English (Gg) to Greek

gabardine = αδιάβροχο
gable = αέτωμα
gabled = με αετώματα
gadfly = οίστρος
gadget = μαραφέτι
gadwall = φλυαρόπαπια
gag = φιμώνω, αστείο
gagging = φίμωση
gain = απολαβή, κερδίζω
gain an advantage = κερδίζω πλεονέκτημα
gain experience = αποκτώ εμπειρία
gains = κέρδη
gait = βάδισμα, περπατησιά
galaxy = γαλαξίας
gale = δυνατός άνεμος, ανεμοθύελλα
gale force = θυελλώδης
gale force winds = θυελλώδεις άνεμοι
gall = χολή
gall bladder = χοληδόχος κύστη
galled = πικραμένος
gallery = πινακοθήκη, θεωρείο
galley = μαγειρείο πλοίου, γαλέρα
gallon = γαλόνι
gallop = καλπάζω, γκάλοπ, καλπασμός
gallows = αγχόνη, φούρκα, ικριώμα, ικρίωμα, κρεμάλα
gallup poll = δημοσκόπηση
galore = άφθονος
Gambia = Γκάμπια
gamble = ριψοκινδυνεύω, διακυβεύω, κάνω τζόγο, ρισκάρω
gambling = τζόγος
gambol = τσιλιμπουρδώ, χοροπηδώ
game = παιχνίδι, σάρκα ζώων κυνηγιού
game show = τηλεπαιχνίδι
gang = σπείρα, συμμορία
gang member = συμμορίτης
ganglion = γάγγλιο
gangrene = γάγγραινα
gangster = συμμορίτης
gannet = σούλα
gantry = γερανογέφυρα
gantry crane = γερανός σταθερού πυλώνα
gap = χάσμα, κενό
garage = γκαράζ
garbage = σκουπίδια
garden = κήπος
Garden of Eden = ο κήπος της Εδέμ
gardener = κηπουρός
gardening = κηπουρικός, κηπουρική
garganey = σαρσέλα
Gargeny duck = σαρσέλα
garget = μαστίτιδα
garish = φανταχτερός
garishly = φανταχτερά
garlic = σκόρδο
garlic turns my stomach = το σκόρδο μού φέρνει αναγούλα
garment = ρούχο
garments = ρούχα
garnet = γρανάτης
gas = αέριο, βενζίνη
gas chamber = θάλαμος αερίων
gas cylinder = φιάλη αερίου
gash = κοπή
gasp = μου κόβεται η ανάσα, ασθμαίνω, αγκομαχώ, λαχανιάζω
gasping = ασθμαίνων
gastric = γαστρικός
gastric acid = γαστρικό οξύ
gastropod = γαστερόποδα
gate = πύλη, θύρα, αυλόπορτα
gateway = πύλη, κόμβος μετάβασης
gather = μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, περισυλλέγω, μαζεύω
gather around = μαζεύομαι γύρω από
gathering = που συγκεντρώνεται, συγκέντρωση
gaudy = φανταχτερός
gauge = υπολογίζω, εκτιμώ, μετρητής
gaunt = κάτισχνος
gauze = γάζα
gave = έδωσα
gawk = αδέξιος άνθρωπος
gawky = αδέξιος
gay = ομοφυλόφιλος, φαιδρός, εύθυμος, χαρούμενος
gaze = βλέμμα, ατενίζω
gaze at = ατενίζω
gazelle = γαζέλα
gazette = εφημερίδα
gear = γρανάζια, εργαλεία, ταχύτητα, προσαρμόζω
gear lever = μοχλός ταχυτήτων
gearbox = κιβώτιο ταχυτήτων
gecko = γκέκο, σαμιαμίθι
geese = χήνες, χήνες
geisha = γκείσα
gel = πηκτή, ζελέ, πήζω
gelatin = ζελατίνη
gelatine = ζελατίνη
gelatinous = ζελατινώδης
geld = ευνουχίζω άλογο
gelding = ευνουχισμένο άλογο
gem = πετράδι, πολύτιμος λίθος
geminate = διπλός, διπλασιάζω
Gemini = Δίδυμοι
gemlike = σαν κόσμημα, σαν πετράδι
gemstone = λίθος, πετράδι, πολύτιμος
gender = φύλο, γένος
gene = γονίδιο
genealogy = γενεολογία
genera = γένη
general = γενικός, στρατηγός
general election = βουλευτικές εκλογές
general elections = γενικές εκλογές
general practioner = παθολόγος
