English (Rr) to Greek

rabbi = ραββί, ραβί
rabbit = κουνέλι
rabid = λυσσαλέος
race = ράτσα
race course = ιππόδρομος
racehorse = άλογο ιππασίας, άλογο της κούρσας
racemization = ρακεμικοποίηση
racial = φυλετικός
racism = ρατσισμός
racist = ρατσιστής
rack = ράφι, μέγγενη, βασανιστήριο, σχάρα
racked = βασανισμένος
racket = ρακέτα, κομπίνα, σαμαρτάς, κόλπο [οικονομικό]
racket sports = σπορ πού παίζονται με ρακέτες
radar = ραντάρ
radiant = ακτινοβόλος, αστραφτερός, φεγγόβολος
radiate = εκπέμπω, ακτινοβολώ
radiation = ακτινοβολία
radiator = ψυγείο αυτοκινήτου, σόμπα, καλοριφέρ
radical = ριζικός
radically = ριζικά
radio = ράδιο
radio for = ζητώ βοήθεια με το ασύρματο
radio message = μήνυμα από το ασύρματο
radioactive = ραδιοένεργος
radioactive decay = ραδιοένεργος διάσπαση
radium = ράδιο
radius = ακτίνα, κερκίς
raffle = λαχνός, τόμπολα
raft = σχεδία
rafter = καδρόνι, πάτερο
rafting = κατάβαση ποταμού με σχεδία
rag = κουρέλι
rag worm = νηρηΐδα
ragamuffin = ρακένδυτος
rage = λυσσομανώ, φουντώνω, οργή, μανία, μαίνομαι
ragged = κουρελιασμένος
raging inferno = φλεγώμενη κόλαση
raid = επιδρομή
raider = επιδρομεύς, εισβολέας
rail = ράγα, σιδεροδρομικός
rail junction = σιδηροδρομικός κόμβος
railing = διαμαρτυρίες, κιγκλίδωμα
railings = τα κάγκελα
railway = σιδηρόδρομος
railway lines = ράγες, σιδηροδρομικές γραμμές
railway station = σιδηροδρομικός σταθμός
railway tracks = σιδηροδρομικές γραμμές
rain = βροχή
rainbow = ουράνιο τόξο, ζωνάρι της Παναγίας
raincoat = αδιάβροχο
raindrop = σταγόνα βροχής
rainfall = βροχόπτωση
rainforest = τροπικό δάσος
rainstorm = καταιγίδα
rainy = βροχερός
raise = σηκώνω, υψώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, αυξάνω
raise a question = ανακινώ ένα θέμα
raise an objection = εγείρω ένσταση
raise awareness = προάγω τη συνειδητοποίηση
raise money = συγκεντρώνω χρήματα
raise objections to = αντιτείνω, προβάλλω αντίρρηση
raise one's hand = σηκώνω το χέρι
raisin = σταφίδα
raising = ανύψωση
rally = παίρνω πάνω μου, ράλλυ
rally round = συσπειρώνω
rallying = συσπείρωση
ram = κριάρι, εμβολίζω
Ramadan = ραμαζάνι
ramification = διακλάδωση, παρακλάδι
ramp = ράμπα
rampant = αχαλίνωτος, οργιαστκός
rampantly = οργιστικά
rampart = έπαλξη, προμαχώνας, μετερίζι
ran = έτρεξα
ranch = ράντσο
rancid = ταγγός, ταγκός
rancour = μνησικακία, μίσος, έχθρα
range = διακυμαίνομαι, εμβέλεια, φάσμα
range wide = απλώνομαι
rank = βαθμολογώ, κατατάσσω, βαθμίδα, βαθμός
rank of inspector = αξίωμα επιθεωρητού
ransack = λεηλατώ
ransom = εξαγορά, λύτρα
rant and rave = ωρύομαι
rap sheet = αστυνομικό αρχείο σύλληψης
rapacious = άπληστος
rapacity = αρπακτικότητα
rape = κράμβη, βιασμός
rapeseed oil = κραμβέλαιο
rapid = γρήγορος, γοργός
rapidly = γοργά, γρήγορα
rapier = σπαθί
rapine = αρπαγή
rapist = βιαστής
rapport = καλή σχέση
rapt = συνεπαρμένος
raptor = αρπακτικό
rapture = έκσταση
rare = σπάνιος
rare metals = σπάνια μέταλλα
rarely = σπάνια
rarity = σπάνιο πράγμα
rascal = μόρτης
rash = εξάνθημα, απερίσκεπτος, παράτολμος
rashness = απερισκεψία
rasie an army = μαζεύω
rasie the price of = αυξάνω την τιμή
rasp = ράσπα
raspberry = βατόμουρο, φραμπουάζ
raspy = εκνευριστικός, διαπεραστικός
rat = αρουραίος
ratchet = οδοντωτός τροχός αναστολής
rate = αναλογία, τιμή
rather = κάπως, αρκετά
ratify = κυρώνω, επικυρώνω
rating = εκτίμηση
ratings = ποσοστό ακροαματικότητας
ration = κατανέμω, σιτηρέσιο, μερίδα, δελτίο τροφίμων
rational = λογικός
rationale = αιτιολογία
rationalize = αιτιολογώ
rattle = κροταλίζω, κουδουνίζω, τραντάζω
raucous = δυβατός και τραχύς, βραχνός
ravage = καταστρέφω, ρημάζω
ravaged = ρημαγμένος, καταστραμμένος
ravages of time = φθορές του χρόνου
rave = ενθουσιώδης, διθυραμβικός
raven = κοράκι, κόρακας
ravenous = πεινασμένος, λιμασμένος
ravenously = λαίμαργα, λιμασμένα
ravine = λαγκάδα, λαγκάδι, ρεματιά, φαράγγι, χαράδρα
ravishing = διακόρευση
