English (Ss) to Greek

sable = σαμούρι
sabotage = σαμποτάρω, δολιοφθορά
saboteur = δολιοφθορέας
sabre = σπάθα
sacerdotal vestments = ιερά άμφια
sack = απολύω
sacred = όσιος, ιερός
sacrifice = θυσιάζω, θυσία
sacrilege = ιεροσυλία, θεοσυλία
sacristan = σκευοφύλακας
sad = λυπημένος
sadden = στενοχωρώ πολύ
saddle = σέλα
saddled bream = μελανούρι
saddlemaker = σαμαράς
sadism = σαδισμός
sadly = λυπημένα, με θλίψη, λυπηρά, θλιβερά
sadness = λύπη
sadomasochistic = σαδομαζοχιστικός
safari = σαφάρι
safe = ασφαλής, χρηματοκιβώτιο
safe load range = περιοχή ασφαλούς φορτίου
safeguard = περιφρουρώ, διασφαλίζω, κατοχυρώνω
safely = με ασφάλεια, με σιγουριά
safety = ασφάλεια
safety belt = ζώνη ασφάλειας
safety catch = ασφάλεια
safety feature = στοιχείο ασφάλειας
safety line = σχοινί σωτηρίας
safety match = σπίρτο ασφάλειας
safety pin = παραμάνα
safety regulation = κανονισμός ασφάλειας
saffron = κρόκος, κρόκος, ζαφορά
sag = κρεμάω, βουλιάζω
saga = ισλανιδκή μεσαιωνική αφήγηση, σάγκα
sagacious = αγχίνους
sagacity = αγχίνοια
sage = φασκόμηλο, φασκομηλιά
saggital = βελοειδής
Sagittarius = Τοξότης
said = είπε, είπαμε, είπα, είπες
sail = πανί, αποπλέω, πλέω
sail the high seas = πελαγοδρομώ
sailing = ιστιοπλοία, ναυτιλία, πλεύση
sailing boat = ιστιοπλοϊκό, γιωτ
sailor = ναύτης
saint = άγιος, άγια
Saint Valentine's Day = ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου
sainthood = αγιότητα, αγιοσύνη
saintly = άγιος, αγιοπρεπής
saithe = μαύρος μπακαλιάρος
saker = κυνηγογέρακας
salad = σαλάτα
salami = σαλάμι
salary = μισθός
sale = πώληση
sales = εκπτώσεις
saleslady = πωλήτρια
salesman = πωλητής
saliferous = αλατούχος
saline = αλατούχος, αλμυρός
salinity = αλμύρα
saliva = σίαλος
salivary gland = σιελογόνος αδένας
salivate = σαλιάζω
sallow = ωχρός, κίτρινος, ιτία
sallowness = κιτρινίλα
salmon = σολομός
salon = μαγαζί
saloon car = επιβατικό αυτοκίνητο
salt = αλάτι
salted codfish = μπακαλάος
saltpetre = νιτρικό κάλιο
salty = αλμυρός
salvage = διάσωση πλοίου
salvage fee = αμοιβή διάσωσης
salvation = σωτηρία
salve = κατευνάζω
same = ίδιος
samphire = κρίθμο το παραθαλάσσιο
sample = γεύομαι, δείγμα, δοκιμάζω
sample study = δοκιμαστική μελέτη
sampler = δειγματολόγιο
sanctimonious = υποκριτικός, φαρισαϊκός
sanction = κύρωση, επικυρώνω
sanctity = ιερότητα, απαραβίαστο, αγιότητα
sanctuary = αγιαστήριο, καταφύγιο
sand = άμμος
sand dune = αμμόλοφος
sandal = σανδάλι, πέδιλο
sandals = σανδάλα
sandalwood = σανταλόξυλο
sanderling = λευκποσκαλίδρα
sandpit = σκάμμα
sandstone = αμμόλιθος
sandwich = σάντουιτς
sandy = αμμώδης
sandy ground = το αμμώδες έδαφος
sane = λογικός
sanitarium = σανατόριο
sanitary = υγιεινός
sanitary towel = σερβιέτα
sanitation = υγιεινή
sanity = πνευματική υγεία, λογική
Santa Claus = Άγιος Βασίλης
sap = χυμός, εξαντλώ, χυμός, ζουμί, ικμάδα
sap of youth = το σφρίγος της νιότης
sapontaneously = αυθόρμητα
sapper = στρατιώτης του μηχανικού, σκαπανέας
sapphire = ζαφείρι
saprophyte = σαπρόφυτο
sarcastic = σαρκαστικός
sardine = σαρδέλα
sardonic = σαρδόνιος
sartarius = ο ραπτικός μυς
sash = τελαμώνας
sash window = συρόμενο παράθυρο
Satan = διάβολος, ο εξαποδώ, Σατανάς
sate = χορταίνω, ικανοποιώ
satellite = δορυφόρος
satellite geodesy = δορυφορική γεωδαισία
satellite television = δορυφορική τηλεόραση
satiate = κοραίνω
satiated = κορεσμένος
satin = σατέν
satire = σατίρα
satisfaction = ικανοποίηση, αρέσκεια
satisfactorily = ικανοποιητικά
satisfactory for = ικανοποιητικός
satisfied = ικανοποιήμενος
satisfied with = ικανοποιημένος μ
satisfy = ικανοποιώ
saturate = διαποτίζω, μουσκεύω
saturated = κορεσμένος
saturation = κορεσμός
Saturday = Σάββατο
Saturn = Κρόνος
satyrical = σατυρικός
saucepan = κατσαρόλα
saucer = πιατάκι
saucy = ξετσίπωτος, αναιδής
sauna = σάουνα
saunter = σουλατσάρω, σεριανίζω
sausage = λουκάνικο
savage = βάρβαρος, άγριος
savagely = άγρια
savanna = σαβάνα
save = εκτός, αποταμιεύω, αποκρούω, διασώζω, απόκρουση
save face = διασώζω το γόητρο
save for = σώζω
save to = εκτός για να
save up = κάνω οικονομία
saver = αυτός που σώζει
saving = αποταμίευση, οικονομία
savings = αποταμιεύσεις
saviour = σωτηρία
savour = γεύση, γεύομαι
savoury = πικάντικο
saw = πριονίζω, είδα, πριόνι
sawdust = πριονίδια
saxophone = σαξόπωνο
saxophonist = σαξοφωνίστας
say = λέω
say a lot about = δείχνω πολλά για το χαρακτήρα
say again = τα ξαναλέγω
saying = παροιμία, ρήση, γνωμικό
scab = απεργοσπάστης
scabbard = θήκη ξίφους
scabbardfish = σπαθόψαρο
scabies = ψώρα
scaffold = ικρίωμα, σκαλωσιά, κρεμάλα
scaffolding = σκαλωσιά, ικριώμα
scald = ζεματίζω
scalding = ζεματιστός
scale = κλιμάκωση, κλίμακας, κλίμακα, λέπι
scaling ladder = πολιορκητιξή σκάλα
scallop = χτένι
scalp = δέρμα και μαλλιά του κεφαλιού
scalpel = νυστέρι
scaly anteater = παγγολίνος
scam = απάτη
scamp = μπερμπάντης, παλιάνθρωπος
scampi = καραβίδα
scan = ερευνω, αγναντεύω, ερευνώ, σαρώνω, εξερευνώ
scandal = σκάνδαλος
scandalise = σκανδαλολογώ
Scandinavia = Σκανδιναβία
Scandinavian = σκανδιναβικός
scanner = σαρωτής, ανιχνευτής
scanning = σάρωση
scanty = λιγοστός
scapegoat = εξιλαστήριο θύμα, αποδιοπομπαίος τράγος
scar = ουλή
scarce = σπάνιος
scarcely = σχεδόν καθόλου, σπανίως
scarcity = έλλειψη, σπανιότητα
scare = εκφοβίζω, τρομάζω
scarecrow = σκίαχτρο
scared = τρομαγμένος
scarf = κασκόλ, μαντήλι
scarlet = κατακόκκινος, άλικος
scarp = βραχώδες φρύδι
scarred = με ουλη, με τα σημάδια
scary = τρομακτικός
scathing = δηκτικός
scatter = διασπείρω, διασκορπίζομαι, διασκορπίζω, σκορπίζω
scatter-brained = φυρόμυαλος
scattered = σκορπιστός
scattered showers = σποραδικές βροχές, σκόρπιες βροχές
scavenger = ζώο που τρώει ψωφίμια
scavenging = που τρώει ψωφίμια
scene = τοπίο, σκηνή
scene of the accident = τόπος ατυχήματος
scenery = τοπίο
scent = μυρωδιά, οσμή, άρωμα, ευωδία
scented = με μυρωδιά από
sceptic = σκεπτικιστής, δύσπιστος
scepticism = σκεπτικισμός
sceptre = σκήπτρο
schedule = πρόγραμμα, προγραμματίζω
scheduled = προγραμματισμένος
scheduled action = προγραμματισμένη πράξη
scheduled flight = προγραμματισμένη πτήση
scheme = πρόγραμμα
scheming = δολοπλόκος
scholar = άριστος μαθητής
scholarly = λόγιος
school = σχολείο
school grades = βαθμοί σχολείου
school of fish = κοπάδι ψάριων
schooner = γαλέτα, σκούνα
science = επιστήμη
science fiction = επιστημονική φαντασία
scientific = επιστημονικός
scientist = επιτήμωνας, πανεπιστήμων
scion = γόνος, μπόλι
scoff = λοιδορία, περιγελώ
scolarship = υποτροφία
scolding = επίπληξη, κατσάδα
scoliosis = σκολίωση
scoop = σέσουλα
scoop up = φτυαρίζω
scooter = βέσπα
scorch = καίω, καψαλίζω
scorcher = πολύ ζεστή μέρα
scorching = καυτός
score = σκοράρω, σκορ, εικοσαριά
scoreboard = πίνακας του σκορ
scorer = αυτός που σκοράρει
scoring = σκοράρισμα
scorn = περιφρόνηση, περιφρονώ, καταφρόνια
scornful = περιφρονητικός, χλευαστικός
scornfully = περιφρονητικά
Scorpio = Σκορπιός, Σκορπιός
scorpion = σκορπιός, σκορπιός
scorpion fish = σκορπιός
Scot = Σκωτσέζος
scot-free = ατιμώρητος
scot free = ατιμωρητί
scotch = ουίσκι, αποτρέπω
Scotch = Σκοτσέζικος
scotch = σκωτσέζικος
Scotland = Σκότια, Σκωτία
scoudrel = κανάγιας
scoundrel = παλιάνθρωπος
scour = τρίβω, ψάχνω παντού, χτενίζω
scourge = μαστιγώνω, μαστίζω, μάστιγα, πληγή
scout = πρόσκοπος, ανιχνεύω, ανιχνευτής
scowl = κατσουφιάζω, συνοφρυώνομαι
scrabble = ψαχουλεύω, σκαλίζω
scrag = τραχιλιά
scraggy = ισχνός
scramble = διαταράσσω, σκαρφαλώνω
scrambler = κρυπτοφωνική συσκευή
scrap = απομεινάρι, αποφάγια
scrape = ξύνω
scrape along = φυτοζώω
scrape together = μαζεύω με πολλή δυσκολία
scraped = γδαρμένος
scratch = ξύνω, γρατσουνίζω, γρατσουνιά, αμυχή
scratch an itch = ξύνω μία φαγούρα
scratched = γρατζουνισμένος
scream = φωνάζω, στριγκλίζω, κραυγή, κραυγάζω
screech owl = νυκτοπούλι
screen = εξετάζω, παραβάν, οθώνη
screen out = εμποδίζω την είσοδο, φιλτράρω
screenplay = σενάριο
screenwriter = σεναριογράφος
screw = γαμήσι, γαμώ, βίδα, βιδώνω
screwdriver = κατσαβίδι
scribble = γράφω γρήγορα και πρόχειρα, ορνιθοσκαλίσματα
script = σενάριο
scripts = σενάρια
scrotum = όσχεο
scrounge = κάνω τράκα
scrub = τρίβω, ρουμάνι, χαμόδεντρα, θάμνοι
scruffy = ατημέλητος, απεριποίητος
scrupulous = ευσυνείδητος, λεπτολόγος
scrupulously = ευσυνείδητα
scrutinise = εξετάζω, ξετάζω
