English (Pp) to Greek

pace = δρασκελιά, φόρα, βήμα, ρυθμός
pace maker = λαγός
pace setter = λαγός
pacemaker = βηματοδότης
pacific = ειρηνικός
pack = συσκευάζω, τράπουλα, πακέτο, κατακλύζω, πακετάρω
pack saddle = σαμάρι
package holiday = οργανωμένες διακοπές
packaged = συσκευασμένος
packager = συσκευαστής
packaging = συσκευασία
packed = παρασκευασμένος
packer = συσκευαστής
packet = πακέτο, δέμα, δέσμη
pad = μπλοκάκι
padding = παραγέμισμα
paddle = κοπηλατώ, κοπηλ, κουπί, κουπί (πλατύ για κανό)
padlock = λουκέτο
paediatrician = παιδίατρος
pagan = παγανιστής, ειδωλολάτρης, άθεος
page = σελίδα
pagoda = παγόδα
paid = βαλτός
pail = κουβάς
pain = πόνος
pain in back = ραχιαλγία
pain in the neck = μπελάς
painful = οδυνηρός, αλγεινός
painfully = οδυνηρά
painkiller = παυσίπονο
painless = ανώδυνος
pains = κόπος
painstaking = φιλόπονος, κοπιαστικός
painstakingly = επιμελώς, προσεκτικά
paint = βάφω
painted = βαμμένος
painter = βάφτης, βαφέας
painting = ζωγραφιά
painting. sign = πίνακας
paintwork = λουστράρισμα
pair = ζευγάρι
pairing = ζευγάρωμα
pal = φίλος, φιλαράκος
palace = μέγαρο, ανάκτορο, παλάτι
palaeontologist = παλαιοντολόγος
palatable = εύγευστος, ευχάριστος
palate = ουρανίσκος, υπερώα
palatine foramen = υπερώιον τρήμα
pale = ξανθός, χλωμός
pale complexion = ωχρό ή ανοιχτό χρώμα δέρματος
paleness = κιτρινίλα
palette = παλέτα
pallid harrier = στεπόκιρκος
palm = παλάμη, φοίνικας
palm tree = φοίνικας
palpate = ψηλαφίζω
palyboy = πλέημποϊ
Pan-European = πανευρωπαϊκός
panacea = πανάκεια
pancake = τηγανίτα
pancreas = πάγκρεας
pandemonium = πανδαιμόνιο
pander = εκμαυλίζω
pander to a vice = υποβοηθώ ένα πάθος
panel = προεδρείο, φάτνωμα
panelling = ξύλινη επένδυση
Panhellenic = πανελλήνιος, πανελλαδικός
panic = πανικός, πανικός, πανικοβάλλω
panic-stricken = πανικόβλητος
panicky = πανικόβλητος
pannier = κοφίνι
panorama = πανόραμα
panspermy = πανσπερμία
pansy = πανσές
pant = λαχανιάζω
pantheon = πάνθεο
panther = πάνθηρας
panties = βράκα
panting = ασθμαίνων
pantomime = παντομίμα
pants = παντελόνι
pap = κουρκούτι, πολτός
paper = εφημερίδα, χαρτί, χαρτένιος
paper-clips = συνδετήρες
paper streamer = σερπαντίνα
papers = χαρτιά, έγγραφα
paperwork = γραφική δουλειά
papyrus = πάπυρος
par = ισότητα, ισοτιμία, άρτιον
parable = παραβολή
paracentesis = παρακέντηση
parachute = αλεξίπτωτο
parade = παρέλαση
paradigm = παράδειγμα
paradise = παράδεισος
paradox = παράδοξος
paradoxical = παράδοξος
paradoxically = παράδοξα
paradoxology = παραδοξολογία
paragon = υπόδειγμα
paragon of virtue = υπόδειγμα αρετής
paragraph = παράγραφος
parallax = παράλλαξη
parallel = παράλληλος
parallel bars = δίζυγο γυμναστικής
parallelogram = παραλληλόγραμμο
paralyse = παραλύω
paralysed = παράλυτος
paramilitary = παραστρατιωτικός
paranoia = παράνοια
paranoid = παρανοϊκός
parapet = πεζούλα
parasite = παράσιτο, παρακεντές
parathion = παραθείο
parcel = δέμα
parch = ξεραίνω
parched = αποξηραμένος, στεγνός, ξηρός, καψαλιασμένος
pardon = χάρη, συγχωρώ, συγχώρηση, δίνω χάρη
pardon me for = με συγχωρείτε που
parent = γονιός
parental = γονικός
parents = γονείς
pariah = παρίας
parietal bone = βρεγματικό οστό
Paris = Παρίσι
parish = ενορία
parish register = ληξιαρχείο
park = πάρκο
parking = πάρκινγκ
parking meter = παρκόμετρο
parking meters = παρκόμετρα
parking on double yellow lines = στάθμευση σε διπλές κίτρινες
parley = συνθηκολόγηση, διαπραγμάτευση
parliament = κοινοβούλιο, βουλή
parliamentarianism = κοινοβουλευτισμός
parliamentary = κοινοβουλευτικός
parody = παρωδία
parole = ομιλία
paroxysm = άγριο ξέσπασμα
parrot = παπαγάλος
parsley = μαϊντανός
parsnip = παστινάκη
parson = εφημέριος
parsonage = σπίτι του εφημέριου
part = χωρίζω, μερίδιο, μερος
part-time = μερική απασχόληση
partial = μερικός
partial eclipse = μερική έκλειψη
participant = συμμέτοχος
participants = οι συμμετάσχεντες
participate in = συμμετέχω
participation in = συμμετοχή
participle = μετοχή
particle = σωματίδιο, μόριο
particular = συγκεκριμένος, ειδικός
particularise = μερικεύω
particularly = ιδίως, ειδικά, ιδιώς
parting = χωρίστρα, χωρισμός
partisan = παρτιζάνος
partly = μερικώς, εν μέρει
partner = ταίρι, σύντροφος
partnership = συνεργασία
partridge = πέρδικα, λιβαδοπέρδικα
parturition = τοκετός
party = συμβαλλόμενος, παρέα, πάρτι
party line = κομματική γραμμή
party spirit = πνεύμα της παρέας
party wall = μεσοτοιχία
partying = ξεφάντωμα
parvenu = νεόπλουτος
pasionately = παθιασμένα
pass = στενά, πέρασμα, κυκλοφορώ, περνώ, διαβατήριο
pass away = πεθαίνω
pass down = μεταβιβάζω
pass for = περνώ για
pass key = αντικλείδι
pass off = εξελίσσομαι, συμβαίνω
pass off as = παριστάνω
pass on = μεταδίδω
pass out = μοιράζω, λιποθυμώ
pass over = παραλείπω, αγνοώ
pass some news on to = μεταβιβάζω νέα σε
pass something off as = περνιέμαι για κάτι
pass water = κατουρώ, ουρώ
passable = μέτριος, διαβατός
passably = υποφερτά
passage = κείμενο, διάβαση, απόσπασμα
passage of a bill = ψήφιση ενός νομοσχψεδίου
passage of time = πέρασμα του χρόνου
passage way = διάδρομος
passageway = διαδρόμος
passenger = επιβάτης
passenger train = επιβατικό τρένο
passer by = περαστικός
passerby = περαστικός
passers-by = περαστικοί
passing = περαστικός, πέρασμα
passing out ceremony = γιορτή αποφοίτησης
passion = εμπάθεια
passionate = φλογισμένος [love affair], παθιασμένος, εμπαθής
