Greek (Ττ) to English

τα = the
τα 'χω χαμένα = be out of one's depth
τα άλλα = others
τα αλογάκια = roundabouts
τα αχαμνά = private parts
τα βγάζω πέρα = make ends meet, cope with
τα γενέθλια μου = on my birthday
τα γραπτά κείμενα = written texts
τα εργαλεία κάνουν το μάστορα = clothes make the man
τα έσκασε από το σπίτι = he ran away from home
τα έχει τετρακόσα = he's got his head screwed on right
τα έχω χαμένα = be at a loss, be at one's wits' end
τα ζώδια = signs of the zodiac
τα κάγκελα = railings
τα καλά χρόνια = good old days
τα καταφέρνω = pull through, hold one's own
τα κοπανάω = tipple
τα λέω καί τα ξαναλέω = go on and on
τα μάτια του τον κάρφωσαν = he got fixed by the stare
τα μύχια της καρδιάς = heart of hearts
τα ξαναλέγω = repeat, say again
τα ξαναφτιάχνω = make up (2)
τα οικονομώ = line one's pocket
τα πάντα = everything
τα παρατώ = give up the ghost
τα παω = fare
τα πάω καλά με = get on with
τα πάω καλά με = get along with
τα πάω καλά με τον καθηγητή μ = I get on well with my teacher
τα περιεχόμενα = contents
τα πνευματικά δικαιώματα = copyright
τα προς το ζην = livelihood
τα ρηχά = shallows
τα ρίχνω όλα έξω = let one's hair down
τα σκάω μαζί = run away with
τα σκάω με = make off with, run off with
τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια = dodgem cars
τα συνδικάτα = trade unions
τα τελευταία δύο χρόνια = for the last two years
τα τίναξε = he popped his clogs, he kicked the bucket
τα υπάρχοντα = possessions
τα υπέρ καί τα κατά = pros and cons, pros and the cons
τα φώτα της ΔΕΗ = street lights
τα χαλάω με = break up
τα χαράματα = at the crack of dawn
τα Χριστούγεννα = at Christmas
ταβάνι = ceiling
τάβλι = backgammon
ταγάρι = peasant's knapsack, animal's foodbag
ταγγιάζω = go rancid
ταγγός = rancid
ταγκό = tango
ταγκός = rancid
τάγμα = battalion
ταγματάρχης = major
τάζω = vow
ταΐζω = feed
ταινία = tape, movie, band, film
ταινία που σπάει τα ταμεία = blockbuster
ταινία τρόμου = horror film
ταίρι = peer, partner, mate
ταιριάζω = to fit in with, fit in, match, go with
ταιριάζω με = suit
ταιριάζω σε μέγεθος = fit
ταιριαστά = appropriately
ταιριαστός = apposite, applicable
τάισμα = feeding
τάισμα με μπιμπερό = bottle-feedίng
τακάκι = brake block
τάκλινγκ = tackling
τάκο = taco
τακούνι = heel
τακτικά = regularly
τακτική = tactics
τακτικός = regular
τακτικότητα = regularity
τακτοποίηση = arrangement
τακτοποιούμαι = settle into, settle down
τακτοποιώ = sort out, arrange, sort, tidy, deal with
ταλαιπορημένος = harassed
ταλαιπορώ = bedevil, harass, ply with
ταλαιπωρία = trouble, discomfort
ταλαιπωρώ = afflict
ταλαντεύομαι = sway, fluctuate, wobble, totter
ταλαντευόμενος = ambivalent
ταλάντευση του σώματος = postural sway
ταλαντούχος = promising, talented
ταλαντώνομαι = oscillate
ταλέντο = genius for, aptitude
ταλεντούχος = talented
τάματα = vows
ταμείο = till, repository, ticket office
ταμένος = vowed
Ταμερλάνος = Tamburline
ταμίας = treasurer, cashier, ticket clerk
ταμπέλα = sign, hoarding
ταμπεραμέντο = temperament
ταμπλό = dial, dashboard
ταμπλό διαφημίσεων = hoarding
ταμπλώ = dashboard
ταμπόν = tampon
ταμπούρλo = drum
ταμπουρλό = drum
ταναλια = tongs
τανκς = tank
τάξη = class, taxon
ταξί = cab, taxi
ταξιαρχία = brigade
ταξίαρχος = brigadier
ταξιδάκι = trip
ταξιδευτής καθημερινός = commuter
ταξιδεύω = travel, journey
ταξιδεύω στο χρόνο = travel through time
ταξίδι = journey, tour
ταξιδιώτης = traveller
ταξιδιωτική επιταγή = traveller’s cheque, traveller's cheque
ταξιδιωτικό πρακτορείο = travel agency
ταξιθέτης = usher
ταξιθέτρια = usher
ταξινόμηση = classification
ταξινομώ = assort, put in order, tabulate, classify
ταξιτζής = taxi driver, cab driver
ταξονομία = taxonomy
τάξος = yew tree
ταπεινός = abject, humble, self-effacing
ταπεινοφροσύνη = humility, modesty
ταπεινωμένος = humiliated
