English (Cc) to Greek

cab = ταξί
cab driver = ταξιτζής
cabaret = καμπαρέ
cabbage = λάχανο
cabin = θαλαμίσκος, καμπίνα
cabin cruiser = θαλαμηγός
Cabinet = υπουργικό συμβούλιο
cable = καλώδιο
cable car = τελεφερίκ
cable television = καλωδιακή τηλεόραση
cackle = κακαρίζω
cactus = κάκτος
caddy = βυτίνα
cadence = ρυθμός έμμετρου λόγου, ρυθμός βηματισμού
cadet = δόκιμος
caesarian section = καισαρική τομή
cafe = καφετέρια
cafeteria = καφετέρια
caffeine = καφεΐνη
cage = κλουβί
caged = εγκλωβισμένος
cagey = επιφυλακτικός, φιλύποπτος
caοque = καϊκι
caisson = ποντόνι
cajole = καλοπιάνω, πείθω κάποιο με κολακεία
cake = κέικ
cake shop = ζαχαροπλαστείο
calamity = συμφορά, πάνδεινα
calculate = υπολογίζω, λογαριάζω
calculated = εσκεμμένος
calculated risk = καλοζυγιασμένο ρίσκο
calculator = κομπιουτεράκι
calculus = λογισμός
caldera = καλδέρα
calendar = ημερολόγιο
calf = γάμπα, μοσχάρι
calibrate = διαμετρώ
calibre = ολική, διαμέτρημα
calico = κάμποτο
calk = πακτώ
call = κλήση, τηλεφωνώ
call a cab = καλώ ταξί
call away = καλώ έξω για δουλειά
call for = απαιτώ
call girl = πόρνη
call in = περνώ από
call off = αναβάλλω
call on = επισκέπτομαι
call up = στρατολογώ
called = που ονομάζεται, ονοματί
called for = ενδεδειγμένος
caller = επισκέπτης
callous = απάνθρωπος, στυγνός
calm = ήρεμος, νηνεμία
calm and collected = ψύχραιμος
calm down = ησυχάζω, καλμάρω
calmly = ήρεμα, ήσυχα
calumny = συκοφαντία, διαβολή
camcorder = μικρό βιντεοκάμερα
came = ήλθα
camel = καμήλα
camelia = καμέλια
camera = φωτογραφική μηχανή, κάμερα
cameraman = εικονολήπτης
camouflage = καμουφλάζ, συγκάλυψη
camp = στρατόπεδο
campaign = εκστρατεία, καμπάνια
campaigner = αγωνιστής
campaigning = εκστρατεύων
camping = κατασκήνωση
campsite = κατασκηνωτικός χώρος
campus = χώρος πανεπιστημίου
can = μπορώ, κουτί
can't = δεν μπορώ
can't make head or tail of = δεν βγάζω άκρη
can't stand = δεν ανέχομαι
can you speak up? = να μιλάς πιό δυνατά
can you tell me how to get to = να μου πείς πως να πάω
Canada = Καναδάς
Canada goose = Καναδόχηνα
Canadian = Καναδός
canal = διώρυγα, κανάλι
canary = καναρίνι
cancel = ακυρώνω
cancellation = ακύρωση
cancer = καρκίνος
Cancer = Καρκίνος
cancerous = καρκινωματώδης
candid = ειλικρινής
candidate = υποψήφιος
candles = κεριά
candlestick = λυχνία, κηροπήγιο
candy = καραμέλα
candy-floss = μαλλί της γριάς
candyfloss = μαλλιά της γριάς
canine = κυνόδοντο, σκυλίσιος, κυνοειδής
cankered = σαρακιάρης
cannabis = κάνναβι
canned food = κονσερβοποιημένο τρόφιμα
cannibal = καννίβαλος
canning = κονσερβοποίηση
cannon = κανόνι
cannonball = βόλι κανονιού
cannot = δεν μπορώ
canny = έξυπνος
canoe = κανώ, κανό
canonize = αγιοποιώ
canopy = σκιάδα
cant = υποκρισία
cantankerous = πικρόχολος
canteen = καντίνα, παγούρι
canvas = καμβάς, κανναβάτσο πίνακα
canvas shoe = λινά παπούτσια
canyon = φαράγγι
cap = σκούφος, θήκη, τραγιάσκα
capable = ικανός
capacity = χωρητικότητα
cape = ακρωτήριο, κάπα, μπέρτα, πατατούκα
caper = κάπαρη
capercaillie = αγριόκουρκος
capillary = τριχοειδές αιμοφόρο αγγείο
capital = πρωτεύουσα, κεφαλαίο γράμμα
capital market = κεφαλαιαγορά
capital punishment = έσχατη ποινή, θανατική ποινή
capitalism = καπιταλισμός
capitalist = καπιταλιστής
capitalization = κεφαλαιοποίηση
capitalize = κεφαλαιοποιώ
capitulate = παραδίδωμαι, συνθηκολογώ
capricious = αλλοπρόσαλλος
Capricorn = Αιγόκερος
capsule = κάψουλα
capsulotomy = διάνοιξη της καψής του φακού
captain = καπετάνιος
captaincy = βαθμός του λοχαγού
caption = λεζάντα
captivating = γοητευτικός
captive = αιχμάλωτος, δέσμιος
capture = αιχμαλωτίζω, αιχμαλωσία
car = κούρσα
car park = πάρκινγκ
car phone = τηλέφωνο του αυτοκινήτου
car wash = πλυντήριο αυτοκινήτων
car] = οδηγώ
carapace = καύκαλο
carat = καράτι
caravan = τροχόσπιτο
carbide = καρβίδιο
carbohydrate = υδατοάνθρακας
carbon dioxide = διοξείδιο του άνθρακα
carbonise = καρβουνιάζω
carbuncle = καλόγερος
carcass = ψοφίμι, κουφάρι
card = κάρτα
card phone = καρτοτελέφωνο
cardboard = χαρτόνι
cardigan = πλεκτή ζακέτα με κουμπιά, πλεκτή ζακέτα
cardinal = καρδινάλιος
cardiovascular = καρδιαγγειακός
care = προσέχω, προσοχή, φροντίδα, φροντίζω, νοιάζομαι
care about = ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι
care for = φροντίζω
career = καριέρα
carefree = ανέμελος, αμέριμνος, ξέγνοιαστος
careful = προσεκτικός
careless = απρόσεκτος
caress = θωπεύω
caretaker = θυρωρός, επιστάτης
cargo hold = αμπάρι
caricature = καρικατούρα
caries = τερηδόνα
caring = που νοιάζεται για άλλους, στοργικός, που φροντίζει
carnage = σφαγή, μακελειό
carnal = σαρκικός
carnation = γαρίφαλο
Carnival = Καρνεβάλι
carnival = Καρναβάλι, πανηγύρι
carnivore = σαρκοφάγο
carnivorous = σαρκοβόρος, σαρκοφάγος
carols = κάλαντα
carotid = καρωτίδα
carp = κυπρίνος
carpenter = μαραγκός
carpet = μοκέτα
carpet fitter = κάποιος που στρώνει μοκέτες
carpeting = υλικό για χαλιά, εφαρμογή μοκετών
carriage = βαγόνι, άμαξα
carriage return = γαρμμή επαναφοράς
carrier = φορέας
carrion = ψοφίμι
carrot = καρότο
carry = μεταφέρω, κουβαλώ
carry a load = κουβαλώ ένα φορτίο
carry on with your work = συνέχισε με την δουλειά
carry out = πληρώ, εκτελώ
cart = αραμπάς, χειράμαξα, κουβαλώ
carte blanche = εν λευκώ
cartoon = κινούμενο σχέδιο
cartridge = φυσίγγιο, φυσίγγι
carve = σκαλίλω, λαξεύω, γλύφω, σκαλίζω
case = υπόθεση, περιστατικό, βαλίτσα, θήκη
case law = νομολογία
cash = μετρητά, χρήματα, εξαργυρώνω
cash on delivery = με αντικαταβολή
cashier = ταμίας
cashmere = κασμίρι, από κασμήρι
casing = περιτύλιγμα, σωλήνας επενδύσεως
casino = καζίνο
cask = βύτιον, βαρέλι
casket = κιβούρι, φέρετρο
cassette = κασέτα
cassette recorder = κασετόφωνο
cassock = ράσο, καζάκα
cast = ρίχνω πετονιά, ρίξιμο, βολή, επιτελείο, γύψος
cast a damper over = χαλάω
cast a shadow = ρίχνω σκιά
cast in the same mould = είμαι ολόιδιος
castaway = ναυαγός
castaways = ναύαγοι, ναυαγοί
caste = κάστα
castigate = επιπλήττω, τιμωρώ
castle = κάστρο
castles = κάστρα
castrate = ευνουχίζω
castration = ευνουχισμός
casual = ανεπίσημος, ξέγνοιαστος
casually = αδιάφορα, ξέγνοιαστα, ανέμελα
casualty = θύμα
casualty department = τμήμα εκτάκτων περιστατικών
cat = γάτα
cat-burglar = λωποδύτης
cat and mouse = η γάτα με το ποντίκι
cat walk = πασαρέλα
cataclysmic = κατακλυσμικός
catalogue = κατάλογος
catalyst = καταλύτης
catapult = καταπέλτης
cataract = καταρράκτης
catarrh = καταρροή
catastrophe = πανωλεθρία
catastrophic = καταστροφικός
catcalls = η πρόγκα
catch = πιάσιμο της μπάλας (κρίκετ), πιάνω, αρπάζω
catch a cold = κρυολογώ
catch a glimpse of = ίσα-ίσα προλαβαίνω να δω
