English (Oo) to Greek

oak = δρύινος, δρύς, βελανιδιά
oaken = δρύινος
oar = κουπί
oasis = όαση
oast = φούρνος γιά λυκίσκο
oath = όρκος
oats = βρώμη, βρόμη
obdurate = αμετανόητος, αμετάπειστος, άκαμπτος
obedient = υπάκουος, πειθήνιος
obedient to = υπάκουος
obelisk = οβελίσκος
obese = παχύσαρκος
obesity = παχυσαρκία
obey = υπακούω
obfuscate = συσκοτίζω
obituary = νεκρολογία
object = φέρνω αντίρρηση, αντιτείνω, αντικείμενο, αντιτείνω
object of ridicule = στόχος κοροϊδίας
object to = έχω αντιρρήσεις, φέρνω αντίρρηση
objection = αντίρρηση
objection to = αντίρρηση
objectionable = απαράδεκτος, δυσάρεστος
objective = αντικειμενικός
objurgate = επικρίνω
obligation = υποχρέωση
obligatory = υποχρεωτικός
oblige = υποχρεώνω
oblique = λοξός, πλάγιος
oblique angle = οξεία γωνία
obliquity = λοξότητα
oblivion = λήθη, λησμονιά
oblong = επιμήκης, μακρόστενο
oboe = όμποε
obscene = άσεμνος, αισχρός
obscure = κρύβω, συσκωτίζω, δυσνόητος, σκοτεινός
obsequious = δουλοπρεπής
observation = παρακολούθηση, παρακολούΘηση, παρατηρητικότητα
observatory = παρατηρητήριο
observe = τηρώ, παρατηρώ
observer = παρατηρητής
obsessed = με έμμονη ιδέα
obsession = έμμονη ιδέα
obsessive = έμμονος
obsessive neurotic = ψυχαναγκασμός
obsesssive compulsive = ιδεοληπτικός, δαιμονοπληκτικός
obsidian = οψιανός
obsolescence = αχρησία
obsolete = απαρχαιωμένος
obstacle = φραγμός, εμπόδιο
obstetrician = μαιευτήρας
obstetrics = μαιευτική
obstinacy = πείσμα
obstinate = πεισμωμένος, πεισματάρης, ισχυρογνώμων
obstruct = παρακωλύω, κωλυσιεργώ, παρεμβάλλω εμπόδια
obstruction = στένωση, παρακώλυση
obstructively = με εμπόδια
obtain = προμηθεύομαι, αποκτώ
obtain from = αποκτώ
obtain permission = παίρνω την άδεια
obtainable = ευαπόκτητος, εφικτός
obtaining = που αποκτεί
obvious = φανερός
obviously = εμφανώς
occasion = περίπτωση
occasional = σποραδικός
occasional rain = βροχή κατά διαστήματα
occasionally = πότε-πότε, περιοδικά
occiput = ινίον
occult = απόκρυφος
occupant = κάτοχος
occupation = επάγγελμα, κατάληψη, κατοχή
occupational = επαγγελματικός
occupational hazard = επαγγελματικός κίνδυνος
occupational therapy = εργασιοθεραπεία
occupied = κατειλημμένος, απασχολημένος
occupied with = απασχολημένος με
occupy = καταλαμβάνω
occupy oneself with = καταγίνομαι
occupy with = απασχολούμαι
occur = συμβαίνω
occur to = έρχομαι στο νου, συμβαίνω σε
occurrence = περιστατικό, συμβάν, γεγονός
ocean = ωκεανός
ocean liner = υπερωκεάνειο
ocean sunfish = φεγγαρόφαρο
oceanographer = ωκεανογράφος
ochre = ώχρα
October = Οκτώβριος
octopus = χταπόδι
oculist = οφθαλμολόγος
odd = μονός
oddity = ιδιορρυθμία, παραξενιά
oddly = παράξενα, περίεργα, αλλόκοτα
oddment = ρετάλι
odds = πιθανότητες
odds and ends = πραγματάκια
ode = ωδή
odour = οσμή, μυρωδία
of = από
of different sex = ετερόφυλος
of dubious quality = αμφίβολης ποιότητας
of ill repute = σταμπαρισμένος
of late = πρόσφατα
of lesser importance = λιγότερης σημασίας
of no account = άνευ σημασίας
of no consequence = λίγης σημασίας
of no fixed abode = άνευ μονίμου διαμονής
of one's own accord = αυτόβουλα
of paramount importance = ύψιστης σημασίας
of public use = κοινόχρηστος
of repute = καλής φήμης
of the worst kind = του χειρότερου είδους
off = μακριά