ταπεινώνομαι = lose face, be humiliated
ταπεινώνω = abase, lower, make humble
ταπείνωση = humiliation, ignominy
ταπεινωτικός = humiliating
ταπειώνω = humiliate
τάπες = spikes, atuds
ταπετσαρία = wallpaper
τάπητας τοίχου = tapestry
ταραγμένος = upset, agitated, choppy
ταράζομαι = get upset
ταράζω = shake, shook, shaken, roil, churn
ταρακουνώ το σπίτι = rock the house
ταραμάς = roe
ταραξίας = rioter, troublemaker
ταράσσομαι = fret
ταράτσα = roof, terrace
ταραχές = rioting
ταραχή = trepidation, riot, frenzy, apprehension, fuss
ταραχώδης = rowdy
ταρίφα = tariff
ταριχεύω = embalm, mummify
ταρσικός = tarsal
ταρσός = tarsus
τάρτα = tart
ταρώ = tarot
τασάκι = ashtray
τάση = tendency, potential, trend, inclination
τάτσι μίτσι κότσι = hand in glove, as thick as thieves
Ταϋλάνδη = Thailand
ταυρίνη = taurine
ταυροκαθάψια = acrobatics
ταυρομαχία = bullfight
ταυρομάχος = matador
Ταύρος = Taurus
ταύρος = bull
ταυρότραγος = elk
ταυτίζομαι με το ρόλο = look the part
ταυτίζω = identify
ταυτίση = identification
ταυτολογία = tautology
ταυτότητα = identity, identity card, identification
ταυτόχρονα = at the same time, simultaneously, concurrently
ταυτόχρονος = simultaneous
ταφή = burial
ταφόπετρα = gravestone
τάφος = tomb, grave
τάφρος = ditch, dike, fosse
τάχα = supposedly
ταχυδακτυλουργία = sleight of hand
ταχυδακτυλουργός = illusionist
ταχυδαχτυλουργία = sleight of hand
ταχυδρομείο = mail
ταχυδρομική άμαξα = post carriage
ταχυδρομική επιταγή = postal order
ταχυδρομική σφραγίδα = postage stamp
ταχυδρομικό κουτί = postbox
ταχυδρομικός = postal
ταχυδρομικώς = by post
ταχυδρόμος = postman, mailman
ταχυδρομώ = post, mail
ταχύμετρο = tachymeter
ταχύπλοο ιστιοφόρο = speedboat
ταχύτητα = gear, speed, velocity
τεζάρω = stretch, die
τεθλιμμένο άτομο που = bereaved person
τείνω να = have a tendency to, tend to, be inclined to
τεκμηριωμένα = factually
τεκμηριώνω = substantiate
τεκμηρίωση = justification
τεκνατζού = woman who has a toy boy
τέκτονας = freemason
τεκτονική πλάκα = tectonic plate
τελαμώνας = sash
τέλεια = perfectly
τελειοποίηση = perfection
τελειοποιώ = perfect
τέλειος = complete in, perfect
τελείωμα = completion
τελειωμένος = completed
τελειώνω = break up, be through, conclude, end, finish
τελείωνω = dry up
τελείωνω στo πι και φι = make short work of
τελειώνω το σχολείο = leave school
τελειώνω το σχολείο πρόωρα = drop out
τελείως = absolutely, purely
τελείως διαφορετικός = antipode
τελείωσαν όλα = the game is up
τελείωσε = over
τέλεξ = telex
τελεσίγραγο = ultimatum
τελετάρχης = seneschal
τελετή = ceremony
τελετουργικός = ceremonial
τελευταία μέρα της Αποκριάς = Shrove Tuesday
τελευταία προθεσμία = deadline
τελευταίος = latter, last
τελεφερίκ = cable car, ski lift
τελιή φάση = endgame
τελικά = finally, in the end, eventually, ultimately
τελική ανάλυση = bottom line
τελική αναμέτρηση = final encounter, showdown
τελικός = final, ultimate
τελικός σταθμός = terminal, terminus
τέλος = end, finish, conclusion, demise
τέλος πάντων = at all events, at any rate
τελωνειακός = customs officer
τελωνείο = customs
τελώνιο = genie, demon
τεμαχίδιο ξύλου = woodchip
τεμαχίζω = dissect, chop
τέμενος = place of worship
τέμνω = intercept
τέμνω σταυροειδώς = criss-cross
τεμπέλης = idle, lazy, loafer
τεμπέλικα = lazily
τένις = tennis
τενόρος = tenor
τέντα = awning
τέντα του τσίρκου = big top
τέντονας = tendon
τέντωμα = stretching
τεντωμένος = taut, stretched, tense
τεντώνομαι = stretch
τεντώνω = strain, stretch
τεντώνω τα αυτιά = prick up one's ears
τεντώνω τα νεύρα = make tempers fray
τέρας = monster
τεράστια = vastly
τεράστιος = immense, huge, vast, massive, prodigious
τερατώδης = grotesque
τερεκότρυγγας = Terek sandpiper
τερετίζω = twitter
τερηδόνα = tooth decay, caries
τεριέ = terier, terrier
τέρμα = terminus
τερματικό αεροδρομίου = terminal
τερματισμός = finish, demise