raw = ωμός
raw deal = άσχημη μεταχείριση
raw sewage = ακατέργαστα λύματα
ray = ακτίνα, σαλάχι, αχτίδα
raze = ισοπεδώνω, κατεδαφίζω
razor = ξυράφι
razor-sharp = κοφτερός σαν ξυράφι
razor blade = ξυριστική λεπίδα
razorbill = άλκα
re-arrest = συλλαμβάνω εκ νέου
re-elect = επανεκλέγω
re-enactment = αναπαράσταση
re-examine = επανεξετάζω
re-route = αλλάζω πορεία
re-run = επανάληψη
reach = φτάνω, απλώνω το χέρι
reach a compromise = βρίσκω μία συμβιβαστική λύση
reach a destination = φτάνω στο προορισμό
reach a verdict = δίνω ετυμηγορία
reach for = απλώνω το χέρι μου
react = αντιδρώ
react excessively = αντιδρώ υπερβολικά
react to = αντιδρώ σε
reaction = αντίδραση
reactivate = επαναλειτουργώ
reactor = αντιδραστήρας
read = διαβάζω
reader = αναγνώστης
readership = σύνολο των αναγνώστων
reading = διάβασμα
reading of the charges = απαγγελία κατηγορίας
reading public = πλατύ αναγνωστικό κοινό
readjust = αναπροσαρμόζομαι
ready = πανέτοιμος, έτοιμος
reaffirm = επαναβεβαιώνω
real = πραγματικός
real estate = ακίνητος περιουσία
real estate office = κτηματομεσιτικό γραφείο
real gold = καθαυτό χρυσό
real time = πραγματικός χρόνος
realign = ανασχηματίζω, αναδιοργανώνω
realisation = συνειδοτοποίηση
realise = καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, παίρνω πρέφα
realism = ρεαλισμός
realist = ρεαλιστής
realistic = ρεαλιστικός
reality = πραγματικότητα
realize = υλοποιούμαι
really = αλήθεια, πράγματι, πράγματικά
realm = βασιλείο, τομέας, σφαίρα
realtor = κτηματομεσίτης
reap = θερίζω
reap the benefits = δρέπω τα οφέλη, ανταμείβομαι
reaping machine = θεριστική μηχανή
rear = ανατρέφω, πισινός
rear-view mirror = καθρεφτάκι
rear light = πίσο φως
rear view mirror = καθρέφτης αυτοκινήτου
rear wing = πίσω φτερό
reason = αιτία, αιτιολογία, λόγος
reason for = αιτία για
reasonable = λογικός
reasonably = αρκετά, λογικά
reasoned opinion = αιτιολογημένη γνωμοδότηση
reasoned order = αιτιολογημένη διάταξη
reasoning = συλλογιστικός, συλλογισμός
reassemble = ξανασυναρμολογώ
reassurance = καθησύχαση, επιβεβαίωση
reassure = καθησυχάζω, διαβεβαίωνω
reassuring = καθησυχαστικός
rebate = έκπτωση
rebel = επαναστατώ, επαναστάτης
rebel against = επαναστατώ κατά
rebellion = εξέγερση, επανάσταση
rebellious = στασιαστικός
rebirth = αναγέννηση
rebuild = ανοικοδομώ, ξανακτίζω
rebuilding = ανοικοδόμηση
rebuke = κατσαδιάζω, επίπληξη, επιπλήττω
rebut = αντικρούω
rebuttal = διάψευση, αντίκρουση
recall = θυμάμαι, ξαναφέρνω στο νου
recapture = επανακτώ, ξαναθυμάμαι
recede = υποχωρώ
receipt = παραλαβή, απόδειξη, λήψη
receive = λαμβάνω, παραλαμβάνω
receive a bribe = παίρνω λουφέ
receive a jail term = καταδικάζομαι σε φυλάκιση
receiver = εκκαθαριστής, παραλήπτης
receiving = λήψη
receiving stolen goods = κλεπταποδοχή
recent = πρόσφατος
recently = πρόσφατα
recently screened = που προβλήθηκε πρόσφατα
reception = υποδοχή, λήψη, αντίκρυσμα, ρεσεψιόν, γλέντι
receptionist = ρεσεψιονίστ
receptive = αποδεκτικός, δεκτικός
recess = σηκός
recipe = συνταγή
recipient = παραλήπτης
reciprocate = ανταποδίνω
recital = ρεσιτάλ
reckless = παράτολμος, απερίσκεπτος, ατάσθαλος
recklessness = αποκοτιά
reckon = υπολογίζω
reclaim land = εκχερσώνω
reclassification = ανακατάταξη
reclining = ανακλινόμενος
recognisable = αναγνωριζόμενος, έγκυρος
recognise = αναγνωρίζω
recognised = αναγωρισμένος
recognising = που αναγνωρίζει
recognition = αναγνώριση
recollect = θυμάμαι, φέρνω στο νου
recommend = συνιστώ, συστήνω, προτείνω
recommend somebody for = συνιστώ
recompense = αμοιβή
reconcilable = συμβιβαστικός, συμφιλιώσιμος
reconcile = συμφιλιώνω, συμβιβάζω
reconciliation = συμφιλίωση
recondite = σκοτεινός, δυσνόητος
recondition = ανακαινίζω, αποκαθιστώ
reconnaissance = αναγνωριστικός, αναγνώριση, ανίχνευση
reconnect = επανασυνδέω
reconnoitre = εξερευνώ, κάνω αναγνώριση
reconsider = αναθεωρώ
reconstitute = ανακατασκευάζω, επαναφέρω
