Greek (Ιι) to English

ιαγουάρος = jaguar
ιαματικά λουτρά = spa
ιαματικά νερά = spa, mineral waters
Ιανουάριος = January
ιαπωνέζικο ωμό ψάρι = sushi
Ιαπωνία = Japan
ιατρείο = surgery
ιατρική = medicine
ιατρική επιστήμη = medical science
ιατρική συνταγή = prescription
ιατρικό ιστορικό = medical record
ιατρικός = medical
ιατρικός εξοπλισμός = medical equipment
ιατροδικαστική = forensic medicine
ιατρός = doctor, intern
ιβίσκος = hibiscus
ιγμορίτιδα = sinusitis
ιδανικά = ideals
ιδανικός = ideal
ιδέα = concept, idea, notion
ιδεαλισμός = idealism
ιδεαλιστής = idealist
ιδεαλιστικός = idealistic
ιδεοληπτικός = obsesssive compulsive
ιδεολογία = ideaology
ιδεολογικός = idealogical
ιδεωδώς = ideally
ιδιαίτερος = private, separate
ιδιαιτερότητα = quaintness
ιδιοκτησία = ownership
ιδιοκτήτης = owner
ιδιοκτήτης κάτοικος = owner-occupier
ιδιοκτήτης σπιτιού = home-owner
ιδιοκτήτρια οίκος ανοχής = madam
ιδιομορφία = mannerism
ιδιόμορφος = idiomorphic, singular
ιδιορρυθμία = mannerism, quaintness, oddity
ίδιος = same
ιδιοτέλεια = selfishness
ιδιοτελής = selfish
ιδιότητα = attribute
ιδιοτικός ντετέκτιβ = private detective
ιδιοτροπία = faddiness
ιδιότροπος = freakish, temperamental, whimsical, faddy
ιδιωματική έκφραση = collocation
ιδιώς = particularly, especially
ιδίως = particularly
ιδιωτικά = in private
ιδιωτικό σχολείο = private school
ιδιωτικοποιώ =
ιδιωτικός = private
ιδού = behold
ίδρυμα = establishment, foundation, institution
ίδρυση = foundation, establishment
ιδρυτής = founder
ιδρύω = set up, establish, found
ιδρωμένος = sweaty
ιδρώνω = perspire
ιδρώνω. ίδρωτας = sweat
ιδρώτας = perspiration
ιδρωτοποιοί αδένες = sweat glands
ιερά άμφια = sacerdotal vestments
ιερά εξέταση = Spanish Inquisition
ιεραπόστολος = missionary
ιεραρχία = hierarchy
ιερατείο = clergy, priesthood
ιερέας = minister
ιερογλυφικά = hieroglyphics
ιερόδουλη = prostitute
ιεροεξεταστής = inquisitor
ιεροκήρυκας = preacher
ιερός = holy, sacred
ιεροσυλία = sacrilege
ιερότητα = sanctity
ίζημα = sediment, deposit, ooze
ιθαγένεια = nationality
ιθαγενείς = natives
ιθαγενής = aboriginal, aborigine, native, indigenous
ιθύνω = rule, govern
ιθύνων νους = mastermind
ικανά = competently, ably
ικανοποιημένο = content
ικανοποιημένος = contented, content, pleased
ικανοποιήμενος = satisfied
ικανοποιημένος μ = satisfied with
ικανοποίηση = satisfaction
ικανοποιητικά = amply, satisfactorily
ικανοποιητικός = satisfactory for
ικανοποιώ = fulfill, satisfy, sate
ικανοποιώ τα αιτήματα = meet someone's demands
ικανός = able, proficient, capable, qualified, skilful
ικανότητα = proficiency, aptitude, skill, ability, fitness
ικανότητα γραφής και γραφής = literacy
ικανότητα δικαίου = legal status
ικανότητα ελιγμών = manoeuvrablity
ικανότητες = skills, abilities
ικεσία = supplication
ικετευτικός = begging
ικετεύω = implore, beg for, beg, supplicate, plead
ικέτης = supplicant, suppliant
ικμάδα = sap, vigour, vitality
ίκορι = hickory
ικριώμα = scaffolding, gallows
ικρίωμα = gallows, scaffold
ίκτερο = jaundice
ίκτερος = jaundice
ιλαρά = measles
ιλαρυντικό αέριο = laughing gas
ίλη = troop of cavalry
ιλιγγιώδης = vertiginous
ίλλιγος = vertigo
ιλυοθυρίδα = mudhole
ιλύς = mud, ooze, sediment
ιλυώδης = muddy
ιμάντας = belt, strap