passionately = φλογερά
passive = παθητικός
passive smoking = παθητικό κάπνισμα
passively = παθητικά
passport = διαβατήριο
password = σύνθημα
past = παρελθόν, περασμένος
past continuous = παρατατικός
past participle = παθητική μετοχή
past perfect = υπερσυντέλικος
pasta = ζυμαρικό
paste = μπελτές, κόλλα
pastel = παστέλ, απαλή απόχρωση, κραγιόνι
pastime = ενασχόληση, απασχόληση, χόμπι
pastoral = ποιμενικός
pasture = βοσκή, βοσκότοπος
pat = χαϊδεύω, χτυπώ ελαφρά
patch = μπάλωμα
patch of ground = κομμάτι γη
patch of land = κομμάτι γης
patches of fog = ομίχλη κατά τόπους
patι = πατέ
patent = κατοχυρώνω ως πατέντα
patent leather = λουστρίνι
paternal = πατρικός
paternity = πατρότητα
paternoster = παραγάδι
path = μονοπάτι, διαδρομή
pathfinder = ανιχνευτής
pathogenic = παθογόνος
pathological = παθολογικός
pathologist = παθολόγος
pathology = παθολογία
pathway = μονοπάτια
patience = καρτερία, υπομονή
patience of Job = ιώβεια υπομονή
patience with = υπομονή
patient = ασθενής, υπομονετικός
patiently = υπομονετικά
patio = πλακόστρωτη εσωτερική αυλή
patriarch = πατριάρχης
patrician = πατρίκιος
patriot = πατριώτης
patriotic = πατριωτικός
patriotism = πατριωτισμός
patrol = περιπολία
patron = προστάτης, θαμώνας
patronage = προστασία, πατρονάρισμα
pattern = σχέδιο
patterned = με σχέδιο
paunch = προκοίλι
pause = διακόπτω, παύση, σταματώ, διακοπή
pave = λιθοστρώνω
pave the way for = προετοιμάζω το έδαφος για
pavement = πεζόδρομος, πεζοδρόμιο
paving = πλακόστρωση
paw = πόδι (ζώου)
pay = πληρωμή, πληρώνω
pay a compliment = κάνω φιλοφρόνηση
pay a deposit = καπαρώνω
pay a fine = πληρώνω ένα πρόστιμο
pay a visit to = επισκέπτομαι
pay all due reverence to = τιμώ δέοντως
pay at the cashier's = πληρώνω στο ταμείο
pay attention = δίνω προσοχή
pay attention (to) = προσέχω
pay attention to = δίνω σημασία
pay back = αναπληρώνω
pay compensation for = πληρώνω αποζημίωση
pay interest = πληρώνω τόκο
pay off = εξοφλώ
payable = πληρωτέος, πληρατέος
PC = προσωπικός υπολογιστής
pea = μπιζέλι
pea brain = βλάχας, μπουνταλάς
peace = ειρήνη, ησυχασμός
peach = γιαρμάς
peacock = παγόνι
peak = κορυφή, κορυφώνω
peaked cap = καπέλο με γείσο
pear = απίδι, αχλάδι
pear-shaped = σε σχήμα αχλάδι
pearl = μαργαριτάρι
peas = αρακάς
peasant = χωριάτης
peasant's knapsack = ταγάρι
peat = τύρφη
pebble = κροκάλη, ψηφίο
pebbled = με βότσαλο, με χαλίκι
peck = ραμφίζω
pecker = ψωλή
peckish = πεινασμένος
pectoral sandpiper = στικτοσκαλίδρα
peculiar = παράδοξος, παράξενος
peculiarly = περίεργα
pedal = πετάλι, πετάλιο
pedal a bicycle = ποδηλατώ
pedalo = θαλάσσιο ποδήλατο
pedantic = σχολαστικός
pedantically = σχολαστικά
peddlar = πραματευτής
pedestal = βάθρο
pedestrian = πεζός
pedigree = οικογένεια, ράτσα
peel = ξύσμα, καθαρίζω, ξεφλουδίζω
peep = κρυφοκοιτάζω
peeper = ματάκιας
peeping Tom = ματάκιας
peer = όμοιος, ευγενής, περιεργάζομαι, ομότιμος, ταίρι
peer out = κοτάζω προσεκτίκα από
peer protocol = ομότιμο πρωτόκολλο
peevish = πικρόχολος
peg = γόμφος
pekt it down = βρέχω καταρρακτωδώς
pellet = σκαγιά
pelt it down = βρέχω καταρρακτωδώς
pelvis = πύελος
pen = σταλός, στυλός, μάντρα, στυλό
pen-friend (pen-pal) = φίλος αλληλογραφίας
pen in = μαντρώνω
pen pal = φίλος αλληλογραφίας, φίλη αλλ
penal = ποινικός
penal clause = ποινική ρήτρα
penalty = ποινή, πρόστιμο, κύρωση
pence = 100 = 1 λίρα
pencil = μολύβι
pencil eyebrowed = γαϊτανοφρυδάτος
pencil sharpener = ξύστρα
pending = εκκρεμής
penetrant inspection = μελέτη διεισδυτικότητας
penetrate = εισχωρώ, διαπερνώ, διεισδύω
penetrating = διεισδυτικός
penetration = διείσδυση
penguin = πιγκουϊνος
penicillin = πενικιλλίνη
peninsula = χερσόνησος
penitentiary = σωφρονιστήριο
penname = ψευδώνυμο
pennies = 100 = 1 λίρα
penniless = λιγούρης, αδέκαρος, απένταρος
pension = συνταγή, σύνταξη
pensioner = συνταξιούχος
pensive = σκεπτικός, συλλογισμένος, σκεφτικός
pent up = συγκρατημένος
pentagram = πεντάγραμμα
Pentecost = Πεντηκοστή
penult = παραλήγουσα
penultimate = προτελευταίος
people = άνθρωπος, άνθρωποι, πρόσωπο / πρόσωπα, κόσμος
people were crushed to death = καταπατήθηκαν
people who suffer from = πάσχοντες
pep = σφρίγος
pepper = πιπεριά, πιπέρι
per = κάθε, ανά
perceive = διαβλέπω, αντιλαμβάνομαι
percent = τοις εκατόν
percentage = ποσοστό
perceptible = αισθητός
perception = αντίληψη
perceptive = παρατηρητικός, οξυδερκής, θυμόσοφος
perch = κούρνια, βίγλα
perched waters = μετέωρα ύδατα
peregrine = πετρίτης
perfect = τέλειος, τελειοποιώ
perfect tense = παρακείμενος
perfection = τελειοποίηση
perfectly = τέλεια
perfidious = επίβουλος
perforate = διατρυπώ
perform = δίνω παράσταση, αποδίδω, εκτελώ
perform better = βελτιώνω την απόδοση
performance = απόδοση, παράσταση
performer = καλλιτέχνης
performing world = κόσμος παραστάσεων
perfume = άρωμα, ευωδιά
perhaps = μπορεί, ίσως
perilous = επικίνδυνος
period = περίοδος, περιόδος, διάστημα
period of inactivity = περιόδος αδρανείας
period of transition = μεταβατική περίοδος
period of war = εποχή πολέμου
periodically = περιοδικά
periods = περιόδοι
peripheral = περιφερειακός
peripheral nervous system = περιφερειακό νευρικό σύστημα
peripherals = περιφερειακά υπολογιστή
periphery = περιφέρεια
perish = χάνομαι
periwinkle = λιτταρίνη
perjure = ψευδορκώ
perjurer = επίορκος
perjury = ψευδορκία
permafrost = ζώνη μονίμου παγετώνας