catch by surprise = πιάνω κάποιον απροετοίμαστο
catch fire = πιάνω φωτιά
catch in th = πιάνω στα πράσα
catch off guard = πίανω κάποιον απροετοίμαστο
catch on = γίνομαι της μόδας
catch question = ερώτηση παγίδα
catch red-handed = πιάνω στα πράσα
catch sight of = παίρνει το μάτι μου
catch somebody's eye = προσελκύω την προσοχή
catch someone's eye = μου γυαλίζει το μάτι κάτι
catch up = καταφτάνω
cater for = φροντίζω γιά, τροφοδοτώ
caterer = τροφοδότης
catering = τροφοδοσία
caterpillar = κάμπια, κάμπη
caterwaul = φωνάζω, νιαουρίζω
catfish = γουλιανός, λυκόψαρο
cathedral = καθεδρικός ναός
Catherine wheel = περιστρεφόμενο πυροτέχνημα, ρόδα
Catholic = Καθολικός
catholic = καθολικός
Catholicism = Καθολικισμός
cation = κατιόν
catmint = καλαμίνθη η νεπέτη
catsuit = ολόσωμη εφαρμοστή φόρμα
cattle = βοειδή, αγελάδες και βόδια
cattle egret = γελαδάρης
caught = έπιασα
cauldron = καζάνι
caulk = καλαφατίζω
cause = προκαλώ, σκοπός, προξενώ, αιτία
causeway = κράσπεδο
caustic = καυστικός, σαρκαστικός
caustic soda = καυστικό νάτριο
cauterize = καυτηριάζω
caution = επιφύλαξη, περίσκεψη, προειδοποιώ, προειδοποίηση
cautionary = προειδοποιητικός
cautionary tale = επιμύθιο
cautious = επιφυλακτικός, εφεκτικός
cautious about = επιφυλακτικός
cautiously = επιφυλακτικά
cavalry = ιππικό
cave = σπηλιά
cave in to = υποτάσσομαι, παραδίνομαι
cave] = άντρο
cavern = άντρο
cavity = κοιλότητα
cc = κυβικά εκατοστά
CD = CD
CD player = συσκευή CD
CD recorder = συσκευή εγγραφής CD
cease = παύω
cease fire = κατάπαυση πυρός, παύση πυρός
cease to = παύω να
ceasefire = ανακωχή, κατάπαυση πυρός
cedar = κέδρος, κέδρινος
ceiling = ταβάνι
celebrate = εορτάζω
celebrated = πολύκροτος
celebration = εορτή, εορτασμός
celebratory = εορταστικός
celebrity = διασημότητα
celery = σέλινο
celestial = επουράνιος
cell = κελί, κύτταρο
cellar = κελάρι
cello = τσέλο
cellular = κυτταρικός
cellulite = κυτταρίτιδα
cellulitis = κυτταρίτιδα
cement = λάσπη, οστεΐνη, μπετό, τσιμέντο
cement block = τσιμεντόλιθος
cemetery = νεκροταφείο
censing = λιβάνισμα
censor = λογοκρίνω, λογοκριτής
censorship = λογοκρισία
censure = μέμψη, επίκριση, κατακρίνω, ψέγω
census = απογραφή
cent = εκατοστό του δολαρίου
cente of the wheel = πλήμνη
centigrade = βαθμός κελσίου
centimetre = εκαταστό
centipede = σαρανταποδαρούσα
central = κεντρικός
central heating = κεντρική θέρμανση
central nervous system = κεντρικό νευρικό σύστημα
central processing unit = κεντρική μονάδα
centralised = συγκεντρωμένος, συγκεντρωτικό
centre = κέντρο
centre on = επικεντρώνομαι σε, επικεντρώνω σε
centrifugal force = κεντρόφυγη δύναμη
centrifugal impeller = φυγοκεντρική πτερωτή
centrina shark = κεντρίνα
centuries = αιώνες
century = εκατονταετηρίδα, αιώνας
CEO = ανώτατο στέλεχος επιχείρισης
cephalopod = κεφαλόποδο μαλάκιο
ceramic = κεραμικός
ceramics = κεραμική
cereal = δημητριακό
cerebellum = παρεγκεφαλίδα
cerebral = εγκεφαλικός
cerebral cortex = εγκεφαλικός φλοιός
cerebral palsy = εγκεφαλική παράλυση
cerebrum = εγκέφαλος
ceremonial = τελετουργικός
ceremony = εθιμοτυπία, τελετή
certain = σίγουρος, βέβαιος
certainly = ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια
certainty = βεβαιότητα
certificate = πιστοποιητικό
certificate of merit = το εύσημο, εύσημα
cery seriously = πολύ σοβαρά
cessation of hostilities = κατάπαυση των εχθροπραξίων, εκεχειρία
chafe = ερεθρίζω
chaffinch = σπίνος
chagrin = πικρία
chain = αλυσίδα, καδένα
chainsaw = αλυσιδοπρίονο, μηχανικό πριόνι
chair = έδρα, καρέκλα
chairman = πρόεδρος επιτροπής
chalet = εξοχικό ελβετικό σπίτι
chalk = κιμωλία
challenge = προκαλώ, πρόκληση
challenger = αντίπαλος του πρωταθλητή, αυτός που προακλεί
chamber = κοιλότητα, θάλαμος, θαλάμη
chamfer = κόβω λοξά
chamois = σαμουά
champagne = σαμπάνια
champion = πρωταθλητής, υπερασπιστής
chance = ευκαιρία, τύχη, συγκυρία, πιθανότητα
chance of = ευκαιρία
chancellor = καγκελάριος
Chancellor of the Exchequer = υπουργείο οινονομικών
Chancellorship = γραφείο Καγκελαρίου
chances = πιθανότητες
change = παραλλαγή, μετατροπή, αλλάζω, παραλλάζω, μεταβολή
change direction = αλλάζω πορεία
change for = αλλαγή
change gear = αλλάζω ταχύτητα
change gears = αλλάζω ταχύτητες
change of course = αλλαγή πορείας
change of mind = παλιμβουλία
change of scenery = αλλαγή σκηνικού
change trains = αλλάζω τρένο
changeable = ευμετάβλητος, άστατος, μεταβλητός
changing room = αποδυτήριο
channel = κανάλι, διοχετεύω, ρείθρο
chant = ψέλνω, φωνάζω συνθήματα
chaos = χάος
chaotic = χαοτικός, χαώδης
chaow = χάος
chapel = εξωκλήσι
chaperon = καβαλιέρος
chaplain = εφημέριος
character = χαρακτήρας, πρόσωπο έργου
characterisation = χαρακτηρισμός
characterise = χαρακτηρίζω
characters = χαρακτήρες
charcoal = ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο
charge = κατηγορία, έφοδος, αναθέτω, φροντίδα
charge for = χρεώνω
charge somebody with = κατηγορώ
charges = επιβαρύνσεις
chariot = άρμα
charismatic = χαρισματικός
charitable = φιλάνθρωπος
charity = φιλανθρωπιά, ψυχικό
charlatan = αγύρτης
charm = θέλξη, γοητεύω, μαγεύω, θέλγω, φυλακτό, γοητεία
charred = καρβουνιασμένος, μαυρισμένος, καμένος
chart = χάρτης, διάγραμμα
charter = καταστατικός χάρτης, καταστατικό, ναυλώνω
charter flight = πτήση τσάρτερ
chartered accountant = ορκωτός λογιστής
chartering = ναύλωση
charwoman = παραδουλεύτρα, καθαρίστρια
chase = κυνηγώ
chasm = άβυσσος
chassis = σασί, αμάξωμα
chaste = απέριττος, αγνός
chastely = αγνά
chasten = τιμωρώ, φρονηματίζω, κολάζω
chastity = αγνότητα
chastity belt = ζώνη αγνότητας
chat = κουβεντιάζω, κουβέντα
chatter = τρίζω, φλυαρώ, γλωσσοκοπανώ
chatterbox = πολυλογάς, φαφλατάς
chatty = γλαφυρός
chauffeur = σοφέρ
cheap = φτηνός
cheap book = φθηνό βιβλίο
cheaper = φτηνότερος
cheapness = ευτέλεια
cheat = φενακίζω, ζαβολιάρης, κλέβω, απατώ, κάνω ζαβολιές
cheat at = κλέβω (σε χαρτιά)
cheating = ζαβολιά, ζαβολίες
check = σταματώ, ανακόπτω, αναχαιτίζω, καρέ, ελέγχω
check in = υπογράφω σε ξενοδοχείο, τσεκάρω τις αποσκευές
check over = ελέγχω
check up on = ελέγχω
checker = ελεγκτής
checkpoint = έλεγχος
checks and balances = έλεγχος και εξισορρόπηση
cheek = μάγουλο, αναίδεια, θρασύτητα, θράσος
cheekbone = ζυγωματικό
cheeky = αναιδής, ξετσίπωτος, θρασύς
cheer = ζητωκραυγάζω
cheer up = γίνομαι πιο χαρούμενο, γίνουμαι πιο χαρούμενος
cheerful = φαιδρός
cheering = ζητωκραύγασμα
cheers = εις υγεία
cheese = τυρί
cheese pie = τυρόπιτα
cheetah = τσίτα
chef = μάγειρας, σεφ
chemist = φαρμακοποιός, χημικός
chemist's = φαρμακείο
chemistry = χημεία
chemotherapy = χημειοθεραπεία
cheque = επιταγή