off and on = κατά διαστήματα
off by heart = απ'έξω
off colour = αδιάθετος
off school = απών από το σχολείο
off stage = παρασκηνιακός
off the beaten track = μακριά από τη πεπατημένη
off the record = ανεπίσημα
off the road = στο συνεργείο για επισκευή
off work = απών από την δουλειά
offbeat = ασυνήθιστος
offence = αδίκημα, παράβαση, προσβολή
offend = προσβάλλω
offender = ένοχος, παραβάτης
offensive = επίθεση, συνέπεια, προσβλητικός
offer = προσφορά, προσφέρω
offer to = προσφέρω
offered by = προσφέρεται από
office = γραφείο, θώκος
office block = πολυώροφο χτίριο με γραφεία
office of Chancellor = γραφείο Καγκελαρίου
officer = αξιωματικός, στέλεχος
official = αξιωματικός, επίσημος, αξιοματικός
official report = επίσημη αναφορά
officially = επίσημα
officiate = χοροστατώ
officiousness = πολυπραγμοσύνη
offset = όφσετ
offsetting = συμψηφισμός
offshoot = παραφυάδα, βλαστός, παρακλάδι
offshore oil rig = πλατφόρμα άντλησης πετρελαίου
offside = όφσαϊντ
often = συχνά
oh dear = θέε μου, αμάν
σμελτ = καμινεύω
oil = λάδι, πετρέλαιο
oil can = λαδωτήρι
oil shale = πετρελαιοφόρος σχιστόλιθος
oil slick = πετρελαιοκηλίδα
oil spill = διαρροή πετρελαίου
oil tanker = πετρελαιοφόρο
oil well = πηγάδι πετρλαίου
oils = λαδομπογιά
ointment = αλοιφή
OK = εντάξει
okra = μπάμια
old = παλαιός, γέρος, γέρικος
old age = γερατειά
old banger = παλιοσαράβολο
old campaigner = βετεράνος
old fashioned = παλιομοδίτικος, όχι της μόδας
old goat = γερόγατος
old hat = ξεπερασμένος
old maid = γεροντοκόρη
Old Nick = διάβολος
old woman = βάβα, γριά, βαβά
old wreck = παλιοσαράβολο
older = παλιότερα
oleander = ροδοδάφνη, πικροδάφνη
oligarchy = ολιγαρχία
olive = ελιά
olive grove = ελαιώνας
olives = ελιές
Olympic = Ολυμπιακός
ombudsman = συνήγορος του πολίτη
omelette = ομελέτα
ominous = δυσοίωνος
ominously = δυσοίωνα
omission = παράλειψη
omit = παραλείπω
omnipotence = παντοδυναμία
omniscient = παντογνώστης
omnivore = παμφάγος
omnivorous = παμφάγος
on = σε, πάνω σε
on a par with = εφάμιλλος
on a shortlist = στην λίστα υποψηφίων
on a trip = σε ταξίδι
on account of = εξ αιτίας
on alert = σε επιφυλακή
on and off = κατά διαστήματα
on approval = μετά έγκρισής
on average = κατά μέσο όρο
on behalf of = εκ μέρους
on cloud nine = πανευτυχής
on condition = υπό τον όρο
on credit = επί πιστώσει
on demand = σε ζήτηση
on file = στα αρχεία
on fire = σε φωτιά, που φλέγεται
on foot = με τα πόδια
on form = σε καλή κατάσταση
on Friday = την Παρασκευή
on further acquaintance = όταν σε γνωρίζω καλύτερα
on his own = μόνος του
on holiday = στις διακοπές
on horseback = έφιππος
on hot coals = σε αναμμένα κάρβουνα
on loan = δανεικά
on many occasions = πολλές φορές
on Monday morning = την Δευτέρα το πρωί
on my birthday = τα γενέθλια μου
on my feet = στέκομαι στα ποδια μου
on no account = με κανένα τρόπο
on oath = ενόρκως
on offer = διαθέσιμος προς πώληση
on one's back = ανάσκελα
on one's guard = σε επιφυλακή
on one's own = μόνος
on one occasion = μία φορά
on order = το έχω παραγγείλει
on purpose = επίτηδες
on rare occasions = σε σπάνιες περιπτώσεις
on remand = εν προφυλακίσει
on second thoughts = με μεταγενέστερες σκέψεις
on shank's pony = με τα πόδια
on shore = στην ξηρά