scuffle = συμπλοκή, καυγάς
sculpt = πλάθω, λαξεύω, δίνω σχήμα
sculptor = λαξευτής, γλύπτης
sculpture = άγαλμα, γλυπτική, γλυπτό
scum = γλίτσα, βρώμικος αφρός
scumbag = κάθαρμα
scurf = κασίδα
scurrilous = πρόστυχος, χυδαίος
scurvy = σκορβούτο
scythe = δρεπάνι
sea = πέλαγος, θάλασσα
sea-sickness = αναγούλα
sea bream = φαγκρί
sea breeze = μπάτης
sea level = επίπεδο θάλασσας
sea lion = θαλασσινό λιοντάρι
sea park = θαλάσσιο πάρκο
sea plants = θαλασσινά φυτά
sea sick = έχω ναυτία
sea sickness = ναυτία {σε πλοίο}
sea) = ακτή
seaboard = παράκτια γη
seafood = θαλασσινά
seagull = γλάρος
seal = φώκια, βούλα
seal of approval = που έχει εγκριθεί επισήμως, επίσημη έγκριση
sealed = σφραγισμένος
seam = ραφή, στρώμα άνθρακα
seaman = ναυτικός
seaplane = υδροπλάνο
search = αναζήτηση
search for = ψάχνω, ψάχνω για
searching-out = εκζήτηση
seashore = γιαλός
seaside = ακτή, γιαλός
season = νοστιμίζω, περίοδος, περίοδο, περιόδος, εποχή
season ticket = εισιτήριο διαρκείας
seasonal = εποχικός
seasoned with salt and pepper = με αλάτι και πιπέρι
seasoning = άρτυμα
seat = κάθισμα, καθίζω
seat belt = ζώνη ασφάλειας
seat number = αριθμός θέσεως
seat oneself = κάθομαι
seatbelts = ζώνες ασφάλειας
seated = καθιστικός
seats = καθίσματα
seaweed = φύκι
secession = αποσκίρτηση
seclude = απομονώνω
secluded = ερημικός, απομονωμένος
seclusion = απομόνωση
second = δεύτερον, δευτερόλεπτο, δεύτερος
second-hand = από δεύτερο χέρι, μεταχειρισμένος
second helping = δεύτερη μερίδα
second rate = παρακατιανός
second time around = γιά δεύτερη φορά
second to none = ο καλύτερος
secondary = δευτερεύων
secondary school = γυμνάσιο και λύκειο
secondly = δεύτερον
secrecy = εχεμύθεια, μυστικότητα
secret = μυστικός, απόρρητος, μυστικό
secret agent = μυστικός πράκτορας
secretary of state = υπουργός εξωτερικών (ΗΠΑ)
secrete = εκκρίνω
secretive = μυστικοπάθης, μυστηριώδης, εχέμυθος
sect = αίρεση
section = τμήμα, τομή
secular = κοσμικός
secure = ασφαλίζω, ασφαλής, διασφαλίζω, εδραιώνω
secure one's future = εξασφαλίζω το μέλλον
security = ασφάλεια, αντίκρισμα
Security Council = Συμβούλιο Ασφάλειας
security guard = φύλακας
sedate = δίνω ηρεμιστικά
sedative = ηρεμιστικό
sediment = ίζημα, κατακάθι, ιλύς
sedition = στασιασμός
seditious = στασιαστικός
seduce = ξελογιάζω, μαυλίζω, αποπλανώ
seduction = εκμαυλισμός
seductive = δελεαστικός, θελκτικός
see = βλέπω, επισκοπική έδρα
see about = φροντίζω για
see combat = πολεμώ
see off = ξεπροβοδίζω
see the error of one's ways = επιδιορθώνω τα λάθη μου
see through = βοηθώ σε δύσκολή περίοδο, δεν
see to = φροντίζω
see you = ώρα καλή
see you soon = θα σε δω σύντομα
seed = σπέρνω, εμφυτεύω, σπόρος
seedling = φυντάνι, φιντάνι
seeing that = εφόσον
seek = ψάχνω, αναζητώ
seek refuge in a harbour = ποδίζω
seeker = αναζητητής
seem = φαίνομαι
seemingly true = αληθοφανής
seep = διαποτίζω, διαρρέω
seesaw = τραμπάλα
seethe = βράζω, κοχλάζω
seething = που βράζει, χόχλασμα
segment = τμήμα
seismology = σεισμολογία
seize = κατάσχω, απράζω, καταλαμβάνω
seize up = μαγκώνω
seizure = σπασμός
seldom = σπάνια
select = διαλέγω
selection = επιλογή
selective = επιλεκτικός
selective breeding = επιλεκτική αναπαραγωγή
selectivity = εκλεκτικότητα
self-abnegation = αυταπάρνηση
self-catering = αυτοεξυπηρετούμενος
self-centred = εγωιστής, εγωκεντρικός
self-confidence = αυτοπεποίθηση
self-confident = γεμάτος αυτοπεποίθησης
self-conscious = αμήχανος, ευσυνείδητος
self-destructive = αυτοκαταστροφικός
self-discipline = αυτοπειθαρχία
self-disciplined = αυτοπειθαρχούμενος
self-effacing = ταπεινός, μετριόφονας
self-employed = αυταποσχολούμενος
self-esteem = αυτοεκτίμηση
self-imposed = επιβαλλόμενος από τον ίδιο
self-isolation = αυτοαπομόνωση
self-knowledge = αυτογνωσία
self-pity = μεμψιμοιρία
self-pollination = αυτοεπικονίαση
self-portrait = αυτοπορτρέτο
self-reliant = αυτοδύναμος
self-respect = αυτοσεβασμός
self-sacrifice = αυτοθυσία
self-sufficiency = αυτάρκεια
self-sufficient = αυτάρκης
self-tapping screw = κοχλίας αυτοκοχλιοτόμησης
self-willed = ισχυρογνώμων
self-worth = αυτοεκτίμηση
self confidence = αυτοπεποίθηση
self conscious = αμήχανος, συνεσταλμένος
self determination = αυτοδιάθεση
self pollination = αυτεπικονίαση
self respect = αυτοσεβασμός, αυτοσεβασμός
self satisfaction = αυαταρέσκεια
selfish = εγωιστής, ιδιοτελής
selfishness = ιδιοτέλεια, εγωισμός, φιλαυτία
sell = εκποιώ, πουλώ
sell out = ξεπουλώ
sell well = μοσχοπουλώ
seller of shoddy shoes = καβάφης
selling = πώληση
selvage = ούγια
semen = σπέρμα
semester = εξάμηνο
semi- = ημί-
semi-detached = ημιανεξάρτητη κατοικία
semi-permeable membrane = ημιπερατή μεμβράνη
semi-submersible = ημιβυθιζόμενος
semiconductor = ημιαγωγός
senate = γερουσία
senator = γερουσιαστής
send = στέλνω
send a letter = στέλνω ένα γράμμα
send for = καλώ τον ιατρό, καλώ
send off for = αποστέλλω
send on = διεκπεραιώνω
send out = στέλνω έξω, εκπέμπω, ξαποστέλνω
send out scouts = στέλνω ανιχνευτές
seneschal = τελετάρχης, οικονόμος
senile = γεροντικός
senility = άνοια
senior = μεγαλύτερος, πρεσβύτερος
senior citizen = συνταξιούχος
senior high = λύκειο
senna = κάσσια
sensation = αίσθημα, αίσθηση
sensational = εντυπωσιακός, θεαματικός
sensationalism = κιτρινισμός
sensationally = θεαματικά
sense = αισθάνομαι, αίσθημα, νόημα, σωφροσύνη, αίσθηση
sense organ = αισθητήριο όργανο
senseless = ανόητος, παράλογος
sensibilities = καλαισθησία
sensible = λογικός
sensible. modest = φρόνιμος
sensibly = λογικά
sensitive = ευαίσθητος
sensitivity = ευαισθισία, ευαισθησία, ευαισθεσία
sensor = αισθητήρας, ανιχνευτής
sensory = αισθητήριος
sensual = αισθησιακός
sent = έστειλα
sentence = πρόταση, καταδίκη, καταδικάζω
sententious = αποφθεγματικός
sentimental = συναισθηματικός
sentimentality = συναισθηματισμός
sentimentally = συναισθηματικά
sentinel = φρουρός, σκοπός
sentry = καραούλι
sepal = σέπαλο
separate = ιδιαίτερος, ξεχωριστός, χωρίζω, χωριστός
separate from = χωριστός από, χωρίζω
separated = χωρισμένος
separation = διαχωρισμός, χωρισμός
separation of powers = διαίρεση των εξουσιών
sepsis = σήψη
September = Σεπτέμβριος
Septuagesima = Κυριακή του άσωτου
sequence = αλληλουχία, διαδοχή, σειρά
sequester = κατάσχω
seraglio = σαράι, σεράι
Serbia = Σερβία
serenade = πατινάδα, κάνω καντάδα
serene = ατάραχος, γαλήνιος
serenity = γαλήνη
sergeant = αρχιφύλακας, λοχίας
serial = σειρά
serious = σοβαρός
serious about = σοβαρός
seriously = σοβαρά, βαριά
sermon = κήρυγμα
serrated = οδοντωτός, πριονωτός
servant = υπηρέτης, υπηρέτρια
serve = υπηρετώ
service = ρουσφέτι, υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση
service primitive = αρχέγονο υπηρεσίας
service station = βενζινάδικο
servicing of debt = δανειακό βάρος
serving = μερίδα
servitor = υπηρέτης
servitude = δουλειά, σκλαβιά
sesame = σουσάμι
session = ώρα, περιόδος
set = τοποθ, τοποθετώ, σετ, καθορισμένος
set a time = ορίζω χρόνο
set an example = παραδειγμστίζω
set apart = κάνω να ξεχωρίζει
set back = γυρίζω πίσω
set down = καταγράφω, βάζω χάμω
set fire to = βάζω φωτιά σε
set forth = διατυπώνω, εκδίδω
set in = αρχίζω για τα καλά
set matters right = επιδιορθώνω τα πράγματα
set of rules = κανονισμοί
set on edge = δίνω στα νεύρα
set one's heart on = θέλω κάτι με την καρδιά μου
set one's sights on = αποφασίζω τι θέλω
set one΄s heart on = το έχω μεράκι, το έχω βάλει στη καρδιά μου
set out = ξεκινώ
set sail for = βάζω πλώρη για
set the mood = φτιάχνω ατμόσφαιρα
set the scene for = προετοιμάζω
set to explode = έτοιμος να σκάι
set to go off = έτοιμος να εκραγεί
set to work = στρώνομαι στην δουλειά
set up = κάνω προξενιά, τοποθετώ, στήνω, ιδρύω
set up headquarters = εγκαθιστώ αρχηγείο
set up home = νοικοκυρεύομαι
set up shop = στήνω μια επιχείρηση
setback = αναποδιά
settee = καναπές
setting = περιβάλλον
setting in order = διευθέτηση
settle = εγκαθίσταμαι, κανονίζω
settle a matter = βρίσκω την επίλυση
settle down = τακτοποιούμαι, νοικοκυρεύομαι, καταλαγιάζω
settle into = τακτοποιούμαι
settle out of court = λύω υπόθεση εξωδίκως
settlement = οικισμός
settler = οικιστής
settling of old scores = ξεκαθάρισμα των λογαριασμών
seven = επτά
seventh = έβδομος
seventy = εβδομήντα
sever = κόβω, αποκόβω
several = αρκετές, αρκετοί
severance = διακοπή
severe = σοβαρός, δριμύς, αυστηρός, σέρτικος