ιμάντας μεταφοράς = conveyor belt
ιμπρεσιονιστής = impressionist
ιμπρεσιονιστικός = impressionist
ίνα = fibre
ίνδαλμα = idol
Ινδία = India
ινδιάνα = squaw
ινδιανικός = Indian
ινδιάνος = Indian
ινδικά = Hindi
ινδικός = Indian
Ινδός = Hindu, Indian
Ινδουϊστής = Hindu
ινίον = occiput
ινσουλίνη = insulin
ινσταντανέ = snapshots
ίντσα = inch
ιόβολος = poisonous, malicious, venomous
ιογενής = viral
ιολογία = virology
ιόν = ion
ιονίζω = ionize
ιονιστής = ionizer
Ιορδανία = Jordan
ιός = virus / viral, virus
Ιούλιος = July
ίουλος = down
Ιούνιος = June
ιππασία = horse riding, riding
ιππεύω = ride, mount
ιππηλάτος = horse drawn
ιππικό = cavalry
ιππόγλωσσος = halibut
ιπποδρομία = horse racing
ιππόδρομος = race course
ιπποκαστανέα η κοινή = horse chestnut
ιπποκόμος = groom, squire
ιπποπόταμος = hippo
ιπποσκευή = harness
ιπποσύνη = knighthood, chivalry
ιππότης = knight
ιπποτικός έρωτας = courtly love
ιπποτροφείο = stud
ιπτάμενο δελφίνι = jetfoil, hydrofoil
ιπτάμενος = flying
ιπτάμενος δίσκος = flying saucer
Ιράκ = Iraq
Ιράν = Iran
ίρις = iris
Ιρλανδία = Ireland
ιρλανδικός = irish
Ιρλανδός = Irishman
ίσα-ίσα προλαβαίνω να δω = catch a glimpse of
ίσαλος = awash, waterline
ισάξιος με = equivalent to
ίσατις η βαφική = woad
ίσες ευκαιρίες = equal opportunities
ίση αμοιβή = equal pay
ισημερία = equinox
ισημερινός = equator
ίσιος = straight, equal
ισιώνω = flatten
Ισλάμ = Islam
Ισλαμικός = Islamic
Ισλανδία = Iceland
ισλανδική κουδουνόπαπια = Barrow's goldeneye
ισλανδόγλαρος = Iceland gull
ισλανιδκή μεσαιωνική αφήγηση = saga
ισόβια = for life
ισόβια δεσμά = life imprisonment
ισόβια κάθειρξη = life imprisonment
ισόβιος = life
ισόγειο = ground floor
ισοδύναμος = tantamount
ισοδυναμώ = be equivalent
ισοζύγιο = balance
ισολογισμός = balance sheet
ισοπαλία = draw, dead heat
ισόπεδη διάβαση = level crossing, lvel crossing
ισοπεδώνω = raze, flatten
ισορροπία = balance, equilibrium
ίσος = equal, even
ίσος με = equal to
ισόσητα = equality
ισότητα = par, fairness
ισοτιμία = par
ισότιμος = equivalent
ισοφαρίζω = equalise
ισοφάριση = equaliser
Ισπανία = Spain
Ισπανικά = Spanish
ισπανικός = Spanish
Ισπανός = Spaniard
Ισραήλ = Israel
ισραηλινός = israeli
ιστιοπλοία = sailing
ιστιοπλοϊκό = sailing boat
ιστιοπλόος = yachtsman
ιστιοσανίδα = wind-surfing
ιστολογία = histology
ιστορία = story, tale
ιστορικά = historically
ιστορική ταινία = historical film
ιστορικός = historical
ιστορώ = chronicle
ιστός = mast, tissue, cobweb
ιστοσελίδα = webpage
ισχνός = thin, tenuous, puny, scraggy
ισχουρία = strangury
ισχυρά = powerfully
ισχυρίζομαι = to claim, claim, allege
ισχυρισμός = claim, allegation
ισχυρό ρήμα = strong verb
ισχυρογνώμονας = stubborn
ισχυρογνωμοσύνη = stubborness
ισχυρογνώμων = self-willed, opinionated, obstinate
ισχυρός = forceful, mighty, stiff, powerful
ισχυρότερος = stronger
ισχύς = validity
ισχύω = hold good
ισχύων = prevalent, valid
ίσως = perhaps, possibly
Ιταλία = Italy
Ιταλός = Italian
ιταμό τελεσίyραφο = insolent ultimatum
ιταμός = insolent, defiant, impudent
ιτιά = willow
ιτία = sallow
Ιχθύες = Pisces
ιχθυόκολλα = isinglass
ιχθυοπώλης = fishmonger
ιχθυοτροφείο = fish farm
ίχνη = track
ίχνος = clue, trail, trace, vestige
ιχώρ = ichor
ιώβεια υπομονή = patience of Job
ιώδιο = iodine