Greek (Λλ) to English

λάβαρο = banner, flag
λάβετε θέση = get set
λαβή = grip
λαβίδα = tongs
λαβύρινθος = maze, labyrinth
λαβωμένος = wounded
λαβώνω = wound
λαγάνα = flatbread
λαγάνα = bannock
λαγαρός = limpid
λαγγόνα = pygmy cormorant
λαγκάδα = ravine, glen
λαγκάδι = gorge, ravine
λαγκαδιά = dingle, dell
λάγκερ = lager
λαγνεία = lust
λαγνός = lascivious, lewd, prurient
λαγοκέρασο = gooseberry
λαγοκοιμάμαι = nod off
λαγόνα = flank
λαγόπους = ptarmigan
λαγός = hare, pace maker, pace setter
λαγωνικό = greyhound
λάδι = oil
λαδομπογιά = oils
λάδωμα = bribery
λαδωτήρι = oil can
λαθεμένος = mistaken
λαθεύω = make a mistake
λάθος = false, fault, error, mistake, wrong, incorrect
λάθος αντίληψη = misconception
λάθος αντίλιψη = misconception
λάθος συμπεριφορά = misbehaviour
λαθρεμπόριο = smuggling
λαθρέμπορος = smuggler
λαθροκυνηγός = poacher
λαθροκυνηγώ = poach
λαική αγορά = street market
λαϊκή εφημερίδα = tabloid
λαϊκη παράδοση = lore
λαϊκιστής = populist
λαϊκό δικαστήριο = kangaroo court
λαϊκός = popular
λαίμαργα = ravenously
λαιμαργία = gluttony
λαίμαργος = greedy, gluttonous
λαιμητομός = guillotine
λαιμός = throat, neck
λαιμοτομής = guillotine
λακκάκι = dimple
λάκκος = pit
λακκούβα στο δρόμο = pothole
λακούβες = potholes
λακωνικός = terse
λάμα = blade, llama, lama
λαμβάνοντας όλα αυτά υπ' όψιν = all things considered
λαμβάνοντας υπ’όψιν = in view of
λαμβάνω = receive
λαμβάνω δυσμενή κριτική = to be panned
λαμβάνω μέρος σε = take part in
λαμβάνω μέτρα = take precautions, take steps to
λαμβάνω μέτρα κατά = take measures against
λαμβάνω το θάρρος = take the liberty to
λαμβάνω το θάρρος να = make bold, be so bold as to
λαμβάνω υπ'όψιν = make allowances for, consider, show consideration
λαμβάνω χώρα = take place
λαμβάνω ψήφους = poll
λαμβάνωντας υπ'όψιν = in view of
λάμνα = porbeagle
λάμπα = lamp
λαμπερά = brightly
λαμπερός = resplendent, bright, twinkling, brilliant
λαμποκοπώ = glisten
λαμπρά = brightly
λαμπροβούτι = black throated diver
λαμπρός = grand, glistening
λαμπυρίζω = glint, shimmer
λάμπω = shine, glisten
λάμπω με έντονο φως = glare
λάμψη = glow, twinkle, glare
λανθάνουσα θερμότητα = latent heat
λανθάνων = abeyant, latent
λανθάνων διαβήτης = masked diabetes
λανθασμένα = wrongly, erroneously
λανθασμένος = wrongly, mistaken, eroneous
λανολίνη = lanolin
λαντέρνα = barrel organ
λάνω έκκληση = plead for
λαξεμένος = hewn
λαξευτήρι = chisel
λαξευτής = sculptor
λαξεύω = carve, chisel, sculpt
λαογραφία = folk tales
λαογραφική παράδοση = folklore
λαός = people
λαοσύναξη = huge crowd of people
λάπαθο = dock
λάπατο = sorrel
λαπίνα = wrasse
λαρδί = lard
λάριξ = larch
λάρνακα = shrine, urn
λαρυγγικός = guttural
λασκάρω = loosen, slacken
λάσκος = loose, slack, lax
λάσο = lariat
λάσπη = mud, ooze, cement
λασποσκαλίδρα = dunlin
λασπότρυγγας = wood sandpiper
λασπώδης = muddy
λασπωμένος = muddy
λασπωτήρας = mudguard
λασπωτήρες = mudflaps
λαστιχένιος = rubber
λάστιχο = tyre
λατέρνα = barrel organ
λατινικός = roman
λατρεία = worship, adoration