general practitoner = γενικός παθολόγος
general public = ευρύ κοινό
generalisation = γενίκευση, γενικότητα
generalise = γενικεύω
generally = γενικά, σε γενικές γραμμές
generate = παράγω, γεννώ, γεννοβολώ
generation = γενιά
generation gap = χάσμα των γενεών
generator = γεννήτρια
generators = γεννήτριες
generic = χωρίς εμπορικό σήμα, χαρακτηριστικός
generic characteristic = γένιο χαρακτηριστικό
generic functions = λειτουργίες-γένη
generic heading = γένια επικεφαλίδα
generic name = γένιο όνομα
generic term = γένιος όρος
generosity = μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία
generous = γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης
generously = γενναιόδωρα
genesis = γένεση
genetic = γενετικός
genetic engineering = γενετική μηχανική
genetically = γενετικά
genetically modified = γενετικά τροποποιημένος, γενετικά μεταλλαγμένος
genial = ζεστός, φιλικός, πρόσχαρος
genie = τελώνιο, τζίνι
genii = μεγαλοφυίες
genital = γεννητικός
genitive = γενική, γενική πτώση
genius = μεγαλοφυία
genius at = ευφυής
genius for = ταλέντο
genocide = γενοκτονία
genome = πλήρες σύνολο χρωμασωμάτων
genotype = γονότυπος
genre = είδος
gent = κύριος
genteel = ευγενικός
gentian = γεντιανή
Gentile = Εθνικός
gentile = εθνικός
gentle = ευγενικός, απαλός, πράος, ήπιος
gentle to = ήπιος, μαλακός
gentleman = κύριος
gentlemen = κύριοι
gentlewoman = κυρία
gentlewomen = κυρίες
gently = μαλακά, με το μαλακό
gentry = ευγενής τάξη
genuflect = γονυπετώ, γονατίζω
genuine = αυθεντικός, γνήσιος
genuinely = γνήσια, αληθινά
genus = γένος
geo-thermal = γεωθερμικός
geocentric = γεωκεντρικός
geochemical = γεωχημικός
geochemistry = γεωχημεία
geochronology = γεωχρονολογία
geode = γαιώδες
geodesic = γεωδαιτικός
geodesy = γεωδαισία
geodetic = γεωδαιτικός
geographer = γεωγράφος
geographic = γεωγραφικός
geography = γεωγραφία
geologist = γεωλόγος
geology = γεωλογία
geometer = γεωμέτρης
geometric = γεωμετρικός
geometrically = γεωμετρικά
geometrician = γεωμέτρης
geometry = γεωμετρία
geophysics = γεωφυσική
geopolitic = γεωπολιτική
geothermal = γεωθερμικός
geranium = γεράνι
gerbil = γέρβιλος
geriatric = γηριατρικός
germ = μικρόβιο
German = Γερμανός
german measles = ερυρθά
germane = σχετικός
germanium = γερμάνιο
Germany = Γερμανία
germicidal = μικροβιοκτονικός
germicide = μικροβιόκτονο
germinal = εμβρυακός
germinate = γεννώ, βλαστάνω, προέρχομαι, φυτρώνω
gerontology = γεροντολογία
gerund = γερούνδιο
gerundive = γερουνδιακό
gestation = κυοφορία
gesticulate = χειρονομώ
gesture = χειρονομία, γνέφω, χειρονομώ
get = αποκτώ, παίρνω
get a birthday present = παίρνω δώρο γενεθλίων
get a bit of shuteye = κοιμάμαι γιά λίγο
get a promotion = παίρνω προαγωγή
get a shock = σοκάρομαι
get a ticket = παίρνω κλήση
get across = περνώ ένα μήνυμα
get airborne = απογειώνομαι
get along with = τα πάω καλά με
get around = αποφεύγω με επιδεξιότητα, κυκλοφορώ, μετακινώ