on sight = πληρωτέο επί τη εμφανίσει
on site = εγκαταστημένος, εκεί
on stage = στη σκηνή
on the air = στον αέρα
on the beach = παρά θιν΄αλός
on the cheap = φτηνά
on the clock = στο ρολόι, στο κοντέρ
on the contrary = αντιθέτως
on the dole = άνεργος
on the drawing board = στα σκαριά
on the face of it = εκ πρώτης όψεως
on the grounds that = λόγω του ότι
on the increase = που αυξάνεται, αυξανόμενος
on the level = τίμιος
on the lookout for = ψάχνω γιά
on the news = στις ειδήσεις
on the other hand = αφ' ετέρου
on the outskirts = στα περίχωρα
on the phone = στο τηλέφωνο
on the plane = στο αεροπλάνο
on the radio = στο ράδιο
on the rise = με αυξητική τάση
on the rocks = με πάγο
on the scene = επί τόπου
on the side = στη ζούλα
on the sly = στη ζούλα
on the spot = επί τόπου
on the strength of = βασιζόμενος σε
on the train = στο τρένο
on the trot = διαδοχικά
on the verge of = στο χείλος
on the very same day = αυθημερόν
on the way = στο δρόμο
on the way back = στο γυρισμό
on the way home = στο γυρισμό
on the way to = στο δρόμο προς
on the whole = γενικά
on time = πάνω στην ώρα
on tiptoe = στις μύτες των ποδιών, ακροποδητί
on trial = σε δίκη
on TV = στην τηλεόραση
once = εφάπαξ, μια φορά, μία φορά, κάποτε
once a day = μία φορά την ημέρα
once upon a time = μια φορά κι ένα καιρό
one = ένα, μία, ένας
one's heart sinks = απογοητεύομαι, κόβεται το αίμα μου
one-armed = κουλός
one after the other = ένας πίσω από τον άλλο
one and only = μονακριβός
one to one = άτομο με άτομο
one way street = μονόδρομος
one who has just resigned = παρατηθείς
onerous = επαχθής, βαρύς
onion = κρεμμύδι
onlooker = θεατής
only = μόνο
onset = αρχή
onslaught = σφοδρή επίθεση
onto = πάνω, πάνω σε
onus = βάρος
onus of proof = βάρος αποδείξεως
ooze = λάσπη, στάζω, ίζημα, κυλώ, ιλύς
opacity = αδιαφάνεια
opaque = αδιαφανής
open = ανοίγω, ανοιχτός, εγκαινιάζω, ανοικτός
open-mindedness = χωρίς προκατάληψη
open area = ξέφωτο, ανοιχτός χώρος
open plan = χωρίς χωρίσματα
open sea = πέλαγος
open to doubt = υπό αμφισβήτηση
open to question = υπό συζήτηση
opening of a shirt = τραχιλιά
openly = ανοιχτά
openmindedness = ευρεία αντίληψη
opera = όπερα
opera house = θέατρο παραστάσεων όπερας
opera singer = τραγουδιστής όπερας
operate = εγχειρίζω, λειτουργώ
operating room = χειρουργείο
operating theatre = θάλαμος εγχειρήσεως
operation = λειτουργία, εγχείρηση, επιχείρηση
operational = λειτουργικός
operator = χειριστής
opinion = γνωμάτευση, άποψη, γνώμη
opinionated = ισχυρογνώμων
opponent = αντίπαλος
opportune = επίκαιρος
opportunity for = ευκαιρία
oppose = είμαι αντίθετος, αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι
opposing = αντίθετος, αντιτιθέμενος
opposite direction = αντίθετη κατεύθυνση
opposite lane = αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας
opposition = αντιπολίτευση, αντίθεση
oppressed = καταπιεσμένος, καταπονημένος
oppression = καταπίεση, καταδυνάστευση
oppressive = καταπιεστικός
opprobrious = υβριστικός, αχρείος
opthalmology = οφθαλμολογία
optician = οπτικός
optimism = αισιοδοξία
optimistic = αισιόδοξος
optimistically = αισιόδοξα
option = επιλογή
optional = προαιρερτικός
or = ή
or so = περίπου
oral = προφορικός, διά στόματος
oral contraceptive = αντισυλληπτικό χάπι