cherry = κεράσι
chervil = σκαντζίκι, χαιρέφυλλο
chess = σκάκι, ζατρίκι
chest = στήθος, κάσα, θώρακας
chest of drawers = σιφονιέρα
chew = μασώ
chic = σικ
chick = κοτοπουλάκι, κόμματος, κοτπουλάκι
chicken = κοτόπουλο
chicken run = κοτέτσι
chickenfeed = ασήμαντο ποσό
chickenpox = ανεμοβλογιά
chickpea = ρεβίθι
chickweed = κεράστιον το χορτόλυθον
chicory = ραδίκι
chide = μαλώνω
chief = κύριος, ηγετικός
chief executive officer = ανώτατο στέλεχος επιχείρισης
chieftain = φύλαρχος, αρχηγός φυλής
child = παιδί
child-minder = παιδαγωγός
child prodigy = παιδί θαύμα
childcare = φροντίδα για παιδιά
childhood = παιδικά χρόνια
children = παιδί, παιδιά
chill = καταψύχω, ανατριχίλα, ρίγος, παγερός, πούντα
chill factor = συντελεστής ψύξης ανέμου
chill stability = κρυοσταθερότητα
chilling = φρικιαστικός, φοβερός
chilly = λίγο ψυχρός
chime = ηχώ
chimney = καμινάδα
chin = πηγούνι
Chinaman = Κινέζος
chine = ραχοκόκκαλο
Chinese = κινέζικα, Κίνα
chinese = κινέζικός
chip = τσιπ
chip in = διακόπτω
chip off the old block = τσιράκι
chips = τηγανιτές πατάτες
chirp = τιτιβίζω
chirping = τιτίβισμα
chisel = σμίλη, λαξευτήρι, καλέμι, λαξεύω, κοπίδι
chit chat = κουβεντολόγι
chivalry = ιπποσύνη
chlorine = χλώριο
chlorophyll = χλωροφύλλη
chock full = ξέχειλος
chocolate = σοκολάτα
choice = εκλεκτός, επιλογή
choir = χορωδία
choke = φλομώνω, στραγγαλίζω
choker = κολλητό περιδέραιο
choking = ασφυξία
cholera = χολέρα
cholesterine = χολεστερίνη
choose = επιλέγω, διαλέγω
chop = κόβω, παϊδάκι, τσεκουριά, τεμαχίζω
chop-chop = μάνι-μάνι
chopper = ελικόπτερο, πέλεκας
choppy = ταραγμένος, ελαφρά τρικυμισμένος
chopsticks = ξυλάκια (κινέζικα)
choral = χορωδιακός
chord = συγχορδία
chore = αγγαρεία, δουλειά σπιτιού
chorea = χορεία
choreographer = χορογράφος
choreography = χορογραφία
chorus = χορωδία
chosen = έκλεκτος
christen = βαφτίζω
christening = βαπτίσια
Christian = χριστιανός
Christianity = Χριστιανισμός
Christmas = Χριστούγεννα
Christmas card = χριστουγεννιάτικη κάρτα
Christmas Day = ημέρα Χριστουγέννων
Christmas Eve = παραμονή Χριστουγέννων
Christmas Eve party = ρεβεγιόν
Christmas tree = χριστουγεννιάτικο δέντρο
chrome = χρώμιο
chrome finish = επίστρωση χρωμίου
chromosome = χρωμόσωμα
chronic = χρόνιος
chronically = χρόνια
chronicle = ιστορώ, χρονικό, αφηγούμαι
chronicler = χρονικογράφος
chrysalis = χρυσαλλίδα
chub = κέφαλος, πλατίτσα
chub mackerel = κολιός
chuck = πετώ
chuckle = κρυφογελώ
chukar = νησοπέρδικα
chum = φιλαράκος, φίλος
chunk = χοντρό κομμάτι
church = εκκλησία
church wedding = θρησκευτικός γάμος
churchyard = νεκροταφείο
churl = αγροίκος
churlish = αγροίκος
churn = ταράζω, ανακατεύω, κάδος, καρδάρα
churn out = παράγω με ταχύ ρυθμό
cicada = τζίτζικας
CID = γενική ασφάλεια
cider = μηλίτης
cigar = πούρο
cigarette = τσιγάρο
cigarette butt = γόπα
cigarette end = γόπα
ciliary body = ακτινωτό σώμα του οφθαλμού
cinammon = κανέλα
cinchona = κιγχόνη
cinchonism = κιγχονισμός
Cindarella = Σταχτοπούτα
cinders = τέφρα, στάχτες, ανθρακιά
cinema = σινεμά, κινηματογραφικός
circle = κύκλος, θεωρείο θεάτρου
circuit = κύκλωμα, γύρος
circuit board = πλακέτα κυκλωμάτων
circuitous = πλάγιος
circular = κυκλικός
circulate = κυκλοφορώ
circulation = κυκλοφορία
circulatory = κυκλοφοριακός
circumcise = περιτέμνω
circumflex = περισπωμένη
circumspection = προσοχή
circumstances = καταστάσεις, περιστάσεις, συνθήκες
circumvent = παρακάμπτω
circus = τσίρκο
cirque = παγετώδης αμφιθεατρική μορφή
cirrhosis = κίρρωση
cistern = δεξαμενή
cistern] = καζανάκι
citadel = κάστρο, φρούριο
cite = παραθέτω, αναφέρω
citizen = πολίτης
citizens = υπήκοοι
citric = κιτρικός
citron = κίτρο
citrus = εσπεριδοειδής
citrus fruit = εσπεριδοειδή
city = πόλη
city dweller = αστός
civil = ευπροσήγορος
civil law = αστικό δίκαιο
civil servant = δημόσιος υπάλληλος
civil war = εμφύλιος πόλεμος
civil wedding = πολιτικός γάμος
civilisation = πολιτισμός
civilise = εκπολιτίζω
civilised = πολιτισμένος
claim = διεκδικώ, διεκδίκηση, ισχυρισμός, ισχυρίζομαι
claim damages = ζητώ αποζημίωση
clam = αμμοκόχυλο, κυδώνι
clamber = σκαρφαλώνω
clamp = συσφίγγω, σφίγγω, μέγκενη
clan = φατρία
clang = μεταλλικός ήχος, κλαγγή
clang shut = κλείνω με θόρυβο
clap = κροτώ, χειροκροτώ
clapper = εγκάθετος
claqueur = εγκάθετος
clarify = διασαφηνίζω, αποσαφηνίζω
clarinet = κλαρίνο
clarity = σαφήνεια, σαφένεια, ευκρίνεια
clash = προσκρούω, αψιμαχία, αντιπαράθεση, κλαγγή
clashes = συγκρούσεις
clashing = αντικρουόμενος
clasp = σφίγγω, κρατώ σφιχτά
class = τάξη, υπάγω, κλάση
classical = κλασσικός
classification = ταξινόμηση
classified = απόρρητος
classify = ταξινομώ
classmate = συμμαθητής
classroom = αίθουσα διδασκαλίας
clatter = πάταγος, κροτώ
clause = ρήτρα
clavicle = κλείδα
claw = νύχι ζώου
clay = άργιλος, πηλός
clean = εκκαθαρίζω, καθαρίζω, καθαρός
clean-shaven = καλοξυρισμένος
clean out = αδειάζω
clean record = λευκό μητρώο
cleaner = καθαρίστρια, καθαριστής
cleaning = καθάρισμα, καθαρισμός
cleanse = εκκαθαρίζω
clear = εναργής, διαυγής, έκδηλος, ελευθερώνω, καθαρός
clear-sightedness = διορατικότητα
clear away = καθαρίζω το τραπέζι
clear blue skies = αιθρία
clear customs = περνώ από το τελωνείο
clear cut = ξεκάθαρος
clear off = το βάζω στα πόδια
clear out = συμμαζεύω, ξεκαθάρισμα, καθαρίζω
clear up = καθαρίζω, ξαστερώνω, ξεκαθαρίζω
clearing = ξέφωτο, εκκαθάριση
clearly = ξεκάθαρα, καθαρά
cleave = σχίζω, σχίζω
cleaver wrasse = κατσούλα
clemency = επιείκεια
clench = σφίγγω
clergy = ιερατείο
clerical = γραφειοκρατικός
clerk = υπάλληλος
clever = έξυπνος
cleverer = πιο έξυπνος
cleverly = έξυπνα
clichι = κοινοτοπία
click = κλικ, κάνω κλικ
click open = ανοίγω με ένα κλικ
client = πελάτης
clientele = πελατεία
cliff = γκρεμός
climate = κλίμα
climax = αποκορύφωμα
climb = σκαρφαλώνω, ανεβαίνω
climber = ορειβάτης
climbing = ορειβασία
cling = πιάνομαι
clinic = κλινική
clinical = κλινικός
clinical trials = κλινικές δοκιμές
clinker = σκωρία
clinker built boat = άκατος με κλιμακωτή αρμολογία
clip = ψαλιδίζω, πόρπη, συνδετήρας, κουρεύω
clique = κλίκα, φατρία
clitoris = κλειτορίδα
cloak = μανδύας, καζάκα
cloche = κώδωνας κήπου
clock = ρολόι
clockwise = δεξιόστροφος, δεξιόστροφα
clod = βώλος
clodhopper = ατζαμής
clog = βουλώνω, τσόκαρο
clogged = βουλωμένος
clone = κλώνος
cloning = κλωνοποίηση
close = κολλητός, αποπνιχτικός, πνιγηρός, κοντά, κλείνω
close down = κλείνω
close in = πλησιάζω
close to = κοντά σε
close up = από κοντά, κλείνω
closed = κλειστό, κλειστός
closure = κλείσιμο
clot = πήζω
cloth = πανί, ύφασμα
clothes = ρούχα
clothes make the man = τα εργαλεία κάνουν το μάστορα