τερματοφύλακας = goalkeeper
τέρμινθος = turmeric
τερμίτης = termite
τερπνός = agreeable, delightful
τέρψη = gusto
τεσσαρακοστός = fortieth
τέσσερα = four
τέσσερις = four
τεστοστερόνη = testosterone
τεταμένος = strained
τέτανο = lockjaw
Τετάρτη = Wednesday
τέταρτο = quarter
τέταρτος = fourth
τέτοιος = such
τετραγωνική ρίζα = square root
τετραγωνικός = foursquare
τετράγωνο = square
τετράγωνο {πόλης} = block
τετράδιο = exercise book
τετράδιο σχεδίου = sketch book
τετράδυμα = quadruplets
τετράεδρικος = tetrahedral
τετρακίνητος = four wheel drive
τετραπέρατος = cute, astute, shrewd, wily
τετραπλασιάζω = quadruple
τετραπλός = fourfold
τετράπορτος = four door
τετριμμέμνος = trite, commonplace, crumbled
τετριμμένος = mundane, trite
τεύτλο = beet
τευτονικός = Teutonic
τεύχος = issue, edition
τέφρα = cinders
τεφροειδής = ashen
τεφρώδης = ashy
τέχνασμα = artifice, device
τέχνη = art, skill
τέχνη της καλής εντύπωσης = window dressing
τεχνητά = artificially
τεχνητή αναπνοή = artificial respiration
τεχνητή γονιμοποίηση = artificial insemination, in vitro fertilisation
τεχνητή νοημοσύνη = artificial intelligence
τεχνητό μέλος = prosthetic device
τεχνητός = artificial
τεχνικά = technically
τεχνική = technique
τεχνική προώθησης = promotional technique
τεχνικός =
τεχνικός εργαστηρίου = laboratory technician
τεχνίτης = craftsman, tradesman, artisan
τεχνοκρατία = technocracy
τεχνολογία = technology
τεχνολογικός = technological
τεχνούργημα = artifact
τζαζ = jazz
τζάκι = fireplace
τζάκποτ = jackpot
τζαμί = mosque
τζάμι = glass
τζαναμπέτης = grouch, grouser, moaner
τζαναμπετιά = grouchiness, crabiness
τζηπ = jeep
τζίβα θαλάσσια = eel grass
τζιν = denim, jeans, a pair of jeans
τζιν μπουφάν = denim jacket
τζίνι = genie
τζιπ = jeep
τζίπ = jeep
τζιράρω = have a turnover of
τζίρος = turnover
τζίτζικας = cicada
τζίφος = flash in the pan
τζίφος η δουλειά = work is down the drain
τζόγος = gambling
τζόκεϊ = jockey
τζούντο = judo
τη βρίσκω = I like it, I dig it, cool
τη χαρίζω = let off
τήβεννος = robe
τηγάνι = frying pan
τηγανίζω = fry
τηγανίτα = pancake
τηγανιτές πατάτες = French fries, chips
τηγανιτός = fried
τηλεγράφημα = telegram
τηλεγραφόξυλο = beanpole
τηλέγραφος = telegraph
τηλεθεατής = viewer
τηλεκατευθυνόμενο βλήμα = guided missile
τηλεκατευθυνόμενος = remote controlled
τηλεοπτική κάλυψη = television coverage
τηλεοπτικό στούντιο = television studio
τηλεοπτικός = televisual
τηλεόραση = television
τηλεπάθεια = mind-reading
τηλεπαιχνίδι = game show
τηλεπεξεργασία = teleprocessing
τηλεπικοινωνία = telecommunication
τηλεσκόπιο = telescope
τηλέτυπο = telewriter
τηλεφονικός θάλαμος = telephone booth
τηλεφώνησα στο νοσοκομείο = I rang up the hospital
τηλεφωνικός κατάλογος = directory, telephone directory
τηλέφωνο = telephone
τηλέφωνο του αυτοκινήτου = car phone
τηλεφωνώ = telephone, ring up, call, ring
τηλεχειριστήριο = remote control
την άλλη μέρα = the other day
την αυγή = at dawn
την γάμησα = I had it off with her
την Δευτέρα το πρωί = on Monday morning
την έβαψες = you've had it
την έχει βάψει = his goose is cooked
την ημέρα = by day
την κοπανάω = run away
την μεθεπόμενη εβδομάδα = the week after next
την νύχτα = by night
την οποίαν = whom
την Παρασκευή = on Friday
την περασμένη εβδομάδα = last week
την περνώ ζεύκι = live on the fat of the land
την πήδησα = I had it off with her
την προηγούμενη εβδομάδα = the week before
την τελευταία στιγμή = the very last minute, at the eleventh hour
τήξη μεταλλεύματος = smelting
τηρώ = observe
τηρώ μυστικότητα = keep secret
της = her
της αρέσκειας μου = to my liking
της κούτας = brand new
της μόδας = trendy, in fashion, fashionable
της νύφης = bridal
της παλίρροιας = tidal
της πρύμνης = aft
της τελευταίας στιγμής = last minute
της τριβής = frictional
της] = own
τι = what
τί = what
τι γίνεται = how are things?