permanent = περμανάντ, μόνιμος
permanently = μόνιμα
permeability = διαπερατότητα
permeable = περατός, υδροπερατός
permeate = διαποτίζω
permission = άδεια
permissive society = κοινωνία της αντοχής
permit = άδεια, επιτρέπω
permit for = γραπτή άδεια
pernicious = ολέθριος
perpetrate = διαπράττω
perpetrator = δράστης
perpetual = παντοτινός, ενδελεχής
perpetually = αιώνια
perpetuity = αιωνιότητα, διαιώνηση
perplexed = σαστισμένος, ζαλισμένος
persecute = καταδιώκω
persecution = διωγμός
persevere = εμμένω, επιμένω
persevering = επιμελής
persist = επιμένω
persistence = επιμονή, εμμονή
persistent = διαρκής, επίμονος
person = πρόσωπο / πρόσωπα, άνθρωπος, πρόσωπο, άτομο
personable = ευπαρουσίαστος
personal = προσωπικός
personalised = ατομικός
personality = προσωπικότητα
personally = προσωπικά
personification = ενσάρκωση
personify = προσωποποιώ
Personnel Manager = διευθυντής προσωπικού
persons = άνθρωποι, νομάτοι
perspective = άποψη, προοπτική
perspicacious = διορατικός
perspicacity = διορατικότητα
perspiration = ιδρώτας
perspire = ιδρώνω
persuade = πείθω
persuasion = πειθώ
pert = αυθάδης, θρασύς
pertaining to = που έχει σχέση με
pertaining to companies = σχετικά με επιχειρήσεις
pertinaceous = επίμονος, πείσμων
pertly = αυθαδώς
perturbed = ανταριασμένος
pertussis = κοκίτης
pervade = διαποτίζω
pesky = ενοχλητικός
pessary = πεσσός
pessimism = απαισιοδοξία
pessimistic about = απαισιόδοξος για, απαισιόδοξος
pester = τριβελίζω
pesticide = εντομοκτόνο
pet = θωπεύω, κατοικίδιο ζώο
petal = πέταλο
petri dish = δίσκος καλλιέργειας
petrified = παραλυμένος
petrify = απολιθώνω, τρομάζω
petrol = βενζίνη
petrol fumes = αναθυμιάσεις βενζίνης
petrol gauge = μετρητής βενζίνης
petrol guage = δείκτης βενζίνης
petrol pump = αντλία βενζίνης
petrol tank = ντεπόζιτο
petrol tanker = βυτιοφόρο
petroleum jelly = βαζελίνη
petrology = πετρολογία
petticoat = μεσοφόρι
pettishly = δύστροπα, νευρικά
petty = μικροπρεπής
petty offence = πταίσμα
petulant = οξύθυμος, νευρικός
petunia = πετούνια
pewterer = γανωτής
phagocyte = φαγοκύτταρο
pharmaceutical = φαρμακευτικός
pharmacist = φαρμακοποιός
pharmacy = φαρμακείο
phase = φάση
phase shift keying = διαμόρφωση μετατόπισης φάσης
pheasant = φασιανός
phenomenal = φαινομενικός, εκπληκτικός
phenomenon phenomena = φαινόμενο
philharmonic = φιλαρμονικός
philologist = φιλόλογος
philosopher = φιλόσοφος
philosophical = φιλοσοφικός
philosophy = φιλοσοφία
phlegm = ροχάλα
phlegmatic = φλεγματικός
phlegmonic = φλεγμονώδης
phoenix = φοίνιξ
phone bill = λογαριασμός τηλέφωνου
phonetic = φωνητικός
photo = φωτογραφία
photograph = φωτογραφίζω, φωτογραφία
photograph album = λεύκωμα φωτογράφων
photographer = φωτογράφος
photographer's studio = στούντιο
photographic = φωτογραφικός
photography = φωτογραφία
photosynthesis = φωτοσύνθεση
phrase = διατυπώνω, φράση
phylum = φύλο
physical = φυσικός, σωματικός
physical appearance = φυσική εμφάνιση
physical education = σωματική αγωγή
physical fitness = σωματική υγεία
physically = σωματικά
physician = γιατρός
physics = φυσική
physiotherapy = φυσιοθεραπεία
physique = κράση, σωματική διάπλαση
pianist = πιανίστας
piano = πιάνο
pich = τσίμπημα
pick = μαζεύω, κασμάς, διαλέγω, συλλέγω
pick on = πειράζω
pick out = διαλέγω
pick pockets = κλέβω
pick soneone's brains = ρωτώ κάποιο για να πάρω ιδέες
pick up = περισυλλέγω, πιάνω, βελτιώνομαι, μαζεύω
pick up the receiver = σηκώνω το ακουστικό
picket = παλούκι
pickle = τουρσί
pickled = τουρσί
pickpocket = πορτοφολάς
picnic = πικνίκ
pictorial = παραστατικός
picture = εικόνα
picturesque = γραφικός
pie = πίτα
pie in the sky = φρούδες ελπίδες
piece in backgammon = το πούλι
piece of advice = μιά συμβουλή
pier = αποβάθρα, μόλος
piercing = διαπεραστικός
piety = ευσέβεια
pig = γουρούνι
pig-headed = αγύριστος
pig iron = χυτοσίδηρος
pigeon = περιστέρι
piggy = γουρανάκι
piglet = γουρουνάκι
pigment = χρωστικός, χρωστική ύλη
pigmy whale = νανοφάλαινα
pigtail = πλεξούδα, κοτσίδα
pike = τούρνα, λούτσος
pile = στοίβα, στοιβάζω, σωρός, στοιβάδα
pile-up = σύγκρουση
pile up = συσσωρεύομαι
piled = στοιβαγμένος
pilfer = σουφρώνω
pilgrim = προσκυνητής
pilgrimage = προσκύνημα
pill = χάπι
pillar = κολόνα, στύλος, στυλοβάτης
pillar of society = στυλοβάτης της κοινωνίας
pillow = μαξιλάρι, προσκεφάλι
pillowcase = μαξιλαροθήκη
pills = χάπια
pilot = πιλότος, πιλοτάρω
pilot study = πειραματική μελέτη
pimp = μαστροπός
pimping = μαστροπεία
pimple = σπυρί
pin = καρφίτσα, γόμφος
pin down = καρφιτσώνω, στρυμώχνω
pinch = κλέβω, βουτώ, τσιμπώ, τσιμώ, σουφρώνω
pinching = σφίξιμο
pine = πεύκο
pine cone = κουκουνάρι πεύκου
pine scented = που ευωδιάζει πεύκο
pineapple = ανανάς
ping pong = πινγκ-πονγκ
pink = ροζ
pink footed goose = βραχυραμφόχηνα
pinkie = μικρό δάκτυλο
pinnacle = αποκορύφωμα
pinned down = καθηλωμένος
pinpoint = εντοπίζω
pint = περίπου μίσο λίτρο
pintail = σουβλόπαπια
pioneer = πρωτοπόρος, καινοτομώ, προπορεύομαι
pioneering = πρωτοποριακός
pious = ευσεβής
pip = κουκούτσι
pipe = αυλός, σωλήνμας, σωλήνας, πίπα
pipeline = αγωγός
piping = σωλήνωση
piping hot = καυτός
piping plover = βροχοπούλι
pipped at the post = ηττημένος την τελευταία στιγμή
piqued = εκνευρισμένος
pirate = πειρατής
Pisces = Ιχθύες
pistil = ύπερος
pistillate = θήλυ άνθος, υπεροφόρο άνθος
pistol = πιστόλι
piston = έμβολο, πιστόνι