clothing = ρουχισμός
clotting = σύμπηξη
cloud = σύννεφο, θολώνω
cloudburst = σύντομη νεροποντή, μπόρα
clouded = θολωμένος, θολός
cloudless = χωρίς σύννεφα
cloudy = νεφελώδης, συννεφιασμένος, με συννεφιά
cloudy conditions = συννεφιά
clout = καρπαζώνω, καρπαζιά
clove = μοσχοκάρφι
cloven-hoofed = δίχηλος
clover = τριφύλλι
clown = κλόουν
club = ρόπαλο, λέσχη
clubhouse = χτήριο στο γήπεδο γκολφ
clubs [cards] = σπαθί
cluck = κακαρίζω
clue = κλειδί, ίχνος
clump of trees = συστάδα
clumsy = αδαής
cluster = σύμπλεγμα, συστοιχία
clutch = αρπάζω, πιάνω, κλώσημα, απομόνωση, αμπραγιάζ
clutch pedal = ντεμπραγιάζ, συμπλέκτης
clutter = φορτώνω με άχρηστα αντικείμεν
co-education = μικτή εκπαίδευση
co-founder = συνιδρυτής
co-ordinator = συντονιστής
coach = προπονητής, προπονώ, πούλμαν, άμαξα
coagulation = σύμπηξη
coal = κάρβουνα, άνθρακας
coalfish = γάδος μαύρος
coalition = συνασπισμός
coarse = αγροίκος, χονδροειδής
coarsely = χυδαία, χοντρά
coast = ακτή
coastal = παράκτιος, παραλιακός, παραθαλάσσιος
coastal land = παράκτια γη
coastguard = ακτοφυλακή
coastline = ακτές, παραλία
coat = παλτό
coat of arms = οικόσημο
coat of paint = επίστρωση
coating = στρώση
cobbled = με καλντερίμι, λιθόστρωτος
cobbler = τσαγκάρης
cobweb = αραχνιά, ιστός, αράχνης
cocaine = κοκαϊνη
cock = ψωλή, πετεινός, κόκορας
cock one's head = γέρνω το κεφάλι
cockle = κυδώνι Ατλαντικού
cockpit = πιλοτήριο
cockroach = κατσαρίδα
cocktail = κοκτέϊλ
cocktail dress = επίσημο φόρεμα
cocnrete = τσιμέντο, τσιμεντένιος
cocoa = κακάο, κακό
coconut = καρύδα
cocoon = κουκούλι
cocooned = τυλιγμένος
cod = βακαλάος, μπακαλάος
code = κώδικας
coded = κωδικοποιημένος
coefficient = συντελεστής
coerce = πειθαναγκάζω
coercion = εξαναγκασμός
coercive = πιεστικός
coexist = συνυπάρχω
coexistence = συνύπαρξη
coffee = καφές
coffee shop = καφενείο
coffee table = τραπεζάκι
coffin = κιβούρι, κάσα, φέρετρο
cog = δόντι γραναζιού
cognac = κονιάκ
cognisance = γνώση, αντίληψη
cognitive psychology = γνωστική ψυχολογία
coherence = ειρμός
coherent = που έχει ειρμό
cohesion = συνοχή
coiffure = κόμμωση
coil = κουλουρίαζω, κουλούρα, πηνίο
coiled = τυλιγμένος
coin = κέρμα
coin collecting = συλλογή κερμάτων
coincide = συμπίπτω
coincidence = σύμπτωση, συγκυρία
coincidentally enough = συμπτωματικά
cojones = αρχίδια
coke = κόλα
cold = κρύος, κρυολόγημα, πούντα
cold-blooded = ψυχρόαιμος
coldly = ψυχρά
colic = κωλικός, κολικός
coliform bacterium = κολοβακτηρίδιο
coling = ψύξη
colitis = κολίτιδα
collaboration = συνεργασία
collaborator = τσιράκι
collagen = κολλαγόνο
collapse = σωριάζομαι, καταρρέω
collar = λουρί, κολάρο, γιακάς
collar and tie = γιακάς και γραβάτα
collarbone = κλείδα
collate = παραβάλλω
colleague = συνάδελφος
collect = συλλέγω
collect for = κάνω έρανο
collect stamps = συλλέγω γραμματόσημα
collection of = συλλογή
collective = συλλογικός
collective conscience = συλλογική συνείδηση
collective farm = κολεκτίβα
collectively = συλλογικά
collector = συλλέκτης
college = κολέγιο
collegial = κολεγιακός
collegiate = κολεγιακός
collide = συγκρούω, συγκρούομαι
collide with = τρακάρω
colliding with one another = αλληλοσυγκρουόμενος
collision = σύγκρουση
collision course = πορεία σύγκρουσης
collocate = σχηματίζω ιδιωματική φράση
collocated transmission = παρεμβαλλόμενη εκπομπή
collocation = ιδιωματική έκφραση
colloquial expressions = καθημερινές εκφράσεις
collusion = συμπαιγνία
collyrium = κολλύριο
cologne = κολόνια
colombine = κολομπίνα
colonel = συνταγματάρχης
colonial = αποικιακός
colonisation = αποικισμός
colonise = αποικίζω, αποικώ
colonnade = κιονοστοιχία
colony = παροικία, αποικία
colossal = κολοσσιαίος
colossus = κολοσσός
colour = έγχρωμος, χρώμα
colour bar = σύστημα φυλετικών διακρίσεων
colour blind = που παθαίνει από αχρωματοψία
colour photo = έγχρωμη φωτογραφία
colour television = έγγρωμη τηλεόραση
coloured = έγχρωμος
colourful = γραφικός, χρωματιστός, πολύχρωμος, φανταχτερός
colt = πουλάρι
column = κολόνα, στήλη
columnist = αρθρογράφος
coma = κώμα
comatose = κωματώδης
comb = χτένα, χτενίζω
combat = αγώνας, μάχη, καταπολεμώ
combat soldier = μάχιμος στρατιώτης
combative = μαχητικός
combatting = καταπολέμηση
comber = χάννος
combination = συνδυασμός
combine = συνδυάζω
combined = σε συνδυασμό
combustible = καύσιμος
combustion = καύση, ανάφλεξη
come = έρχομαι
come a real cropper = πέφτω χάμω
come across = συναντώ κατά τύχη, ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ
come across as = δημιουργώ την εντύπωση
come along = έλα, ελάτε, έρχομαι
come and go = έρχομαι και φεύγω, πηγαινοέρχομαι
come back = επανακάμπτω
come back to the fold = γυρίζω στο ποίμνιο
come by = συναντώ κατά τύχη
come down = κατεβαίνω
come down to earth with a bump = προσγειώνομαι απότομα, κατεβαίνω από τα σύννεφα
come down with = αρρωσταίνω
come forward = προσφέρομαι (εθελοντικά)
come in = εμπρός, μπαίνω, εισέρχομαι
come into existence = έρχομαι στη ζωή
come into one's own = δείχνω τι αξίζω
come near to = λίγο λείπω να
come off = πετυχαίνω
come off second best = νικιέμαι
come off the rails = εκτροχιάζομαι
come out = βγαίνω
come over = περνώ από
come round = περνώ από, συνέρχομαι
come thick and fast = πέφτω βροχή
come to a sad pass = φτάνω σε θλιβερή κατάσταση
come to a standstill = ακινητοποιούμαι
come to blows = χειροδικώ
come to light = έρχομαι στο φως
come to terms with = συμβιβάζομαι με, καταλαβαίνω, κατανοώ
come tumbling down = κατρακυλώ
come up = ανεβαίνω
come up in the world = ανεβαίνω κοινωνικά
come up to = πλησιάζω
come up to standard = πληρώ τις προδιαγραφές
come up with = επινοώ
come up with a solution to = βρίσκω λύση
come upon = συναντώ τυχαία
come upon a snag = προσκόπτω σε κάτι
comeback = επάνοδος
comedy = κωμωδία
comedy act = κωμικό νούμερο
comet = κομήτης
comfort = καθησυχάζω, άνεση, παρηγορώ
comfortable = άνετος, βολικός, τρυφηλός
comfrey = σύμφυτο
comic = αστείος, κωμικός
comics = κόμικς
coming = προσεχής, ερχομός
command = προσταγή, προστάζω, διατάζω, εντολή, διαταγή
commandant = διοικητής
commandeer = επιτάσσω
commando = καταδρομέας, καταδρομέας, λοκατζής
commemorate = τιμώ τη μνήμη
commend = επαινώ
comment = σχόλιο, σχολιάζω, σχαολιάζω
comment on = σχόλιο, σχολιάζω
commentary = σχόλιο
commentator = σχολιαστής
commercial = εμπορικός, διαφήμιση
commercial activity = εμπορική δραστηριότητα
commercial area = εμπορική περιοχή
commercial breaks = διαφημήσεις
commercial exploitation = εμπορική εκμετάλλευση
commercialisation = εμπορικοποίηση
commercialise = εμπορικοποιώ
commercialism = εμπορικοποίηση