severe penalty = αυστηρή ποινή
severe winter = βαρύς χειμώνας
severed = αποκομμένος
severely = αυστηρά
severity = αυστηρότητα
sew = ράβω
sew on a sewing machine = γαζώνω
sewage = λύμα, λύματα, απόβλητα
sewage system = αποχετευτικό σύστημα
sewer = υπονόμος, οχετός
sewing machine = ραπτική μηχανή
sex = έρωτας, φύλο, σεξ
sextant = εξάς
sextuplets = εξάδυμα
sexual = σεξουαλικός
sexuality = σεξουαλικότητα
sexually = σεξουαλικά
shabbily = άθλια
shabby = ακατάστατος
shad = φρίσσα
shade = σκιά
shadow = σκιά
shadowy = σκιώδης
shady = σκιερός, ύποπτος
shady spot = σκιερό μέρος
shaft = άξονας
shaft of light = αχτίδα φωτός
shag = γαμώ, θαλασσοκόρακας, γαμήσι
shake = σείω, κουνώ, ταράζω, σαλεύω
shake hands with = κάνω χειραψία
shake of the head = κούνημα του κεφαλιού αρνητικά
shake off = απαλλάσσομαι από
shake oneself free = ελευθερώνομαι με ένα τίναγμα
shaken = κουνώ, ταράζω
shaky = επισφαλής
shall = θα
shallot = ασκαλώνιο, κρεμμυδάκι
shallow = επιπόλαιος, ρηχός
shallows = τα ρηχά
sham = καμώματα
shambolic = χαώδης
shame = ντροπή, κρίμα
shameless = αδιάντροπος, ξετσίπωτος, ασύστολος
shamelessly = αδιάντροπα, αναίσχυντα
shampoo = σαμπουάν
shanty town = παράγκες, μαχαλάς
shape = μορφώνω, σχήμα, διαμορφώνω, σχηματίζω
shard = θραύσμα
share = μοιράζομαι, μοιράζω, κλήρος, μοιρά, μοιράζω, μοίρα
share-cropper = κολίγας
share a flat = συγκατοικώ
share a room = συγκατοικώ
share with = μοιράζω
sharecropper = σέμπρος
shared = μοιρασμένος, κοινός
shareholder = μέτοχος
shark = καρχαρίας
shark sucker = κολαούζος, κολησόψαρο
sharp = οξυδερκής, αιφνίδιος, μυτερός, κοφτερός
sharp-eyed = παρατηρητικός
sharp-tongued = κυνικός, σαρκαστικός
sharp-witted = οξύνους
sharpen = ακονίζω, ξύνω
sharper = πιο κοφτερός
sharpish = κοφτερός
sharply = κοφτά
sharpness = στυφότητα, οξυδέρκεια
shatter = θρυμματίζομαι, θρυμματίζω
shattered = τσακισμένος, κατακερματισμένος
shattering = που θρυμμαστίζει
shatterproof = άθραυστος
shave = ξυρίζομαι
shaver = ξυριστική μηχανή
shaving foam = αφρός ξυρίσματος
shawl = σάλι
she = αυτή
she asked about the boy = ρώτησε γιά το παιδί
she chose = διάλεξε
she drank = ήπιε
she drove = οδήγησε
she dug = έσκαψε
she flew = πέταξε
she forgot = ξέχασε
she had = είχε
she hardly slept a wink = σχεδόν δεν έκλεισε μάτι
she hinted that = έκανε νύξη
she is = αυτή είναι
she is clever at English = είναι έξυπνη στα Αγγλικά
she knew only too well = κατάλαβε καλά
she led = οδήγησε
she pinned all her hopes on = στήριξε όλες τις ελπίδες, ατήριξε όλες τις ελπίδες
she remarked = παρατήρησε, είπε
she spat = έφτυσε
she spent ten pounds on it = ξόδεψε 10 λίρες γιά αυτό
she stole = έκλεψε
she struck = χτύπησε
she threw = πέταξε
she was = αυτή ήταν, ήταν
she was powerless to = στάθηκε αδύνατο να
she was reduced to = έπεσε τόσο χαμηλά ώστε
she was tanned = ήταν μαυρισμένη
she will go a long way = θα έχει πολλή επιτυχία, θα είναι πολύ πετυχημένη
she wore = φόρεσε
she wrote = έγραψε
shear = κόβω, κουρεύω
shearer drum = το τύμπανο εγκοπής
sheath = κολεός
shed = αποβάλλω, παράγκα, καλύβα
shed blood = χύνω αίμα
shed light on = φωτίζω, ρίχνω φως σε
shed tears = χύνω δάκρυα
shedding of leaves = φυλλοβολία
sheen = γυαλάδα
sheep = πρόβατο, πρόβατα, πρόβατο / πρόβατα
sheer = απόκρημνος, απότομος, καθαρός
sheet = κομμάτι, σεντόνι, στρώμα
sheet of paper = κόλλα
sheikh = σεϊχης
shelduck = βαρβάρα
shelf = ράφι
shell = κοχύλι, καβούκι, οβίδα, κέλυφος, εκκοκκίζω, όλμος
shell account = λογαριασμός τύπου κέλεφους
shelled prawns = καθαρισμένες γαρίδες
shellfish = θαλασσινά, οστρακοειδή, μαλάκια
shells = κάλυκες
shelter = καταφύγιο, προστατεύω, σταλός, καταφεύγω
shelter from = ζητώ καταφύγιο
shelve = βάζω στο χρονοντούλαπο
shepherd = ποιμένας, βοσκός
sherrif = σερίφης
sherry = τσέρυ
shield = ασπίδα, περίβλημα
shift = αλλάζω, μετατοπίζω, μετατοπίζω, μετακινώ
shimmer = τρεμοφέγγω, μαρμαρυγή, λαμπυρίζω
shimmering = που λαμπυρίζει
shin = κνήμη, καλάμι
shin up = σκαρφαλώνω
shine = λάμπω
shingle = βότσαλο
shining = που λάμπει
shiny = γυαλιστερός
ship = πλοίo, πλοίο
ship boy = μούτσος
shipment = αποστολή
shipping = ναυτιλία
shipwreck = ναυάγιο
shirk = αποφεύγω
shirt = φανέλα, πουκάμισο
shirty = ζοχαδιακός
shit = σκατά
shiver = τουτουρίζω, τουρτουρίζω, ριγώ, ανατριχίλα, τρέμω
shivering = τρεμούλιασμα
shoal = κοπάδι
shock = κραδασμός, σοκ, κρούση
shock absorber = αμορτισέρ
shocked at = σοκαρισμένος
shoddy workmanship = κακοτέχνημα
shoe = πεταλώνω, παπούτσι
shoeing = παπούτσωμα
shoelace = κορδόνι
shoelaces = κορδόνια
shoemaker = τσαγκάρης
shoes = παπούτσια
shoo = ξούτ
shoo away the flies = ξεμυγίαζω
shook = ταράζω, κουνώ
shoot = πυροβολώ, βλαστός, εκτινάσσω
shoot a scene = γυρίαω σκηνή
shooting = πυροβολισμός
shooting gallery = σκοπευτήριο
shop = προδίδω, ψωνίζω, μαγαζί
shop assistant = υπάλληλος μαγαζιού
shop stewards = επιστάτες
shop window = μόστρα
shopkeeper = μαγαζάτορας
shoplifter = κλέφτης (από μαγαζιά)
shoplifting = κλοπή (από μαγαζιά), κλοπή από μαγαζί
shopper = αυτός που ψωνίζει
shopping = ψώνια
shopping centre = εμπορικό κέντρο
shopping mall = εμπορικό κέντρο
shops = μαγαζιά
shore = ακτή
shore (lake = ακτή
short = κοντός
short-sighted = μυωπικός
short-sightedness = μυωπία
short change = τρώω κάποιο στο καντάρι
short finned tunny = παλαμίδα
short hymn = απολυτίκιο
short of = έλλειψη από
short sleeved = με κοντά μανίκια
short term = βραχυπρόθεσμος
short toed eagle = φιδαετός
shortage = έλλειψη
shortage of = έλλειψη
shortcoming = ελάττωμα
shorten = μικραίνω, κονταίνω
shortlist = λίστα υποψηφίων
shortly = σύντομα
shorts = σορτσάκι
shot = πυροβολισμός, πυροβόλησα, σκάγια, πυροβολώ
shot putt = σφαιροβολία
shotgun = κυνηγετικό όπλο
should = θα έπρεπε
shoulder = ώμος, σπάλα
shoulder length = στο ύψος των ώμων
shoulder the blame = επωμίζομαι την ευθύνη
shout at = φωνάζω σε
shove = σπρώχνω
shovel = φτυάρι
shoveler = χουλιαρόπαπια
show = παράσταση, δείχνω, σόου, εμφαίνω
show business = σόου μπίζνες
show case = μόστρα
show consideration = λαμβάνω υπ'όψιν
show in = συνοδεύω
show initiative = αναλαμβάνω πρωτοβουλία
show off = φιγουρατζής, ρεκλαμαδόρος, κάνω επίδειξη, τονίζω
show one's hand = αποκαλύπτω τις προθέσεις μου
show one's true colours = ξεγυμνώνω
show understanding = δείχνω κατανόηση
show up = εμφανίζομαι
showdown = τελική αναμέτρηση
shower = μπόρα, επιδαψιλεύω, ντους
showy = επιδεικτικός
shred = κομματάκι
shrew = στρίγγλα
shrewd = καπάτσος, πανέξυπνος, έξυπνος, τετραπέρατος
shrewdness = καπατσοσύνη
shriek = στριγκλιά, στριγκλίζω
shrike = κεφαλάς
shrill = διαπεραστικός
shrill sound = διαπεραστικός ήχος
shrimp = γαρίδα
shrine = λάρνακα, παρεκκλήσι
shrink = συρρικνώνομαι, μπαίνω, συρικνώνομαι, συστέλλω
shrink allowance = περιθώριο συστολής
shrink from = διστάζω
shrink wrapping = συστελλόμενο περιτύλιγμα
shrinking = μπάσιμο
shrive = εξομολογώ
shrouded in mystery = καλυμμένος από πέπλο μυστηρίου
Shrove Tuesday = τελευταία μέρα της Αποκριάς
shrub = θάμνος
shrug = σηκώνω τους ώμους
shuddering = που τρέμει
shuffle = σέρνω με τα πόδια
shuffle the cards = ανακατεύω
shun = αποφεύγω
shut eye = υπνάκος
shut up = σκάω, κάνω μόκο, καμώνομαι, σκάσε
shutter = παραθυρόφυλλο
shuttle = σαΐτα
shy = ντροπαλός, δειλός, συνεσταλμένος
shyness = δειλία, ατολμία, ντροπαλότητα
Siamese twins = σιαμαίοι δίδυμοι
sibling = αδελφός
sibyl = σίβυλλα
Sicilian = σικελικός
sick = άρρωστος
sickle = μικρό δρεπάνι
sickly = φιλάσθενος
sickness benefit = επίδομα αρρώστιας
side = πλευρά, μεριά
side effect = παρενέργεια
side street = πάροδος
side track = εκτρέπω σε άλλο δρομο
sideboard = μπουφές, σερβάντα, σκευοθήκη
sidekick = σύντροφος
sideline = παραμερίζω
sideshow = θέαμα, επίδειξη
sidestep = λοξοδρομώ
sidewalk = πεζοδρόμιο
siege = πολιορκία
siesta = μεσημεριανός ύπνος
sieve = κρησαρίζω, κοσκινίζω
sigh = αναστενάζω, αναστεναγμός
sight = αξιoθέατα, όραση, θέα
sighting = εντοπισμός
sights = στόχαστρο, αξιοθέατα
sightseeing = το να δείς τα αξιοθέατα
sign = ταμπέλα, πίνακας, υπογράφω, σήμα, σύνθημα
signal = νεύω, σινίαλο, γνέφω, σήμα, σύνθημα, ανοίγω φλας
signatory = υπογράφων
signature = υπογραφή
signed = ενυπόγραφος
signed binary = προσημασμένος δυαδικός αριθμό
significant = σημαντικός
significantly = σημαντικά
signpost = πινακίδα