pit = ορυχείο, λάκκος
pitch = γήπεδο, κλυδωνίζομαι, κατράμι, αγωνιστικός χώρος
pitch (dark) = πίσσα
pitch black = κατάμαυρος
pitch dark = κατασκοτεινός
pitcher = στάμνα
pitiful = αξιολύπητος, οικτρός
pituitary = υπόφυση
pity = κρίμα, οίκτος
pity about = κρίμα για
pity on = λύπη
pizza = πίτσα
placable = ευδιάλλακτος
placard = πανό
place = τόπος, τοποθετώ, μέρος
place all my hopes on = αναθέτω όλες μου τις ελπίδες
place among = εντάσσω
place before = θεωρώ πιο σημαντικό
place of birth = τόπος γεννήσεως
place of worship = τέμενος
place under arrest = θέτω υπό κράτηση, συλλαμβάνω
placed = εγκάθετος
placement = τοποθέτηση
placenta = πλακούντας
placing = τοποθέτηση
plagiarist = λογοκλόπος
plagiary = λογοκλοπή
plague = πανώλης
plague stricken = πανουκλιάρης
plaice = χωματίδα
plain = κάμπος, σκέτο, σκέτος, πεδιάδα, σχέτο
plain clothes policeman = αστυνομικός με πολιτικά
plain sailing = εύκολη πορεία, παιχνιδάκι
plaintiff = ενάγων
plait = πτυχή, κοτσίδα
plan = σχεδιάζω, σχέδιο
plan for = σχεδιάζω
plane = πλάνη, στάθμη, ροκάνι, επίπεδο, αεροπλάνο
plane tree = πλάτανος
planet = πλανήτης
planetary = πλανητικός
plant = εργοστάσιο, φυτό, φυτεύω
plantation = φυτεία
planting = φύτεμα
plaque = πλάκα
plaster = γύψος, λευκοπλάστης
plasterer = σοβατζής
plastering = σοβάτισμα
plastic = πλαστικός
plate = πιάτο, πλάκα
plateau = οροπέδιο
platelet = αιμοπετάλιο
platform = πλατφόρμα, εξέδρα
platina = λευκόχρυσος
platinum = πλατίνα
platitude = σαχλαμάρα, κοινοτυπία
platoon = διμοιρία
platter = γαβάθρα, πιατέλα
plaudit = χειροκρότημα
plausible = εύσχημος, αληθοφανής
play = θεατρικό έργο, παριστάνω, έργο, παίζω, παριστά΄νω
play a few hands of cards = παίζω χαρτιά λίγο
play a part = παίζω ένα ρόλο
play a role = διαδραματίζω
play a trick οn someone = κάνω φάρσα
play a trick on = κάνω φάρσα
play again = ξαναπαίζω
play away = παίζω εκτός έδρας
play back = ξαναπαίζω
play dead = κάνω σα να ήμουν πεθαμένος, κάνω το πεθαμένο
play group = παιδικός σταθμός
play it by ear = αυτοσχεδιάζω
play off = μπαράζ
play on words = λογοπαίγνιο
play school = παιδικός σταθμός
play the piano = παίζω πιάνο
play truant = κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο
playback = ξαναπαίξιμο ταινίας
player = παίκτης
playful = εύθυμος, παιχνιδιάρικος
playground = παιδική χαρά
playing = παίξιμο
playing field = γήπεδο
plaything = παιχνίδι
playwright = συγγραφέας δραματικού έργου
plea = υπεράσπιση, έκκληση
plead = κάνω έκκληση, αγορεύω, ικετεύω
plead against = αγορεύω κατά
plead for = λάνω έκκληση, παρακαλώ θερμά, αγορεύω υπέρ
plead guilty = δηλώνω ένοχος
plead one's case = υπερασπίζομαι σε δίκη
pleasant = ευάρεστος, ευχάριστος
pleasantly = ευχάριστα
please = ευχαριστώ, παρακαλώ
pleased = ικανοποιημένος, ευχαριστημένος
pleasure = αρέσκεια, ευχαρίστηση, ηδονή
pleat = πλισσές, πιέτα
pleated = με πιέτες
plebiscite = δημοψήφισμα
plectrum = πλήκτρο
pledge = υπόσχηση, εχέγγυο, υπόσχομαι, υπόσχωμαι
plenary session = ολομέλεια
plentiful = άφθονος
plenty = πολλοί, πολλά, άφθονος
plenum = ολομέλεια
plethora = πληθόρα
pliable = εύκαμπτος
pliant = ευλύγιστος
pliers = πένσα
plight = δεινή κατάσταση
plight one's troth = λογοδίνομαι
plimsoll = παπούτσι με λαστιχένια σόλα
plod = βαδίζω αργά και κουρασμένα
plonk = φτηνό κρασί
plot = πλοκή, συνομωτώ, συνωμοσία, συνωμοτώ
plot against = συνομωσία
plough = αλέτρι, οργώνω
plough down = ορμώ κάτω
ploughman = ζευγάς, οργωτής
ploughshare = υνί
ploy = κόλπο, ελιγμός
pluck = μαδώ
pluck up courage = παίρνω θάρρος
plucky = τολμηρός
plug = βύσμα, πρίζα
plug in = βάζω στην πρίζα
plum = δαμάσκηνο
plumage = φτέρωμα
plumb = σταθμίζω
plumber = υδραυλικός
plumbing = υδραβλικά
plume = λοφίο, φτερό
plump = παχουλός, τροφαντός
plunder = λεηλατώ
plunge = βουτώ, πέφτω, καταδύομαι
pluperfect = υπερσυντέλικος
plus = συν
plutonium = πλουτώνιο
ply a trade = ασκώ επάγγελμα
ply with = ποτίζω, μπουκώνω, ταλαιπορώ
plywood = κόντρα πλακέ, κοντραπλακέ
pneumatic drill = κομπρεσέρ
pneumonia = πνευμονία
poach = λαθροκυνηγώ
poacher = λαθροκυνηγός
poaching = το να κυνηγάς λαθραία
pochard = κυνηγόπαπια
pocket = τσέπη
pocket bock = καρνέ
pocket calculator = κομπιουτεράκι
podgy = στρομπουλό
podium = κρηπίδωμα, βάθρο
poem = ποίημα
poems = ποιήματα, ποίματα
poet = ποιητής
poet laureate = δαφνοστεφανωμένος ποιητής
poetic = ποιητικός
poetic licence = ποιητική άδεια
poetry = ποίηση
point = στίγμα, δείχνω, επισημαίνω, αιχμή, σημείο
point of reference = σημείο αναφοράς
point of view = άποψη
point out = επισημαίνω
point the finger at = δακτυλοδείχνω
pointed = αιχμηρός, μυτερός
pointed example = τρανό παράδειγμα
pointed toe = με μυτερή μύτη
pointedly = σαφέστατα, δηκτικά
pointer = δείκτης, βέργα
pointillism = πουαντιλισμός
pointless = άσκοπος
poise = κορμοστασιά
poised = αξιοπρεπής
poison = δηλητήριο, δηλητηριάζω
poison with mullein = φλομώνω
poisoning = δηλητηρίαση
poisonous = δηλητηριώδης, ιόβολος
poke = τσιγκλώ, σπρώχνω
poke around = σκαλίζω
poker = σκαλιστήρι
poking = σκάλισμα
Poland = Πολωνία
polar = πολικός
polar cap = πολικό κάλυμμα, πόλος
pole = πάσσαλος, παλούκι
pole vault = άλμα επί κοντώ
police = αστυνομεύω, αστυνομία
police court = πταισματοδικείο
police officer = αστυνομικός
police station = ατυνομικό τμήμα, αστυνομικό τμήμα
policeman = αστυνόμος, αστυφύλακας
policewoman = αστυνομικίνα