commercially = εμπορικά
commercials = διαφημίσεις, διαφημίσεις στην τηλεόραση
comminuted fracture = συντριπτικό κάταγμα
commission = παραγγέλλω, παραγγελία, επιτρο, εξουσιοδότηση
commissioner = παραγγελιοδόχος
commit = δεσμεύω, διαπράττω, κάνω
commit a crime = διαπράττω έγκλημα
commit a robbery = διαπράττω ληστεία
commit a sin = κριματίζομαι
commit an offence = παραβιάζω τον νόμο
commit arson = διαπράττω
commit onself to = δεσμεύομαι να
commit perjury = ψευδορκώ
commit suicide = αυτοχερίζομαι
commitment = δέσμευση
committee = επιτροπή
commodity = αγαθό, εμπόρευμα
common = συνηθισμένος, κοινός
common denominator = κοινός παρανομαστής
common gull = θυελλόγλαρος
common herd = χύδην όχλος
common man = κοινός άνθρωπος
common sandpiper = ποταμότρυγγας
common scoter = μαυρόπαπια
common sense = κοινή λογική
common two-banded seabream = αυλίας
commonly = κοινά, συνήθως, κοινώς
commonplace = τετριμμέμνος, κοινός
commonwealth = κοινοπολιτεία
commotion = αναταραχή, σάλος
commune = κοινόβιο
communicable = μεταδοτικός
communicate = επικοινωνώ
communication = επικοινωνία
communism = κομμουνισμός
communist = κομμουνιστής
communities = κοινότητες
community = κοινότητα, κοινότητα
community service = κοινωνική εργασία
commuter = ταξιδευτής καθημερινός
compact = συμπαγής, συμπυκνωμένος
compact disk = CD
companion = σύντροφος
companionship = συντροφιά
company = θίασος, εταιρία, ομήγυρη, παρέα
comparable = εφάμιλλος, συγκρίσιμος
comparative = παραθετικός
comparatively = σχετικά, συγκριτικά
compare = παραβάλλω
compare to = συγκρίνω
compared to = σε σύγκριση με
compared with = σε σύγκριση με
comparison = παραβολή, σύγκριση
compartment = τμήμα, θάλαμος (σε τραίνο), μέρος
compass = πυξίδα, διαβήτης
compassioante = εύσπλαχνος
compassion = συμπόνια, συμπάθεια, οίκτος
compassionate = πονόψυχος
compatible = συμβατός
compatible with = συμβατός με
compatriot = συμπατριώτης
compel = εξαναγκάζω
compelling = ακαταμάχητος
compendium = επιτομή
compensate = αναπληρώνω, αντισταθμίζω
compensation = συμψηφισμός, αποζημίωση
compensation for = αποζημίωση
compete = συναγωνίζομαι, διαγωνίζομαι
compete against = ανταγωνίζομαι
competence = αρμοδιότητα
competently = ικανά
competition = συναγωνισμός, διαγωνισμός
competitive = συναγωνιστικός, αγωνιστικός, ανταγωνιστικός
competitiveness = ανταγωνιστικότητα
competitor = διαγωνιζόμενος, συναγωνιζόμενος
compile = συντάσσω, μεταγλωττίζω, συλλέγω
compiler (computer) = μεταγλωττιστής
compiler of a dictionary = συγγραφέας λεξικού
complacency = αυταρέσκεια
complacent = αυτάρεσκος
complain = παραπονιέμαι
complaint = πάθηση, παράπονο
complement = συμπλήρωμα
complementary = συμπληρωματικός
complete = περατώνω, ολόκληρος, ολοκληρώνω
complete in = τέλειος
completed = τελειωμένος
completely = πέρα για πέρα, εντελώς
completion = τελείωμα, ολοκλήρωση
complex = πολυσύνθετος, περίπλοκος, πολύπλοκος, σύνθετος
complexion = χροιά
compliance = συμμόρφωση
compliant = ενδοτικός
complicate = περιπλέκω
complicated = πολύπλοκος, περίπλοκος
complication = μπέρδεμα, επιπλοκή, περιπλοκή
complicity = συνέργεια
compliment = φιλοφρόνηση
compliment on = φιλοφρόνηση
complimentary = φιλοφρονητικός
comply with = συμμορφώνομαι
component = συστατικός, εξάρτημα, συστατικό μέρος
component part = εξάρτημα
compose = συνθέτω, συγκροτώ, αποτελώ
composed = ατάραχος
composed of = αποτελείται από
composer = συνθέτης
composition = έκθεση, σύνθεση
composure = αταραξία, ηρεμία, ψυχραιμία
compound = σύνθετος, σύνθετη λέξη, επιδεινώνω, χημική ένωση
compound interest = επιτόκιο
comprehensible = κατανοητός
comprehension = κατανόηση
comprehensive = περιεκτικός, πλήρης
compress = συμπιέζω, πατικώνω
compressed air = συμπιεσμένος αέρας
compression = συμπίεση
compressor = συμπιεστής
comprise = περιλαμβάνω
compromise = διακυβεύω, συμβιβασμός, συμβιβάζω
compromise oneself = εκθέτω την υπόληψη, εκτίθεμαι
compulsion = εξαναγκασμός, παρόρμηση
compulsive = παθολογικός
compulsory = υποχρεωτικός
compunction = τύψη
computer = υπολογιστής
computer games = ηλεκτρονικά παιχνίδια, ηλεκτρονικά
computer studies = σπουδές υπολογιστών
computerise = βάζω σε υπολογιστή
computerised = μέσο ηλεκτρονικό υπολογιστή
computerised axial tomography = αξονική τομογραφία
computing = υπολογισμός
con = απάτη, κλέβω με απάτη
concatenation = συναλύσωση
conceal = κρύβω
conceal from = κρύβω
concealment = απόκρυψη, συγκάλυψη
concede = παραχωρώ
conceit = έπαρση, αλαζονεία
conceited = αλαζονικός
conceivable = νοητός
conceive = συλλαμβάνω παιδί
concentrate = συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συμπυκνώνω
concentrated = συγκεντρωμένος, συμπυκνωμένος
concentration = συγκέντρωση
concept = αντίληψη, έννοια, ιδέα
conception = σύλληψη
conceptual = εννοιλογικός
conceptual thinking = αφαιρετική σκέψη
concern = ενδιαφέρον, προβληματισμός, ανησυχία
concern about = ανησυχώ
concern oneself with = ασχολούμαι
concern oneslf about = προβληματίζομαι
concerned = προβληματισμένος, ανήσυχος
concert = συναυλία
concert hall = αίθουσα συναυλίας
concerto = κοντσέρτο
concession = παραχώρηση
conciliatory = συμβιβαστικός
concisely = περιεκτικά
conclude = συμπεραίνομαι, συμπεραίνω, τελειώνω, καταλήγω
conclusion = ποόρισμα, τέλος, συμπέρασμα, λήξη
conclusions = συμπεράσματα
conclusive = αδιαμφισβήτητος, πειστικός
concomitant = με συνοδεία
concord = ομοφονία, συμφωνία, αρμονία, ομόνοια
concrete = συγκεκριμένος, σκυρόδεμα, μπετό, μπετόν
concubine = παλλακίδα
concurrence = συγκατάθεση
concurrently = ταυτόχρονα
concussion = διάσειση
condemn = καταδικάζω
condemnation = καταδίκη
condemned = καταδικασμένος
condensation = συμπύκνωση
condense = συνοψίζω, συμπυκνώνω, υγροποιώ
condenser = πυκνωτής
condescending = περιφρονητικός, συγκαταβατικός
condescension = καταδεχτικότητα, συγκατάβαση
condition = πάθηση, κατάσταση
conditional = υπό όρους
conditioning = προετοιμασία, καθορισμός, εξάρτηση
condolence = συλλυπητήρια
condominium = πολυκατοικία
condone = συγχωρώ, παραβλέπω
conduct = φέρσιμο, διαγωγή, διεξάγω, συμπεριφορά
conductance = αγωγιμότητα
conducting tissue = αγωγός ιστός
conduction = αγωγή
conductive = αγώγιμος
conductor = μαέστρος
conduit = οχετός, αγωγός καλωδίων
condyle = κόνδυλος
condyloid = κονδυλοειδής
cone = κώνος
confederation = συνομοσπονδία
confer = χορηγώ, προσφέρω, συσκέπτομαι
conference = σύσκεψη, συνέδριο
confess = εξομολογώ, διακηρύσσω, ομολογώ
confess to = ομολογώ σε
confession = εξομολόγηση
confessional = εξομολογητικός
confessor = εξομολογητής
confetti = χαρτοπόλεμος
confidant = έμπιστος