signs of the zodiac = τα ζώδια
silage = ενσιρώμενες τροφές
silage throwers = ενσιρωτικές μηχανές
silence = σιγή, σωπαίνω, σιωπή
silence is golden = η σιγή κόσμον φέρει
silent = σιωπηλός
silhouette = διαγράφω, σκιγράφω
silk = μεταξωτό
silky = απαλός, στιλπνός
sill = πεζούλι, περβάζι
silly = ανόητος, χαζός
silt = πρόσχωμα
silver = ασημί, ασημένιος
silver pomfret = ψευδολίτσα
silverwork = έργα τέχνης σε ασημί
similar = παρόμοιος
similar qualities = παρόμοιες ιδιότητες
similar to = όμοιος
similarity = ομοιότητα
similarly = παρομοίως
simmer = σιγοβράζω, υποθάλπω
simoon = σιμούν
simpering = ναζιάρης
simplicity = απλότητα
simplification = απλοποίηση
simplified = απλουστευμένος
simplify = απλοποιώ
simply = απλώς, απλά
simulator = εξομοιωτής
simultaneous = ταυτόχρονος
simultaneously = ταυτόχρονα
sin = αμαρτάνω, αμαρτία
since = αφού, από, εφ'όσον
sincerely = ειλικρινά
sine = ημίτονον
sine of an arc = ημίτονο τόξου
sine qua non = εκ των ων ουκ ανευ, εκ των ουκ ανεύ
sinecure = λουφές
sinecurist = αργόμισθος
sinew = σθένος, μυς
sing = τραγουδώ
singer = τραγουδίστρια, τραγουδιστής
single = μόνος, ανύπαντρος, μονός, μονόκλινος, ένας μόνος
single out = ξεχωρίζω
single room = μονόκλινο
single/return = απλός / μετ'επιστροφής
singular = ιδιόμορφος, μοναδικός, ενικός
sink = νεροχύτης, ναυαγώ, βυθίζομαι, βυθίζω
sink a mine = ανοίγω ένα ορυχείο
sink to the ground = πέφτω στο έδαφος, ξαπλώνω χάμω
sinner = αμαρτωλός
sinusitis = ιγμορίτιδα
sip = αργοπίνω, σιγοπίνω
sir = κύριε
siren = σειρήνα
sister = αδελφή, αδερφή
sister-in-law = κουνίαδα, νύφη
sisters-in-law = κουνιάδες
sit = κάθομαι
sit-coms = κομωδία
sit for = δίνω (εξέταση)
sit in = κατάληψη
sit in the shadows = μένω αφανής
sit up = ανασηκώνομαι
sit up in bed = ανασηκώνομαι στο κρεβάτι
site = τόπος
sitting = καθιστικός, συνεδρίαση, καθιστός
sitting-room = καθιστικό
situation = κατάσταση, θέση
six = έξι
six-gilled shark = εξαβράγχιος
sixth = έκτος
sixth sense = έκτη αίσθηση
sixty = εξήντα
size = μέγεθος
sizzle = τσιγαρίζω, τσιτσιρίζω
skate = βάτος, κάνω πατινάζ
skeletal = σκελετικός
skeleton key = αντικλείδι
sketch = σκίτσο
sketch book = τετράδιο σχεδίου
sketchy = πρόχειρος, σε γεννικές γραμμές
skewed distribution = λοξή κατανομή
ski = σκι, κάνω σκι
ski lift = τελεφερίκ
skid = γλιστρώ, ντεραπάρω
skid mark = σημάδια από λάστιχα στο δρόμο
skier = σκιέρ
skiff = λέμβος
skiing = το σκι
skilful = έντεχνος, δεξιοτέχνης, ικανός, επιτήδειος
skill = τέχνη, φιλοτεχνία, επιδεξιότητα, ικανότητα
skilled = έντεχνος
skillful = έντεχνος
skills = ικανότητες
skim = ξαφρίζω
skimp = τσιγκουνεύομαι, τσιγγουνεύομαι
skin = γδέρνω, δέρμα, προβιά
skin and bones = σκελεθρωμένος
skin disease = πιτυρίαση
skinny = κοκαλιάρης, τσιγκούνης
skint = λιγούρης, μπατίρης
skip = μεγάλος κάδος
skip the formalities = παραλείπω τις τυπικότητες
skipping = εξάσκηση με το σκοινάκι
skipping rope = σκοινάκι
skirt = φούστα
skittish = ζωηρός
skivvy = χαμάλης
skulduggery = δολοπλοκία
skulk = λουφάζω
skulking = που παραμονεύει
skull = κρανίο, κράνιο, καύκαλο
skunk = κουνάβι
sky = ουρανός
skydiving = πτώση με αλεξίπτωτο
skylark = κορυδαλλός
skyline = γραμμή του ορίζοντα
skyrocket = ανεβαίνω στα ύψη
skyscraper = ουρανοξύστης
skywards = προς τον ουρανό
slab = πλάκα
slack = αργοκίνητος, λάσκος, χαλαρός, μπόσικος
slacken = λασκάρω, μολάρω
slackening = χαλάρωση
slag = υπόλλειμα από τήξη μετάλλου, σκωρία
slam = κλείνω με πάταγο, χτυπώ δυνατά
slam on the brakes = γρενάρω απότομα, φρενάρω απότομα
slande = δυσφύμιση
slander = δυσφημώ, δυσφυμίζω
slanderous = συκοφαντικός
slanging match = βρισίδι
slant = γέρνω, κλίνω
slap = ραπίζω, χαστούκι
slap a ban on = απαγορεύω
slap in the face = κόλαφος
slash = εγκοπή, πετσοκόβω
slate = σχιστόλιθος, πλάκα
slaughter = σφαγή, πελεκώ
slave = ραγιάς, σκλάβος, δούλος
slaver = σαλιαρίζω
slavery = δουλεία, σκλαβιά
Slavonian grebe = ωτοβουτηχτάρα
sledge = έλκηθρον
sledgehammer = βαριά, σφύρα σιδηρουργού
sleek = άψογος, γλοιώδης, στιλπνός, καλοφτιαγμένος, λείος
sleep = ύπνος, τσίμπλα, κοιμάμαι
sleeper = κοιμώμενος άνθρωπος
sleepiness = νύστα
sleeping = που κοιμάται
sleeping car = βαγκόν λι
sleeping sickness = τρυπανοσωμίαση
sleepy = νυσταγμένος
sleet = χιονόνερο, νερόχιονο
sleeve = μανίκι
sleigh = έλκυθρο
sleight of hand = ταχυδακτυλουργία, ταχυδαχτυλουργία
slender = λεπτός, λυγερός
slender billed curlew = λεπτομύτα
slenderness = λιγνάδα
slice = κόβω σε φέτες, φέτα
slick = κηλίδα
slide = τσουλήθρα, γλιστρώ
sliding = προοδευτικός
slight = μικρός, θίγω, προσβάλλω, ελαφρύς
slight movement = μικρή κίνηση
slightly = λίγο, ελαφρώς
slim = αδυνατίζω
slime = γλίτσα
sling = κούνια, σφενδόνα
slink = περνώ κρυφά
slip = γλίστρημα, παραδρομή, γλιστρώ, ολίσθημα
slip in = υπεισέρχομαι, εισχωρώ
slip into = μπαίνω
slip off one's shoes = βγάζω τα παπούτσια
slipper = παντόφλα
slippers = παντόφλες
slippery = ολισθηρός, γλιστερός
slipway = σκαρί
slit = σχισμή
slither = γλιστρώ
sliver = σκλήθρα
slogans = συνθήματα
slope = γέρνω, κατηφορίζω, πλαγιά
sloping = με κλίση
sloppily = τσαπατσούλικα
sloppy = τσαπατσούλης
slot = σχισμή
slough = παλιό δέρμα φυδιού
sloughing formation = σχιστώδης σχηματισμός
Slovenia = Σλοβενία
slovenly = ατημέλητος
slow = βραδύς
slow-witted = βραδύνους, αργόστροφος
slow burning = βραδύκαυστος, βραδυφλεγής
slow down = μειώνω ταχύτητα, επιβραδύνω
slowly = σιγά, σιγά-σιγά, αργά
sludge = βόρβορος
slug = σφαίρα, γυμνοσάλιαγκας, λείμαξ
sluggish = άτονος, νωχελής, μαχμουρλής, δυσκίνητος
slum = φτωχογειτονιά
slump = καταρρέω, σωριάζομαι, πέφτω, κεσάτι, κάμψη, κρίση
slump in a chair = πέφτω σε καρέκλα
slumped in a chair = κατρακυλώ
slurp = ρουφώ, γουλιά
slut = παρασάνταλη γυναίκα, πατσαβούρα, τσούλα, πόρνη
sly = πανούργος, πονηρός, ύπουλος
sly devil = φίδι κολοβό
slyness = πονηριά
smack = καρπαζιά, χαστουκίζω, χαστούκι
small = μικρός
small-boned = μικρόσωμος
small bay = ορμίσκος
small insect = ζωύφιον
small intestine = λεπτό έντερο
small print = μικρά γράμματα
small root = κλωνάρι
small town = μικρή πόλη
smallish = μικρούτσικος
smallpox = ευλογία
smart = κομψός
smart ass = γαβρίας
smart card = έξυπνη κάρτα, κάρτα με μνήμη
smartly = έξυπνα
smash = θρυμματίζω, σπάζω, κομματιάζω, συντρίβω
smell = μυρίζω, μυρωδιά, οσφαίνομαι
smelt = αθερίνα
smelting = τήξη μεταλλεύματος
smew = νανοπρίστης
smile = χαμόγελο, χαμογελώ
smile at me = χαμόγελα σε μένα
smirch = ρυπαίνω, λερώνω
smirk = ακκίζομαι, προσποιητό χαμόγελο
smog = νέφος
smoke = καπνοί, καπνίζω, καπνός
smoke from cooking meat = κνίσα
smoker = καπνιστής
smoking = κάπνισμα
smooch = χωρεύω αγκαλιασμένος, σαλιαρίζω, ερωτοτροπώ
smooth = λεiος, λείος
smooth sailing = εύκολη πορεία, παιχνιδάκι
smoothhound = γριζογαλέας, δροσίτης
smoothly = λεία, ομαλά
smother with kisses = καταφιλώ
smudge = μουτζουρώνω, μουτζούρα
smug = αυτάρεσκος
smuggle = κάνω λαθρεμπόριο, περνώ λαθραία
smuggler = λαθρέμπορος
smuggling = λαθρεμπόριο
smutty = βωμόλοχος
snack = σνακ, πρόχειρο φαγητό, μεζές
snack bar = φαστ-φούντ
snail = σαλιγκάρι
snake = όφις, φίδι
snake-charmer = γητευτής φιδιών
snap = σπάω απότομα, λεω κοφτά
snap open = ανοίγω με ένα κλικ
snapping jaw = αρπακτική σιαγόνα
snapshots = ινσταντανέ
snarl = δείχνω τα δόντια απειλητικά
snarling = που μπλέκεται
snatch = αρπάζω
snatch away = υφαρπάζω
snatching away = υφαρπαγή
sneak in = μπαίνω κρυφά
sneaker = παπούτσι με λαστιχένια σόλα
sneaking = κρυφός
sneaky = πονηρός
sneer = χλευάζω, ειρωνεία, χλευασμός
sneering = εμπαικτικός
sneeze = φταρνίζομαι, φτάρνισμα
snide = υποτιμητικός, χλευαστικός
sniff = ρουφώ από την μύτη
sniffing = ρουθούνισμα
snigger = γελώ κρυφά
snipe = μπεκατσίνι
sniper = ελεύθερος σκοπευτής
snitch = καταδότης
snivel = κλαψουρίζω, μυξοκλαίω
snob = σνομπ
snobbism = σνομπισμός
snooker = γαλλικό
snore = ροχαλίζω
snoring = ροχαλητό
snorkelling = μακροβούτι με μάσκα
snort = φρουμάζω
snorting = ρουθούνισμα
snot = βλέννα
snow = χιόνι, χιονίζω
snow-covered = καλυμμένος από χιόνι
snow goose = χιονόχηνα
snowball fight = χιονοπόλεμος
snowflake = νιφάδα χιονιού
snowman = χιονάνθρωπος
snowstorm = χιονοθύελλα
so = τόσο, έτσι
so-called = δήθεν
so as not to = γιά να μη
so as to = για να
so do I = καί εγώ
so far = μέχρι τώρα
soak = εμποτίζω, μουσκεύω
soak up = ρουφώ, αντιλαμβάνομαι, απορροφώ
