English (Vv) to Greek

V-neck = με λαιμό σε σχήμα V
vacancy = κενή θέση, κενό
vacant = κενός, άδειος
vacate = εκκενώνω, αδειάζω
vacation = διακοπές
vaccinate = εμβολιάζω
vaccination = εμβόλιο, εμβολιασμός
vaccine = εμβόλιο
vacillate = αμφιρρέπω
vacillating = αμφίρροπος
vacuum = καθαρίζω με ηλεκτρική σκούπα, κενό
vacuum cleaner = ηλεκτρική σκούπα
vacuum packed = συσκευασία στο κενό
vacuum tube = αερόκενος σωλήνας
vagabond = πλάνης, πλανόδιος
vagina = κολεός
vaginal = κολπικός
vaginitis = κολπίτιδα
vague = ασαφής, ακαθόριστος, αμυδρός
vaguely = αμυδρά, αόριστα, αόριστως
vain = εγωκεντρικός, ματαιόδοξος, ξιπασμένος, μάταιος
vainglorious = καμαρωτός
valency = σθένος
Valentine's card = ερωτική κάρτα
valet = θαλαμηπόλος
valiant = γενναίος
valid = έγκυρος, ισχύων
valid for = έγκυρος
validate = κυρώνω
validity = ισχύς, κύρος
validity in law = κύρος νομικό
valley = κοιλάδα
valuable = πολύτιμος, τιμαλφής
valuable for = πολύτιμος
value = αξία, τιμή, εκτιμώ
valueless = χωρίς αξία
valve = βαλβίδα
van = φορτηγάκι
vandalism = βανδαλισμός
vane = πτερύγιο, ανεμοδείκτης
vanilla = βανίλια
vanish into thin air = γίνομαι καπνός
vanity = κενοδοξία, ματαιότητα, ματαιοδοξία, φιλαυτία
vanity case = πουδιέρα
vanquish = υπερνικώ, καταβάλλω, κατανικώ
vapid = αηδής, σαχλός, κενός, άνοστος, ανιαρός
vapour = ατμός
vapours = αναθυμιάσεις
variable = μεταβλητός
variable component = μεταβλητό στοιχείο
variable depreciation = μεταβλητή απόσβεση
variant = εναλλακτικός
variation = παραλλαγή
varicose = κιρσός, κιρσώδης
variety = ποικιλία
variety of = ποικιλία
various = διάφορα, διάφορος
varish = βερνίκι
varnish = βερνικώνω
varus = ραιβός
vary = παραλλάζω, ποικίλλω
vas deferens = σπερματαγωγός πόρος
vascular = αγγειακός
vase = βαζάκι
vast = τεράστιος, απέραντος
vastly = εκτεταμένα, τεράστια
vat = δοχείο
vault = κάβα
vaulting horse = εφαλτήριο
veal = μοσχαρίσιο κρέας
vedict = απόφαση δικαστηρίου
veer = αλλάζω, γυρίζω, αλλάζω κατεύθυνση
vegetable = λαχανικό
vegetable garden = κήπος με λαχανικά
vegetables = ζαρζαβατικά
vegetarian = χορτοφάγος
vegetate = φυτοζώω
vegetative mycelium = βλαστικό μυκήλιο
vehement = παράφορος
vehemently = φλογερά, σφοδρά
vehicle = όχημα
veil = πέπλος
veiled = συγκεκαλυμμένος
veiled threat = μιά συγκεκαλυμμένη απειλή
vein = φλέβα
velar = υπερώϊος
velocity = ταχύτητα
velvet = βελούδινος, βελούδο
velvet scoter = βελουδόπαπια
venality = διαφθορά, φαυλότητα, δωροληψία
vendetta = βεντέτα
veneer = καπλαμάς, επίστρωση
venerable = σεβαστός, σεπτός
veneral = αφροδισιακός
vengeance = εκδίκηση
venison = κρέας ελαφιού
venomous = ιόβολος
vent = διέξοδος, τρύπα
ventilate = αερίζω
ventilation = αερισμός
venture = επιχειρώ, αποτολμώ, τολμώ
venue = χώρος εκδήλωσης
veracity = ειλικρίνεια, αλήθεια
verb = ρήμα
verbal = φραστικός