reconstruction = ανασυγκρότηση
record = δίσκος, ρεκόρ, καταγράφω, ηχογραφώ
record player = πικ-απ
recorded = ηχογραφημένος, σε κασέτα, μαγνητοσκοπημένος
recording = ηχοληψία, ηχογράφηση
recount = αφηγούμαι, διηγούμαι
recourse = προσφυγή
recover = ανακτώ, επανακτώ, αναρρώνω
recovery = ανάρρωση
recreate = αναπαριστώ, αναδημιουργώ
recreation = αναψυχή
recreation centre = κέντρο αναψυχής
recreational = ψυχαγωγικός
recrimination = αντέγκληση, αντέγκλιση
recrudesce = υποτροπιάζω, επανεμφανίζομαι
recrudescence = υποτροπιασμός
recruit = νεοσύλλεκτος, στρατολογώ
recruitment = πρόσληψη, στρατολόγηση
rectal = πρωκτικός
rectangle = ορθογώνιο
rectitude = ακεραιότητα, ορθότητα
rector = διευθυντής κολεγίου
rectus = όρθιος μυς
rectus externus = ο έξω ορθός μυς του οφθαλμού
rectus internus = ο έσω ορθός του οφθαλμού
rectus lateralis = ο έξω ορθός μυς του οφθαλμού
rectus medialis = ο έσω ορθός του οφθαλμού
recuperate = αναρρώνω
recur = ξανασυμβαίνω
recurrence = επανεμφάνιση
recycle = ανακυκλώνω
recycling = ανακύκλωση
recycling scheme = πρόγραμμα ανακύκλωσης
red = κόκκινος
red-backed shrike = αετομάχος
red bream = κεφαλάς
red breasted goose = κοκκινολαιμόχηνα
red breasted merganser = λοφοπρίστης
red crested pochard = ροπαλόπαπια
red footed falcon = μαυροκιρκίνεζο
red gurnard = ασπιδοκαπόνι
red handed = επ' αυτοφώρω
red kite = ψαλιδάρης
red legged partridge = κοκκινοπέρδικα
red meat = κόκκινο κρέας
red necked grebe = κοκκινοβουτηχτάρα
red necked phalarope = ραβδοκολυμπότρυγγας
red tape = γραφειοκρατία
red throated diver = κηλιδοβούτι
red wine = κόκκινο κρασί
redeem = εξαγοράζω
redefine = καθορίζω εκ νέου
redemption = λύτρωση, εξαγορά
redirect = κατευθύνω ξανά
redolent = αποπνέων
redoubtable = επίφοβος
redress the balance = επαναφέρω την ισορροπία
redshank = κοκκινοσκέλης
reduce = περιορίζω, ελαττώνω, μειώνω
reduce a fraction = ανάγω κλάσμα
reduce to the ranks = καθαιρώ
reduced = μειωμένος
reduced entry = είσοδος με μειωμένη τιμή
reduced to = πεσμένος, ανανγκασμένος
reducing agent = αναγωγικό μέσο
reduction = περιστολή, αναγωγή, μείωση
redundancy = απόλυση λόγω πλεονάσματος
redundant = υπεράριθμος, πλεονάζων
reed = καλάμι
reef = ύφαλος
reef shark = καρχαρίας των υφάλων
reel = μουλινέ, μηχανάκι
refer = παραπέμπω, αναφέρομαι
referee = διαιτητής
refereeing = διαιτησία
reference = αναφορά, αναγωγή
referendum = δημοψήφισμα
referent = παραπεμπόμενος
refill = ξαναγεμίζω
refine = ραφινάρω, βελτιώνω
refined = καλλιεργημένος, εκλεπτυσμένος, ραφινάτος
refinement = βελτίωση
refinery = διυλιστήριο
reflect = αντανακλώ, αντικατοπτρίζω
reflecting = αντανακλαστικός
reflective = συλλογιζόμενος
reflex = αντανάκλωση
reflex action = αντανακλαστική κίνηση
reforestation = αναδάσωση
reform = μεταρρυθμίζω, ανασχηματισμός, μεταρρύθμιση
reformation = αναμόρφωση
reformatory = σωφρονιστήριο
refract = διαθλώ
refracting telescope = διοπτρικό τηλεσκόπιο, διαθλαστικό τηλεσκόπιο
refraction = διάθλαση
refrain = επωδός, απέχω
refreshing = δροσιστικός
refreshments = αναψυκτικά
refrigerant = ψυκτικό
refrigerator = ψυγείο
refuel = αναφοδιάζω
refuge = καταφύγιο, ησυχαστήριο
refugee = πρόσφυγας
refugees = πρόσφυγες
refund = επιστροφή χρημάτων
refurbish = ανακαινίζω, ανανεώνω
refuse = αρνούμαι, σκουπίδια
refutation = διάψευση
refute = αναιρώ, αντικρούω, ανασκευάζω μία κατηγορία
regain ground = ανακτώ έδαφος
regal = βασιλικός
regard = θεωρώ
regard as = θεωρώ ως
regard highly = εκτιμώ πολύ
regardless of = άσχετος με
regards = χαιρετισμός
regards to = χαιρετισμοί
regent = αντιβασιλέας
regime = πολίτευμα, δίαιτα, καθεστώς
regiment = σύνταγμα
register = εγγράφομαι, καταχωρώ, εγγράφομαι σε ξενοδοχείο
register office wedding = πολιτικός γάμος
registered letter = συστημένο γράμμα
registrar = ληξίαρχος
registration = ληξιαρχική πράξη, εγγραφή
registry office = ληξιαρχείο