policing = αστυνόμευση
policy = πολιτική
polio = πολιομυελίτιδα
Polish = λουστράρω
polish = γυαλίζω, λούστρο
Polish = στιλβώνω
polish = βερνίκι
polite = ευγενικός
politely = ευγενικά
politeness = ευγένια
political = πολιτικός
political ends = πολιτικοί σκοποί
political party = κόμμα, παράταξη
politically = πολιτικά
politician = πολιτικός
polka dot = με πουά
poll = λαμβάνω ψήφους
pollack = μαύρος μπακαλιάρος
pollen = γύρη
pollinate = επικονιάζω
pollination = επικονίαση
pollutant = ρυπαντική ουσία
pollute = μαγαρίζω
polluted = μολυσμένος
pollution = ρύπανση
polo = πόλο
polo neck = ζιβάγκο
polysterene = πολυστερίνη
polythene = πολυαιθυλένιο
polyunsaturate = πολυακόρεστος
pomarine skua = σπαθοληστόγλαρος
pomegranate = ρόδι
pomegranate tree = ροδιά
pompous = ξιπασμένος, φαντασμένος
poncho = πατατούκα
pond = λιμνούλα
ponder = συλλογίζομαι, σταθμίζω, αναμετρώ, ζυγιάζω
ponderable = σταθμητός
pony = αλογάκι
ponytail = αλογοουρά
pool = λιμνούλα, πισίνα
pools = προπό
poor = καημένος, πενιχρός, φτωχός
poor cod = σύκο
poor house = πτωχοκομείο
poor visibility = κακή ορατότητα
poorly = φτωχά
pop = ποπ μουσική
pope = πάπισσα
Pope = Πάπας
popish = παπικός
poplar = καβάκι, το καβάκι
poppy = παπαρούνα
popular = λαϊκός, δημοφιλής
popularity = δημοτικότητα, δημοφιλία
population = πληθυσμός
population control = έλεγχος γεννήσεων
populist = λαϊκιστής
porbeagle = λάμνα
porcelain = πορσελάνη
porch = βεράντα
porcine = χοιρινός
pore = πόρος
pork = χοιρινό
porn = τσόντα
pornography = πορνογραφία
porosites = πορώδη
porphyria = πορφυρία
porphyry = πορφυρίτης
porpoise = φώκαινα
porringer = καραβάνα
port = λιμάνι, αριστερός
port rates = λιμενικά τέλη
portability = φορητότητα
portable = φορητός
portal = πύλη
portent = προμήνυμα
porter = αχθοφόρος
portfolio = χαρτοφυλάκιο
portion = μερίδα, μερίδιο
portly = εύσωμος
portrait = πορτρέτο
portrayal = απεικόνιση
portraying = που απεικονίζει
Portugal = Πορτογαλία
Portugalese = πορτογαλικός, πορτογάλος
pose = ποζάρω, πόζα
pose a threat = αποτελώ απειλή
poseur = φιγουρατζής
posh = λουσάτος
position = θέση, τοποθετώ, τοποθεσία
position of prime minister = πρωθυπουργία
position oneself = παίρνω μια θέση
positive = θετικός
positive about = θετικός, σίγουρος
positively = θετικά
possess = κατέχω, έχω
possession = κατοχή
possessions = υπράρχοντα, περιουσία, τιμαλφή, τα υπάρχοντα
possessor = κάτοχος
possible = εφικτός, πιθανός
possibly = ίσως
post = ταχυδρομώ, δοκάρι, πόστο
post-war = μεταπολεμικός
post carriage = ταχυδρομική άμαξα
postage stamp = ταχυδρομική σφραγίδα, γραμματόσημο
postal = ταχυδρομικός
postal order = ταχυδρομική επιταγή
postbox = ταχυδρομικό κουτί
postcard = κάρτα
postdoctoral = μεταδιδακτορικός
poster = αφίσα
posterior chamber = οπίσθιος θάλαμος
postgraduate = φοιτητής με μετεκπαιδεύτηκα
postman = ταχυδρόμος, διανομέας
postmortem = νεκροψία
postpone = αναβάλλω
postponement = αναβολή
postscript = υστερόγραφο
postulate = αιτώ, ζητώ
postural sway = ταλάντευση του σώματος
pot = τσικάλι
potable = πόσιμος, πόσσιμος
potassium = κάλι
potassium ferrocyanide = σιδηροκυανιούχο κάλιο
potato = πατάτα
potent = κραταιός
potential = δυνητική έγκλιση, τάση, ενδεχόμενος, πιθανότητα
potentially = ενδεχομένως, πολύ πίθανον
pothole = λακκούβα στο δρόμο
potholes = λακούβες
potion = δόση φαρμάκου ή δηλητηρίου, ποτό μαγικό
potpourri = ποικιλία
potted = παστωμένος
potter = αγγειοπλάστης
pottery = αγγειοπλαστική
pouch = σακούλα, θύλακας
poultry = πουλερικά
pound = λίβρα, κοπανίζω, μάντρα, λίμπρα, σφρυροκοπώ, λίρα
pour = ορμώ, βάζω, χιμώ, ρίχνω
pour into = συρρέω, ξεχύνομαι
pour out = ξεχύνομαι, ρίχνω
pour out complaints = εκφράζω τα παράπονά μου
pouring rain = ραγδαία βροχή, καταρρακτώδης βροχή
pouting = σύκο του Ατλαντικού
poverty = μιζέρια, ένδεια, φτώχεια, πενία
powder = πασπαλίζω, πούδρα
power = κύρος, εξουσία, δύναμη
power cable = καλώδιο ηλεκτρικού ρεύματος
power cut = διακοπή ρεύματος
power over = εξουσία πάνω σε
powerboat = βενζινάκατος
powered by = ωθείται από
powerful = δυνατός, δυναμικός, ισχυρός
powerfully = ισχυρά
powerfully built = γεροδεμένος
powerless = αδύναμος, ανίκανος
practical = πρακτικός
practically = σχεδόν
practice = άσκηση, πρακτική
practise = ασκώ, εξασκώ
practise law = επαγγέλομαι την νομική
pragmatist = ρεαλιστής
praise = εξαίρω, εκθειάζω, επαινός, έπαινος, επαινώ, εγκ
praiseworthy = αξιέπαινος
pram = καροτσάκι
pranks = ζαβολίες
pratincole = νεροχελίδονο
prattle = γλωσσοκοπανώ
prawn = γαρίδα
pray = προσεύχομαι
pray for = προσεύχομαι για
prayer = προσευχή
prayer rug = χαλάκι για γονυκλισία
pre-arranged = προσχεδιασμένος
pre-electral campaign = προεκλογικός αγώνας
pre-natal clinic = κλινική για μέλλουσες μητέρες
pre-sugared = ήδη με ζάχαρη
pre-war = προπολεμικός
pre tax = προ φορών
preach = κηρύσσω
preacher = ιεροκήρυκας
preaching = κήρυγμα
preamble = προοίμιον, πρόλογος, σκεπτικό
precarious = επισφαλής
precariously = επισφαλώς
precaution = προφύλαξη
precautionary = προληπτικός
precede = προηγούμαι
precedence = προτεραιίτητα
precedent = προηγούμενο
precedents = προηγούμενα
precious = τιμαλφής, πολύτιμος
precipice = γκρεμός
precipitate = επισπεύδω
precise = ακριβής, συγκεκριμένος, ακριβολόγος
precisely = ακριβώς
precision = ακρίβεια, σαφένεια
preclude = παρακωλύω, αποκλείω
preconceive = προδικάζω