soaked in = μουσκεύεται σε
soaking = μούσεκμα
soaking wet = μουσκεμένος
soap = σαπούνι
soap opera = σαπουνόπερα
soar = πετώ ψηλά
sob = λυγμός
sober = ξεμέθυστος, νηφάλιος
sobered up = ξεμέθυστος
soccer = ποδόσφαιρο
sociable = κοινωνικός
sociable plover = αγελοκαλημάνα
social = κοινωνικός
social class = κοινωνική τάξη
social disorder = κοινωνική αναταραχή
social gatherings = δεξιώσεις, κοινωνικές εκδηλώσεις, πάρτυ
social interaction = κοινωνική αλληλοεπίδραση
social life = κοινωνική ζωή
social security = κοινωνική ασφάλεια
social studies = κοινωνιολογία
social welfare = κοινωνική πρόνοια
socialise = συμπεριφέρομαι κοινωνικά
socialism = σοσιαλισμός
socialist = σοσιαλιστής
socially = κοινωνικά
society = κοινωνία
sock = κάλτσα
socket = υποδοχή, πρίζα
socks = κάλτσες
soda = αεριούχο ποτό
sodden = μουσκεμένος, μουλιασμένος
sofa = καναπές
soft = μαλακός
soft-boiled egg = μελάτο αυγό
soft drink = αναψυκτικό
soften = μαλακώνω
softie = βουτυρόπαιδο, μαμόθρεφτος
software = λογισμικό
soil = μαγαρίζω
sojourn = διατριβή
solace = παρηγορώ, παρηγοριά
solar = ηλιακός
solar cell = ηλιακό κύτταρο
solar furnace = ηλιακή κάμινος
solar heater = θέρμανση
solar heating = ηλιακή θέρμανση
solar keratosis = ηλιακή κεράτωση
solar panel = πίνακας ηλιακών κυττάρων
solar system = ηλιακό σύστημα
sold at an auction = πουλήθηκε σε πλειστηριασμό
solder = κολλώ
soldering = κόλλημα
soldier = στρατιώτης
sole = γλώσσα, πέλμα
solely = αποκλειστικά
solemity = σοβαρότητα
solemn = σεμνοπρεπής, σοβαρός
solemnity = σοβαρότητα
solemnly = σοβαρά, ειλικρινά
solid = στερεά (τροφή), στερεός, συμπαγής
solid particles = στερεά μόρια
solidarity = αλληλεγγύη
soliloquy = μονόλογος
solist = σολίστας
solitary = ασυντρόφευτος, μοναχικός, απόκοσμος
solitude = μοναξιά
solo = σόλο
solution = λύση, διάλυμα
solve = λύνω
solvency ratio = ποσοστό δανειοδότησης
solvent = εχέγγυος, φερέγγυος
sombre = μουντός, καταθλιπτικός
some = μερικοί, μερικός, λίγοι
somebody = κάποιος
somehow = κάπως
someone = κάποιος
somersault = τούμπα
something = κάτι
something out of this world = σημεία και τέρατα
sometimes = μερικές φορές
somewhat = κάπως
somewhere = κάπου
son = καμάρι, γιός, υιός
son-in-law = γαμπρός
son of a bit = τσογλάνι
sonata = σονάτα
song = τραγούδι
sonic = ηχητικός
sonority = ηχηρότητα
sonorous = ηχηρός
soon = σύντομα, σύντομος
sooner or later = αργά ή γρήγορα
soot = γάνα, αιθάλη, καπνιά
soothe = καταπραΰνω
soothing = καταπραϋντικός, ανακουφιστικός
soothsayer = μάντης, προφήτης
sooty shearwater = αιθαλόμυχος
sophisticated = καλλιεργημένος, εξεζητημένος, σοφιστικέ
sophistry = σοφιστική
soprano = σοπράνο
sorcerer = μάγος
sore = αλγεινός, πονεμένος, ανοικτή πληγή
sore throat = πονόλαιμος
sorrel = οξαλίδα, λάπατο
sorry = συγγνώμη
sorry for = συγγνώμη γιά
sort = τύπος, ξεδιαλέγω, είδος, τακτοποιώ
sort out = τακτοποιώ
sortie = έξοδος, εξόρμηση
SOS = σήμα κινδύνου
sought after = περιζήτητος
soul = ψυχή
sound = ακούομαι, γερός, φωνή, ήχος
sound barrier = φράγμα ήχου, φράγμα του ήχου
sound boom = ηχητικός κρότος
sound effect = ηχητικό εφέ
sound the alarm = κρούω τον κώδωνα του κινδύνου
sounding = βυθομέτρηση
sounding line = νήμα βυθομέτρησης
sounds = ήχοι
soundtrack = μουσική από μια ταινία, φωνοταινία
soup = σούπα
sour = ξινός
sour grapes = αγουρίδα, όμφακες εισί
source = πηγή
sources of energy = πηγές ενέργειας
south = νότος
south easterly wind = σιρόκος
South Korean = Νοτιοκορεάτης
south west = νοτιοδυτικό
southern = μεσημβρινός, νότιος
southwards = προς νότο
southwesterly wind = γαρμπής
souvenir = ενθύμιο
sovereign = κυρίαρχος, αυτεξούσιος, ηγεμόνας
sovereignty = κυριαρχία
sow = σπέρνω, ενσπείρω
sown = κατάσπαρτος
soya bean = φασόλι από σόγια
spa = ιαματικά νερά, ιαματικά λουτρά
space = χώρος, διάστημα, διάστημα
space probe = μη επανδρωμένο διαστημόπλοιο
space shuttle = διαστημικό λεωφορείο, άκατος
spaceship = διαστημόπλοιο
spacious = ευρύχωρος
spade = τσάπα
spaghetti = μακαρόνι
Spain = Ισπανία
spalsh money around = ξοδεύω με τη σέσουλα
span = σπιθαμή, περιόδος
Spaniard = Ισπανός
Spanish = ισπανικός, Ισπανικά
Spanish Inquisition = ιερά εξέταση
Spanish mackerel = κολιός
spanking = έξοχος, ράπισμα
spanner = γαλλικό κλειδί
spare = περισσεύω, χαρίζω, περισσευούμενος, φείδωμαι
spare no pains = δε λυπάμαι κόπους
spare tyre = ρεζέρβα
spare wheel = ρεζέρβα
sparing = φειδωλός
sparingly = οικονομικά φειδωλά, ανάρια ανάρια
spark = σπιθοβολώ
spark plug = μπουζί
sparkle = απαστράπτω
sparkling = αφρώδης, αστραφτερός
sparrow = σπουργίτης, σπουργίτι
sparrowhawk = ξεφτέρι
sparse = αραιός
sparsely = αριαιά
spasmodic = σπασμωδικός
spat = καυγαδάκι
spate = κατακλυσμός, πληθώρα
spawn = παράγω σε μεγάλη ποσότητα, γεννώ, γεννοβολώ
speak = μιλώ, κρένω
speak against = καταφέρομαι
speak ill of = κακολογώ
speak literally = κυριολεκτώ
speak one's mind = λέω αυτό που πιστεύω
speak out against = υψώνω την φωνή μου κατά
speak with feeling = μιλώ με θέρμη
speak with passion = μιλώ με θέρμη
speaker = ομιλητής
spear = λόγχη, καμάκι, δόρυ
special forces = ειδικές δυνάμεις
specialise = ειδικεύομαι
specialised = ειδικευμένος, εξειδικευμένος
specialising in = που ειδικεύεται σε
speciality = σπεσιαλιτέ
species = είδος, είδη
specific = συγκεκριμένος
specifically = συγκεκριμένα
specify = καθορίζω
specimen = δείγμα
spectacles = γυαλιά
spectacular = θεαματικός
spectacularity = θεαματικότητα
spectator = θεατής
spectograph = φασματογράφος
spectrum = φάσμα
speculate = διαλογίζομαι, κάνω υποθέσεις, εικάζω, κερδοσκοπώ
speculation = εικασία, κερδοσκοπία
speculative = θεωρητικός, κερδοσκοπικός, υποθετικός, εικαστικός
speculator = κερδοσκόπος
speechless = εμβρόντητος, άφωνος, άναυδος
speed = ταχύτητα, επισπεύδω, φόρα, τρέχω
speed limit = όριο ταχύτητας
speed up = επιταχύνω
speedboat = ταχύπλοο ιστιοφόρο
speeding = υπερβολική ταχύτητα
speeding up = που επιταχύνει
speedometer = κοντέρ
speedy = γοργός
spell = ξόρκι, διάστημα, συλλαβίζω, ορθογραφώ
spellbinding = μαγευτικός, γοητευτικός
spellbound = μαγεμένος
spelled = ορθογραφώ
spelling = ορθογραφία
spelt = ορθογραφώ
spend = ξοδεύω
spend money = ξοδεύω
spend the summer holidays = παραθερίζω
spend time = περνώ
spent = εξαντλημένος, χρησιμοποιημένος
sperm = σπέρμα
sperm whale = φυσητήρας
spew forth = ξερνώ
sphenoid = σφηνοειδής, σφηνοειδές οστούν
sphere of action = σφαίρα δράσης
sphere of influence = σφαίρα επιρροής
spice = καρύκευμα, μπαχαρικό, καρυκεύω
spice rack = ράφι για μπαχαρικά
spicy = πικάντικος
spicy food = πικάντικο φαγητό
spider = αράχνη
spike one's guns = ξεδοντιάζομαι
spikes = τάπες
spill = χύνω
spill out = χύνω
spin = γνέθω, περιστρέφομαι, στριφογυρίζω
spinach = σπανάκι
spinal cord = νωτιαίος
spine = αγκάθι, ραχοκόκκαλο, κότσια, σπονδυλική στήλη
spineless = ασπόνδυλος
spiney = ρουμάνι
spinner = κλώστης, περιστεφόμενο δόλωμα
spinning = στριφογύρισμα
spinster = γεροντοκόρη
spinx = σφίγγα
spiral = ελικοειδής
spiral staircase = ελικοειδής σκάλα
spirit = πνεύμα
spirit level = αλφάδι
spirits = κέφια
spiritual = πνευματικός
spiritually = πνευματικά, πνευμτικά
spit = πτύω, φτύνω
spiteful = εμπαθής, κακεντρεχής, μοχθηρός
spitting image = φτυστός
spiv = αεριτζής
splash = πιτσιλάω, πιτσιλίζω, πλατσουρίζω
spleen = σπλήνα
splendid = υπέροχος, εξαίσιος, έξοχα
splendidly = έξοχα, υπέροχα, εξαίσια
splendours = μεγαλείο
splint = νάρθηκας
splinter = αγκίδα, πελεκούδι, παρασχίδα, θραύσμα, σκλήθρα
splinter group = ομάδα αποστατών
splintered = κομματιασμένος
split = μοίρα, μοιράζω, διχοτομία, μοιρά, μοιράζω, σχίσιμο
split-level = ανισοϋψών επιπέδων
split infinitive = διασπασμένο απαρέμφατο
split up = χωρίζω
splitting = διχοτομία
splitting headache = φοβερός πονοκέφαλος
splutter = τραυλίζω από ταραχή
spode = πορσελάνη
spoil = χαλώ, παραχαϊδεύω, κακομαθαίνω
spoiled = κανακάρης
spoiled wine = εκτροπίας
spoiling for a fight = γυρεύω καβγά
spoils = λουφές, λεία
spoils of office = ο λουφές της εξουσίας
spoilt = παραχαϊδεμένος
spoke = μίλησα, ακτίνα τροχού
spokesman = εκπρόσωπος
spokesperson = εκπρόσωπος
spokeswoman = η εκπρόσωπος
spongy = σπογγώδης
sponsor = χορηγώ, χορηγός
sponsored = χρηματοδοτούμενος
sponsorship = χορηγία
spontaneous = αυθόρμητος
spooky = στοιχειωμένος
spoonbill = χουλιαρομύτα
spoonfuls = κουταλιές