orange = πορτοκαλί, πορτοκάλι
orange juice = χυμός πορτοκαλάδας
oratory = ρητορική
orbit = τροχιά
orchard = περιβόλι
orchestra = ορχήστρα
orchestral = ορχηστρικός
orchestrate = ενορχηστρώνω
ordain = χειροτονώ
ordeal = δοκιμασία
order = προσταγή, εντολή, παραγγέλλω, παραγγελία, διατάζω
ordinary = συνηθισμένος
ordination = χειροτονία
ore = μετάλλευμα, ορυκτό
oregano = ρίγανη
organ = όργανο
organic = οργανικός
organic matter = οργανική ύλη
organisation = οργάνωση, διοργάνωση
organise = οργανώνω
organiser = οργανωτής
organist = οργανίστας
orgasm = οργασμός
orgy = όργιο, κραιπάλη
oriental = ανατολίτικος, ανατολικός
orientate = προσανατολίζω
orifice = στόμιο
origin = προέλευση
original = γνήσιος, πρωτότυπος
originality = πρωτοτυπία
originate = προέρχομαι
ornament = διακοσμητικό
ornamental = διακοσμητικός
ornate = πολύ στολισμένος
orphan = ορφανός
orphanage = ορφανοτροφείο
orthodontist = ορθοδοντικός
orthodox = ορθόδοξος
orthodoxy = ορθοδοξία
oscillate = ταλαντώνομαι
osier = λυγαριά
osprey = ψαραετός
ossicle = οστάριο
ostensible = φαινομενικός, δήθεν
ostensibly = φαινομενικά
ostentatious = επιδεικτικός, φανταχτερός, φιγουρατζής
osteoporosis = οστεοπόρωση
ostracise = εξοστρακίζω
ostrich = στρουθοκάμηλος
ostrich mentality = στρουθοκαμηλισμός
other = άλλος
others = οι άλλοι, οι άλλες, τα άλλα
otherwise = διαφορετικά, αλλιώς
otter = ενυδρίδα
ought = θα πρέπει
ought to = θα έπρεπε
ounce = ουγκιά
our = ο δικός μας
our hopes are all gone = άνθρακες ο θησαυρός
ourselves = εμείς οι ίδιοι, οι εαυτοί μας / εμείς οι ίδιοι
out = έξω, έξω από
out-of date = ντεμοντέ
out-patients = εξωτερικά ιατρεία
out of action = εκτός λειτουργίας
out of breath = λαχανιασμένος
out of control = ξέφυγε από το έλεγχο
out of court = εξωδικώς
out of danger = ξέφυγε από το κίνδυνο
out of date = ντεμοντέ, παλαιά, εκτός εποχής
out of debt = δεν χρωστάω
out of doors = έξω
out of fashion = όχι πιά της μόδας, ντεμοντέ
out of fear that = από το φόβο μήπως
out of hand = εκτός ελέγχου
out of luck = άτυχος
out of order = χαλασμένος, εκτός λειτουργίας
out of place = περίεργος, παράξενος
out of pocket = άφραγκος
out of practice = αγύμναστος
out of print = εξαντλημένο (βιβλίο)
out of range = εκτός βεληνεκούς
out of reach = που δεν μπορεί να το φτάσει
out of respect for = από σεβασμό για
out of season = εκτός εποχής
out of sight = άφαντος
out of sight out of mind = πέρα βρέχει
out of step = δεν συμβαδίαζω
out of stock = με εξαντλημένο απόθεμα, εξαντλημένος (από είδη)
out of the ordinary = ασυνήθιστος
out of the question = αποκλείεται
out of the way = απόκεντρος, φύγε από την μέση, απόμακρος, εκποδών
out of this world = ασύλληπτος, καταπληκτικός, θεσπέσιος
out of turn = εκτός σειράς
out of use = δεν λειτουργεί
out of work = άνεργος
out on a limb = σε δύσκολη θέση
out on bail = εκτός φυλακής με εγγύηση
out on one's feet = ξεθεωμένος
outbreak = ξέσπασμα, έκρηξη, εκδήλωση
outburst = άγριο ξέσπασμα
outcome = απορροία, έκβαση, κατάληξη
outcry = κατακραυγή, αγανάκτηση
outdated = απαρχαιωμένος
outdoor = εξωτερικός
outer space = διάστημα
outfit = εξοπλισμός
outflanking = υπερφαλλάγγιση
outgoing = εξωστρεφής, εκδηλωτικός, κοινωνικός
outing = εκδρομή