confidante = κάποια έμπιστη
confide in = εκμυστηρεύομαι
confidence = αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, εχεμύθεια
confidence in = εμπιστοσύνη
confident = γεμάτος αυτοπεποίθησης, σίγουρος
confidential = εμπιστευτικός
configuration = διευθέτηση, διάταξη
confine = περιστέλλω, περιορίζω
confined to bed = κρεβατωμένος
confirm = επιβεβαιώνω, διαβεβαιώνω
confirmatory = επικυρωτικός
confirmed = κατασταλαγμένος
confiscate = δημεύω, κατάσχω
confiscate drugs = κατάσχω ναρκωτικά
confiscation = δήμευση
conflagration = πυρκαγιά
conflict with = συγκρούομαι
conflicts = συγκρούσεις
conform to = συμμορφώνομαι σε
conformity = συμμόρφωση
confront = αντιμετωπίζω, αντικρίζω
confrontation = διαμάχη, αντιμετώπιση
confused about = μπερδεμένος
confusion = κυκεώνας, παραζάλη, σύγχυση
confute = ανασκευάζω
congenial = ευχάριστος
congenital = εκ γενετής
conger = μουγγρί
conger eel = δρόγγος, κόγγρος
congessional = του Κονγκρέσου
congested = βουλωμένος
congestion = συμφόρηση
congratulate = συγχαίρω
congratulations = συγχαρητήρια
congratulations on = συγχαρητήρια γιά
congregation = εκκλησίασμα
conic = κωνικός
conifer = κωνοφόρο δέντρο
coniferous = κωνοφόρος
conjectural = εικαστικός
conjugate = κλίνω
conjunction = σύνδεσμος
conjunctivitis = επιπεφυκίτιδα
conjure = εξορκίζω
conman = απατεώνας
conmbustion = καύση
connect = συνδέω
connect with = συνδέω με
connecting = που συνδέει, ενωτικός
connection = σύνδεση, ανταπόκριση, σχέση
connectionless = ασυνδεσμικός
connective = συνδετικός
connective tissue = συνδετικός ιστός
conoisseur = ειδήμων, ειδικός
conquer = κατακτώ
conqueror = κατακτητής
conquest = πόρθηση, κατάκτηση
conscience = συνείδηση
conscientiously = συνειδητά
conscious = που έχει τις αισθήσεις
conscious of = γνωρίζω, αμήχανος
consciously = συνειδητά
consciousness = το να έχει τις αισθήσεις του, επίγνωση, αισθήσεις
conscription = στρατολογία
consecutive = διαδοχικός
consensus = συναίνεση, κοινή συναίνεση, ομοφωνία
consent = συγκατανεύω, συναίνιση
consequence = σημασία, συνέπεια, επίπτωση
consequent = επακόλουθος
consequently = συνεπώς, επομένως
conservation = προστασία του περιβάλλοντος
conservationist = περιβαλλοντολόγος
conservatism = συντηρητισμός
conservative = συντηρητικός
conservator = διατηρητής αρχαίων
conserve = διατηρώ, συντηρώ
consider = λαμβάνω υπ'όψιν, θεωρώ
considerable = όχι ευκαταφρόνητος, αξιόλογος, αρκετός
considerably = αρκετά
considerate about = ευγενικός
consideration = σεβασμός, σκέψη
consideration for = ευγένεια
considerations = σκέψεις, κριτήρια
consign = αποστέλλω
consistent = συνεπής, σταθερός
consistent with = σύμφωνος με
consistently = συνεχώς, σταθερά
consolation = παρηγορία
consolatory = παρηγορικός
console = παρηγορώ
consolidate = εμπεδώνω, εδραιώνω
consolidated fund = ενοποιημένο κεφάλαιο
consolidated text = συντονισμένο κείμενο
consolidation = εδραίωση
conspicuous = καταφανής, περίβλεπτος, περίοπτος
conspiracy = συνωμοσία
conspirator = συνωμότης
constant = αδιάκοπος, συνεχής
constantly = συνεχώς
constellation = αστερισμός
consternation = άγχος, τρόμος, απελπισία
constituency = εκλογική περιφέρεια
constituent = συστατικός
constituent assembly = συντακτική συνέλευση
constitute = συγκροτώ, αποτελώ
constitution = σύνταγμα
constitutional = συνταγματικός
constraint = συστολή, εξαναγκασμός
construct = κατασκευάζω, χτίζω, οικοδομώ
constructed = κατασκευασμένος
construction = ανέγερση, κατασκευή
constructive = εποικοδομητικός
construe = ερμηνεύω
consulate = υπατεία
consult = συμβουλεύομαι, ανατρέχω
consultant = εμπειρογνώμων, εμπειρογνώμονας, σύμβουλος
consultation = διαβούλεση
consume = καταναλώνω
consumed = βασανισμένος, καταβροχθισμένος
consumer = καταναλωτής
consumer tax = φόρος κατανάλωσης
consumerism = καταναλωτισμός
consumption = φθίση, κατανάλωση
contact = επαφή, έρχομαι σε επαφή
contact lenses = φακοί επαφής
contacting = που συστέλλεται
contagious = κολλητικός
contain = περιλαμβάνω, περιέχω, αναχαιτίζω
container = κοντέηνερ
containing = που περιέχει
contaminate = μολύνω, μιαίνω
contaminated = μολυσμένος
contamination = μόλυνση, μίασμα
contemplation = περισυλλογή, στοχασμός, διαλογισμός
contemplative = συλλογιζόμενος, στοχαστικός, περισυλλογιστικός
contemporary = σύγχρονος
contempt = περιφρόνηση, καταφρόνια
contempt of court = ασέβεια προς το δικαστήριο
contemptible = ποταπός, περιφρονητέος
contemptuous = περιφρονητικός
content = ικανοποιημένο, ευχαριστημένος, ικανοποιημένος
contented = ικανοποιημένος
contentment = αίσθηση της ικανοποίησης
contents = τα περιεχόμενα
contest = αντιπαράθεση
contestant = διαγωνιζόμενος
context = πλαίσιο, συμφραζόμενα
continent = ήπειρος
continental = ηπειρωτικός
continual = συνεχής
continually = συνεχώς
continuation = συνέχεια
continue = συνεχίζω, συνεχίζομαι
continuing = που συνεχίζεται
continuity = ειρμός, ενδελέχεια
continuous = διαρκής
contour = περίγραμμα
contraception = αντισυλληπτική μέθοδος
contract = κολλάω, προσβάλλομαι, συστέλλομαι, συμβόλαιο
contraction = συστολή
contractor = εργολάβος
contradict = διαψεύδω, αντιφάσκω, αντιλέγω
contradiction = αντίφαση
contradiction in terms = εξ ορισμού αντίφαση
contradictory = αντιφατικός
contralateral = αντίπλευρος
contrary to = αντιθέτως με
contrast = αντιπαραθέτω, συγκρίνω, αντίθεση
contrast with = σύγκριση
contribute = συνεισφέρω
contribute to = συνεισφέρω
contribution = συνεισφορά, ρεφενές, συμβολή
contributor = συνεργάτης, αυτος που συνεισφέρει
contriv = επινοώ
contrive = εφευρίσκω
control = έλεγχος, εξουσιάζω
control tower = πύργος ελέγχου
controller = ελεγκτής
controversial = επίμαχος, αμφιλεγόμενος, αμφισβητήσιμος
controversy = διαμάχη
conundrum = γρίφος
convalescence = ανάρρωση
convalescent = αναρρωνύων
convection = μεταφορά θερμότητας με ρεύματα, διάδοση
convene = συγκαλώ
convenience = άνεση
conveniences = ανέσεις, ευκολίες, οικιακές συσκευές
convenient = βολικός
convention = σύμβαση, συνέλευση, συνέδριο, συνθήκη
convention hall = αίθουσα συνεδρίου
conventional = συμβατικός
conventional wisdom = κοινή γνώμη
conventionality = συμβατικότητα
conventionally = παραδοσιακά
converge = συγκλίνω
convergence = σύγκλιση
conversation = συνομιλία
conversational = συνομιλητικός
converse = συνομιλώ
conversely = αντίστροφα
conversion = μετατροπή
convert = μετατρέπω
convertibility = μετατρεψιμότητα
convertible = μετατρέψιμος
convex = κυρτός
convey = μεταδίδω, διαβιβάζω, μεταβιβάζω
conveyor belt = ιμάντας μεταφοράς
convict = καταδικάζω, κατάδικος
convicted = καταδικασμένος
convicted of = καταδικασμένος