regret = μετανιώνω, μετανοίωνω, λύπη, λυπάμαι, μεταμελούμαι
regrettable = θλιβερός, ατυχής
regroup = συσπειρώνω
regular = ομαλός, τακτικός
regularity = τακτικότητα
regularly = τακτικά
regulate = κανονίζω
regulation = ρύθμιση, κανονισμός
regulator = ρυθμιστής
regurgitate = αναμασώ, αναρρέω
rehabilitation = αποκατάσταση
rehearsal = πρόβες
rehearse = κάνω πρόβες
reign = βασιλεία, βασιλεύω
reimburse = αποζημιώνω
reimbursement = αποζημίωση
rein = χαλινάρι
reincarnation = μετεμψύχωση
reinforced concrete = μπετόν αρμέ
reinforcement = ενίσχυση
reins = γκέμια, ηνία, χαλινάρια
reinstall = επανεγκαθιστώ
reinstate = αποκαθιστώ
reinvigorate = τονώνω πάλι, αναζωγονώ
reissue = επανεκδίδω
reject = απορρίπτω
reject an application = απορρίπτω μια αίτηση
rejection = απόρριψη
rejoice = χαίρομαι, πανηγυρίζω
rejoin = ανταπαντώ
rekindle = αναζωπυρώνω
relapse = υποτροπιάζω
relate = διηγούμαι
related = συναφής, συγγενικός
related by blood = συγγενικό εξ αίματος
related to = συγγενής με
relations = σχέσεις
relationship = σχέση
relationship with = συγγένεια
relative = συγγενής
relative of = συγγενής
relatively = σχετικά
relaxation = εκτόνωση, ξεκούραση
relaxed = χαλαρός
relaxing = που σε χαλαρώνει
relay = σκυταλοδρομία
release = δημοσιεύω, κυκλοφορώ, λύτρωση, εκκρίνω, βγάζω
released from = απαλλαγμένος από
relegated = υποβιβασμένος
relegation = υποβιβασμός
relentless = αδιάκοπος
relentlessly = αμείλικτα, αδυσώπητα
relevant = σχετικός
relevant to = σχετικός
relex = αντανακλαστικός
reliability = αξιοπιστία, σταθερότητα
reliable = αξιόπιστος, εχέγγυος, συνεπής, φερέγγυος
relic = υπόλειμμα
relics = λείψανα
relief = εκτόνωση, αρωγή, ανάγλυφος, ανακούφιση
relieve = ξαλαφρώνω, ανακουφίζω
relieved = ανακουφισμένος
religion = θρησκεία
religious = θρησκευτικός, θρήσκος, θρησκευόμενος
religious education = θρησκευτικά
reliquary = λειψανοθήκη
relish = απολαμβάνω
relocate = μετακομίζω
reluctance = απροθυμία
reluctanly = απρόθυμα, άθελα
reluctant = διστακτικός, απρόθυμος
reluctant to = απρόθυμος
rely οn = βασίζομαι σε
rely on = βασίζομαι
remain = παραμένω
remain alive = μένω ζωντανός
remainder = κατάλοιπο
remains = υπολείμματα, απομεινάρια, ερείπια, λείψανα
remand = προφυλακίζω, παραπέπμω
remand home = αναμορφωτήριον ανηλίκων
remand in custody = διατάσσω προφυλάκιση
remark = παρατήρηση, παρατηρώ
remark on / about = παρατήρηση
remark on the fact that = σχολιάζω το γεγονός ότι
remarkable = αξιοσημείωτος
remedy = επανορθώνω, αποκαθιστώ
remember = θυμάμαι
remind = υπενθυμίζω
remind about = υπενθυμίζω
remind of = θυμίζω
reminder = υπομήνηση, υπομήνημα, υπόμνηση
reminisce = αναπολώ, αναπωλώ
reminiscent = που θυμίζει
remission = ύφεση, ύφεση του πυρετού
remit = στέλνω έμβασμα
remittance = έμβασμα
remix = ανακατεύω ξανά
remnant = ρετάλι, απομεινάρι
remorse = τύψη
remote = απόκεντρος, απομακρυσμένος, ψυχρός, απόμακρος
remote control = τηλεχειριστήριο
remote controlled = τηλεκατευθυνόμενος
removal = εξάλειψη, αφαίρεση, μετάθεση
remove = μετακομίζω, απομακρύνω, αφαιρώ
remove from = αφαιρώ
remove rubbish = αφαιρώ τα σκουπίδια
remunerate = πληρώνω, αποζημιώνω, αμείβω
Renaissance = Αναγέννηση
renaissance = αναγέννηση
renal unit = νεφρολογική μονάδα
rend one΄s clothes = διαρρηγνύω τα ιμάτιά μου
render = κάνω, καθιστώ, προσφέρω
render into Greek = μεταφράζω στα Ελληνικά
rendition = ερμηνία, μετάφραση
renegade = αποστάτης, λιποτάκτης
renew = ανανεώνω
renewable = ανανεώσιμος
renewal = ανανέωση
rennet = πυτία
renounce = απαρνούμαι, αποποιούμαι, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω
renovate = ανακαινίζω
renovation = ανακαίνιση
renowned = φημισμένος, ξακουστός, διάσημος
rent = ενοικιάζω, ενοίκιο, νοίκιασμα, νοίκι
rental = μίσθωμα, ενοικίαση
renting = νοίκιασμα
renunciation = αποποίηση, απάρνηση
reopen = ξανανοίγω
reorganisation = αναδιοργάνωση
repair = επισκευή, επισκευάζω
repair a machine = επισκευάζω μηχανή