verbally = φραστικά
verbatim = λέξη προς λέξη
verdict = δικαστική απόφαση, δικαστική απόφαση, ετυμηγορία
verdigris = γάνα
verge = μεταίχμιο
verge on = προσεγγίζω, αγγίζω τα όρια
verify = επαληθεύω
veritable = πραγματικός, αληθινός
vermillion = μίλτος
vermin = βλαβερά ζώα
vermouth = βερμούτ
vernacular = καθομιλούμενος
verse = στίχος
verses = στοίχοι
version = εκδοχή, τύπος
versus = εναντίον
vertebra = σπόνδυλος
vertebrae = σπόνδυλοι
vertebral = σπονδυλικός
vertebrate = σπονδυλωτό
vertex = κορυφή
vertical = κάθετος
vertiginous = ιλιγγιώδης
vertigo = ίλλιγος, ζάλη
verve = κέφι
very = πολύ
very clever = πανέξυπνος
very few people = τρείς και ο κούκος
very good = πολύ καλός
very grave = πολύ αυστηρός
very harmful = πολύ βλαβερός
very interesting = πολύ ενδιαφέρων
very likely = πολύ πιθανόν
very old = υπερήλικας
very severe = πολύ αυστηρός
very stern = πολύ αυστηρός
vesica = κύστη
vesper = εσπερινός
vessel = σκάφος, σκεύος, αγγείο, πλοίο
vest = φανέλα, φανελάκι
Vesta = Εστία
vested interest = συμφέρον, κεκτημένο δικαίωμα
vestige = υπόλειμμα, ίχνος
vet = κτηνίατρος
veteran = παλαίμαχος
veterinary = κτηνιατρικός
veterinary science = κτηνιατρική
veto = προβάλλω βέτο, κάνω βέτο, αρνησικυρία
vexation = όχληση
via = δια
viable = βιώσιμος, εφαρμόσιμος
viaduct = υδραγωγείο
vibrant = παλλόμενος
vibration = δόνηση, κραδασμός
vicar = εφημέριος
vicarage = σπίτι του εφημέριου
vice = κακία, ανηθικότητα, ηθικό ελάττωμα
vice president = αντιπρόεδρος
vice regency = περιόδος του αντιβασιλέα
vice versa = αντιστρόφως
vicegerent = αντιπρόσωπος του θεού στην γη, αντικαταστάτης
vicious = αισχρός, φαύλος
vicious circle = φαύλος κύκλος
vicious cycle = φαύλος κύκλος
victim = θύμα
victim of = θύμα
victory = νίκη
videlicet = δηλαδή
video = βίντεο (συσκευή)
video cassette = βίντεοκασετα
video game = ηλεκτρονικό παιχνίδι
video recorder = το βίντεο
video screen = οθόνη βίντεο
videotape = βίντεο κασέτα
vie = συναγωνίζομαι
view = άποψη, θέα
view with field glasses = διοπτεύω
viewer = τηλεθεατής
vigilance = επαγρύπνιση
vigorous = δυνατός, ρωμαλέος
vigorously = σθεναρά
vigour = πυγμή, ικμάδα, ζωντάνια, σφρίγος
viictorious = νικηφόρος
villa = έπαυλη, εξοχικό σπίτι, βίλα
village = χωριό
villain = ο κακός
villainous = αχρείος
vindicate = δικαιώνω
vindictive = εκδικητικός, μνησίκακος
vindictiveness = εκδικτικότητα, μνησικακία
vine = κλήμα
vinegar = ξύδι
vineyard = αμπέλι
vintage = τρύγημα
viola = βιόλα
violate = παραβαίνω, αθετώ, παραβιάζω
violation = παράβαση
violence = βία
violent = βίαιος
violent attack = σφοδρή επίθεση
violent reaction = βιαία αντίδραση
violently = βιαία
violet = μενεξές
violin = βιολί
violinist = βιολιστής
VIP = πολύ σημαντικό πρόσωπο
viper = οχιά, έχιδνα
viral = ιογενής, μολυσματικός
virgin = παρθένα, παρθένος
Virgo = Παρθένος