τι έχω = give one's eyeteeth
τι κρίμα = what a pity
τί συμβαίνει εδώ = what is going on here ?
τί ώρα είναι = what time is it? What's the t
τί ωφελεί να = what's the point of
τίγγα = tench
τίγρης = tiger
τιθασεύω = tame, domesticate
τικ = tick
τιμαλφή = possessions
τιμαλφής = precious, valuable
τιμάριο = feud, fief, fee
τιμές συναλλάγματος = currency rates
τιμές συναλλάγματος = currency rates
τιμή = price, value, rate
τιμή ευκαιρίας = bargain
τιμή κατανομής = attrition rate
τιμή συναλλάγματος = exchange rate
τίμημα = forfeit
τιμητικός = honorary
τίμια μεταχείριση = square deal
τίμιος = honest, upright, on the level, reputable
τιμοκατάλογος = menu
τιμοκρατία = timocracy
τιμολόγιο = tariff, price list
τιμόνι = helm
τιμόνι {αυτοκινήτου} = steering wheel
τιμόνι {ποδηλάτου} = handlebars
τιμόνι ποδηλάτου = handlebar
τιμώ = honour, do credit
τιμώ δέοντως = pay all due reverence to
τιμώ τη μνήμη = commemorate
τιμωρητικός = punitive
τιμωρία = punishment
τιμωρώ = punish, chasten, castigate
τίναγμα = jerking
τινάζεται προς το πάνω = surges up
τινάζομαι = flop
τινάζω ελαφρά = flick
τίνκα = tench
τίνος = whose
τίποτα = nothing, anything
τίποτα άλλο από = mere
τιράντες = braces
τιρμπουσόν = corkscrew
τις καλύτερες ευχές = best wishes
τιτανικός = titanic
τιτάνιος = titanium
τιτιβίζω = chirp
τιτίβισμα = chirping
τίτλος = title, appellation
τιτλοφορώ = entitle
τμήμα = section, segment, compartment
τμήμα εκτάκτων περιστατικών = casualty department
το = the
το αίμα νερό δεν γίνεται = blood is thicker than water
το άκρον άωτον = acme, the last word in, the ultimate
το αμμώδες έδαφος = sandy ground
το βάζω στα πόδια = clear off, run away, take to one's heels
το βερό όρμησε στο κενό = th water poured into the gap
το βίντεο = video recorder
το βουλώνω = hold one's tongue
το βραδινό = dinner
το γοργόν και χάριν έχει = there's no time like the present
το δειλινό = at sunset
το δεύτερο ήμισυ = the second half, the latter half
το δεύτερο ημισύ του έτους = the latter half of the year
το δεύτερο ημισύ του χρόνου = the latter half of the year
το δικό του = its
το δίχως άλλο = without fail
το εαυτό του = itself
το εαυτό του . αυτό το ίδιο = itself
το εαυτό του / αυτό το ίδιο = itself
το ελάχιστον = least
το ελπίζω = I hope so
το εξωτερικό μέρος = exterior
το έργο είναι τρομαχτικό = the film is terrifying
το έργο είναι φοβιστικό = the film is frightening
το έργο τελματώθηκε = work came to a standstill
το έρεισμα = support, prop
το έριο = wool
το έτερο μου ήμισυ = my better half
το εύσημο = certificate of merit
το έχω βάλει στη καρδιά μου = set one΄s heart on
το έχω μεράκι = set one΄s heart on
το έχω παραγγείλει = on order
το καβάκι = poplar
το καθιστώ σαφές = make it plain
το κάρδαμο = cress
το καταλαβαίνω = take it in
το κόλπο είναι να = the trick is to
το κοπανάω = drink, knock it back
το κρόσσι = tassel, fringe
το κύριο μέρος = bulk
το κύριο πιάτο = main course
το μεσημεριανό = lunch
το μούχρωμα = dusk
το να αποφεύγει κανείς = avoiding
το να δείς τα αξιοθέατα = sightseeing
το να είναι άβολο = discomfort
το να είναι διαθέσιμο = being available
το να είναι δίκαιο = being just, being right
το να είναι ευανάγνωστο = being readable
το να είναι κανείς μέλος = being a member
το να ελπίζει κανείς = hoping
το να έχει τις αισθήσεις του = consciousness
το να κάνω οτοστόπ = hitchhiking
το να κάνω τον μπείμπι σίτερ = babysitting
το να κυνηγάς λαθραία = poaching
το να παραδέχεται κανείς = admitting