get at = θέλω να πω
get away = ξεφεύγω
get away with = γλιτώνω, μένω ατιμώρητος με
get back = επανακτώ, γυρίζω
get back to the point = ξαναγυρίζω στο θέμα
get banned = αποκλείομαι
get behind with = μένω πίσω
get carried away by = παρασύρομαι, ενθουσιάζομαι
get down = κατεβαίνω, κατεβάζω, στενοχωρώ
get down to = στρώνομαι σε
get even with = ανταποδίδω τα ίσα με
get hooked = γίνομαι εθισμένος, πιάνομαι
get into a car = μπαίνω σε αυτοκίνητο
get into debt = χρεώνομαι, γίνομαι χρεωμένος
get into the swing of = μπαίνω στο ρυθμό
get into trouble = μπλέκομαι, βρίσκω το μπελά μου
get involved = μπλέκομαι, ανακατεύομαι
get involved in = συμμετέχω
get lost = χάνω το δρόμο, χάνομαι
get married = χορεύω το χορό του Ησαϊα, παντρεύομαι
get off = κατεβαίνω
get off a bus = κατεβαίνω από το λεωφορείου
get on a bus = ανεβαίνω σε λεωφορείο
get on with = τα πάω καλά με, συνεχίζομαι
get one's bearings = προσανατολίζομαι
get out of = βγαίνω από αυτοκίνητο
get out of a car = βγαίνω από το αυτοκίνητο
get over = ξεπερνώ ένα πρόβλημα
get ratted = μεθώ
get rid of = ξεφορτώνομαι
get round = κυκλοφορώ
get set = λάβετε θέση
get soaked = γίνομαι παπί
get splashed = γίνομαι λούτσα
get stuck in a traffic jam = βρίσκομαι σε μποτιλιάρισμα
get the hang of = παίρνω το κολάι
get through = συνδέομαι, βρίσκω στο τηλέφωνο
get through to = φτάνω, συνδέομαι, γίνομαι αντιληπτός
get to = φτάνω
get to sleep = κοιμάμαι
get together = σμίγω
get up = σηκώνομαι
get up to = φτάνω, σκαρώνω
get upset = αναστατώνομαι, ταράζομαι
get used to = συνηθίζω
get vexed = χαλεπαίνω
getaway = απόδραση, δραπέτευση
getting off scot free = ατιμωρησία
geyser = θερμοσίφωνας, θερμοπίδακας
ghastly = άρρωστος, φριχτός
gherkin = αγγουράκι
ghetto = γκέτο
ghetto blaster = μεγάλο φορητό κασετόφωνο
ghost = φάντασμα
ghost train = το τραίνο με τα φαντάσματα
ghostlike = σαν φάντασμα
ghostly = σαν φάντασμα
giant = γίγαντας
gibber = τραυλίζω
gibberellin = γιβερελλίνη
gibberish = ανοησίες
gibbet = κρεμάλα
gibe = σκώμμα
gibet = φούρκα
gift = δωρεά, δώρο, πεσκέσι, χάρισμα
gig = συναυλία
gigantic = γιγανταίος
giggle = χαχανίζω
gild = επιχρυσώνω
gill = βράγχιο
gills = βράγχια
gin = εκκοκκίζω
gin pole = στήριγμα σταθερής τροχαλίας
ginger = κόκκινος [μαλλιά], πιπερόρριζα
giraffe = καμηλοπάρδαλη
girl = κορίτσι
girts = ζυγώματα, μεσοζυγώματα
give = δίνω, παραδίνω
give a good thrashing = παραδέρνω
give a new lease of life = αναζωογονώ
give a taste of = αφήνω κάποιον να γευθεί κάτι
give access to = επιτρέπω πρόσβαση σε
give an explanation = δίνω εξήγηση
give an injection = δίνω ένεση
give an order = δίνω εντολή
give and take = αμοιβαία παραχώρηση, δούναι και λάβειν
give assurances = δίνω διαβεβαιώσεις
give away = χαρίζω, προδίδω, φανερώνω
give back = γυρίζω
give birth to = γεννώ
give carte blanche = πληρεξουσιοδοτώ
give cause for concern = προβληματίζω
give edge to = αναστομώνω
give in = ενδίδω