repair an engine = επισκευάζω μηχανή
repair to = πηγαίνω, συχνάζω
reparation = επανόρθωση, αποκατάσταση
repartee = ετοιμολογία
repatriation = παλιννόστηση
repay = ανταμείβω, ξεπληρώνω
repayment = αποπληρωμή
repeal = ανακαλώ, ακυρώνω, καταργώ
repeat = τα ξαναλέγω, επαναλαμβάνω
repeated = αλλεπάλληλος, επαναλαμβανόμενος
repeatedly = επανειλημμένα
repent = μετανoίων
repercussion = αντίκτυπος, αντίκτυπο, επίπτωση
repertoire = ρεπερτόριο
repertory = δραματολόγιο
repetition = επανάληψη
repetitive = μονότονος, επαναλαμβανόμενος
replace = αντικαθιστώ
replace by / with = αντικαθιστώ
replace the receiver = κλείνω το τηλέφωνο
replacement = αντικαταστάτης, αντικατάσταση
replay = ξαναπαίζω
replenish = αναπληρώ, ανεφοδιάζω
replete = πλήρης, μεστός
replica = αντίτυπο, αντίγραφο
replicate = αυτοδιπλασιάζομαι
reply = απαντώ, ανταπαντώ, αντίλογος
reply to = απάντηση, απαντώ
report back to = κάνω αναφορά σε
reporter = δημοσιογράφος, ρεπόρτερ
reporting = ρεπορτάζ
reposit = επανοθέτω
repository = ταμείο, αποθήκη
repossess = ανακτώ, ξαναπαίρνω, επιστρέφω
repossession = ανάκτηση
reprehend = μέμφομαι, αποδοκιμάζω, αποπαίρνω
reprehensible = μεμπτός, καταδικαστέος
represent = αντιπροσωπεύω
representation = αντιπροσώπευση, απεικόνιση, αναπαράσταση
representative = αντιπροσωπευτικός, παραστατικός, αντιπρόσωπος
representative body = αντιπροσωπευτικό σώμα
representing = που απεικονίζει
repressive regime = αυταριχό καθεστώς
reprieve = αναστολή
reprimand = επιτιμώ
reproach = επίπληξη
reproduce = αναπαράγομαι
reproductive = αναπαραγωγικός
reproductive system = αναπαραγωγικό σύστημα
reprove = επικρίνω, επιτιμώ, κατακρίνω
reptile = ερπετό
reptiles = ερπετά
republic = δημοκρατία
republican = ρεπουβλικανός
republicans = ρεπουμπλικανοί
repudiate = απαρνούμαι, αποκηρύυσω
repudiation = απάρνηση
repulsive = απωθητικός, αντιπαθητικός, απωστικός
reputable = τίμιος, ονομαστός, ευυπόληπτος, καλής φήμης
reputation = φήμη
reputation for = φήμη
reputed = φημησμένος
request = παράκληση, παρακαλώ, ζητώ
require = απαιτώ, χρειάζομαι
requisition = επίταξη
rescind = καταργώ, αναιρώ, ακυρώνω
rescue = διάσωση, διασώζω
rescuer = αυτός που σώζει
research = έρευνα
researcher = ερευνητής
resemble = μοιάζω
resembling = που μοιάζει
resent = φέρω βάρεως, δυσανασχετώ, αγαναχτώ
resentful = οργισμένος, αγανακτισμένος, μνησίκακος
resentment = μνησικακία, αγανάκτηση
reservation = κράτηση, επιφύλαξη
reserve = παρακαταθήκη, εφεδρεία, εφεδρικός, παρακρατώ
reserve for = κρατώ θέση
reserved = επιφυλακτικός, κρατημένος, συγκρατημένος
reserves = δυνάμεις
reservoir = δεξαμενή
reshuffle = ανασχηματισμός, ανασχηματίζω
residence = κατοικία
resident = κάτοικος, μόνιμος
residential = οικιστικός, κατοικημένος
residential home = γηροκομείο
residual = υπολειπόμενος
residue = υπόλοιπο
resign = αποσύρομαι, παραιτούμαι, υποβάλλω την παραίτηση
resign from = παραιτούμαι από, παραιτούμαι
resign oneself to = παραδίδομαι σε
resignation = παραίτηση, εγκαρτέρηση
resigned = καρτερικό, παραιτημένος, παθητικός, εγκαταλειμένος
resilience = ελαστικότητα, ανάκαμψη
resilient = ανθεκτικός
resin = ρητίνη, ρετσίνι
resist = αντιστέκομαι
resistance = αντοχή, αντίσταση
resistant = ανθεκτικός
resisting = που αντιστέκεται
resolute = αποφασισμένος
resolutely = αποφασισμένα
resolve = διευθετώ, διασκέπτομαι, αποφασίζω, λύνω
resolve (noun) = αποφασιστικότητα
resonance = ηχηρότητα, απήχηση
resonant = ηχηρός
resort = καταφεύγω σε, θέρετρο
resort to = ανατρέχω σε, προσφεύγω
resound = ηχώ
resounding = τρανταχτός, σκαστός
resource = πόροι
resourceful = επινοητικός
resourcefulness = εφευρετικότητα, επινοητικότητα
respect = σέβομαι, σεβασμός, σεβαμός
respectable = έντιμος
respected = σεβαστός
respected politician = αξιοσέβαστος πολιτικός
respectfully = με σεβασμό
respectively = αντίστοιχα
respirate = παρέχω τεχνητή αναπνοή
respiration = αναπνοή