το να σημαδεύει κανείς = aiming
το να στέκεται κανείς σε σειρ = queuing
το να συμβουλεύει κανείς = advising
το να ψεύδεται κανείς = lying
το νερό όρμησε στο κενό = water rushed into the gap
το οποίο = which
το παν = all
το παρακάνω = overdo it
το Πάσχα = at Easter
το παω στοίχημα = bet
το πέλος = nap
το περασμένο μήνα = last month
το πήρε πρέφα = he caught wind of
το Πιστεύω = the Creed
το πνεύμα του νόμου = the spirit of the law
το πόστο = the post
το πούλι = draught, piece in backgammon
το πρωινό = breakfast
το ρίχνω έξω = let oneself go
το ρίχνω σε = indulge in
το Σαββατοκύριακο = at the weekend
το σανιδώνω = go flat out
το σήμα της εκκίνησης δίνεται = the gun goes off
το σκάω = run away
το σκέφτομαι = think over
το σκι = skiing
το σκόρδο μού φέρνει αναγούλα = garlic turns my stomach
το στίφωμα = hem
το σύμβολο & = ampersand
το σύμβολο ~ = tilde
το σφρίγος της νιότης = sap of youth
το τραίνο με τα φαντάσματα = ghost train
το τρενάκι {στο λούνα-παρκ} = big dipper
το τύμπανο εγκοπής = shearer drum
το ύφασμα δεν είναι ανεξίτηλo = the material is not colourfast
το φιλί ζωής = mouth-to-mouth
το φόντο = background
το φτερό = wing
το φτιασίδι = make-up, cosmetic
το χάφτω = take in
το ψαλίδι είναι = the scissors are
τοις εκατόν = percent
τοιχογραφία = fresco
τοιχογραφίες = frescoes
τοίχος = wall
τοίχος αντιστήριξης = retaining wall
τοκ-σόου = talk show
τόκα = toque
τοκετός = parturition
τοκογλύφος = usurer, moneylender
τόκοι = interest rates
τόκος = interest
τόλμη = boldness, daring
τόλμημα = daring, bold
τολμηρός = adventurous, gritty, enterprising, plucky
τολμώ = venture
τολύπη = puff
τομέας = field, realm
τομή = section
τόμπολα = raffle
τον = him
τον ζώσουν τα φίδια = be worried
τον βγάλανε λάδι = he was acquitted
τον έθαψαν = he was buried
τον οποίον = whom
τον πάτησε ένα αυτοκίνητο = he was knocked down by a car
τον πήραν στο ψιλό = they made fun of him, they pulled his leg
τον σχόλασαν = he was made redundant
τονίζω = accentuate, stress, highlight, show off
τονικός = accentual
τόνος = ton, accent, stress, tone, tunny
τόνος επιλογής = dial tone
τονώνω πάλι = reinvigorate
τονωτικός = tonic, bracing, invigorating
τοξικός = toxic
τόξο = bow, arc
τοξοβολία = archery
Τοξότης = Sagittarius
τοξότης = archer
τοξωτό παράθυρο με καθίσματα = bow window
τοπικά = locally
τοπικό αναισθητικό = local anaesthetic
τοπικός = local
τοπίο = landscape, scenery, scene
τοπογράφος = surveyor
τοποθ = set
τοποθεσία = position, location
τοποθετείται = is set
τοποθέτηση = placement, placing
τοποθετώ = place, put, set, position, fit, set up, install
τοποθετώ σε φάκελλο = file
τοποθετώ σε φάκελο = file
τοποθετώ χάμω = lay
τοπολογία = topology
τόπος = site, place, locus
τόπος αναπαραγωγής = breeding ground
τόπος ατυχήματος = scene of the accident
τόπος γεννήσεως = place of birth, birthplace
τορνευτής = turner
τόρνος = lathe
τορπιλάκατος = torpedo boat
τορπίλη = torpedo
τορπιλικό = destroyer
τορπίλλη = torpedo
τόσο = so
τόσο .... όσο = both ... and
τόσο καλός όσο = as good as
τόσο το χειρότερο = too bad
τοσοδούλης = tiny
τοσοδούλικος = teeny-weeny
τόσος = such
τοστ = toast
τότε = then
του = his
του βγάλανε λάδι = they drove him hard
του γλυκού νερού = fresh water
του γούστου μου = to my liking
του έδωσαν πρόστιμο = he was fined
του έχει στρίψει = he is off his rocker
του Κονγκρέσου = congessional
του ξύλου = woody
του οποίου = whose
του παρελθόντος = bygone