give in your homework = παραδίδω τις εργασίες
give me a little elbow room = δώσε μου λίγο τράτο
give more = προσπορίζω
give one's eyeteeth = τι έχω, δίνω ο
give out = χαλώ, απελευθερώνω
give rise to = δημιουργώ
give short change = τρώω κάποιο στο καντάρι
give the cold shoulder = σνομπάρω, αγνοώ επίτηδες
give up = παραιτούμαι
give up the ghost = τα παρατώ
give way = συμβιβάζω, δίνω προτεραιότητα
give way to = δίνω προτεραιότητα
given that = δεδομένου ότι
giving alms = ψυχικό
gizmo = μαραφέτι
gizzard = πρόλοβος
glacier = παγετώνας
glad = χαρούμενος
gladly = χαρούμενα, μετά χαράς
glamorous = γεμάτος αίγλη
glamour = αίγλη
glance = ρίχνω μία ματιά, ματιά
glance at = ρίχνω μιά ματιά σε, ρίχνω μια ματιά
gland = αδένας
glandular fever = λοιμώδης μονοπυρήνωση, αδενοπάθεια
glare = αγριοκοιτάζω, λάμπω με έντονο φως, λάμψη
glaring = εμφανής, ολοφάνερος, που αγριοκοιτάζει
glass = ποτήρι, γυαλί, τζάμι
glass fibre = υαλοβάμβακας
glasses = γυαλιά
glaucoma = γλαυκώμα
glaucous gull = παγόγλαρος
glazed earthenware = φαγεντιανή
gleam = φεγγίζω, αναλαμπή, μαρμαρυγή, ακτινοβολώ αμυδρά
gleaming = αστραφτερός
glen = χαράδρα, λαγκάδα
glib = εύστροφος, ευχερής, εύγλωττος
glide = πετώ με τεντωμένα φτερά
glider = ανεμόπτερο
glimmer = αμυδρό φως, αχτίδα, φωτίζω αμυδρά
glimpse = βλέπω φευγαλέα
glint = λαμπυρίζω, σπιθίζω, αστράφτω
glisten = λαμποκοπώ, αστράφτω, λάμπω
glistening = λαμπρός, αστραφτερός
glitter = γυαλίζω
gloat over = επιχαίρω την καταστροφή άλλου
globe = υφήλιος
gloomy = μελαγχολικός, ζοφερός, απαισιόδοξος
glorify = εκθειάζω
glorious = ένδοξος
gloriously = ένδοξα
glory = δόξα, μεγαλείο
gloss = εξήγηση, ερμηνεία, λούστρο
glossy = στιλπνός, γυαλιστερός
glossy ibis = χαλκόκοτα
glove = γάντι
glove compartment = ντουλαπάκι στο ταμπλό
gloves = γάντια
glow = λάμψη, φεγγοβολώ, πυρακτώνομαι
glowing = ενθουσιώδης, θερμός, πυρακτωμένος, φεγγόβολος
glue = κολλώ, κόλλα
glued = κολλητός
gluing = κόλλημα
glum = σκυθρωπός, μελαγχολικός
gluten = γλουτένη
glutton = λιμάρης
gluttonous = λαίμαργος
gluttony = λαιμαργία
gnat = μουσίτσα
go = πηγαίνω
go-getter = καταφερτζής
go about = αλλάζω ρότα, χειρίζομαι
go after = επιδιώκω, κυνηγώ
go against the wishes of = αψηφώ τις επιθυμίες κάποιου
go ahead = παρακαλώ
go along with = συμμορφώνομαι με
go and tell him = σύρε και πες του
go astray = εξοκέλλω
go away = φεύγω, φύγε, φεύγω
go back = γυρίζω πίσω
go back into one's shell = μαζεύομαι στο καβούκι μου
go back on one's word = αθετώ το λόγο μου
go beyond the bounds of = περνώ τον όριο
go by = περνώ από
go by the board = πάω με το άνεμο
go down = κατεβαίνω
go down with = αρρωσταίνω
go faster = επιταχύνω
go fishing = πηγαίνω για ψάρεμα
go flat out = πηγαίνω με φούλ ταχύτητα, το σανιδώνω
go for = διαλέγω, επιτίθεμαι
go for a drive = πηγαίνω βόλτα με αυτοκίνητο
go head to head with = συναγωνίζομαι
go house hunting = ψάχνω γιά σπίτι
go into = εμβαθύνω