outing to the zoo = εκδρομή στο ζωολογικό κήπο
outlast = διαρκώ περισότερα από
outlaw = θέτω εκτός νόμου, φυγάς
outlet = διέξοδος
outline = σκιαγραφώ, διατυπώνω, σκιαγράφηση
outlook = πρόβλεψη
outmoded = ξεπερασμένος, ντεμοντέ
outpace = ξεπερνώ σε ταχύτητα
outpouring = ξέσπασμα αισθημάτων
output = παραγωγή
outrage = οργή, ύβρις, προσβολή, προπηλακίζω
outrageous = σκανδαλώδης, εξωφρενικός
outright = απόλυτος
outrun = τρέχω γρηγορότερα
outset = αρχή
outside = έξω από
outsider = ξένος
outskirts = περίχωρα
outskirts are = περίχωρα
outspoken = ειλικρινής, ντόμπρος
outstanding = εξαιρετικός
outward appearance = εξωτερική εμφάνιση
outweigh = υπερτερώ
outwit = ξεγελώ, νικώ με την εξυπνάδα
ouzo = ούζο
oval = οβάλ, ωειδής
ovary = ωάριο
ovation = επευφημία
over = πάνω, πάνω από, τελείωσε
over and above = επί πλέον
over and over again = επαναλειμμένες φορές
overall = γενικός, ποδιά, συνολικός, μπλούζα εργασίας
overalls = ολόσωμα
overburden = παραφορτώνω
overcast = συννεφιασμένος, μουντός
overcoat = πανωφόρι, παλτό
overcome = ξεπερνώ, νικημένος
overcompensate = αναπληρώνω υπερβολικά
overconfident = με υπερβολική αυτοπεποίθηση
overcrowded = υπερπλήρης
overdo = εξογκώνω
overdo it = το παρακάνω
overdose = υπερβολική δόση
overestimate = υπερεκτιμώ
overflow = υπερχείλιση, ξεχειλίζω
overgrazing = εξάντληση χορταριού
overgrown = κατάφυτος, σκεπασμένος
overhead travelling crane = κυλιόμενη γέφυρα
overheads = γενικά έξοδα
overhear = ωτακουστώ
overheat = υπερθερμαίνομαι
overheating = υπερθέρμανση
overhunting = κυνήγι σε υπερβολικό βαθμό
overide = υπερισχύω, ακυρώνω
overjoyed = πολύ χαρούμενος
overlap = συμπίπτω, επικαλύπτω
overlapping = ύπερθεση
overload = υπερφορτώνω, υπερβολικό φόρτω, υπερβολικό φόρτο
overlook = παραβλέπω, παραγνωρίζω, έχω θέα προς
overlooking = που έχει θέα προς
overly = υπερβολικά
overnight = διανυκτερεύω
overnight success = άμεση επιτυχία, ξαφνική επιτυχία
overpopulate = πληθύνομαι υπέρμετρα
overpopulation = υπερπληθυσμός
overpower = κάνω ζάφτι
overrated = υπερτιμημένος
overrun = υπερβαίνω
overrun with = κατακλύζομαι από, λυμαίνομαι
overseas = στο εξωτερικό, υπερπόντιος
oversee = επιβλέπω, επιτηρώ
overseer = επόπτης
oversight = αβλεψία, παράλειψη
oversimplified = απλουστευμένος
oversimplify = απλουστεύω
overt = φανερός
overtake = προσπερνώ, ξεπερνώ
overtaking = προσπέρασμα
overthrow = ανατροπή
overtime = υπερωρίες
overtone = απόηχος
overturn = μπατάρω, αναποδογυρίζω
overturning = ανατροπή
overweight = υπέρβαρος
overwhelm = συντρίβω, πνίγω, κατακλύζω, καταβάλλω
overwhelmed = τσακισμένος
overwhelming = συντριπτικός
overwhelmingly = συντριπτικά
overworked = παραδουλεμένος, παρακουρασμένος
oviduct = σάλπιγγα
ovule = ωάριο
ovum = ωάριο
owe = οφείλω, χρωστώ
owing to = εξ αιτίας, λόγω
owl = κουκουβάγια
own = δικός μου, κατέχω, της]
own up = ομολογώ το φταίξιμο
owner = κάτοχος, ιδιοκτήτης, κτήτορας
owner-occupier = ιδιοκτήτης κάτοικος
ownership = ιδιοκτησία
ox = βόδι
ox (oxen) = βόδι
oxen = βόδια
oxidation = οξείδωση
oxide = οξείδιο
oxygen = οξυγόνο
oxygen cycle = κύκλος του οξυγόνου
oxygen mask = μάσκα οξυγόνου
oxygenation = οξυγόνωση
oyster = στρείδι
oystercatcher = στρειδοφάγος
ozone = όζον
ozone layer = στρώμα του όζοντος