λατρεύω = worship, adore
λαύρα = fervour
λάφυρα = loot, booty, freebooty
λαφυραγωγοί = looters
λαχανιάζω = pant, gasp
λαχανιασμένος = puffed out, out of breath
λαχανικό = vegetable
λάχανο = cabbage
λαχανοπώλης = greengrocer
λαχείο = lottery
λαχνός = raffle
λαχτάρα = craving, longing
λαχταρώ = long for, ache
λεiος = smooth
λεβάντα = aspic
λέβαντα = lavender
λεβιθόχορτο = mugwort
λεγεώνα = legion
λεζάντα = caption
λέηζερ = laser
λεηλασία = depredation
λεηλατής = looter
λεηλατώ = loot, plunder, freeboot, ransack
λεία = prey, smoothly, spoils
λειαίνω = abrade
λείμαξ = slug
λείος = smooth, sleek
λειοτριβημένη κιμωλία = whiting
λείπει = wanting
λείπω = be out
λειρί = crest
λειροφαλαρίδα = crested coot
λειτουργία = operation, function
λειτουργίες-γένη = generic functions
λειτουργικό βιβλίο = manual
λειτουργικός = operational, functional
λειτουργώ = operate, function
λειχήνες = lichen
λείψανα = remains, relics
λειψανοθήκη = reliquary
λεκάνη = basin
λεκές = stain
λεκιάζω = stain
λεκτικό ύφος = diction
λελέκι = stork
λεμβοδρομία = boatrace
λέμβος = skiff
λεμβοστάσιο = boathouse
λεμονάδα = lemonade
λεμόνι = lemon
λεμονιά = lemon tree
λεμφικός = lymphatic
λεμφοκύτταρο = lymphocyte
λέμφος = lymph
λέξεις = words
λέξη = word
λέξη γλωσσοδέτης = tongue twister
λέξη προς λέξη = verbatim
λεξικά = dictionaries
λεξικό = dictionary
λεξιλόγιο = vocabulary
λεονταρισμοί = swaggering, boasting, bravado, hectoring
λεονταρισμός = bluster
λεοπάρδαλη = leopard
λέπι = scale
λεπίδα = blade
λεπίδωση = lamination
λέπρα = leprosy
λεπτά = subtly
λεπτό = minute
λεπτό έντερο = small intestine
λεπτό θέμα = delicate matter
λεπτόκοκκος = fine grained
λεπτολόγος = scrupulous
λεπτομέρεια = detail
λεπτομερής = detailed, minute, elaborate, thorough
λεπτομέριες = details
λεπτομύτα = slender billed curlew
λεπτόνιο ταυ = tau particle
λεπτοραμφόκεπφος = guillemot
λεπτός = thin, delicate, flimsy, subtle, tenuous, slender
λεπτότητα = subtlety, delicacy
λερωμένος = dirty
λερώνω = defile, smirch
λεσβία = lesbian
λεστία = bream
λέσχη = club
λέσχη του γκολφ = golf club
Λετονία = Latvia
λευκά ρούχα = whites
λευκαντής = fuller
λευκαντικό = bleach
λευκές νύχτες = white nights
λεύκη = aspen
λευκή φυλή = white race
λευκό = white
λευκό μητρώο = clean record
λευκοπάθεια = albinism
λευκοπαθής = albino
λευκοπελαργός = white stork
λευκοπενία = leucopenia
λευκοπίνακας = whiteboard
λευκοπλάστης = plaster
λευκός = blank, white
λευκός θόρυβος = white noise
λευκός νάνος = white dwarf
λευκοτσικνιάς = little egret
λευκόχρυσος = platina
λευκποσκαλίδρα = sanderling
λεύκωμα = album
λεύκωμα γραμματοσήμων = stamp album
λεύκωμα φωτογράφων = photograph album
λευκωματίνη = albumin
λευχαιμία = leukaimia
λεφτά = money, loot
λεφτά για δωροδοκία = bribe
λεχθέντα = what was said
λεχώνα = woman in labour
λέω = tell, say
λέω αυτό που πιστεύω = speak one's mind
λεω κοφτά = snap
λεω το κατάλληλο πράγμα = hit the nail on the head
Λέων = Leo
λεωφορείο = bus
λεωφόρος = avenue
λήγω = expire
λήγω σε = end in