go off = φεύγω, χαλώ (φαγητά), εκρήγνυμαι, φεύγω, χαλώ
go on = ανάβω, συμβαίνω, συνεχίζω, άντε, συνεχίζομαι
go on a cruise = κάνω κρουαζιέρα
go on and on = τα λέω καί τα ξαναλέω
go on holiday = πάω διακοπές
go on the game = βγαίνω στο κλαρί
go on the rampage = αφηνιάζω
go one on one with = μονομαχώ
go out = σβήνω
go out on a limb for = βρίσκομαι σε δύσκολη θέση
go over = επαναλαμβάνω
go over the top = αντιδρώ υπερβολικά, κάνω μεγάλη αποκοτιά
go rancid = ταγγιάζω
go red = κοκκινίζω
go round a bend = περνώ την στροφή
go round in circles = δεν κάνω πρόοδο
go shopping = πηγαίνω γιά ψώνια
go skiing = πηγαίνω γιά σκι
go swimming = πηγαίνω για κολύμπι
go through = περνώ, ξανακοιτάω, επαναλαμβάνω
go through a phase = περνώ από μία φάση
go through a recession = περνώ ύφεση
go to great lengths = κάνω τα πάντα, φθάνω στα άκρα
go to hell = στο διάολο
go to meet = προϋπαντώ
go to the dogs = πάει καταγκρεμού
go to the wall = καταστρέφομαι, υποκύπτω
go under = υπνωτίζομαι, φαλιρίζω, βυθίζομαι, περνώ από κάτω
go up = ανεβαίνω, αυξάνομαι
go white = ασπρίζω
go with = συνδυάζω, ταιριάζω, συνοδεύω
go without = κάνω χωρίς
goad = κεντρίζω, καθοδηγώ
goal = γκολ
goalkeeper = τερματοφύλακας
goanna = είδος σαύρας
goat = κατσίκα, γίδα
goatee = υπογένειο, γενάκι
gob-smacked = εμβρόντητος
gobble = καταβροχθίζω
goblet = κύπελλο
gobsmack = αποσβολώνω
God = θεός
God forbid = ό μη γένοιτο
God give me strength = μνήσθητί μου
godchild = βαφτιστήρι
goddaughter = βαφτιστικιά
goddess = θεά
godfather = νονός
godmother = νονά
godsend = κελεπούρι
godson = βαφτιστικός
godspeed = καλό κατευόδιο
gogglebox = χαζοκούτι
goggles = χοντρά προστατευτικά γυαλιά
goitre = βρογχοκήλη
gold = μάλαμα, χρυσός
gold-plate = επιχρυσώνω
gold nugget = σβώλος χρυσού
gold plating = επιχρύσωση
gold rush = χρυσοθηρία
golden = χρυσαφένιος
golden age = χρυσή εποχή
golden eagle = χρυσαετός
golden jubilee = 50η επέτειος γάμου
golden plover = βροχοπούλι
goldeneye = κουδουνόπαπια
goldsmith = χρυσοχόος
golf = γκολφ
golf club = μπαστούνι του γκολφ, λέσχη του γκολφ
golf course = γήπεδο γκολφ
golfer = παίκτης γκολφ
gondola = γόνδολα
gone = φευγάτος
good = καλός, αγαθός
good-humoured = καλόκαρδος
good-looking = ωραίος, όμορφος
good-tempered = μειλίχιος, καλοδιάθετος
good at English = καλός στα Αγγλικά
good fitting = εφαρμοστός
good fortune = ευτύχημα
Good Friday = Μεγάλη Παρασκευή
good handling = σταθερότητα στην οδήγηση
good offices = καλές υπηρεσίες
good old days = οι παλιές καλές μέρες, τα καλά χρόνια
good riddance = στον αγύρισυο
good taste = καλαισθησία
good times = οι καλές ημέρες
good will = καλή θέληση
goodies = γλυκίσματα, καλούδια
goods = αγαθά
goods train = φορτηγό τρένο
goodwill = καλή θέληση
gooey = γλοιώδης
goosander = χηνοπρίστης
goose = χήνα
gooseberry = λαγοκέρασο
goosefoot = χηνοπόδιο
goran = μουγκρητό
Gordian knot = γόρδιος δεσμός
gorge = λαγκάδι, φαράγγι
gorge on = τρώω λαίμαργα