του προσώπου = facial
του χειρότερου είδους = of the worst kind
τουαλέτα = toilet, dressing table, loo
τουαλέττα = restroom
τούβλο = brick, dunce
τουλάχιστον = at least
τουλίπα = tulip
τούμπα = somersault
τουμπανόξυλο = drumstick
τούνδρα = tundra
τούνελ = tunnel
τουρισμός = tourism
τουρίστας = tourist
τουριστικό αξιοθέατο = tourist attraction
τουριστικός = tourist
Τουρκία = Turkey
Τούρκος = Turkish
τούρλα = hillock
τουρλίδα = curlew
τούρνα = pike
τουρνέ = tournament
τουρνουά = tournament
τουρσί = pickle, pickled
τούρτα με αμύγδαλα = frangipani
τουρτουρίζω = shiver
τους έκοψε λόρδα = starving
τους οποίους = whom
τουτουρίζω = shiver
τούφα = wisp
τουφέκι = rifle, musket
τραβέρσα = cros beam, crosbar
τράβηγμα = pull, tug, yank
τραβηγμένος από = drawn by α horse
τράβηξα = drew
τραβιέμαι = be drawn, be pulled
τραβιέμαι από τον πόνο = flinch
τραβώ = appeal to, draw, appeal, pull, attract, lug
τραβώ κλήρους = draw lots
τραβώ μοχλό = pull a lever
τραβώ όπλο = pull out a gun
τραβώ το καζανάκι = flush
τραβώ το κόσμο = pull in the crowds
τραγανιστός = crisp
τραγελαφικός = monstrous, grotesque
τραγιάσκα = cap
τραγικά = tragically
τραγικός = tragic
τράγος = billy goat
τραγούδι = song
τραγουδιστής = singer
τραγουδιστής όπερας = opera singer
τραγουδίστρια = singer
τραγουδώ = sing
τραγουδώ σε χαμηλό τόνο = croon
τραγουδώ στο δρόμο για λεφτά = busk
τραγωδία = tragedy
τραίνο [στο λούνα παρκ] = rollercoaster
τραίνο κατ'ευθείαν προς = direct train
τραίνο κατ’ευθείαν προς = a through train
τρακάρω = collide with, crash into, drive into
τρακτέρ = tractor
τραμ = tram
τραμπάλα = seesaw
τραμπούκος = henchman, gorilla, bouncer
τρανζίστορ = transistor
τρανό παράδειγμα = pointed example
τρανοληστόγλαρος = great skua
τρανολιμνοδρόμος = long billed dowitcher
τρανομουγκάνα = bittern
τρανόμυχος = great shearwater
τρανσιστοράκι = transistor radio
τράνταγμα = jerking, jerk
τραντάζει = it jolts you
τραντάζω = rattle, jolt
τρανταχτός = resounding, booming
τράπεζα = bank
τράπεζα εγγυήσεως = accepting house
τραπεζάκι = coffee table
τραπεζαρία = dining-room
τραπεζαρία στο στρατό = mess
τραπέζι = table
τραπεζική = banking
τραπέζιο = trapeze
τραπεζίτης = banker, molar
τραπεζοειδής = trapezoid
τραπεζοειδής πέτρινη επιφάνει = mesa
τραπεζοκόμος = waiter
τράπουλα = pack, deck of cards
τράτα = trawler
τράτο = margin, elbow room
τράτο κερδους = profit margin
τραυλίζω = stutter, stammer, gibber
τραυλίζω από ταραχή = splutter
τραυλισμός = lisp
τραυλός = stutterer
τραύμα = wound
τραύμα στο πρόσωπο = facial injury
τραυματίζομαι σοβαρά = be seriously injured
τραυματίζω = hurt, wound
τραυματικός = traumatic
τραυματισμένος = wounded
τραυματισμός = wound, wounding
τραχεία = trachea, windpipe
τράχηλος = throat and neck
τραχιλιά = bib, scrag, opening of a shirt
τραχύς = abrasive, rough, gruff, husky, harsh
τραχύτητα = roughness
τράχωμα = trachoma
τρείς = three
τρείς και ο κούκος = very few people
τρείς φορές = thrice, three times
τρεκλίζω = totter
τρελά = crazily
τρέλα = craze, madness, fad
τρελαίνομαι = lose one's marbles
τρέλες = frolic
τρελός = mad, crazy
τρελός για δέσιμο = stark raving mad
τρελός για σπορ = sports-mad
τρελούτσικος = crazy
τρεμάμενος = flickering
τρεμοπαίζω = flicker
τρεμούλα = trepidation
τρεμουλιάζω = quiver
τρεμούλιασμα = tremor, trembling, shivering
τρεμοφέγγω = shimmer
τρέμω = flicker, shiver, quaver, quiver, tremble
τρένο = train
τρέξιμο = running