preconception = προκατάληψη
preconceptual = προ της σύλληψης
precursor = προάγγελος
predation = αρπαγή
predator = αρπακτικό ζώο
predatory = αρπακτικός
predecessor = προκάτοχος
predestination = πεπρωμένο, προκαθορισμός της μοίρας
predict = προλέγω, προβλέπω
predictable = προβλέψιμος
prediction = πρόρρηση, πρόβλεψη
predisposed = διατεθειμένος
predominant = δεσπόζων, υπερέχων, κυριαρχών
predominate = υπερισχύω, επικρατώ, υπερισχύω, επικρατώ
preeminent = διαπρεπής, διακεκριμένος
prefab = προκατασκευασμένο
preface = προοίμιο, πρόλογος, προλογίζω
prefer = προτιμώ
preferable to = προτιμότερος
preferably = προτιμότερα
preference = προτίμηση
prefix = πρόθεμα
pregnancy = κύηση, εγκυμοσύνη
pregnant = έγκυος
prehistoric = προϊστορικός
prejudice = πρόληψη, προκατάληψη
prejudiced = προκατειλημμένος
preliminary = προκαταρκτικός
premature = πρόωρος
premeditated = εσκεμμένος
premeditated murder = φόνος εκ προμελέτης
premiere = πρεμιέρα
premise = κατάστημα, πρόταση, οίκημα
premises = κατάστημα, κτίριο, οίκημα
premolar = προγόμφιος
prenatal = προγεννητικός, προγενέθλιος
preoccupied = απασχολημένος
prepare = προετοιμάζω
prepare for = κάνω ετοιμασίες για
prepare the way for = προετοινάζω το έδαφος για
preparing = προπαρασκευαστικός
preposition = πρόθεση
prerogative = προνόμιο
presage = προμήνυμα
prescribe = ορίζω, γράφω συνταγή, προβλέπω, διατάσσω
prescribe for = γράφω συνταγή
prescription = ιατρική συνταγή, παραγραφή
presence = παρουσία
presence of mind = ετοιμότητα
present = παρουσιάζω, παρών, δώρο
present tense = ενεστώτας
present to = δωρίζω, παρουσιάζω
present with = χαρίζω
presentation = παρουσίαση
presenter = παρουσιαστής
preservation = διατήρηση
preservatives = συντηρητικά
preserve = διατηρώ, διασώζω, συντηρώ
preside = προεδρεύω
presidency = προεδρία
president = πρόεδρος
presidential = προεδρικός
Presidium = προεδρείο
press = πρεσάρω, ασκώ πίεση, πιέζω
press a button = πατώ ένα κουμπί
press officer = υπεύθυνος τύπου
press release = ανακοινωθέν
pressure = πίεση
pressure gauge = πιεσόμετρο
pressurised = ύπο πίεση
prestige = αίγλη, γόητρο
prestigious = με κύρος
presume = υποθέτω
presumptuous = με υπερβολικό θράσος
presuppose = προϋποθέτω
pretence = εκζήτηση
pretend = προσποιούμαι
pretend to = προσποιούμαι
pretender = διεκδικητής, υποκριτής
pretension = αξίωση
pretentious = ξιπασμένος
pretty = χαριτωμένος
prevail = υπερισχύω, επικρατώ
prevailing = που επικρατεί
prevailing winds = επικρατούντες άνεμοι
prevalence = επικράτηση
prevalent = ισχύων, που κυριαρχεί, επικρατών
prevaricate = υπεκφεύγω
prevarication = παραποίηση της αλήθειας, χρονοτριβή
prevent = προλαβαίνω, εμποδίζω, αποτρέπω
prevention = αποφυγή, εμποδισμός, πρόληψη
previous = προηγούμενος
previously = προηγούμενα
prey = λεία, βορά
price = τιμή
price-cutting = μείωση των τιμών
price commission = επιτροπή τιμών
price list = τιμολόγιο
priceless = ανεκτίμητος
prick = τσιτώνω, κέντημα, τρυπώ, κεντώ, πούτσα
prick one's conscience = τύπτω
prick out = μεταφυτεύω
prick up one's ears = σηκώνω τα αυτιά, τεντώνω τα αυτιά
prickly = ευερέθιστος, δύσκολος, ακανθώδης
prickly dogfish = κεντρίνα
prickly pear = φραγκόσυκο
pricks of conscience = τύψεις συνειδήσεως
pride = περιφάνια, φιλοτιμία, καμάρι, έπαρση, υπεροψία
pride in = περηφάνια
pride oneself = καυχιέμαι, περηφανεύομαι
priest = παπάς
priest's wife = παπαδιά
priesthood = ιερατείο
prima facie = εκ πρώτης όψεως
primacy = υπεροχή, πρωτεία
primarily = κατ' εξοχήν, προ πάντων, κυρίως
primary = πρώτος, πρωταρχικός
primary school = δημοτικό
primate = πρωτεύον θηλαστικό
prime minister = πρωθυπουργός
primeval = προϊστορικός
primitive = αρχέγονος, πρωτόγονος
primordial = προϊστορικός
primrose = πρίμουλα
prince = πρίγκιπας
princely = ηγεμονικός
princess = πριγκίπισσα
principal = διευθυντής σχολείου, ηγετικός
principate = πριγκιπάτο
principle = αρχή
principles = ήθος
print = τυπώνω, εμπριμέ
printed = τυπωμένος
printer = τυπογράφος
printing = εκτύπωση
printing plant = τυπογραφείο
prior to = πριν από
priority = προτεραιότητα, προτεραίοτητα
prise out = εκμαιεύω την αλήθεια
prisoner = φυλακισμένος, φυλακισόμενος
prisoner of war = αιχμάλωτος πολέμου
pristine = πρωτόγονος
privacy = προσωπικός βίος
private = ιδιωτικός, απλός στρατιώτης, φαντάρος, ιδιαίτερος
private detective = ιδιοτικός ντετέκτιβ
private parts = τα αχαμνά
private school = ιδιωτικό σχολείο
privet = αγριομυρτιά
privilege for = προνόμιο
privileged = προνομιούχος
privy = αποχωρητήριο, μυημένος
Privy Council = ανακτοβούλιο
privy councillor = ανακτοσύμβουλος
privy seal = βασιλική σφραγίδα
prize = βραβείο, έπαθλο
pro forma = τυπικά
probably = πιθανά
probe = καθετήρας, εξερευνώ, εμβαθύνω, εξετάζω
probing = εμβάθυνση
problem = πρόβλημα
procedural infringement = διαδικαστική παρατυπία
procedure = διαδικασία
proceed = προχωρώ, προβαίνω
proceed on foot = προχωρώ με τα πόδια
proceeding = διενέργεια, ενέργεια
proceedings = διαδικασίες
process = κατεργάζομαι, διαδικασία, επεξεργάζομαι
processing = επεξεργασία
procession = παρέλαση
processor = επεξεργαστής
proclaim = διαλαλώ, καταδεικνύω, προκηρύσσω
proclamation = κήρυξη, εξαγγελία
prod = σπρώχνω
prodigality = ασωτία
prodigious = εκπλητικός, τεράστιος
produce = προσκομίζω, παράγω
producer = παραγωγός
producing = παραγωγικός
product = προϊόν
production = παραγωγή