gorge oneself = τρώω σα γουρούνι
gorgeous = ωραίος, έξοχος
gorilla = τραμπούκος, γορίλα
goshawk = διπλοσάινο
gosling = χηνάκι
Gospel = Ευαγγέλιο
gossip = κουτσομπολεύω, κουτσομπόλης, κουτσομπολιό
gourmet = καλοφαγάς
govern = διέπω, ιθύνω, κυβερνώ
governing = που διέπει, που κυβερνάει
government = κυβέρνηση
governor = κυβερνήτης
gown = βραδινή τουαλέτα
GP = παθολόγος
grab = αρπάζω
graceful = που έχει χάρη
graceless = άχαρος
gracious = πρόσχαρος
grade = βαθμολογώ
grading = βαθμολόγηση
gradual = βαθμιαίος
gradually = σιγά-σιγά, βαθμιαία, μάνι μάνι
graduate = αποφοιτώ, απόφοιτος
graduated deterrent = κλιμακωτή αποτροπή
graduation = αποφοίτηση
graft = μπολιάζω, μόσχευμα
grafting = εμβολιασμός
grain = κόκκος, νερά ξύλου, δημητριακά, σπυρί
grainy = κοκκώδης
gralloch = αφαιρώ τα εντόσθια ελαφιού, εντόσθια ελαφιού
gram = γραμμάριο
gramamr = γραμματική
gramophone = πικάπ
gran = γιαγιά
grand = σπουδαίος, μεγάλος, λαμπρός
grand-daughter = εγγονή
grand total = γενικό σύνολο
grandchild = εγγονάκι
grandchildren = εγγονάκια
granddad = παππούς
granddaughter = εγγονή
grandeur = μεγαλείο
grandfather = παππούς
grandiose = μεγαλιώδης
grandma = γιαγιά
grandmaster = μετρ, κορυφαίος σκακιστής
grandmother = γιαγιά, βάβα, βαβά
grandpa = παππούς
grandparent = γονέας πατέρα ή μητέρας
grandson = εγγονός
granite = γρανίτης
granny = γιαγιά
grant = χορηγώ, επιχορηγώ, υποτροφία, επίδομα
grants = επιδόματα
grape = σταφύλι
grapefruit = γκρέιπφρουτ
graphic depiction = γραφική αναπαράσταση
graphics = γραφικά
grapple = παλεύω, αρπάζομαι, δραστηριοποιούμαι
grappling hook = αρπάγη
grasp = συλλαμβάνω, πιάνω, σφίγγω
grasping = κερδομανής
grass = χλοή, χόρτο, καταδότης, πόα, χορτάρι, γρασίδι
grassy = ποώδης
grate = τρίβω
grateful for = ευγνώμων
grateful to = ευγνώμων σε
gratefully = ευγνωμόνως
grater = τρίφτης
grating = ενοχλητικός
gratitude = ευγνωμοσύνη
gratuity = ποδοκόπι, φιλοδώρημα
grave = τάφος, τύμβος, καίριος
grave goods = κτερίσματα
grave robber = τυμβρωρύχος, νεκρόσυλος
grave robbing = τυμβρωρυχία
gravel = χαλίκι
gravel path = μονοπάτι με χαλίκι
gravestone = ταφόπετρα
gravity = βαρύτητα
gravity defying = που αψηφεί την βαρύτητα
gravy = σάλτσα
gray = πολιός, γκρί
grayling = θύμαλλος
graze = γδέρνομαι, βόσκω
grazing animal = ζώο που βόσκει
grease = αλείφω με το λίπος, λιπαντικό, γράσο
greasy = λιπαρός
great = απίθανος, μεγάλος
great black backed gull = γιγαντόγλαρος
Great Britain = Μεγάλη Βρετανία
great bustard = αγριόγαλος
great crested grebe = σκουφοβουτηχτάρα
Great Fire of London = η Μεγάλη Φωτιά του Λονδίνου
great grandchild = δισέγγονος
great granddaughter = δισέγγονη
great grandfather = προπαππούς
great grandmother = προγιαγιά
great grandparent = παππούς η γιαγιά
great grandson = δισέγγονος
great grey shrike = διπλοκεφαλάς
great northern diver = παγοβούτι
great shearwater = τρανόμυχος
great skua = τρανοληστόγλαρος
