English (Qq) to Greek

quack = κράζω, καμποτίνος
quackish = αγύρτης, τσαρλατάνος
quadroon = παιδί από λευκή και μιγά
quadruple = τετραπλασιάζω
quadruplets = τετράδυμα
quahog = αχιβάδα Ατλαντικού
quail = ορτύκι
quaint = γραφικός, παράξενος
quaintness = ιδιορρυθμία, ιδιαιτερότητα
qualification = πρόκριση
qualifications = προσόντα
qualified = ικανός, προσοντούχος
qualifier = αυτός που προκρίνεται
qualify = καθιστώ ικανόν, προκρίνομαι
qualifying = προκριματικός
quality = ποιότητα
quantity = ποσότητα
quarrel = διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, φιλονικία, καυγάς
quarrel with = καβγάς
quarrelsome = καβγατζής, φιλόνικος
quarry = νταμάρι
quarter = τέταρτο, μαχαλάς
quarterly = κάθε τρείς μήνες, τριμηναίος, κάθε τέταρτο
quartet = κουαρτέτο
quartz = χαλαζίας
quartz clock = ρολόι χαλαζία
quasi = οιονεί
quaver = πάλλομαι, τρέμω, όγδοο νότας
quay = αποβάθρα
queasiness = αναγούλα
queen = βασίλισσα
queen scallop = χτένι τηγανάκι
queer = αλλόκοτος, αδερφή, κωλομπαράς, παράξενος
quench = σβήνω
querulous = μεμψίμοιρος, γκρινιάρης
query = ερώτημα, ερώτηση
quest = αναζήτηση
question = ερώτηση, ερώτημα, ανακρίνω, ζήτημα
questionnaire = ερωτηματολόγιο
queue = σειρά ανθρώπων
queue up = σχηματίζω ουρά
queuing = το να στέκεται κανείς σε σειρ
quibbling = σοφιστικός
quick = γοργός, γρήγορος
quick-tempered = ευέξαπτος, οξύθυμος
quicken = επιταχύνω
quicklime = ασβέστης, άνυδρος ασβέστης
quickly = μάνι-μάνι
quiet = ησυχασμός, ήσυχος
quieter = πιο ήσυχος
quill = πένα από φτερό
quilt = πάπλωμα, εφάλωμα
quilted = φοδραρισμένος, καπιτονέ
quince = κυδώνι
quinine = κιννίνο
quintessence = πεμπτουσία
quintessential = πλέον ουσιώδης
quintet = πεντάδα
quintuplets = πεντάδυμα
quip = ευφυολόγημα
quirky = εκκεντρικός
quite = αρκετά, εντελώς
quite big = αρκετά μεγάλος
quite mature = αρκετά ωμός
quite old = αρκετά μεγάλος
quite rightly = ευλόγως
quiver = τρεμουλιάζω, τρέμω
quixotic = δονκιχωτικός
quiz = κουίζ
quod erat demonstrandum = όπερ έδει δείξαι
quoits = αμάδες
quotation = παράθεση, χωρίο
quotation marks = εισαγωγικά
quote = μνημονεύω, καθορίζω, παραθέτω