τρέπομαι σε άτακτη φυγή = stampede
τρέφω = sustain, nourish, nurture
τρέφω ελπίδες = entertain hopes
τρέχιμο = running
τρεχόμενος = running
τρέχω = run, rush, speed, dash
τρέχω απότομα = dart
τρέχω γρηγορότερα = outrun
τρέχω μικρές αποστάσεις = sprint
τρήμα = foramen
τρία = three
τριάδα = trinity, trio
τριαδικός = triadic
τρίαινα = trident
τριάντα = thirty
τριαντάφυλλο = rose
τριαξιονικότητα των τάσεων = stress triaxiality
τριβελίζω = drill, pester
τριβή = abrasion, friction, attrition
τρίβω = abrade, scrub, scour, rub, grate
τρίγονο = triangle
τριγυρίζω = wander
τριγωνέλλα = fenugreek
τριγωνομέτρηση = triangulation
τρίδυμα = triplets
τριζάτος = squeaky
τριζάτος = creaky
τριζοβολώ = crackle
τριζόνι = cricket
τρίζω = creak, grind, stridulate, chatter
τρικ = tricks, trick
τρικλίζω = stagger, stumble
τρικυμία = storm, tempest
τρικυμιώδης θάλασσα = heavy sea
τρίλια = trill
τριλογία = trilogy
τριμηναίος = quarterly
τρίμηνο = term
τριμμένος = tatty
τρίξιμο = groan, crackle, grinding
τριπλάνο = triplane
τριπλασιάζω = treble
τριπλός = treble
τρίποδας = tripod
τριποδίζω = trot
τριπτικός = abrasive
τρισδιάστατο = three dimensional, 3D
τριτεγγύηση = guaranty
Τρίτη = Tuesday
τρίτος = third
Τρίτος Κόσμος = Third World
τρίφτης = grater
τριφύλλι = clover
τρίχα = hair, bristle
τρίχες = hairs
τριχοειδές αιμοφόρο αγγείο = capillary
τριχοφάγος = alopecia
τριχοφυία = hair growth
τρίχωμα = an animal's coat, fur
τριχωτός = hairy
τρομαγμένος = scared, frightened
τρομάζω = alarm, frighten, scare, petrify
τρομακτικός = appalling, fearsome, scary, terrifying
τρομερά = terrifyingly, terrbly, formidably
τρομερός = terrible, frightful, dire
τρομοκράτης = terrorist
τρομοκρατία = terrorism
τρομοκρατικός = eerie
τρομοκρατώ και τρέπω σε φυγή = frighten off
τρομοκρατώ και τρέπω σε φυγή = frighten away
τρόμος = fright, dismay, consternation, terror
τρόμπα = pump
τρομπέτα = trumpet
τρόπαιο = trophy
τροπαίουλο = nasturtium
τροπικό δάσος = rainforest
τροπικός = tropical
τρόποι = ways
τροπολογία = amendment
τροποποίηση = alteration
τροποποιουμένος = modified
τροποποιώ = alter, amend, modify
τρόπος = way, manner
τρόπος αποθήκευσης δεδομένων = format
τρόπος δράσης = course of action
τρόπος ζωής = way of life, lifestyle
τρόπος του λέγειν = way of speaking
τροπόσφαιρα = troposphere
τρούλος = dome, cupola
τρούφα = truffle
τροφαντός = plump, corpulent
τροφή = food, nourishment
τροφική αλυσίδα = food chain, food web
τροφικός = alimentary
τρόφιμα = provisions
τρόφιμος = inmate
τροφοδοσία = catering
τροφοδότης = caterer
τροφοδοτώ = cater for, fuel, feed
τροχαία = traffic police
τροχαλία = pulley
τροχιά = orbit
τροχίλια = trochlea
τροχοδρόμηση = taxiing
τροχοδρομώ = taxi
τροχοί = undercarriage
τροχονόμος = traffic warden
τροχοπέδη = brake pedal
τροχοπεδώ = brake
τροχός = wheel, drill
τροχός νερόμυλου = millwheel
τροχόσπιτο = caravan
τρυγγίτης = buff breasted sandpiper
τρύγημα = vintage
τρυγόνα = turtle dove
τρύγος = harvest
τρύπα = hole, vent
τρύπα στο λάστιχο = puncture
τρυπάνι = drill, auger
τρυπανοσωμίαση = sleeping sickness
τρυπημένηο λάστιχο = flat tyre
τρυποφράχτης = wren
τρυπώ = prick, drill
τρυπώ με τρυπητήρι = punch a hole
τρυφερός = tender, fond, caring
τρυφερότητα = affection
τρυφηλός = luxurious, comfortable
τρώγλη = den
τρωκτικά = rodents
τρωκτικό = rodent
τρωτός = vulerable
τρωτότητα = vulnerability
τρώω = eat, ingest
τρώω άπληστα = eat like a pig
τρώω έξω = eat out
τρώω κάποιο στο καντάρι = give short change