respirator = αναπνευστήρας
respiratory = αναπνευστικός
respiratory illnesses = αναπνευστικές παθήσεις
respite = ανάπαυλα, διάλλειμα
resplendent = λαμπερός, στιλπνός
respond = απαντώ
respond to = απαντώ, ανταποκρίνομαι, απαντώ σε
response = αντίλογος, απάντηση
responsibility = ευθύνη
responsible = υπεύθυνος, αρμόδιος
responsible for = υπεύθυνος, υπεύθυνος για
responsive = ανταποκρινόμενος
respray = ψεκάζω πάλι
rest = ραχάτι, υπόλοιπος, ξεκουράζομαι, ησυχασμός
rest-home = οίκος ευγηρίας
rest assured = μείνετε ήσυχοι
rest assured that = μένω ήσυχος
rest on = ακουμπώ, στηρίζομαι σε
rest on one's laurels = επαναπαύομαι στις δάφνες μου
restate = επαναλαμβάνω
restaurant = εστιατόριο
restful = ξεκουραστικός, γαλήνιος
restfully = ήρεμα
resting place = σταλός
restitute = αποκαθιστώ
restive = νευρικός
restless = ανυπόμονος
restlessly = ανύσυχα
restoration = επαναφορά, αναπαλαίωση
restore = ανακτώ, δίνω πίσω, αναστηλώνω, αποκαθιστώ
restrain = αναχαιτίζω
restraint = φραγμός
restrict = περιορίζω
restriction = περιστολή, περιορισμός
restrictive = περισταλτικός, περιοριστικός
restroom = τουαλέττα
result = επίπτωση, έκβαση, αποτέλεσμα
result in = έχω σαν αποτέλεσμα
resume = ξαναρχίζω
resurface = ανανεώνω την ασφαλτόστρωση
resurgence = ξαναζωντάνεμα, επαναδραστηριοποίηση
resurgent = αναδυόμενος
resurrection = ανάσταση
resuscitate = νεκρανασταίνω, ξαναζωντανεύω
resuscitation = αναζωογόνηση
retail = λιανικός
retailer = μαγαζί που πωλάει με λιανική
retailing = λιανική πώληση
retain = παρακρστώ, διατηρώ, κρατώ, συγκατακρατώ
retaining wall = τοίχος αντιστήριξης
retaliate = ασκώ αντίποινα, ανταποδίδω, εκδικούμαι
retaliation = αντίποινα, αντεκδίκηση, ανταπόδοση
retard = καθυστερώ, επιβραδύνω
retarding = επιβραδυντικός
retention = παρακράτηση
rethink = ξανασκέφτομαι
reticence = επιφυλακτικότητα, εγκράτεια γλώσσας, ολιγολογία
reticent = λιγομίλητος, κρυψίνους, εχέμυθος, λιγόλογος
retina = αμφιβληστροειδής χιτώνας
retinitis = αμφιβληστροειδίτιδα
retinue = ακολουθία
retire = αποσύρομαι, συνταξιοδοτούμαι
retire from = αποσύρομαι από, αποσύρομαι, αποστρατεύομαι
retirement = αποστράτευση
retort = αντίλογος, ανταπαντώ
retractable = ανασυρόμενος
retread = αναγόμωση
retreat = κρησφύγετο, οπισθοδρομώ, ησυχαστήριο, υποχωρώ
retrench = περικόπτω
retrial = αναδικία
retribution = εκδίκηση
retrieve = ανακτώ, σώζω, επαναφέρω
retrospection = αναδρομή
retrospective = αναδρομικός
return = μετ'επιστροφής, γυρίζω, επιστροφή, επιστρέφω
reunite = ξανασμίγω, συμφιλιώνομαι, συμφιλιώνω
reuse = ξαναχρησιμοποιώ
rev = μαρσάρω
rev the engine = μαρσάρω την μηχανή
revamp = ανακαινίζω
reveal = διαφαίνομαι, αποκαλύπω, αποκαλύπτω
reveal a secret = αποκαλύπτω μυστικό
revel = ξεφαντώνω
reveller = γλεντζές
revelry = ξεφάντωμα
revenge = ρεβάνς, εκδίκηση
revenue = εισόδημα, έσοδο
reverberate = ηχώ
reverend = πανοσιολογιότατος
reversal = αντιστροφή
reverse = κάνω όπισθεν, όπισθεν, αντιστρέφω
reverse out = βγαίνω με όπισθεν
review = αναθεωρώ, ανασκόπηση, κριτική, ανασκοπώ
reviews = κριτική
revile = προπηλακίζω
revise = κάνω επανάληψη
revised procedures = αναθεωρημένοι κανονισμοί
revitalise = αναζωογονώ, ξαναζωντανεύω
revival = επιστροφή, αναζωογόνηση, αναβίωση
revive = αναζωογονώ, αναβιώνω
revoke = ανακαλώ
revolt = εξέγερση, αποστασία
revolting = επαναστατικός, αηδιαστικός
revolutionary = επαναστατικός
revolutionise = φέρνω επανάσταση
revolve = περιστρέφω, περιστρέφομαι
revolver = περίστροφο, ρεβόλβερ
revolving = περιστροφικός, περιστρεφόμενος
reward = ανταμοιβή, αμοιβή
reward for = ανταμείβω, αμοιβή
rewarding = αποδοτικός
rewind = βάζω από την αρχή
rewrite = ξαναγράφω
rheumatism = ρευματισμοί
rhino = ρινόκερος
rhombus = ρόμβος
rhubarb = ρήον
rib = πλευρό
ribald = αισχρός, χυδαίος
ribbon = κορδέλα
rice = ρύζι
rich = πλούσιος
riches = πλούτη
richly = πλούσια
rickets = ραχίτιδα
rickety = ξεχαρβαλωμένος