great snipe = διπλομπεκάτσινο
great spotted cuckoo = κισσόκουκος
great white egret = αργυροτσικνιάς
greater sand plover = ερημοσφυριχτής
greater yellowlegs = διπλοκιτρινοσκέλης
greatly = πολύ
Greece = Ελλάς, Ελλάδα
greed = απληστία, βουλιμία
greedy = λαίμαργος, άπληστος
Greek = Έλληνας
Greek dish = Ελληνικό φαγητό
green = πράσινος
green sandpiper = δασότρυγγας
greenery = πρασινάδα
greenfly = μελίγκρα
greengrocer = λαχανοπώλης, μανάβης
greengrocer’s = μανάβικο
greenhouse = θερμοκηπίο, θερμοκήπιο
greenhouse effect = φαινόμενο του θερμοκηπίου
greenish = πρασινωπός
greenshank = πρασινοσκέλης
greensward = πρασινάδα
greet = χαιρετίζω, χαιρετώ
greeting card = κάρτα χαιρετισμού
greetings = χαιρετίσματα, χαιρετισμός
gregarious = αγελαίος, κοινωνικός
grenade = χειροβομβίδα
grew = μεγάλωσε, αυξήθηκε
grey = πολιός, φαιός, γκρίζος
grey heron = σταχτοτσικνιάς
grey matter = φαιά ουσία
grey mullet = λυθρίνι
grey phalarope = σταχτοκολυμπότρυγγας
grey plover = αργυροπούλι
grey whale = γκρίζα φάλαινα
greyhound = λαγωνικό
greylag goose = σταχτόχηνα
grid = σχάρα, δίχτυ, πλέγμα
griddle = στρογγυλό ταψί
gridiron = πλέγμα, σχάρα
gridlock = μποτιλιάρισμα
grief = οδύνη, λύπη, θλίψη
grievance = παράπονο
grieve = πενθώ, θλίβομαι, θρηνώ
grieve for = θλίβω
grievous = θλιβερός, σοβαρός
griffin = γρύπας
griffin vulture = όρνιο
grill = σχάρα, ψήνω στη σχάρα, ανακρίνω
grille = κάγκελα
grilled = ψητός, ψητός στη σχάρα
grim = μοβόρικος, σκληρός, αυστηρός, ανελέητος, φριχτός
grimace = γκριμάτσα, μορφάζω, κάνω γκριμάτσα, μορφασμός
grime = βρομιά
grimy = βρώμικος, βρόμικος
grin = χαμογελώ πλατιά, πλατύ χαμόγελο
grind = λιώνω, αγγαρεία, αλέθω, τρίζω
grind down = υποτάσσω, συντρίβω
grinding = τρίξιμο, που μοιάζει με τρίξιμο
grindstone = ακόνι
grip = κράτημα, πιάνω, λαβή
gripe = γκρινιάζω, γκρίνια
grippe = γρίπη
gripping = συναρπαστικός
grisly = μακάβριος
grist = αλεσμένο σιτάρι
gristmill = μύλος
grit = χαλίκι, αμμόλιθος, άμμος
gritty = τολμηρός, αμμώδης
grizzle = γκρίζα μαλλιά
grizzly = γκρίζος, είδος αρκούδας
groan = μουγκρίζω, τρίξιμο, βογγώ, μουγκρίζω, αναστενάζω
groat = παλιό νόμισμα
groats = μπλιγούρι
grocer = παντοπώλης, μπακάλης
grocer's = παντοπωλείο
grocer’s = μπακάλικο
groceries = ψώνια
grocery = μπακάλικο
groggy = ζαλισμένος
groin = προβόλος, βουβώνας
grommet = ροδέλα
groom = ιπποκόμος, περιπιούμαι άλογο, γαμπρός
groove = εντομή, αυλακώνω, αυλάκι
grope = ψαχουλεύω
gross = πρόστυχος, χοντρός, ακαθάριστος, αισχρός
gross anatomy = μακροσκοπική ανατομία
grossly = χοντρά, πολύ
grotesque = τραγελαφικός, αλλόκοτος, τερατώδης
grotto = σπηλιά
grottoes = σπηλιές
grouch = τζαναμπέτης, γκρινιάζω, γκρινιάρης
grouchiness = τζαναμπετιά
grouchy = γκρινιάρης
ground = έδαφος, προσαράσσω, γη
ground crew = προσωπικό εδάφους
ground floor = ισόγειο
ground mist = καταχνιά, χαμηλή ομίχλη
ground on = βασίζω, θεμελιώνω
grounds = χώρος, σκεπτικό, κήποι
groundwater = υπόγεια ύδατα