λήθη = oblivion
λημέρι = mountain fortress
λημέρι = den
λημέρια = haunts
λήμμα = lemma, entry
ληνός = wine press
λήξη = deadline, conclusion
λήξη του αγώνα = full time
λήξη χρόνου = time out
ληξιαρχείο = parish register
ληξιαρχείο = registry office
ληξιαρχική πράξη = registration
ληξίαρχος = registrar
ληξιπρόθεσμα γραμμάτια = mature bills
λησμονιά = oblivion
λησμονώ = lose sight of
ληστεία = mugging, robbery, heist
ληστεύω = hold up, rob
ληστεύω (στο δρόμο) = mug
ληστής = mugger, robber
λήψη = reception, receipt, receiving, taking
λιάζομαι = bask
λιανική πώληση = retailing
λιανικός = retail
λιβάδι = meadow
λιβάδια = meadows
λιβαδόκιρκος = Montagu's harrier
λιβαδοπέρδικα = partridge
λιβάνι = incense
λιβάνισμα = censing
λίβινγκ-ρουμ = living-room
λίβρα = pound
λίγα = few
λιγάκι = a bit
λίγες = few
λίγης σημασίας = of no consequence
λιγνάδα = slenderness, thinness
λιγνίτης = lignite
λιγνός = thin
λίγο = little, slightly, a touch of, a dash of
λίγο έλειψε να = he came within an ace of
λίγο λείπω να = come near to
λίγο ψυχρός = chilly
λίγοι = some, few
λιγόλογος = reticent
λιγομίλητος = reticent
λιγοστεύω = cut down on, cut down, make inroads into
λιγοστός = few, scanty, meagre
λιγότερα = fewer
λιγότερες = fewer
λιγότερης σημασίας = of lesser importance
λιγότεροι = fewer
λιγότεροι = fewer
λιγότερος = less
λιγουρεύω = covet
λιγούρης = broke, skint, penniless
Λιθινή Εποχή = Stone Age
λιθοβολώ = stone
λιθοδομή = stonework
λίθος = gemstone
λιθοστρώνω = pave
λιθόστρωτος = cobbled
Λιθουανία = Lithuania
λιθώνας = moraine
λικέρ με βάση αυγά = avocat
λικνίζομαι = sway
λικνίζω = rock
λίκνιση = libration
λίκνο = cradle
λιλά = lilac colour
λίμα = file
λιμάζω = be starving
λιμανι = harbour
λιμάνι = port, harbour
λιμάρης = big eater, glutton
λιμάρω = file, file down
λιμασμένα = ravenously
λιμασμένος = ravenous
λιμενικά τέλη = port rates, harbour dues
λιμνάζων = stagnant
λίμνη = lake, loch
λιμνούλα = pond, pool, puddle
λιμοκτονώ = starve
λιμός = famine
λιμουζίνα = limousine
λίμπιντο = libido
λίμπρα = pound
λινά παπούτσια = canvas shoe
λινάρι = flax
λινό = flax
λινό / σεντόνι = linen
λινός = made of flax, linen
λιοντάρι = lion
λιπαίνω = fertilise
λίπανση = lubrication
λιπαντικό = grease, lubricant
λιπαρά οξέα = fatty acids
λιπαρός = greasy
λιπασμα = fertilizer
λίπασμα = fertiliser, fertilizer
λιπάσματα = fertilisers
λιποθυμώ = faint, pass out, flake out
λίπος = fat
λιποτάκτης = renegade
λιπώδης ιστός = adipose tissue
λίρα = pound
λιρέτα = lira
λίστα = list
λίστα υποψηφίων = shortlist
λιτός = frugal, abstemious, terse
λιτότητα = frugality
λίτρο = litre
λιτταρίνη = periwinkle
λιχνίζω = winnow
λιχουδιά = delicacy, morsel
λιωμένος = molten
λιώνω = melt, grind, thaw
λοβός αυτιού = ear lobe
λογαριάζω = calculate
λογαριασμοί = bills
λογαριασμός = bill, account
λογαριασμός τηλέφωνου = phone bill
λογαριασμός τύπου κέλεφους = shell account
λογαριθμικός = logarithmic
λογάριθμοι = logarithms
λογάριθμος = logarithm
λόγια = words