production method = μέθοδος παραγωγής
production zone = παραγωγική ζώνη
productive = παραγωγικός
productivity = παραγωγικότητα
products = προϊόντα
profane = βέβηλος
profession = επάγγελμα
professional = επαγγελματίας, επαγγελματικός
professional photographer = επαγγελματίας φωτογράφος
professionalism = επαγγελματισμός
professionally = επαγγελματικά
professor = καθηγητής
proffer = δίνω
proffer good advice = προσφέρω καλές συμβουλές
proficiency = ικανότητα
proficient = ικανός, προχωρημένος
profile = επισκόπηση, προφίλ
profit = απολαβή, ωφέλεια, κέρδος
profit from = καρπώνομαι
profit margin = τράτο κερδους
profitable = επικερδής
profiteering = κερδοσκοπία, καπληλεία
profits = λουφές, κέρδη
profligacy = ασωτία, ακολασία
profound = βαθυστόχαστος, βαθύς
profoundly = βαθύτατα, κατάκαρδα
profuse = αφειδής, αδρός
progeny = απόγονος
prognosticate = προαναγγέλω
program = πρόγραμμα
programme = πρόγραμμα
programming = προγραμματισμός
progress = προοδεύω, πρόοδος
progress in /with = πρόοδος
progression = πρόοδος, εξέλιξη
progressive = προοδευτικός
progressively = προοδευτικά
prohibit = απαγορεύω
prohibited = απαγορευμένος
prohibition = απαγόρευση
prohibitive = απαγορευτικός
prohibitively = απαγορευτικά
project = προβάλλω, σχέδιο, πρόγραμμα
projectile = βλήμα
projection = προβολή, ακτινοβολία, υπολογισμός
projection room = αίθουσα προβολής
projector = προβολέας, μηχανή προβολής
prolapse = πρόπτωση
proliferate = πολλαπλασιάζομαι, εξαπλώνομαι ταχύτατα
prolixity = μακρηγορία
prologue = πρόλογος, προοίμιο
prolong = παρατείνω
prolonged = παρατεταμένος
promenade = σεργιανίζω, παραθαλλάσιος δρόμος γιά βόλτα
prominent = διακεκριμένος, ευδιάκριτος, διαπρεπής
promise = υπόσχωμαι, υπόσχομαι, υπόσχεση
promising = ταλαντούχος
promote = προωθώ, προάγω
promotion = προώθηση, ανάδειξη, προαγωγή
promotional technique = τεχνική προώθησης
prompt = ωθώ, γρήγορος, υποκινώ
prompter = υποβολέας
promptly = έγκαιρα
promulgate = κοινοποιώ, ανακοινώνω
prone = πρηνής, μπρούμυτα
prone to = επιρρεπής
pronounce = προφέρω
pronounce in favour of = γνωματεύω υπέρ
pronouncement = γνωμάτευση
proof = πειστήριο, απόδειξη
proof against = απόδειξη για
proof of purchase = απόδειξη αγοράς
proofing = στεγανοποίηση
prop = στυλοβάτης, το έρεισμα
propaganda = προπαγάνδα
propagate = διασπείρω
propagator = μεταδότης, διαδότης
propane = προπάνιο
propellent = προωστικός
propeller = έλικας, προπέλλα
propellor-driven = που κινείται με έλικα
propend = ρέπω
proper = σωστός, καθωσπρέπει, ευπρεπής, πρέπων, αρμόζων
proper for = σωστός
properly = σωστά, ευπρεπέστατα
property = ακίνητο, σπίτι, κτήμα, περιουσία
propitiate = εξευμενίζω
propitious = ευμενής
proportion = αναλογία
proportionate = ανάλογος
proportions = αναλογίες, διαστάσεις
proposal = πρόταση
proposals = προτάσεις
propose = προτείνω
proposed = προτεινόμενος
proposition = επιχείρηση, πρόβλημα
propulsion = ώθηση
pros and cons = τα υπέρ καί τα κατά
pros and the cons = τα υπέρ καί τα κατά
prosaic = μονότονος, πεζός
prose = πεζός λόγος
prose writer = πεζολόγος
prosecute = διώκω, εγκαλώ
prosecution = δίωξη, κατήγορος, αγωγή
prosecutor = κατήγορος
prospect = προοπτική
prosper = επιτυγχάνω, ευημερώ
prosperity = ευημερία
prosthetic device = τεχνητό μέλος
prostitute = ιερόδουλη, πόρνη, πουτάνα
prostitution = πορνεία
protagonist = πρωταγωνιστής
protect = προστατεύω, κατοχυρώνω
protect against = προστατεύω
protected = προστατευμένος
protection = προστασία
protective = προστατευτικός
protective glass screen = γυαλινό πέτασμα προστασίας
protector = προστάτης
protein = πρωτεϊνη
protest = διαμαρτυρίες, διαμαρτυρία, διαμαρτύρομαι
Protestant = Διαμαρτυρόμενος
protesting = διαμαρτυρόμενος
Protista = Πρώτιστα
proton = πρωτόνιο
prototype = πρωτότυπο
protraction = παρέκλυση
protractor = μοιρογνωμόνιο
protrude = εξέχω
protruding = προεξέχων
protrusion = προεξοχή
proud = περήφανος, καμαρωτός, περίφανος
proud of = υπερήφανος
proudly = υπερήφανα
prove = αποδεικνύω
prove one's mettle = δείχνω τι αξίζω
prove true = επαληθεύω
proved = αποδεικνύω
proven = αποδεικνύω, αποδεδειγμένος
provenance = προέλευση
proverb = παροιμία
provide = προνοώ, παρέχω
provide the necessary = παρέχω τα απαραίτητα
provide with = παρέχω
provided = αρκεί να
provider = προμηθευτής
province = επαρχία, αρμοδιότητα
provincial = επαρχιακός
provision = μέριμνα, προμήθεια, διάταξη
provision to the contrary = ρήτρα αντίθετη
provisional = προσωρινός
provisions = τρόφιμα
proviso = ρήτρα
provocative = προκλητικός
provoke = προκαλώ, ερεθρίζω
prow = πλώρη
proximity = εγγύτητα
proxy = παραγγελιοδόχος
prudence = σωφροσύνη
prudential = γνωστικός, συνετός
prudently = συνετά
prune = κλαδεύω
pruning knife = κλαδευτήρι
prunings = κλαδέματα
prurient = λαγνός, ηδυπαθής
psalm = ψαλμός
pseudonym = ψευδόνυμο
psoriasis = ψωρίαση
psyche = ψυχοσύνθεση
psychiatric = ψυχιατρικός
psychiatrist = ψυχίατρος
psychological = ψυχολογικός
psychologist = ψυχολόγος
psychology = ψυχολογία
psychosis = ψύχωση
psychosomatic = ψυχοσωματικός
ptarmigan = βουνοχιονόκοτα, λαγόπους, βουνοχιονόκοτα
pub = μπαρ, παμπ
puberty = ήβη
pubic = ηβικός
pubic hair = ηβικό τρίχωμα
pubis = ήβη
public = κοινός
public consciousness = η συνείδηση του λαού
public gallery = ακροατήριο δικαστηρίου
public gardens = δημοτικός κήπος
public house = μπαρ