rickshaw = δίτροχη χειράμαξα
rid = απαλλάσσω
rid oneself of = ξεφορτώνομαι
ridd = γαζώνω
riddle = γρίφος, κοσκινίζω
ride = ιππεύω, ατραξιόν, ποδηλατώ, βόλτα
ride in = επιβαίνω σε
rider = αναβάτης
ridge = κορυφογραμμή
ridged = αυλακωτός
ridicule = διασυρμός, γελοιοποιώ
ridiculous = γελοίος, περίγελος
ridiculousness = γελοιότητα
riding = ιππασία
rife = μπόλικος
rifle = καραμπίνα, τουφέκι
rift = χάσμα, ρωγμή, σχισμή
rig = στήνω, εξοπλίζω
rigging = ξάρτια
right = σωστός, δεξιός, δικαίωμα
right now = αυτήν την στιγμή
right of way = προτεραιότητα
right to = δικαίωμα για
right up my street = είναι στα μέτρα μου
righteous = ενάρετος, ηθικολόγος, ηθικός
righteousness = ευσυνειδησία
rightfully = δικαιωματικά
rights = δικαιώματα
rigid = άτεγκτος, αυστηρός, άκαμπτος, αδιάλλακτος
rigidity = ακαμψία
rigorous = επισταμένος, εξονυχιστικός
rill = ρυάκι
rim = στεφάνη
rind = φλούδα, κέλυφος
ring = δαχτυλίδι, μάτι, παλαίστρα, δακτυλίδι, τηλεφωνώ
ring back = ξαναπαίρνω
ring finger = παράμεσο δάκτυλο
ring off = κλείνω το τηλέφωνο
ring up = τηλεφωνώ
ringed plover = αμμοσφυριχτής
ringleader = αρχηγός
rinse = ξεπλένω
rinse out = ξεπλένω
rinsing = απόπλυση
riot = όργιο, πληθώρα, ταραχή
rioter = ταραξίας
rioting = ταραχές
riotous = πολύ έντονος
riots broke out = ξέσπασαν
rip = σκίζω
rip off = ξεγυμνώνω
ripe = μεστός, γινωμένος, ώριμος
ripe olive = θρούμπα
ripen = ωριμάζω, μεστώνω
riposte = απάντηση
ripple = κυμάτισμα, κελαρύζω, κυματισμός
rise = ανατέλλω, αυξάνομαι, ορθώνομαι, αύξηση, σηκώνομαι
rise against = εξεγείρομαι
rise up = εξεγείρομαι
risen = σηκωμένος
risk = αποτολμώ, διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω
risk free = χωρίς ρίσκο
risky = ριψοκίνδυνος
rival = αντίπαλος, αντίζηλος, παραβγαίνω
rivalling = εφάμιλλος
rivalry = ανταγωνισμός, αντιζηλία
river = ποτάμι
river bed = κοίτη
river mouth = στόμιο
riverside = όχθη
rivet = καρφώνω
roach = πλατίτσα
road = δρόμος
road holding = κράτημα στο δρόμο
road map = οδικός χάρτης
road markings = οδοσήμανση
road narrows = ο δρόμος στενεύει
road repairs = επισκευές του οδοστρώματος
road sign = οδική πινακίδα
roads = δρόμοι
roadworks = οδικά έργα
roadworthy = κατάλληλο για οδήγηση
roam = περιπλανιέμαι
roar = ωρύομαι, περνώ με θόρυβο, βρυχώμαι, βρυχηθμός
roar of engines = δυνατός θόρυβος των μηχανών
roar with laughter = ξεκαρδίζομαι από γέλια
roaring = βρυχηθμός
roars of laughter = ηχηρά γέλια
roast = καβουρντίζω, ψήνω, καβουρδίζω
roast beef = ροσμπίφ
roast lamb = ψητό αρνί
roast meat = ψητό κρέας
roasted = ψητός
roasting = ψήσιμο, κατσάδα, καβούρδισμα
roasting hot = καυτός
rob = ξεγυμνώνω, ληστεύω
robber = ληστής
robbery = ληστεία
robe = ρόμπα, τήβεννος, χιτώνας
robin = κοκκινολαίμης
robot = ρομπότ
robotics = ρομποτική
robust = ρωμαλέος, γερός
rock = πέτρα, κουνώ, λικνίζω, ροκ
rock-n-roll = ροκ αντ ρόλ
rock climbing = αναρρίχηση
rock fall = κατολίσθηση πετρωμάτων
rock partridge = πετροπέρδικα
rock the boat = προκαλώ αναστάτωση
rock the house = ταρακουνώ το σπίτι
rocket = ρουκέτα, ρόκα, πύραυλος
rocking horse = κουνιστό αλογάκι
rocks = βράχια
rocky = βραχώδης, πετρώδης
rod = ραβδί, βέργα, κοντάρι
rod-shaped = ραβδοειδής
rodent = τρωκτικό
rodents = τρωκτικά
rodeo = ροντέο
roe = ταραμάς
roedeer = ζαρκάδι
rogue = άγριος και μόνος, μπερμπάντης
roil = ταράζω, αναταράσσω
role = ρόλος
roll = κύλινδρος, κυλώ, ψωμάκι
roll a cigarette = στρουφίζω ένα τσιγάρο
roll up = τυλίγω
roller = μπικουτί
rollercoaster = τραίνο [στο λούνα παρκ]
rollerskate = πατίνια
rolling = κυλιώμενος, λοφώδης
rolling and pitching = κλωδωνισμός
rolling pin = πλάστης
roman = λατινικός
roman candle = απλό πυροτέχνημα
romance = ρομάντζα
Romania = Ρουμανία
romantic = ρομαντικός
Rome = Ρώμη
romp home = κερδίζω με άνεση
rood = σταυρός
roof = σκεπή, ταράτσα, οροφή, στεγή
roof-rack = σχάρα αυτοκινήτου
rook = χαβαρόνι, πύργος
room = δωμάτιο, χώρος