τρώω κάποιο στο καντάρι = short change
τρώω κάτι τραγανιστό = munch
τρώω λαίμαργα = gorge on
τρώω σα γουρούνι = gorge oneself
τρώω τα νύχια μου = bite one's nails
τρώω το περίδρομο = eat a bellyful
τσαγκάρης = cobbler, shoemaker
τσάι = tea
τσακάλι = jackal
τσακισμένος = shattered, overwhelmed
τσαλάκα = crease
τσαλακώνω = crumple
τσαλαπατώ = trample, tread
τσάμπα = free
τσαμπί = bunch
τσάντα = bag
τσάντα χεριού = handbag
τσαντάκης = handbag snatcher
τσάπα = spade
τσαπατσούλης = sloppy
τσαπατσούλικα = sloppily
τσαρλατάνος = quackish
τσάρος = tsar
τσάτνυ = mango chutney
τσάφι = hoar frost
τσεκάρω τις αποσκευές = check in
τσεκούρι = axe, ax
τσεκουριά = chop
τσεκούρια = axes
τσέλο = cello
τσεμπέρι = headscarf
τσέπη = pocket
τσέρυ = sherry
τσεχικά = Czech
Τσέχος = Czech
τσιγαρίζω = sizzle
τσιγαριλίκι = joint
τσιγάρο = cigarette, fag
τσιγγέλι = hook, crotchet
τσιγγουνεύομαι = begrudge, skimp
τσιγγούνης = mean, stingy, miserly
τσιγκλώ = poke
τσιγκουνεύομαι = stint, skimp, be stingy
τσιγκούνης = mean, niggard, skinny
τσιγκουνιά = avarice
τσικάλι = pot
τσικλιτάρα = woodpecker
τσικνόπαπια = tufted duck
τσιλιαδόρος = lookout
τσιλιμπουρδώ = gambol, frisk
τσιμεντένιος = cocnrete
τσιμέντο = cocnrete, cement
τσιμεντόλιθος = cement block
τσίμπημα = pich, bite
τσιμπίδα = tongs
τσιμπιδάκι = hairpin, hairslide
τσιμπιμένος = taken by
τσίμπλα = sleep
τσιμπολόγημα = nibble
τσιμπώ = sting, stung, pinch, nip
τσιμπώ κάτι = have a bite to eat
τσιμώ = pinch, sting
τσίνορο = eyelash
τσιπ = chip
τσιπς = crisps
τσιράκι = chip off the old block, collaborator, underling
τσίρκο = circus
τσίρος = dried mackerel
τσίτα = cheetah
τσίτσιδος = naked
τσιτσιρίζω = sizzle
τσιτώνω = prick
τσιφλικάς = squire
τσίφτης = black kite
τσογλάνι = bugger, bastard, son of a bit
τσόκαρο = clog
τσόντα = porn
τσουβαλιάζω = bundle
τσουκνίδα = nettle
τσούλα = slut
τσουλήθρα = slide
τσουλούφι = wisp
τσούρμο = brood
τσουχτερός = crisp, bitterly
τσουχτερός άνεμος = cutting wind
τσόφλι = eggshell
τσόχα = felt
τύλιγμα = furl
τυλιγμένος = cocooned, coiled, wrapped
τυλίγω = furl, wrap, engulf, drape, roll up
τύμβος = grave, barrow
τυμβρωρυχία = grave robbing
τυμβρωρύχος = grave robber
τυμπανιστής = drummer
τύμπανο = drum, eardrum
τυπικά = typically, pro forma
τυπικός = typical
τυπικότητα = formality
τυπογραφείο = printing plant
τυπογραφικό λάθος = misprint
τυπογράφος = printer
τύποις = as a matter of form
τυποποιημένος = standardised
τυποποίηση = standardisation, standardising
τυποποιώ = standardise
τύπος = fellow, version, sort, formula, guy
τύπτω = prick one's conscience
τυπωμένος = printed
τυπώνω = print
τυραννία = tyranny
τυραννικός = domineering
τυρί = cheese
τυρμπουσόν = corkscrew
τυρόπιτα = cheese pie
τυροποιώ = curdle
τυρρανικός = despotic
τύρφη = peat
τυφλά = blindly
τυφλή οργή = blind rage
τυφλοπόντικας = mole
τυφλός = blind
τυφλώνω = dazzle
τύφλωση = blindness
τυφώδης πυρετός = typhoid
τυφώνας = typhoon, hurricane
τυχαία = at random, by accident, by chance
τυχαίνω να = happen to
τυχαίος = adventitious, accidental, haphazard
τυχερός = lucky, fortunate
τύχη = chance, luck, stroke of luck, fortunes
τύχηcaccidental = accident
τύψεις συνειδήσεως = pricks of conscience
τύψη = remorse, compunction
των μεσών βαρών = middleweight
των προαστίων = suburban
των στοιχείων της φύσης = elemental
τώρα = now, currently
τώρα μάλιστα = that's more like it
τωρινά = currently
τωρινός = current