λογικά = reasonably, sensibly
λογική = logic, sanity
λογικιστής = logician
λογικός = sensible, rational, reasonable, sane, logical
λόγιος = erudite, learned, scholarly
λογισμικό = software
λογισμός = calculus
λογιστής = accountant
λογιστική = accountancy, book-keeping
λογιστικός = logistic
λογοδίνομαι = plight one's troth
λογοδοτώ = account for
λογοκλοπή = plagiary
λογοκλόπος = plagiarist
λογοκρίνω = censor
λογοκρισία = censorship
λογοκριτής = censor
λογομαχία = argument, altercation, exchange
λογομαχώ = altercate
λογοπαίγνιο = play on words
λόγος = reason
λογοτεχνία = literature
λογοτεχνικός = literary
λόγου χάρη = for instance
λόγχη = spear
λογχοφόρος = lancer
λόγω = by reason of, because of, by dint of, owing to
λόγω του ότι = on the grounds that
λοιδορία = taunt, jeer, scoff, abuse
λοιδορώ = insult, lash, jeer, taunt scoff
λοιμώδης μονοπυρήνωση = glandular fever, infectious mononucleosis
λοίμωξη = infection
λοιπόν = well
λοκατζής = commando
λόμπι = lobby
Λονδίνο = London
λοξά = askance
λοξή κατανομή = skewed distribution
λοξοδρομώ = swerve, sidestep
λοξοκοιτάζω = squint
λοξός = awry, oblique
λοξότητα = obliquity
λόξυγγας = hiccup
λόρδος = lord
λόρδωση της σπονδυλικής στήλη = lordosis
λοστός = crowbar
λούβα = leprosy
λούζομαι = bathe
λουκάνικο = sausage
λουκέτο = padlock
λούκι = drain
λουκούμι = Turkish delight
λουλάκι = indigo
λουλουδάτος = floral
λουλουδένιος = floral, flowery
λουλούδι = flower
λούνα-παρκ = fairground, theme park
λούνα παρκ = funfair
Λουξεμβούργο = Luxemburg
λουρί = collar, lead
λουρίδα = strip
λουσάρω = adorn, embellish
λουσάτος = dressy, flashy, posh, foppish
λουστράρισμα = paintwork
λουστράρω = Polish, furbish
λουστρίνι = patent leather
λούστρο = polish, gloss
λουτρά = baths
λουτρό = bathroom, bath
λούτσα = puddle
λούτσος = barracuda, pike
λουφάζω = skulk, cower, keep mum
λουφές = spoils, profits, bribe, sinecure
λοφίο = plume
λοφίο = crest, aigrette
λοφίσκος = hillock
λοφοπλαγιά = hillside
λοφοπρίστης = red breasted merganser
λόφος = hill
λοφώδης = rolling, hilly
λοχίας = sergeant
λυγαριά = osier, wicker
λυγερός = slender
λυγίζω = flex
λυγμός = sob
λυθρίνι = grey mullet
λύκειο = senior high
λυκίσκος = hops
λύκοι = wolves
λύκος = wolf
λυκόφως = twilight, dusk
λυκόψαρο = catfish
λύμα = sewage, waste
λυμαίνεται από = it was infested with
λυμαίνεται από αρουραίους = it was infested with rats
λυμαίνομαι = overrun with
λύματα = sewage
λυντσάρω = lynch
λύνω = solve, resolve
λύνω σταυρόλεξο = do a crossword
λυπάμαι = be sorry to, regret
λυπάμαι για το βιβλίο σου = I am sorry about your book
λύπη = pity on, sadness, grief, regret
λυπημένα = sadly
λυπημένος = sad
λυπηρά = sadly
λύρα = lyre
λυρικός = lyric
λυροπετεινός = grouse, black grouse
λύση = solution
λύσσα = fury
λυσσαλέος = blustering, rabid, enraged
λυσσομανώ = rage
λυτός = loose
λύτρα = ransom
λύτρωση = release, redemption
λυχνία = lamp, candlestick
λύω υπόθεση εξωδίκως = settle out of court
λώβα = leprosy
λωλός = mad
λωποδύτης = cat-burglar
λωρίδα = lane