virology = ιολογία
virtual reality = εικονική πραγματικότητα
virtually = σχεδόν, ουσιαστικά, κατ'ουσίαν
virtue = φρονιμάδα, προσόν, αρετή, προτέρημα
virtuoso = βιρτουόζος
virulence = καταφορά
virulent = φαρμακερός
virus = ιός
virus / viral = ιός, που συσχετίζεται με ιό
vis ΰ vis = σε σχέση με, όσον αφορά
visa = βίζα
viscera = σπλάχνα
visceral = εντοστηθιακός
viscid = γλοιώδης, παχύρευστος
viscount = υποκόμης
viscous = παχύρευστος, γλοιώδης
visibility = ορατότητα
visible = ορατός
visible to = ορατός
visibly = αισθητά, καθαρά, φανερά
vision = όραση, όραμα
visionary = οραματιστής
visit = επίσκεψη, επισκέπτομαι
visitation = επίσκεψη, επιθεώρηση
visiting = επίσκεψη
visitor = επισκέπτης
visitor's book = βιβλίο επισκεπτών
vista = θέα, ορίζοντας
visual = οπτικός
visual aids = οπτικά βοηθήματα
visual angle = οπτική γωνία
visual art = οπτική τέχνη
visualise = οραματίζομαι
visually = οπτικά
visually impaired = με αδυνατή όραση
vital = ουσιώδης, ζωτικός
vital functions = ζωτικές λειτουργείες
vital impetus = ζωτική ορμή
vital importance = κατεπείγουσα ανάγκη
vital impulse = ζωτική ορμή
vital to = ζωτικής σημασίας σε
vitality = ικμάδα, ζωτικότητα
vitamin = βιταμίνη
vitamin deficiency = έλλειψη βιταμινών
vitellus = κρόκος του αυγού
vitiate = διαστρέφω, φθείρω
viticulture = αμπελοκομία
vitreous = υαλώδης
vitreous humour = υαλώδές υγρό
vitrification = υαλοποίηση
vitrify = υαλοποιώ
vitriolic acid = νιτρικό οξύ
vituperate = ονειδίζω, βρίζω, μέμφομαι
vivacious = ζωηρός
vivid = γλαφυρός, ζωντανός
vividly = ζωηρά
vivify = ζωογονώ
vivisect = ζωοτομώ
vivisectionist = ζωοτόμος
vixen = μέγαιρα, θηλυκιά αλεπού
viz = δηλαδή
vizier = βεζίρης
vocabulary = λεξιλόγιο
vocation = επιτήδευμα
vocational guidance = επαγγελματικός προσανατολισμός
vocational guidance / training = επαγγελματική καθοδήγηση
vodka = βότκα
voice = φωνή, εκφράζω
voice crying in the wilderness = φωνή βοώντος εν τη ερήμω
voice over = φωνή σχολιαστή
void = κενό
volatile = πτητικός
volcanic = ηφαιστειακός
volcano = ηφαίστειο
volition = θέληση, βούληση
volley = καταιγισμός
volleyball = βόλεϊ
volume = όγκος, φωνή, ποσότητα, φωνή τηλεοράσεως
voluntarily = εκουσίως, εκούσια, εθελοντικά
voluntary = εθελοντικός
volunteer = εθελοντής
volunteer for = εθελοντής
vomit = ξερνώ, κάνω εμετό
voracious = αχόρταγος, ακόρεστος, άπληστος
voraciously = αχόρταγα, ακόρεστα
vote = ψηφίζω, ψήφος
vote against = ψηφίζω κατά
vote for = ψηφίζω υπέρ, ψηφίζω
vote of censure = ψήφος μομφής
vote on = ψηφίζω για
voter = ψηφοφόρος
voting = ψηφοφορία, ψήφισμα
vow = ορκίζομαι, τάζω, όρκος
vowed = ταμένος
vows = τάματα
voyage = θαλασσινό ταξίδι
vulerable = τρωτός
vulga = κοινός
vulgar = βάναυσος, χυδαίος, πρόστυχος
vulgarity = προστυχιά
vulnerability = τρωτότητα
vulnerable = ευάλωτος, εύτρωτος
vulture = γύπας