sporadic = σποραδικός
sporozoan = σπορόζωο
sport = σπορ
sporting events = αθλητικά γεγονότα
sports-mad = τρελός για σπορ
sports centre = αθλητικό κέντρο
sports jacket = σπορ σακάκι
sports programmes = αθλητικά προγράμματα
sportsman = αθλητής
sporty = αθλητικός
spot = εντοπίζω, μέρος, βούλα, σπυρί
spotless = ακηλίδωτος, πεντακάθαρος
spotlight = σημειακός προβολέας
spotted crake = στικτοπουλάδα
spotted eagle = στικταετός
spotted redshank = μαυρότρυγγας
spotty = γεμάτος σπυράκια
spouse = σύζυγος
sprain = στραμπουλίζω
sprain an ankle = στραμπουλίζω τον αστράγαλο
sprained = στραμπουλιγμένος
sprang = πήδηξα
sprawl = απλωσιά, απλώνομαι
sprawling = που απλώνεται ακατάστατα, απλωμένος χωρίς σχέδιο
spray = αφρός, κόσμημα σε σχήμα κλώνου, ψεκάζω
spread = επέκταση, φουντώνω, διαδίδω, απλώνω, παίρνω έκταση
spreading = στρώση
spring = άνοιξη, εκτινάσσομαι, αναπηδώ
spring a leak = μπάζω νερό
spring to attention = στέκομαι σε στάση προσοχής
spring up = ξεφυτρώνω
springs from = απορρέι από
sprinkle = ραντίζω, πασπάλισμα, πασπαλίζω
sprinkler = ραντιστήρι
sprinkling = ράντισμα
sprint = τρέχω μικρές αποστάσεις
sprinter = δρομέας ταχύτητας, σπρίντερ
spruce = ερυθροέλατο, φιλάρεσκος
spur = παρακινώ, κεντρίζω, σπιρουνίζω, σπιρούνι
spur winged plover = αγκαθοκαλημάνα
spurn = απορρίπτω περιφρονητικά
spurt = ξεπετάγομαι, κύμα ανάπτυξης
spy = κατασκοπεύω, κατάσκοπος
squab = πιτσούνι, περιστεράκι
Squacco heron = κρυπτοτσικνιάς
squadron commander = μοίραρχος
squalid = άθλιος, βρώμικος
squall = μπουρίνι
squalor = αθλιότητα. μιζέρια, κακομοιριά
squamous = πλακώδες
squander = σπαταλώ, κατασπαταλώ, καταδαπανώ, διασπαθίζω
squandering = διασπάθιση
square = πλατεία, τετράγωνο
square deal = τίμια μεταχείριση
square root = τετραγωνική ρίζα
squash = πατικώνω, χυμός του μπουκαλιού, ζουλώ, κολοκύθι
squashed = στριμωγμένος
squat = καταπατώ (ξένη περιουσία), ανακλαδίζομαι
squatter = καταπατητής
squaw = ινδιάνα
squawking = κράξιμο
squeak = γρύζω
squeaky = τριζάτος
squeal = σκληρίζω, στριγγλίζω
squeeze = στριμώχνω, ζουλώ, στύβω, στίβω, πιέζω
squelch = πλατσουρίζω
squid = καλαμαράκι
squint = αλλοιθωρίζω, λοξοκοιτάζω
squire = τσιφλικάς, ιπποκόμος
squirrel = σκίουρος
ίη perpetuity = εις το διηνεκές
sseminar = σεμινάριο
St. = άγιος, άγια
St. Anthony΄s fire = ερυσίπελας
St. Vitus΄s dance = χορεία
stab = μαχαιρώνω
stabbing pain = διαπεραστικός πόνος
stabilise = εμπεδώνω
stability = σταθερότητα
stabilize = σταθεροποιώ
stable = στάβλος, σταθερός
stack = στοιβάδα, σωρός
stack pointer = δείκτης σωρού
stadium = στάδιο
staff = προσωπικό
stag = αρσενικό ελάφι
stage = φάση, σκηνοθετώ, στάδιο, σκηνή, ανεβάζω
stages = στάδια
stagger = τρικλίζω
staggering = συγκλονιστικός, απίστευτος
stagnant = λιμνάζων, στάσιμος
stain = λεκές, λεκιάζω, κηλίδα, κηλιδ
stainless = ανοξείδωτος
stainless steel = ανοξείδωτος χάλυβας
stair = σκαλί (μέσα στο σπίτι)
stake = πάσσαλος
stake my life = βάζω το κεφάλι μου
stale = μπαγιάτικος
stalk = κυνηγώ, στέλεχος, παγανίζω
stall = χώρισμα στάβλου, υπαίθριος πάγκος μικροπωλητή
stallion = επιβήτορας
stamen = στήμονας
stamina = δυνάμεις
staminate = στημονοφόρον άνθος, άρρεν άνθος
stammer = τραυλίζω, ψελλίζω
stammering = ψευδός
stamp = γραμματόσημο, χαρτόσημα
stamp album = λεύκωμα γραμματοσήμων
stamp out = πατάσσω
stampede = τρέπομαι σε άτακτη φυγή
stand = στέκομαι, εξέδρα
stand-by = ετοιμότητα
stand at the side = στέκομαι στο πλαι
stand before = στέκομαι μπροστά από
stand bolt upright = στέκομαι κλαρίνο
stand by = συμπαραστέκομαι
stand fast = είμαι αμετακίνητος, είμαι αποφασισμένος
stand for = ανέχομαι, αντιπροσωπεύω
stand in for = αντικαθιστώ
stand off = αντιπαράθεση
stand out = εξέχω
stand to attention = στέκομαι κλαρίνο
stand trial = παραπέμπομαι σε δίκη
stand trial for = δικάζομαι
stand up = ορθώνομαι
stand up for = υπερασπίζω, αμύνομαι
stand up for one's rights = υπερασπίζω τα δικαιώματά μου
standardisation = τυποποίηση
standardise = τυποποιώ, καθιερώνω
standardised = τυποποιημένος
standardising = τυποποίηση
standards = προδιαγραφές
standing = όρθιος, κύρος
staple = κύριος, συνδετήρας, βασικός
stapler = συνδετικό μηχάνημα
star = αστέρι, πρωταγωνιστής
star in = πρωταγωνιστώ σε
starch = άμυλο, κολλαρίζω
starched = κολλαριστός
stardom = καλλιτεχνικό στερέωμα, επιτυχία
stare = ατενίζω
stare at = κοιτάζω ασταμάτητα, ατενίζω
stare at someone fixedly = καρφώνω κάποιν με τα μάτια
stark = σκέτος, γυμνός
stark raving mad = τρελός για δέσιμο, ζουρλός
starling = ψαρόνι
starlit = έναστρος
starry = έναστρος
start = αρχίζω, ξεκίνημα, αρχή, ξεκινώ, έναρξη, ξεκίνηση
start a family = κάνω οικογένεια
start the car = βάζω μπρος την μηχανή
start up = ξαφνίαζομαι
starter = ορεκτικό, αφέτης
starter motor = μίζα
starters = ορεκτικά
starting point = σημείο εκκίνησης
startling = ανησυχητικός
starve = πεινώ, λιμοκτονώ, πεθαίνω από την πείνα
starving = πεινολέος, τους έκοψε λόρδα
state = κράτος, κατάσταση, δηλώνω, κρατίδιο
state benefit = κρατικό επίδομα
state of mind = ψυχική κατάσταση
state of the art = υπερσύγχρονος
state school = κρατικό σχολείο
statement = κατάσταση, δήλωση
statesman = πολιτευόμενος, πολιτικός
static = στατικός
station = σταθμός
stationary = εν στάσει, σταθμενυμένος, ακίνητος
stationer's = χαρτοπωλείο
stationery = χαρτικά
stationmaster = σταθμάρχης
statistical = στατιστικός
statistics = στατιστική
statue = άγαλμα
statuette = αγαλματάκι
status = θέση, κατάσταση
status message = ένδειξη κατάστασης μηνύματος
statute = νομοθεσία, καταστατικό
statute book = κώδικας
statute law = γραπτός νόμος
statutory = καθορισμένος
statutory limitation = παραγραφή
staunchly disavow = απαρνούμαι απερίφραστα
stave = βαρελοσανίδα
stay = μένω
stay alive = μένω ζωντανός
stay in shape = κρατιέμαι σε φόρμα
stay out = ξενυχτώ
staying = διαμονή
steadfast = ακλόνητος, απτόητος
steadily = σταθερά
steady = σταθερός
steady income = σταθερά έσοδα
steady progress = σταθερή πρόσοδος
steak = μπριζόλα
steal = κλέβω, βουτώ
steal a march on = υποσκελίζω έναν αντίπαλο
stealing = κλέψιμο
steam = αχνίζω, ατμός
steaming = που βγάζει ατμό
steed = άτι
steel = ατσάλι, ατσαλένιος, χάλυβας
steel frame = ατσάλινος σκελετός
steeliness = ρωμαλεότητα
steep = απότομος, απόκρημνος
steep (hill) = απότομος
steep gradient = απότομη κλίση
steeply = απότομα
steer = οδηγώ αμάξι, καθοδηγώ
steer [boat = οδηγώ
steer a boat = κυβερνώ λέμβο
steer a boat / a car = οδηγώ
steer clear of = αποφεύγω
steer the car = οδηώ
steering = σύστημα οδήγησης
steering wheel = τιμόνι {αυτοκινήτου}
stellate cataract = καταρράκτης των ραφών
stellate structure = αστεροειδής δομή
Steller's eider = παρδαλόπαπια
stem = μίσχος, στείρα, στέλεχος
stem from = απορρέω, πηγάζω από, κατάγομαι
stench = μπόχα, βρώμα, δυσωδία
stentorian = βροντερός, βροντόφωνος
step = βηματίζω, βήμα, διάβημα
step back in time = επιστρέφω στο παρελθόν
step child = θετό παιδί
step into the breach = μπαίνω στην "μάχη"
step on = πατώ
step over = περνώ
step up = πλησιάζω
stepchild = προγόνι
stepdaughter = θετή κόρη
stepfather = θετός πατέρας
stepladder = μικρή σκάλα
stepmother = θετή μητέρα, μητριά
steppe = στέππα
stepping = πάτημα
stepping stone = πέτρα διάβασης ποταμιού
steps = βήματα, σκαλοπάτια
stepson = θετός γιος
stereo = στέρεο
stereotype = στερεοτυπώ, στερεοτυπία
stereotyped = κοινότυπος
sterile = στείρος, άγονος
sterilisation = παστερίωση, αποστείρωση
sterilise = αποστειρώνω
sterilize = αποστειρώνω
sterling = στερλίνα
stern = πρύμνη, βλοσυρός, αυστηρός
stern look = μιά βλοσυρή ματιά
steroids = στεροειδή
stethoscope = στηθοσκόπιο
stew = στιφάδο
steward = θαλαμηπόλος, οικονόμος, επιστάτης
stick = παλούκι, κολλώ, χώνω
stick one's neck out = εκτίθεμαι σε κίνδυνο
stick one's nose in = χώνω την μύτη
stick out = βγάζω (την γλώσσα), εξέχω
stick out like a sore thumb = είμαι προφανής
stick stuck stuck = κολλώ
stick to = εμμένω
stick to the rules = εμμένω στους κανόνες
sticker = αυτοκόλλητο
stickleback = αγκαθερό
sticky = κολλώδης, κολλητικός
stiff = άκαμπτος, αλύγιστος, ισχυρός
stiffly = δύσκαμπτα
stiffness = ψυχρότητα, δυσκαμψία
stifle = πνίγω
stifling = αποπνιχτικός, πνιγηρός
stigma = στίγμα
still = γαλήνιος, ακίνητος, ήρεμος, αποστακτήριο, ακόμα
still waters run deep = από σιγανό ποτάμι να φοβάσαι
stillness = σιγή