conviction = καταδίκη, πεποίθηση
convince of = πείθω
convinced of = πεπεισμένος
convincing = πειστικός
convincingly = πειστικά
convivial = εύθυμος, γλεντζής
convocation = σύγκληση, σύνοδος
convulsion = σπασμός
convulsive = σπασμωδικός
cook = μάγειρας, μαγειρεύω
cook the books = πλαστογραφώ, νοθεύω τους λογαριασμούς
cooked = ψητός
cooker = κουζίνα (ηλεκτρική)
cookery = μαγειρική
cookie = μπισκότο
cool = δροσερός, ψυχρός, τη βρίσκω
cool-headed = ψύχραιμος
cool down = δροσίζομαι
cool off = δροσίζω, ηρεμώ
coolant = ψυκτικό
cooler = ψύκτης, ψυγείο
cooling = δροσιστικός
cooper = βαρελάς, βαγενάς
cooperate = συνεργάζομαι
cooperation = συνεργασία
cooperative = συνεταιρισμός, συνεργάσιμος
coordinate = συντεταγμένη
coordinates = συντεταγμένες
coordinating conjunction = συμπλεκτικός σύνδεσμος
coordination = συντονισμός
coot = φαλαρίδα
cop = μπάτσος
cope = αντεπεξέρχομαι, αντιμετωπίζω αντεπεξέρχομαι
cope with = τα βγάζω πέρα, αντιμετωπίζω
copier = φωτοαντιγραφικό μηχάνημα
copper = χαλκός
copper etch = χαλκούχα προσβολή
coppersmith = χαλκευτής, χαλκέας
copse = δασάκι
copy = αντίτυπο, αντιγράφω, αντίγραφο, αντίτύπο
copying = αντιγραφή
copyright = τα πνευματικά δικαιώματα
coquettish = φιλάρεσκος
coral = κοράλλι
coral reef = κοραλλιογενής ύφαλος
cord = κορδόνι, σπάγγος
cordial = εγκάρδιος
cordiality = εγκαρδιότητα
cordite = κορδίτης
cordon off = αποκλείω
cordon sanitaire = υγειονομική ζώνη
corduroy = κοτλέ
core = πυρήνας
coriander = κόλιαντρος
coring = πυρηνόληψη
cork = φελλός
corkscrew = τυρμπουσόν, ανοιχτήρι, τιρμπουσόν
cormorant = κορμοράνος
corn = καλαμπόκι
corncrake = ορτυγομάννα
cornea = κερατοειδής χιτώνας
corner = στριμώχνω, γωνία, δύσκολη θέση
cornered = στριμωγμένος στη γωνία
cornershop = μαγαζί της γειτονίας
cornerstone = ακρογωνιαίος λίθος, γωνιόλιθος
cornerwise = γωνιακά
cornet = κορνέτα
cornflower = κενταύριον ο κυανός
coronary = στεφανιαίος
coronation = στέψη
corporal = δεκανέας
corporal punishment = σωματική κακοποίηση
corporation = συντεχνία, μεγάλη επιχείρηση
corporation tax = φόρος επιχειρήσεων
corpse = πτώμα
corpulence = παχυσαρκία
corpulent = τροφαντός, εύσαρκος, παχύσαρκος
corpuscle = σωμάτιο, κύτταρο
correct = διορθώνω, σωστός
correct short-sightedness = διορθώνω την μυωπία
correction = διόρθωση, διόρθωμα
correctly = σωστά
correlation = συσχέτιση
correspond = αντιστοιχώ, ανταποκρίνομαι, συμφωνώ
correspond to = ανταποκρίνομαι
correspondence = αλληλογραφία
correspondence course = μαθήματα δια αλληλογραφίας
correspondent = απεσταλμένος
corresponding = που αντιστοιχεί
corridor = διάδρομος
corrie = κεφαλή κυκλικών εγκοίλων
corrosion = διάβρωση
corrugated = αυλακωτός
corrupt = αλλοιώνω, εκμαυλίζω, ξεμαυλίζω, διαφθείρω, μαυλίζω
corruption = ξεμαύλισμα, μαύλισμα, διαφθορά, εκμαυλισμός
corsage = κορσάζ
corset = κορσέ
cortisone = κορτιζόνη
coruscating = που σπινθηροβολεί
Cory's Shearwater = Αρτέμης
cosine = συνημίτονο
cosmetic = το φτιασίδι
cosmopolitan = κοσμοπολίτης
cost = δαπάνη, κόστος, κοστίζω
cost of living = κόστος της ζωής, κόστος ζωής
costly = δαπανηρός, ακριβός
costume = ενδυμασία
cosy = ζεστός και φιλικός
cottage = μικρό εξοχικό σπίτι
cotton = βαμβακερό, βαμβάκι, βαμβακερός
cotton gin = εκκοκιστήριο βάμβακος
cotton material = μακό
cotton wool = βαμβάκι
couch = ανάκλιντρο, ντιβάνι, καναπές
cough = βήχας, βήχω
could = μπορούσα, μπόρεσα
couldn΄t care less = ο μήνας έχει εννέα
council = συμβούλιο, δήμος
councillor = δημοτικός σύμβουλος
counsel = καμαρίλα, συμβουλεύω
counselling = χειραγωγία
counsellor = σύμβουλος
count = κόμης, μετρώ
count in = βασίζομαι σε, είμαι μέσα
count on = στηρίζομαι, βασίζομαι σε, βασίζομαι
count to = μετρώ μέχρι
count up = αθροίζω, μετρώ
countenance = ανέχομαι, έκφραση, όψη
counter = θυρίδα, θυρίδα
counter-attack = αντεπίθεση
counter-balancing = αντίρροπος
counteract = καταπολεμώ
counterbalance = αντίβαρο
counterdraft = αντοσχέδιο
counterfeit = κάλπικος, πλαστός, κίβδηλος
counterfeiting = παραχάραξη
counterpart = ομόλογος
counterproductive = που φέρνει το αντίθετο, αντιπαραγωγικός
countersign = προσυπογράφω
countersunk = βυθισμένος, φρεζάτος
countervailing duty = αντισταθμιστικός δασμός
countess = κόμησσα
counting of votes = διαλογή ψήφων
countless = αναρίθμητος
country = χώρα, εξοχή, πατρίδα
countryside = εξοχή
county = κομητεία
coup d'ιtat = πραξικόπημα
coupled with = μαζί με
couples = ζευγάρια
courage = γενναιότητα, θάρρος
courageous = γενναίος, θαρραλέος
courgette = κολοκυθάκι
courier = αγγελιοφόρος, κούριερ
course = γήπεδο γκολφ, πλεύση, σειρά μαθημάτων, πιάτο
course of action = τρόπος δράσης, στρατηγική, σχέδιο
court = ερωτοτροπώ, αυλή, διακυνδινεύω, δικαστήριο, γήπεδο
court martial = στρατοδικείο
court of appeal = εφετείο
court of first instance = πρωτοδικείο
court shoe = γόβα
courteous = ευπροσήγορος
courteously = ευγενικά
courtesan = εταίρα
courtesy = φιλοφρόνηση, ευγένεια
courtier = αυλικός
courtly love = ιπποτικός έρωτας
courtroom = αίθουσα δικαστηρίου
courtship = ζευγάρωμα
courtyard = αυλή
cousin = ξάδελφος, εξαδέλφη
cove = ορμίσκος, παιδί
covenant = σύμφωνο
cover = καλύπτω, σκαεπάζω
cover up = συγκαλύπτω
coverage = κάλυψη
covered wagon = σκεπασμένο κάρο
covered with = καλυμμένος με
covering = που καλύπτει
covet = λιγουρεύω, εποφθαλμιώ
cow = αγελάδα
cowardly = κιοτής, θρασύδειλος
cowboy = κάου-μπόι
cower = μαζεύομαι, λουφάζω, ζαρώνω
cowl = κάλυμμα καμινάδας
coy = ντροπαλός, σεμνότυφος, σεμνός
crab = καβουράκι
crabiness = τζαναμπετιά
crack = ράγισμα, σπάζω, ρωγμή, ραγίζω
crack of dawn = άγρια χαράματα
cracker = βαρελότο
crackle = τριζοβολώ, τρίξιμο, κροτάλισμα
cradle = λίκνο
craft = σκάφος
craftsman = τεχνίτης
crafty = μουσίτσα
crag = βράχος
cram = ξερό μπισκοτάκι
cramp = κράμπα, σύσπαση
cramped = στριμωγμένος, στενόχωρος
crane = γερανός, σταχτογερανός
craniotomy = κρανιοτομία
crank = μανιβέλα
crap = σκατά
crash = πάταγος, προσκρούω, πέφτω, κραχ, σύγκρουση
crash barrier = προστατευτικό κιγκλίδωμα
crash helmet = κράνος
crash into = τρακάρω
crash land = κάνω αναγκαστική προσγείωση
crashes = συγκρούσεις
crate = καφάσι
crater = κρατήρας
craving = δίψα, λαχτάρα
crawfish = ποταμοκαραβίδα
crawl = μπουσουλάω, σύρσιμο, σύρομαι
crayfish = ποταμοκαραβίδα
craze = τρέλα
crazily = τρελά
crazy = τρελούτσικος, τρελός
creak = τρίζω
creaky = τριζάτος
cream = κρέμα
cream coloured courser = αμμοδρόμος
creamy = κρεμώδης
crease = τσαλάκα, πτυχή, ζάρωμα
creased = ζαρωμένος
create = δημιουργώ
create a diversion = δημιουργώ αντιπερισπασμό
create a division = δημιουργώ σχισμή
create a rift = προκαλώ χάσμα