public morals = δημόσια ήθη
public opinion = κοινή γνώμη
public relations = δημόσιες σχέσεις
public service companies = επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας
public speaking = δημηγορία
publication = δημοσίευση, δημοσιοποίηση, έκδοση, δημοσίευμα
publicise = δημοσιεύω, κοινοποιώ
publicity = δημοσιότητα
publicly = δημόσια
publish = δημοσιεύω
publisher = εκδότης
publishing = εκδοτικός
publishing firm = εκδοτικός οίκος
pudding = πουτίνγα
puddle = λούτσα, λιμνούλα
pudendum = αιδοίο
puff = τολύπη, κωλομπαράς
puffed out = λαχανιασμένος
pugilist = πυγμάχος
puke = κάνω εμετό
pule = κλαυθμηρίζω
pull = τραβώ, τράβηγμα
pull a face = κάνω γριμάτζα, κάνω γκριμάτσα, στραβομουτσουνιάζω
pull a lever = τραβώ μοχλό
pull away = απομακρύνομαι
pull away from = απομακρύνομαι
pull down = κατεδαφίζω
pull faces = κάνω μορφασμούς, μορφάζω
pull in = σταθμεύω στην άκρη δρόμου, μπαίνω
pull in the crowds = τραβώ το κόσμο, προσελκύω πολύ κόσμο
pull oneself together = ανακτώ το ηθικό μου, συνέρχομαι
pull out = φεύγω, αποσύρομαι
pull out a gun = τραβώ όπλο
pull out all the stops = κάνω τα αδύνατα δυνατά
pull out suddenly = βγαίνω ξαφνικά
pull over = κάνω στο πλάι με αυτοκίνητο
pull through = τα καταφέρνω
pull up = σταματώ (σε αυτοκίνητο), σταματώ
pull up a chair = φέρε την καρέκλα σού κοντά
pulley = τροχαλία
pullover = πουλόβερ
pulmonary = πνευμονικός
pulp = πολτός
pulp cavity = πολφική κοιλότητα
pulsating = παλλόμενος, παλμικός
pulse = σφιγμός, παλμός
pulse code modulation = παλμοκοδική διαμόρφωση
pulses = όσπρια
pump = αντλία, τρόμπα, φουσκώνω
pump out = παράγω (ήχο), βγάζω
pump up = φουσκώνω, γεμίζω με αέρα
pumpkin = κολοκύθι, κολοκύθα
punch = γρονθοκοπώ
punch a hole = τρυπώ με τρυπητήρι
punching = γρονθοκοπάνημα
punctilious = ακριβολόγος
punctual = συνεπής
punctuality = συνέπεια
punctuate = διακόπτω κατά διαστήματα, στίζω
punctuation = στίξη
puncture = τρύπα στο λάστιχο
punish = τιμωρώ
punishable act = αξιόποινη πράξη
punishment = τιμωρία
punitive = τιμωρητικός
punk = πανκ
punnet = πανεράκι
punt = σταλίκι
punty = φόγκα, ποντέλο
puny = αδύνατος, ισχνός, ασήμαντος
pup = κουτάβι
pupa = νύμφη
pupil = κόρη ματιού, κόρη ματιο, μαθήτρια, μαθητής
pupils = μαθητές
puppet = μαριονέτα, νευρόσπαστο, κούκλα
puppeteer = παίκτης μαριονετών
puppy = κουταβάκι
puppy fat = παιδικό λίπος
purchase = αγορά, αγοράζω
purchaser = αγοραστής
pure = ατόφιος
pure and simple = απλά και καθαρά
purely = τελείως, αγνά
purgative = καθαρτήριος
purge = αποπλύνω, εκκενώνω
purloin = σφετερίζομαι
purple = μωβ
purple foxglove = δακτυλίτις η πορφυρά
purple gallinule = σουλτανοπουλάδα
purple heron = πορφυροτσικνιάς
purple sandpiper = βραχοσκαλίδρα
purpose = σκοπός
purposeful = σκόπιμος
purr = γουργουρίζω
purse = πορτοφόλι
purslane = γλιστρίδα, γλυστρίδα
pursue = επιδιώκω, παγανίζω, ασκώ
pursuit = ασχολία, καταδίωξη, επίτευγμα
purvey = εφοδιάζω, προμηθεύω
pus = πύο
push = σπρώξιμο, σπρώχνω
push (for something) = πιέζω
push in = μπήγω
push out of existence = εξαφανίζω
pusher = βαποράκι
pusillanimous = μικρόψυχος
Puss-in-boots = Παπουτσωμένος Γάτος
pussy = μουνί, ψιψίνα
put = βάζω, τοποθετώ
put a coin in the slot = βάζω κέρμα στην σχισμή
put a crease in one's trousers = σουφρώνω το παντελόνι
put a ship out of commission = βάζω ένα πλοίο στην εφεδρεία
put a stop to = βάζω τέλος σε
put an end to = βάζω τέλος σε
put an extra strain on = ζωρίζω ακόμα
put aside = βάζω στην άκρη, παραμερίζω
put at risk = θέτω σε κίνδυνο
put away = φυλάω στην άκρη
put by = φυλάω στην άκρη
put down = θανατώνω, αποδίδω
put down (an animal) = θανατώνω
put forward = βάζω μπροστά
put in order = βάζω στην σειρά, ταξινομώ
put into action = θέτω σε ενέργεια
put into practice = βάζω σε εφαρμογή
put off = αποθαρρύνω, αναβάλλω
put on = φορώ, βάζω
put on a brave face = κάνω κουράγιο
put on a display = κάνω μια επίδειξη
put on a leash = δένω με λουρί
put on airs = μεγαλοπιάνομαι
put on an indicator = ανοίγω φλας
put on the brakes = φρενάρω
put on the spot = στριμώχνω
put on trial = παραπέμπω σε δίκη
put on weight = παίρνω κιλά
put one's foot down = πατώ πόδι
put one's foot in it = κάνω γκάφα
put one's life at risk = θέτω σε κίνδυνο την ζωή μου
put one's oar in = παρεμβαίνω, ανακατεύομαι
put one΄s finger on = εντοπίζω
put out a fire = σβήνω φωτιά
put out of action = θέτω εκτός μάχης
put out of business = κλείνω την επιχείρηση κάποιου
put over = περνώ ένα μήνυμα
put pay to = σταματώ
put pressure on = ασκώ πίεση
put right = διορθώνω, επισκευάζω, επανορθώνω
put somebody in mind of = θυμίζω
put somebody through to = συνδέω κπ. με
put something in the shade = επισκιάζω
put the car in first gear = βάζω πρώτη ταχύτητα
put the cart before the horse = αντιστρέφω την σωστή σειρά
put the clock back = γύριζω πίσω το ρολόι
put the key in the ignition = βάζω το κλειδί στην ανάφλεξη
put the light on = ανάβω το φως
put through = συνδέω
put to good account = επωφελούμαι
put to one side = παραμερίζω
put together = συναρμολογώ
put up = φιλοξενώ, ορθώνω
put up fierce resistance to = προβάλλω μεγάλη αντίσταση
put up with = ανέχομαι
put your back into it = άντε δούλευε μην κοροϊδεύεις
putty = στόκος
puzzle = προβληματίζω, φέρνω σε αμηχανία
pygmy = πυγμαίος
pygmy cormorant = λαγγόνα
pyjamas = πυτζάμες, πιτζάμα
pyramid = πυραμίδα
python = πύθωνας