stilt = ξυλοπόδαρο
stilted = πομπώδης, εξεζητημένος, δύσκαμπτος
stimulate = διεγείρω
stimulating = διεγερτικός
stimulation = διέγερση
stimulatory = διεγερτικός
stimuli = ερεθίσματα
sting = τσιμπώ, κεντρίζω, κεντρί, τσιμώ
stingy = τσιγγούνης, παραδόπιστος
stink = βρομώ, βρομιά, βρόμα
stinking = που βρομάει
stint = τσιγκουνεύομαι
stipulate = συμφωνώ, βάζω όρο
stipulation = όρος, ρήτρα
stir = αναδεύω, κινούμαι, ανακατεύω, κινώ, πάταγος
stir up = υποκινώ
stirred up = ο λόγος διήγειρε το λαό
stirrer = αναδευτήρας
stirring = συνταρακτικός
stirrup = αναβολέας
stitch = ράβω, βάζω ράμματα, ραφή
stitches = ράματα
stock = απόθεμα, παρακρατώ
stock dividend = μέρισμα αξιών
stockbroker = χρηματιστής
stockings = κάλτσες, καλτσόν
stocks = αξίες
stoic = στωικός
stoicism = στωικισμός
stolen = κλεμμένος
stolen goods = κλοπιμαίο, κλοπιμαία
stolen object = κλοπιμαίο
stomach = στομάχι
stomach-churning = που αναστατώνει το στομάχι
stomach ache = στομαχόπονος
stomp off = φεύγω με μεγάλο θύμο
stone = πετροβολώ, πέτρα, λιθοβολώ, εκκοκκίζω
Stone Age = Λιθινή Εποχή
stone curlew = πετροτριλίδα
stone wall = πεζούλα
stonework = λιθοδομή
stood = στεκόμουν
stooge = περίγελος, κορόιδο
stool = σκαμνί, έδρανο, σκαμπό
stool pigeon = χαφιές
stoolie = χαφιές
stoop to = ξεπέφτω σε
stop fidgeting = σταμάτα το ανάδεμα
stopgap = αναπληρωτής
stopover = στάση
stopper = βύσμα
storage = αποθήκευση
store = βάζω, αποθηκεύω, μαγαζί
store detective = φύλακας μαγαζιού
storey = όροφος
storing = αποθήκευση
stork = λελέκι, πελαργός
storm = καταιγίδα, θύελλα, τρικυμία
storm petrel = πετρίλος
story = παραμύθι, ιστορία
stout = είδος μαύρης μπύρας, θαρραλέος, εύσωμος, γερός
stove = κουζίνα
stow = φυλάω
straight = ίσιος, ευθύς
straight A's = άριστα
straight away = αυθωρεί και παραχρήμα
straightaway = κατ'ευθείαν
straightening = ευθυγράμμιση
straightforward = απλός
strain = διηθώ, τεντώνω, στραμπουλίζω, ζόρι, ένταση, είδος
strain an ankle = στραμπουλίζω αστράγαλο
strained = σουρωμένος, τεταμένος, στραγγισμένος, περαστός
strait = πορθμός
straitjacket = ζουρλομανδύας
strand = νήμα, κλώνος, αφήνω αβοήθητο, εξοκέλλω
strange = παράξενος, περίεργος
strangely = αλλόκοτα
strangeness = νεωτερισμός, παράξενο
strangle = στραγγαλίζω
strangury = ισχουρία
strap = ιμάντας
strap in = δένω με ζώνη
strapped in = δεμένος με ζώνη
strapping lass = νταρντάνα
stratagem = στρατήγημα
strategic = στρατηγικός
strategics = στρατηγική
strategist = γνώστης της στρατηγικής
strategy = στρατηγική
straticulate = διαστρωμένος
stratification = διάταξη πετρωμάτων
straw = άχυρο, καλαμάκι
straw hat = ψάθινο καπέλο, ψάθα
strawberry = φράουλα
stray = αδέσποτος
streak = κινούμαι γρήγορα, κινούμαι γρήγορα χωρίς ρούχα
stream = ρέω, κυλώ, ρυάκι
streamline = αεροδυναμική γραμμή, αεροδυναμικός
street = δρόμος, οδός
street lamp = φανοστάτης
street lights = τα φώτα της ΔΕΗ
street market = λαική αγορά
street urchin = μόρτης
strength = ρώμη
strengthen = καρδαμώνω, ενδυναμώνω, εμπεδώνω, ενισχύω, εδραιώνω
strengthened = ενισχυμένος
strenuous = επίπονος, έντονος
stress = άγχος, τόνος, στρες, τονίζω
stress triaxiality = τριαξιονικότητα των τάσεων
stressed = αγχωμένος
stressful = κουραστικός
stretch = τεντώνω, τεζάρω, εκτείνομαι, τεντώνομαι
stretch back = χρονολογούμαι
stretch one’s legs = ξεμουδιάζομαι, ξεμουδιάζω
stretch out = ξαπλώνω
stretched = τεντωμένος
stretcher = φορίο
stretching = τέντωμα
strewn = κατάσπαρτος
strewn with = σπαρμένος, στρωμένος με
striation = γραμμή προστριβής παγετώνα
stricken = προσβεβλημένος
strict = αυστηρός
strictest = αυστηρότατος
strictly = αυστηρά
strictness = αυστηρότητα
stride = δρασκελισμός, βηματίζω, βήμα, δρασκελίζω
stridulate = τρίζω
strike = απεργία, χτυπήμα, χτυπώ, κάνω εντύπωση, απεργώ
strike as = φαίνομαι
strike dumb = κατακεραυνώνω
strike out on one's own = ανοίγω δρόμο, χαράσσω πορεία
strike with the fist = γρονθοκοπώ
striker = άπεργος
strikes = χτυπάει
striking = χτυπητός
strikingly = χτυπητά
string = χορδή, σπάγγος
strip = γυμνώνω, εκδύω, γδύνομαι, γδύνω, λουρίδα
strip lighting = φωτισμός με λάμπες φθορίου
strip off = ξεγυμνώνω
stripe = ράβδωση
striped = ριγέ
stripped naked = ολόγυμνος
strive = πασχίζω
stroke = εγκεφαλικό, χαϊδεύω, χαιδεύω, χτύπημα, θωπεύω
stroke of luck = τύχη
stroll = σουλατσάρω, πηγαίνω βόλτα, σεριανώ
strong = δυνατός
strong-featured = με έντονα χαρακτηριστικά
strong-willed = με ισχυρή θέληση, θεληματικός
strong cigarette = σέρτικος
strong point = δυνατό σημείο
strong south-easterly wind = σοροκάδα
strong verb = ισχυρό ρήμα
stronger = δυνατότερος, ισχυρότερος
stronghold = οχυρό, φρούριο
strongly = δυνατά
stroppy = θυμωμένος
struck = χτύπησα
structural = δομικός
structure = δομή
struggle = αγώνας, αγωνίζομαι
struggling = που μοχθεί, που μάχεται, που αγωνίζεται
strut = περπατώ κορδωτά
stubble = καλαμιές, γένια
stubborn = ισχυρογνώμονας, πεισματάρης
stubborn as a mule = πεισματάρης, ξεροκέφαλος
stubborness = πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη
stubbornly = πεισματικά
stucco = στόκος
stucco work = στοκάρισμα
stucco worker = στοκαριστής
stuck = κολλημένος
stuck up = ψηλομύτης
stud = καρφί, ιπποτροφείο, κουμπί
studded = κατάσπαρτος
student = φοιτητής, φοιτήτρια
student union = ένωση φοιτητών
studs = σούστες
study = μελέτη, γραφείο, σπουδές, σπουδάζω, μελετώ
stuff = πράμα
stuff one's face = σαβουρώνω
stuffed = γεμιστός
stuffed up = βουλωμένος
stuffiness = κλεισούρα
stuffy = αποπνικτικός
stultification = αποβλάκωση
stultify = ρεζιλεύω, αποβλακώνω
stumble = παραπατώ, σκουντουφλώ, τρικλίζω
stumble on = βρίσκω κατά τύχη, σκουνταφτώ
stumbling = που παραπατάει
stumbling block = εμπόδιο
stump = κούτσουρο
stun = αιφνιδιάζω, ζαλίζω, συντρίβω
stung = τσιμπώ
stung by = κεντρισμένος από
stunned = σαστισμένος
stunning = εντυπωσιακός, γοητευτικός, έκπαγλος
stunted = κατσιασμένος
stupefaction = αποχαύνωση, αποβλάκωση
stupefy = αποβλακώνω
stupid = χαζός, βλαμμένος
stupid remark = κοτσάνα
stupor = κατάπληξη, νάρκη, αδράνεια, εμβροντησία
sturdy = γερός, ανθεκτικός, ρωμαλέος
sturgeon = στουριόν, μερσίνι, οξύρρυγχος
stutter = ψελλίζω, ψεβδίζω, τραυλίζω
stutterer = τραυλός
sty = χοιροστάσιο, χαλάζιο, κριθαράκι
stye = χαλάζιο
style = ύφος, ρυθμός, στυλ, στύλος, στύλ, φτιάχνω το σχήμα
stylish = συλάτος, κομψός
stylite = στυλίτης
stylus = βελόνα πικ απ, στύλος
stymie = κωλύω, εμποδίζω
styrene = στυρόλιο
suave = ευγενής
sub-prefect = έπαρχος
sub zero = υπό του μηδενός
subaltern = κατώτερος, υφιστάμενος
subaquatic = υδρόβιος
subconsciousness = υποσυνείδητο
subdivision = υποδιαίρεση
subdue = υποτάσσω
subject = υποκείμενο, υπήκοος, αντικείμενο, θέμα
subject to = υποβάλλω σε, εκθέτω σε
subjective = υποκειμενικός
subjectivity = υποκειμενικότητα
subjects = υπήκοοι
subjunctive = υποτακτική
sublimate = εξευγενίζω, εξαχνίζω
sublimation = εξάχνωση
sublimation printing = χαρτοτυπωτική
subliminal = υποσυνειδητός
submarine = υποβρύχιο
submersible = καταδυόμενος
submission = υποταγή
submit = υποβάλλω, παραδίδομαι, υποστηρίζω, υποτάσσομαι
submit an application = υποβάλλω αίτηση
subordinate = υφιστάμενος
subordinate clause = υποτελής πρόταση
subordinating conjunction = υποτελής σύνδεσμος
subordination = υπεξουσιότητα
subphylum = υποσυνομοταξία
subpoena = κλήση μάρτυρα
subrogation = υποκατάσταση
subscribe = γίνομαι συνδρομητής, προσφέρω
subscriber = συνδρομητής
subscription = συνδρομή
subsequent = μεταγενέστερος
subsequently = κατόπιν, μεταγενέστερα
subside = υποχωρώ
subsidiary = υποβοηθητικός, θυγατρική, επικουρικός
subsidise = επιδοτώ
subsidy = επιδότηση, επιχορήγηση
subsist = ζω, υπάρχω
subsrvient = υποταγμένος
substance = ουσία
substantial = αξιόλογος, ουσιαστικός, στερεός
substantiate = τεκμηριώνω
substantive = ουσιαστικό
substituent = υποκατάσταση
substitute = αναπληρωματικός, αναπληρώνω, υποκαθιστώ
substitution = αναπλήρωση
substrate = υπόστρωμα
subsume = υπάγω
subterfuge = υπεκφυγή
subterranean = υπόγειος
subtitles = υπότιτλοι
subtle = λεπτός, φίνος, εκλεπτυσμένος
subtlety = λεπτότητα
subtly = με λεπτότητα, έντεχνα, λεπτά
subtract = αφαιρώ
subtraction = αφαίρεση
subtrahend = αφαιρετέος
suburb = προάστιο
suburban = των προαστίων
suburbia = προάστιο
subversive = υπονομευτικός
subvert = ανατρέπω, υπονομεύω