creation = δημιουργία
creative = δημιουργικός
creativity = δημιουργικότητα
creator = δημιουργός
creature = πλάσμα
credentials = διαπιστευτήρια
credit = πίστωση
creditor = πιστωτής
credulous = ευκολόπιστος, εύπιστος
creed = πίστη
creek = ρεύμα, ρυάκι
creep = έρπω, σέρνομαι, κόλακας
creeping = που απλωνεται σιγά-σιγά
creme de la creme = άκρον άωτον
creole = μιγάς
crepe = κρεπ
crescent = ημισέληνος, μισοφέγγαρο
cress = κάρδαμο, το κάρδαμο
crest = οικόσημο, λειρί, λοφίο
crested coot = λειροφαλαρίδα
Cretan = Κρητικός
Crete = Η Κρήτη, Κρήτη
crevasse = ρωγμή
crevice = σχισμή
crew = εργάτες θεάτρου
cricket = κρίκετ, τριζόνι
cricketer = παίκτης κρίκετ
cried = φώναξα
crime = έγκλημα
crime rate = δείκτης εγκληματικότητας
criminal = εγκληματικός, εγκληματίας
criminal court = ποινικό δικαστήριο
criminal record = ποινικό μητρώο
criminality = εγκληματικότητα
criminology = εγκληματολογία
crimson = βαθύ κόκκινο
cripple = ανάπηρος, μισερεύω
crisis crises = κρίση
crisp = τσουχτερός, ξηρός, τραγανιστός
crisps = τσιπς
criss-cross = τέμνω σταυροειδώς
crista galli = κάλαιον του ηθμοειδούς οστού
criterion = κριτήριο
critic = κριτικός, κριτικός
critical = καίριος
critical of = επικριτικός
critically = κριτικά
criticise = κριτικάρω, επικρίνω
criticism = επίκριση, κριτική
criticize = επικρίνω
critics = επικριτές
croak = μιλώ με τραχιά φωνή, κοάζω
Croatia = Κροατία
crock = στάμνα
crockery = πιατικά
crocodile = κροκόδειλος
crocus = κρόκος
croft = μικροεκμετάλλευση, μικροφούντιο
crook = γκλίτσα, κακοποιός, απατεώνας
crooked = στραβός, σκολιός
croon = τραγουδώ σε χαμηλό τόνο
crop = κουρεύω, σοδειά
crops = σοδειές
croptailed = κολοβός
croquet = κροκέ
cros beam = τραβέρσα
crosbar = τραβέρσα
cross = γέμισμα, σταυρός, πάω κόντρα, διασχίζω
cross-check = διασταυρώνω
cross-eyed = γκαβός
cross-match = έλεγχος ιστοσυμβατότητας
cross-roads = σταυροδρόμιο
cross cultural = διαπολιτισμικός
cross over = περνώ απέναντι
cross pollination = διασταύρωση, ετεροεπικονίαση
cross the boundary = περνώ την γραμμή
cross the road = διασχίζω τον δρόμο
crossbar = οριζόντιο δοκάρι
crossbow = βαλλίστρα
crossed = χιαστός
crossing = διάβαση
crossword = σταυρόλεξο
crotchet = τσιγγέλι
crouch = κάθομαι οκλαδόν
crow = κουρούνα
crowbar = λοστός
crowd = πλήθος
crowded = φίσκα, γεμάτος
crowds = πλήθη
crown = κορόνα, στέμμα, θήκη, κορώνα
crowned with laurels = δαφνοστεφής
crucial = ζωτικός, κρίσιμος, πολύ σημαντικός
crucible = πυρίμαχο σκεύος
crucifixion = σταύρωση
cruciform = χιαστός, σταυροειδής
crude = ωμός, ακατέργαστος, χονδροειδής
crude oil = μαζούτ
crudity = χυδαία συμπεριφορά
cruel = απάνθρωπος, σκληρός
cruelly = απάνθρωπα
cruelty = απανθρωπιά
cruise = κρουαζιέρα
cruiser = καταδροικό
cruising altitude = ύψος πλεύσης
cruising ceiling = οροφή πλεύσης
cruising speed = αποδοτική ταχύτητα
crumb = ψίχουλο, ψίχα
crumble = θρυμματίζω
crumbled = τετριμμέμνος
crumple = ζαρώνω, τσαλακώνω
crunch = κριτσανίζω
crunching = που τρίζει
crusade = σταυροφορία
crush = συνωστισμός, ζουλώ, συνθλίβω
crushed = που έχει συνθλιβεί
crushed grain = μπλιγούρι
crushing = συντριπτικός
crust = καύκαλο, κρούστα, εξωτερικός φλοιός της γης, κόρα
crustacean = οστρακοειδής
crutch = δεκανίκι, πατερίτσα
crutches = πατερίτσες
crux = ζωτικό σημείο
cry = φωνάζω, κραυγή, κλαίω
crying = κλάψιμο, κλάμα
crypt = κρύπτη
crystal = κρύσταλλος
crystallised sugar = αποκρυσταλλωμένη ζάχαρη
cub = νεογέννητο (αρκούδας), νεογέννητο λιονταριού
cube = κύβος
cubic capacity = κυβισμός
cubical = κυβικός
cubicle = θαλαμίσκος
cuckoo = κούκος
cucumber = αγγούρι
cue = στέκα
cuff = μανικέτι
cuffs = μανικέτi
cuisine = κουσίνα
cul de sac = αδιέξοδο
culinary = μαγειρικός
culminate in = αποκορυφώνομαι
culprit = φταίχτης, δράστης
cult = θρησκεία ανορθόδοξη ή πλαστή
cultivate = καλλιεργώ, σκαλίζω
cultural = πολιτιστικός
culture = πολιτισμός
culture vulture = κουλτουριάρης
cum = ζουμί
cumulative = σωρευτικός, αθροιστικός
cunning = πανουργία, καπάτσος, πονηρός
cunt = πατσαβούρα, μουνί
cup = φλιτζάνι
cupboard = ντουλάπι
cupola = τρούλος
cur = κοπρόσκυλος
curator = διευθυντής μουσείου, έφορος
curb = κράσπεδο, χαλιναγωγώ, συγκρατώ
curd = στάλπη
curdle = πήζω, τυροποιώ
curdling = σύμπηξη
cure = καπνίζω, παστώνω, αλατίζω, θεραπεύω
cure of = θεραπεύω
cured = θεραπευμένος, καπνιστός
curfew = απαγόρευση κυκλοφορίας, συσκότιση
curiosity = περιέργεια
curious = περίεργος
curiously = περίεργα, παράξενα, περιέργως
curl = μπούκλα, κατσαρώνω
curlew = τουρλίδα
curlew sandpiper = δρεπανοσκαλίδρα
curling = σκωστέζικο παιχνίδι σε πάγο
curly = σγουρός, κατσαρός
currant = κορινθιακή σταφίδα
currency = νόμισμα, συνάλλαγμα, κθκλοφορία
currency rates = τιμές συναλλάγματος, τιμές συναλλάγματος
current = ρεύμα, τωρινός
current affairs programme = πρόγραμμα επικαιρότητας
currently = σήμερα, τωρινά, τώρα
curriculum vitae = βιογραφικό σημείωμα
curry = κάρι
curse = αναθεματίζω, καταριέμαι
cursed = εναγής, επάρατος, αναθεματισμένος
cursor = κέρσορας
cursory = απρόσεκτος, βιαστικός
curtail = περικόπτω, κονταίνω
curtailment = περικοπή
curtain = κουρτίνα, αυλαία
curtness = απότομη συμπεριφορά
curvature = κύρτωμα
curve = καμπύλη, καμπυλώνω, κυρτώνω
curved = κυρτός
cushion = μαξιλάρι, προσκεφάλι
cushy job = θεσούλα
custody = φύλαξη, κράτηση, κηδεμονία
custom = έθιμο
customer = μουστερής, πελάτης
customers = πελάτες
customize = φτιάχνω κατά παραγγελία
customs = τελωνείο, έθιμα
customs officer = τελωνειακός
cut = κόψιμο, κόβω, κοπή
cut-throat competition = σκληρός ανταγωνισμός
cut across = κόβω δρόμο
cut and dried = οριστικός, προκαθορισμένος
cut back on = περικόπτω
cut down = λιγοστεύω, κόβω
cut down on = λιγοστεύω
cut in = διακόπτω
cut in two = κόβω στη μέση
cut off = ξεκόβω
cut out = εκτέμνω, ξεκόβω
cut out for = είμαι ταιριαστός
cut out the shilly-shallying = άσε τα ήξεις αφήξεις
cut the ties = κόβω τους δεσμούς
cut up = κόβω σε μικρά κομμάτια
cute = πανέξυπνος, τετραπέρατος
cuticle = εφυμενίδα, παρανυχίδα
cutlery = μαχαιροπήρουνα
cuts and bruises = εκδορές και μώλωπες
cuts and bruising = εκδορές καί μώλωπες
cutthroat competition = σκληρός ανταγωνισμός
cutting edge = πρωτοποριακός
cutting wind = τσουχτερός άνεμος
cuttlefish = σουπιά
cyberspace = κυβερνόχωρος
cycle = κύκλος, ποδηλατώ
cycle clips = πιαστράκια
cyclic stressing = κυκλική τάση
cycling = ποδηλασία
cyclist = ποδηλάτης
cyclone = κυκλώνας
cylinder = κύλινδρος
cymbal = κύμβαλο
cynical = κυνικός
cynically = κυνικά
cynicism = κυνισμός
cypress = κυπαρίσσι
Cyprus = Κύπρος
cystic fibrosis = κυστική ίνωση
Czech = τσεχικά, Τσέχος