roommate = συγκάτοικος, σύνοικος
rooms = δωμάτια
roomy = ευρύχωρος
roost = κουρνιάζω
root = ρίζα
roots = ρίζες
rootstock = έρριζο υποκείμενο
rope = σκοινί
roquefort = ροκφόρ
rose = τριαντάφυλλο
rosemary = δενδρολίβανο
rosette = κονκάρδα
rosy = ρόδινος
rot = σαπίζω
rota basis = εκ περιστροφής
rotate = περιστρέφω, περιστρέφομαι
rote = παπαγαλίστικος
rotten = σαπισμένος, σαθρός, σαπρός, χάλια
rotting = που σαπίζει
rouge = ρουζ
rough = σκληρός, πρόχειρος, τραχύς
rough deal = άσχημη μεταχείριση
rough legged buzzard = αρκτικοβαρβακίνα
roughly = πρόχειρα
roughness = τραχύτητα
roulette = ρουλέτα
round = στρογγυλός, γύρος, περιοδεία
round of applause = χειροκροτήματα
round the clock = νυχθημερόν
round the headland = παρακάμπτω το ακρωτήριο
roundabout = στρογγυλή πλατεία, κόμβος
roundabouts = τα αλογάκια
rounded = στρογγυλωμένος
rouse oneself = αφυπνίζομαι, εγείρομαι
rousing = διεγερτικός
rout = πανωλεθρία
route = πορεία, δρόμος, διαδρομή
routes = πορείες
routine = ρουτίνα
routinely = σαν ρουτίνα
routing = δρομολόγηση
row = κοπηλατώ, σειρά, κωπηλατώ, καβγάς
row of = σειρά
rowan = αγριοσουρβιά
rowdy = ταραχώδης
rowing = κωπηλασία
rowing boat = βάρκα με κουπιά
royal = βασιλικός, ηγεμονικός
royally = βασιλικά
rozzer = μπάτσος
rub = τρίβω
rub out = εξαλείφω, διαγράφω, σβύνω
rub that word out = διαγράφω εκείνη την λέξη
rubber = γόμα, λαστιχένιος
rubber plant = κομμεόδενδρο
rubbish = σκουπίδια, σαρίδι, βλακείες
rubbish is = σκουπίδια είναι
rubble = μπάζα, χαλάσματα
rubella = ερυθρά
rubric = υπόδειξη
ruby = ρουμπίνι
rucksack = σακίδιο
rudder = πηδάλιο, δοιάκι
ruddy = ροδαλός, κοκκινοχρώμος
ruddy shelduck = καστανόχηνα
rude = αγενής, αγροίκος
rudely = αγενέστατα
rue = μετανιώνω, απήγανος
ruff = ψευτομαχητής
ruffle = αναμαλλιάζω
rug = χαλί
rugby = ράγκμπι
ruin = δηώνω, ρήμαγμα, χαντακώνω, χαλώ
ruined = ερειπωμένος
ruins = ερείπια, χαλάσματα
rule = κανόνας, αποφασίζω, ιθύνω, βασιλεύω, διέπω
rule over = κυριαρχώ
ruler = χάρακας, ρίγα
rules = καταστατικό, κανόνες
rules and regulations = κανόνες και κανονισμοί
ruling = κυρίαρχος
rum = ρούμι
rum goings on = περίεργα καμώματα
Rumania = Ρουμανία
rumble = μπουμπουνίζω, βροντώ υπόκωφα
ruminate = αναχαράζω
rummy = ραμί
rumour = φημολογία, φήμη
rumour has it = σύμφωνα με τη φήμη, οι φήμες λένε, σύμφωνα με φήμη
rump = πυγή
run = εκτελώ δρομολόγιο, τρέχω
run a bath = ετοιμάζω το μπάνιο
run a red light = περνώ με κόκκινο
run across = συναντώ κατά τύχη
run aground = εξοκέλλω
run amock = καταλαμβάνομαι από αμόκ
run amok = παθαίνω αμόκ, αφηνιάζω
run ashore = προσαράσσω
run away = το βάζω στα πόδια, την κοπανάω, το σκάω
run away with = τα σκάω μαζί
run down = πατώ με το αυτοκίνητο, καταβεβλημένος, αποπαίρνω
run drugs = φέρω ναρκωτικά λαθραία, εμπορεύομαι σε ναρκοτικά
run errands = κάνω θελήματα
run into = συναντώ κατά τύχη
run of the mill = συνηθισμένος, καθημερινός, πεζός
run off with = τα σκάω με
run out = μένω από
run out of = μένω από
run out of steam = εξαντλούμαι, μένω από δυνάμεις
run over = πατώ με το αυτοκίνητο
run short of = κοντεύω να μέινω από
run somebody somewhere = πηγαίνω κάποιον κάπου
run someone into the ground = ρέβω κάποιο στην δουλειά
run to the assistance of = προστρέχω
runaway horse = αφηνιασμένο άλογο
rung = ξύλινο σκαλοπάτι της σκάλας
runner = αθλητής, δρομέας
running = τρεχόμενος, που τρέχει, τρέχιμο, τρέξιμο
runny nose = συνάχι
runway = διάδρομος αεροδρομίου
rupture = θραύση, θλάση
rural = αγροτικός
rush = τρέχω, βιασύνη, ορμώ, ορμή, βιάζομαι
rush at = ορμώ
rush down = ροβολώ
rush light = δαυλός
Russia = Η Ρωσία, Ρωσία
Russian = ρώσικα, Ρώσος, ρώσικος
rustle = θροϊζω, θρόισμα
rusty = σκουριασμένος
rut = εποχή αναπαραγωγής, αυλάκι
ruthless = ανελέητος, αδίστακτος, άσπλαχνος
ruthlessly = αδίστακτα
rutted = με αυλακώσεις
rutting season = εποχή βαρβατεύματος, εποχή οργασμού
rye = σίκαλη