subway = υπόγεια διάβαση
succeed = επιτυγχάνω, πετυχαίνω
success = επιτυχία
success rate = βαθμός επιτυχίας
successful = επιτυχημένος, πετυχημένος, πετυχυμένος
successfully = επιτυχημένα, με επιτυχία
succession = διαδοχή, σειρά
successive = αλλεπάλληλος, αλεπάλληλος, διαδοχικός
successor = κληρονόμος
succinct = περιεκτικός, σύντομος
succinctly = περιεκτικά
succumb = υποκύπτω
such = τέτοιος, τόσος
such as = σαν, όπως
suck = ουφώ, ρουφώ, θηλάζω, γλείφω
suck up to = γλείφω
sucker = βεντούζα, βλαστάρι, παραφυάς, παραφυάδα, κορόϊδο
suckerfish = κολαούζος, κολησόψαρο
suckle = θηλάζω
suckling = θηλαστικός
sucrose = σακχαρόζη
suction = αναρρόφηση, άντληση
suction pad = αναρροφητήρας
sudden = αιφνίδιος, ξαφνικός
sudden attack = αιφνιδιαστική επίθεση
suddenly = ξαφνικά, αιφνιδιαστικά
sudenly = αστραπιαία
sudorific = εφιδρωτικός
suds = σαπουνόνερο
sue = μηνύω, ενάγω, εγκαλώ
suede = καστορινό δέρμα
suet = είδος λίπος
suffer = πάσχω, υποφέρω, παθαίνω
suffer a crushing blow = παθαίνω νίλα
suffer from = υποφέρω από
sufferer = ο παθών
suffering = που πάσχει
suffice = επαρκώ
sufficient = επαρκής
sufficient for = αρκετός
sufficiently = επαρκώς
suffocate = πνίγω
suffocation = ασφυξία
sugar = ζάχαρη
suggest = προτείνω
suggestion = πρόταση
suicide = αυτοκτονία
suit = εξυπηρετώ, βολεύω, αρμόζω, κοστούμι, ταιριάζω με
suit of armour = πανοπλία
suit yourself = κάβε το κέφι σου
suitability = καταλληλότητα
suitable = πρόσφορος, κατάλληλος, βολικός
suitably = κατάλληλα
suitcase = βαλίτσα
suite = σουίτα, ακολουθία
suitor = μνηστήρας
sulk = σκυθρωπιάζω
sullen = βλοσυρός, σκυθρωπός, μοβόρικος
sullenness = σκουντούφλιασμα
sully = σπιλώνω, ρυπαίνω, κηλιδώνω
sulphide = σουλφίδιο
sulphur = θειάφι
sultan = σουλτάνος
sultana = σταφίδα
sultry = αποπνικτικός, πνιγηρός
sum = σύνολο, πράξη
summarise = συγκεφαλαίωνω, συνοψίζω
summary = περίληψη
summer = καλοκαίρι, θερινός
summit = κορυφή
summit meeting = συνάντηση κορυφής
summon = καλώ
summon help = καλώ βοήθεια
summons = δικαστική κλήση
sums = πράξεις
sun = ήλιος
sun cream = αντιηλιακή κρέμα
sunbathe = κάνω ηλιοθεραπεία
Sunday = Κυριακή
sundial = ηλιακό ρολόι
sundry = διάφοροι
sunflower = ήλιος
sunglasses = γυαλιά ήλιου
sunken = βαθουλωμένος
sunlight = φως του ήλιου
sunny = ηλιόλουστος
sunny interval = διάστημα ηλιοφάνειας
sunrise = ανατολή ήλιου
sunroof = οροφή
sunset = δύση του ήλιου, δύση ήλιου
sunshine = ηλικακάδα
sunstroke = ηλίαση
suntan = μαύρισμα
super = σούπερ
superannuation = σύνταξη
superb = άριστος, καταπληκτικός, θαυμάσιος
supercharge = επιφορτίζω
superficial = επιφανειακός, επιπόλαιος
superficially = επιφανειακά
superfluous = περιττός
superior = ανώτερος
superior rectus = άνω ορθός μυς του οφθαλμού
superiority = ανωτερότητα
superiority in = ανωτερότητα
superlative = υπερβολή, υπερθετικός
supermarket = σούπερ μάρκετ
supernatural = υπερφυσικός
supernumary = υπεράριθμος
supersede = εκτοπίζω
supersonic = υπερηχητικός
superstition = πρόληψη
superstitious = προληπτικός, δεισιδαίμονας
superstructure = υπερκατασκευή
supervene = επισυμβαίνω
supervise = επιβλέπω, εποπτεύω
supervision = επίβλεψη, επιτήρηση
supervisor = επόπτης, επιτηρητής, επόπτης
supper = ο δείπνος
supplant = παίρνω τη θέση, αντικαθιστώ
supple = ευλίγιστος
supplement = συμπλήρωμα, συμπληρώνω
supplementary = συμληρωματικός, συμπληρωματικός
suppliant = ικέτης
supplicant = ικέτης
supplicate = ικετεύω, εκλιπαρώ
supplication = εκλιπάριση, ικεσία
supplier = προμηθευτής
supplies = εμφόδια
supply = παροχή, χορήγηση, προμήθεια, παρέχω
supply line = γραμμή ανεφοδιασμόυ
supply with = εφοδιάζω
support = βοήθεια, υποστήριγμα, στήριγμα, συμπαράσταση
supporter = οπαδός, υποστηρικτής
supporting = που υποστηρίζει
suppose = υποθέτω, υποτίθεται
supposed = δήθεν
supposedly = υποτιθέμενα, τάχα, δήθεν
supposing that = δεδόσθω ότι
suppress = καταπνίγω, αποκρύπτω, καταστέλλω
suppression = απόκρυψη, καταστολή
suppuration = πύηση
supremacy = κυριαρχία
supreme = υπέρτατος, ανώτατος, ύπατος
supreme court = ανώτατο δικαστήριο
supremo = επικεφαλής
surcharge = πρόσθεστη επιβάρυνση
sure = σίγουρος
surely = σίγουρα
surf = θραύσεις κυμάτων
surf scoter = παρδαλοραμφόπαπια
surf zone = ζώνη κυματωγής
surface = επιφάνεια, αναδύομαι
surface area = εμβαδόν
surfacing = ανάδυση
surfeit = κορεσμός
surge = ξεχύνομαι, κύμα, αυξάνομαι απότομα
surgeon = χειρουργός
surgery = ιατρείο
surges up = τινάζεται προς το πάνω
surgical = χειρουργικός
surging = ορμητικός
surly = κακότροπος, σκυθρωπός
surmount = ξεπερνώ, υπερβαίνω
surname = επίθετο
surpass = υπερακοντίζω, περνώ, ξεπερνώ
surpassing = ανυπέρβλητoς, που ξερερνάει
surplus = περίσσευμα, πλεόνασμα
surplus value = υπεραξία
surprise = έκπληξη
surprise attack = αιφνιδιαστική επίθεση
surprised = έκπληκτος
surprisingly = εκπλητικά
surreal = σουρεαλιστικός
surrender = παραδίδω, παράδωση
surround = πλαισιώνω, περικυκλώνω, πλαισίωση
surrounding = που περιστοιχίζει, γύρω, που περικυκλώνει
surroundings = περιβάλλον, περίχωρα
survey = μελέτη, έρευνα, ανασκόπηση
survey map = καταστατικός χάρτης
surveyor = τοπογράφος
survival = επιβίωση
survive = επιζώ
survivor = επιζών
susceptibility = ευπάθεια, ευαισθησία
susceptible = ευπαθής, εύθικτος, επιδεικτικός
susceptible to = ευπαθής, ευαίσθητος
sushi = ιαπωνέζικο ωμό ψάρι
suspect = υποπτεύομαι
suspect of = υποιμιάζομαι, υποψιάζομαι
suspend = δίνω αναστολή, αναστέλλω, κρεμώ
suspended = κρεμασμένος
suspended sentence = ποινή με αναστολή
suspender = ζαρτιέρα
suspension = αναστολή, ανακοπή, ανάρτηση, εναιώρημα
suspensory ligament = κρεμαστήριος σύνδεσμος
suspicion = δεισδαιμονία, υπόνοια, υποψία
suspicious = καχύποπτος, ύποπτος
sustain = συντηρώ, κρατώ, υποστηρίζω, κρατώ, υφίσταμαι
sustained = συνεχής, αδιάκοπος
sutural cataract = καταρράκτης των ραφών
suture = ραφή
swaggering = λεονταρισμοί
Swahili = σουαχίλι
swallow = χελιδόνι, καταπίνω
swamp = έλος, βάλτος, κατακλύζω
swamper = ελόβιος
swampy = ελώδης
swan = κύκνος
swan song = κύκνειο άσμα
swap = ανταλλάσσω
swarm = σμάρι, εσμός, μελισσιλόι, σμήνος, μελισσολόι
swarm of bees = σμήνος μέλισσες
swarming = κατάμεστος
swarthy = μελαψός, μελαχρινός
swat = χτυπώ
swath spreader = συσκευή αερισμού χορτονομής
sway = ταλαντεύομαι, λικνίζομαι, πείθω
swear = ορκίζομαι
swear at = βρίζω
swear blind = διαρρηγνύω τα ιμάτιά μου
sweat = ιδρώνω. ίδρωτας
sweat glands = ιδρωτοποιοί αδένες
sweater = πουλόβερ
sweatshirt = κολεγιακό
sweaty = ιδρωμένος
Sweden = Σουηδία
Swedish = Σουηδικά, Σουηδός, σουηδικός
sweep = καμπύλη, σαρώνω, σκουπίζω, σκουπίζω με σκούπα
sweeping = σαρωτικός
sweeping fire = θεριστική βολή
sweepings = σαρίδι
sweet = γλυκός, ηδύς, καραμέλα
sweet shop = ζαχαροπλαστείο
sweet talker = ηδύγλωσσος
sweet talking = ηδύγλωσσος
sweetly = γλυκά
sweetness = γλυκύτητα
sweets = γλύκα, καραμέλες
sweetshop = μαγαζί πού πουλάει καραμέλες
swell = πρήζω, εξογκώνω, φουσκώνω
swelling = πρήξιμο, φλεγμονή
sweltering heat = ασφυκτική ζέστη
sweping = σάρωση
swerve = στρίβω απότομα, λοξοδρομώ, φάλτσο
swiftly = γοργά
swill = ξεπλένω
swim = κολυμπώ
swimming = κολύμπι
swimming cap = σκουφάκι κολύμβησης
swimming costume = μαγιό
swimming goggles = γυαλάκια κολύμβησης
swimming pool = πισίνα
swimming trunks = μαγιό
swimsuit = μαγιό
swing = κούνια, κουνώ
swing open = ανοίγω
swingeing = δυνατός
swirl = δίνη, στροβιλίζομαι
switch = αλλαγή, διακόπτης, αλλάζω
switch blade = σουγιάς με ελατήριο
switch off the light = κλείνω το φως
switch on = ανάβω, ανοίγω
Switzerland = Ελβετία
swivel = στριφτάρι
swollen = πρησμένος
swoop = εφορμώ
sword = σπάθα, σπαθί, ξίφος
sword bearer = σπαθάτος
sword fighting = ξιφασκία
sword of Damocles = δαμόκλειος σπάθη
swore = ορκίζομαι
sworn = ορκισμένος, ορκίζομαι
sworn statement = κατάθεση
sycamore = σφένδαμος, ψευδοπλάτανος
syllable = συλλαβή
syllabus = πρόγραμμα σπουδών
syllogism = συλλογισμός
symbol = σύμβολο
symbolic = συμβολικός
symbolism = συμβολισμός
symmetry = συμμετρία
sympathetic to = συμπονετικός
sympathise with = συμπονώ
sympathy for = συμπόνια
symphony = συμφωνία
symptom = σύμπτωμα
symptoms = συμπτώματα
synagogue = συναγωγή
syndrome = σύνδρομο
synonym = συνώνυμο
synonymous = συνώνυμος
synthesizer = συνθεσάιζερ
synthetic = συνθετικός
syphilis = σύφιλη
syringe = σύριγγα
system = σύστημα