμος
usage = χρήση
use = χρήση, χρησιμοποιώ
use foul language = βωμολογώ
use up = καταναλώνω
used = μεταχειρισμένος
used to = συνήθιζα
useful = χρήσιμος
usefulness = χρησιμότητα
useless = ανωφελής
uselessness = αχρηστία
user = χρήστης
usher = ταξιθέτρια, ταξιθέτης
usher in = εισάγω
usher out = συνοδεύω στην έξοδο
usual = συνήθης
usually = συνήθως
usufruct = επικαρπία
usurer = τοκογλύφος
usurp = νοσφρίζομαι, σφετερίζομαι
usurpation = νόσφριση
utensil = σκεύος
uterus = μήτρα
utilise = αξιοποιώ
utmost = ύψιστος, μέγιστος
utter = καθαρός, απόλυτος, ξεστομίζω, εκστομίζω