groundwork = προκαταρακτική εργασία, θεμέλιο
group = συγκρότημα, όμιλος, ομάδα, σύμπλεγμα
grouper = σφυρίδα
grouping = παράταξη
grouse = είδος όρνιθας, λυροπετεινός, γκρινιάζω
grouser = τζαναμπέτης
grout = στόκος
grove = σύνδετρο, άλσος
grove windflower = ανεμώνη η δασόφιλος
grovel = γλείφω, υποτάσσομαι
grow = μεγαλωνω, αυξάνομαι, μεγαλώνω
grow impatient = ανυπομονώ, γίνομαι ανυπόμονος
grow in stature = μεγαλώνω, γίνομαι όλο και πιο σημαντικό
grow up = μεγαλώνω
grow worried = αρχίζω να ανησυχώ
growing = που μεγαλώωει, αυξάνων
growl = μουγκρίζω
grown = μεγάλος
grown up = μεγάλος, ώριμος, ενήλικας
growth = όγκος, ανάπτυξη
grub = σκαλίζω, μάσα
grubby = βρόμικος
grudge = άχτι, μνησικακία, μηνσικακία
gruel = κουρκούτι
gruelling = σκληρός, εξαντλητικός
gruesome = φρικτός
gruff = τραχύς
grumble = μεμψιμοιρώ, γκρινιάζω
grumble about = μουρμουρίζομαι, παραπονιέμαι
grumpy = γκρινιάρης
grunt = βογγάω, μουρμουρίζω, γρυλλίζω
gryphon = αετολέων
guanidine = γουανιδίνη
guanine = γουανίνη
guano = κόπρανα πουλιών
guarantee = εγγύηση, εγγυώμαι, αντίκρισμα, εχέγγυο
guaranteed = εγγυημένος
guarantor = εγγυητής
guaranty = τριτεγγύηση
guard = φρουρά, φρουρώ, φύλακας, φυλάω, καραούλι, φρουρός
guard dog = σκύλος φύλακας
guardhouse = φυλακή στρατιωτική
guardian = κηδεμώνας, κηδεμόνας
guardian of the law = θεσμοφύλακας
gubernatorial = κυβερνητικός
gudgeon = σέτσκα, χρύσκος
guerdon = αμοιβή
guerilla = αντάρτης
guess = μαντεύω, εικασία
guesswork = εικασία
guest = καλεσμένος, φιλοξενούμενος
guest-house = πανσιόν
guffaw = καγχάζω, χασκογελώ, γελώ δυνατά
guidance = καθοδήγηση, χειραγωγία
guide = ξεναγός, οδηγός, ξεναγώ, καθοδηγώ
guide book = οδηγός
guidebook = οδηγός
guided missile = τηλεκατευθυνόμενο βλήμα
guided tour = ξενάγηση
guideline = οδηγία, κατευθυντήρια γραμμή, οδηγός
guild = σωματείο, ένωση, συντεχνία
guile = πανουργία, δολοπλοκία
guileless = άδολος
guillemot = λεπτοραμφόκεπφος
guillotine = λαιμοτομής, λαιμητομός
guilt = ενοχή
guilty = ένοχος
guinea = μια λίρα και ένα σελίνι
guinea pig = πειραμτόζωο
guise = παρουσιαστικό, αμφίεση
guitar = κιθάρα
guitarist = κιθαριστής
gulch = φαράγγι
gulf = κόλπος, άβυσσος, χάσμα
gull = γλάρος
gullet = οισόφαγος
gullible = μωρόπιστος
gully = χαντάκι, ρεματιά
gulp = καταπίνω
gum = μαστίχα, ούλο
gummy = κολλώδης
gumption = νούς, κοινή λογική
gums = ούλα
gun = πιστόλι, όπλο, καραμπίνα
gunpowder = πυρίτιδα, μπαρούτι
gunshot = πυροβολισμός
gunstock = κοντάκι
gunwale = κουπαστή
gurgle = κελαρύζω
gurgling = γουργούρισμα
guru = γκουρού
gush = αναβλύζω
gust of wind = μπουρίνι
gusto = τέρψη, κέφι, απόλαυση
gut = έντερο
guts = κότσια
gutter = ρείθρο, οχετός
guttersnipe = ρουφιάνος
guttural = λαρυγγικός
guy = τύπος, παιδί
gym = γυμναστήριο
gym shoe = παπόυτσι γυμναστικής
gymnasium = γυμναστήριο
gymnast = γυμναστής
gymnastics = γυμναστική
gyr falcon = ασπρογέρακας
gyroscope = γυροστάτης, γυροσκόπιο