English (Nn) to Greek

nab = συλλαμβάνω, πιάνω, σουφρώνω
nacelle = άτρακτος
nacre = σεντέφι
nadir = ναδίρ
naff = φτηνός
nag = αποπαίρνω, παλιάλογο, καυγαδίζω, γκρινίαρα
naiad = νεράιδα
nail = πρόκα, καρφί, νύχι
nail bomb = βόμβα γεμάτη καρφιά
nailbiting = ονυχοφαγία, γεμάτος αγωνία
naive = αφελής
naivety = αφέλεια
naked = τσίτσιδος, γυμνός
naked natives = γυμνοί ιθαγενείς
naked property = ψιλή κυριότητα
naked violence = ωμή βία
name = ονομασία, όνομα, ονομάζω
name day = ονομαστική εορτή
named = που ονομάζεται
nameday = ονομαστική εορτή
nameless = ανώνυμος
namely = ήτοι
namesake = φερώνυμος
nanny = νταντά, παραμάνα
nanny goat = κατσίκα
nap = υπνάκος, το πέλος
nape = σβέρκος
napkin = πετσετάκι, χαρτοπετσέτα, πετσέτα, πετσέτα φαγητού
nappy = πάνα
narcotics = ναρκωτικά
narrator = αφηγητής
narrow = στενός
narrow-minded = στενόμυαλος
narrowly = στενά
nasturtium = τροπαίουλο
nasty = απαίσιος
nation = έθνος
national = εθνικός
national carrier = εθνική αεροπορική εταιρία
national guard = εθνοφρουρά
National Health System = Εθνικό Σύστημα Υγείας
national holidays = εθνικές εορτές
nationalisation = κρατικοποίηση
nationalise = κρατικοποιώ
nationalism = εθνικισμός
nationalist = εθνικιστής
nationality = υπηκοότητα, ιθαγένεια
native = ιθαγενής, ντόπιος
natives = ιθαγενείς
natural beauty = φυσική ομορφιά, φυσική ομορφιά
natural disaster = φυσική καταστροφή
natural selection = φυσική επιλογή
naturalisation = πολιτογράφηση
naturally = φυσικά
nature = φύση
nature reserve = εθνικό πάρκο
naughty = άτακτος
nausea = εμετός, ναυτία
nautical = ναυτικός
naval = ναυτικός
nave = σηκός
navigation = ναυτιλία, ναυσιπλοϊα
navigator = αεροναυτίλος, ναυτίλος
navy = ναυτικό
neap tide = διχοτομική παλίρροια
near = κοντά
near-sighted = μυωπικός
nearby = κοντά, κοντινός
nearer = πιο κοντός
nearly = σχεδόν, παραλίγο
neat = ακριβής
neatly = κομψά
necessarily = απαραίτητα
necessary = αναγκαίος
necessitate = καθιστώ αναγκαίο
necessity = αναγκαιότητα
necessity for = ανάγκη για
neck = σβέρκος, αυχένας, λαιμός
necklace = κολιέ
neckwear = ρούχα που φορούνται στο λαιμό
nectar = νέκταρ
need = χρειάζομαι, ανάγκη
need for = ανάγκη για
needle = βελώνα, βελόνα
nefarious = κακοηθής, φαύλος, άνομος
negative = αρνητικός
negatively = αρνητικά
negatives = αρνητικά
neglect = αμελώ, αμέλεια
neglect oneself = παραμελώ τον εαυτό σου
neglected = παραμελημένος
negligent = αμελής
negligible = αμελητέος
negotiate = διαπραγματεύομαι
negotiate with = διαπραγματεύομαι με
negotiation = διαπραγμάτευση
negotiations = διαπραγματεύσεις
negotiator = διαπραγματευτής
neigh = χλιμιντρίζω
neighbour = γείτονας
neighbourhood = μαχαλάς, γειτονιά
neighbouring = γειτονικός
neighbourly = φιλικός
neighbours = γείτονες
neither = κανείς από τους δύο
neither ..... nor = ούτε .... ούτε
neither do I = ούτε εγώ
neither of them = κανείς από τους δυο
neo- = νέο-
neo classical = νεοκλασσικός
Neolithic Period = νεολιθική εποχή
neon = νέον
neon signs = φωτεινές επιγραφές
nephew = ανηψιός
nephric = νεφρικός
nerve = νεύρο
nervous = νευρικός
nervous about = ανήσυχος για
nervous system = νευρικό σύστημα
nervous wreck = ράκος
nervously = ανήσυχα
nest = φωλιάζω, φωλιά, θαλάμη
nestle = βρίσκομαι χωμένος, φωλιάζω
net = δίχτυ
net operating surplus = καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα
net operational income = καθαρά έσοδα εκμεταλλεύσεως
nettle = τσουκνίδα
network = δίκτυο
neural = νευρικός
neurone = νευρώνας
neutral = ουδέτερος, νεκρό
never = ποτέ
never you mind = μη το ψάχνεις
nevertheless = ωστόσο
new = καινούριος, νέος
new-look = καινούριας εμφάνισης
New Year's Eve party = ρεβεγιόν
New Year's present = μποναμάς
New Year’s Day = Πρωτοχρονιά
New Year’s Eve = παραμονή Πρωτοχρονιάς
newcomer = νεοφερόμενος
newfangled = καινοφανής
newly = πρόσφατα
newly-opened = που εγκαινιάστηκε πρόσφατα
newly established = νεοσύστατος
news = ειδήσεις, νέα
news-stand = περίπτερο πώλησης εφημερίδων
news broadcast = δελτίο ειδήσεων
news of = νέα για
news reader = παρουσιαστής ειδήσεων
news reporter = δημοσιογράφος, ρεπόρτερ
newscaster = παρουσιαστής ειδήσεων
newspaper = εφημερίδα
newsroom = γραφείο σύνταξης
next = μετά, επόμενος
next of kin = ο πλησιέστερος συγγενής
next to = διπλανός
nib = πενάκι
nibble = δαγκώνω με μικρές μπουκιές, τσιμπολόγημα
nice = ωραίος
nicely = ωραία
nicety = ακριβολογία
niche = σηκός, σηκός
nicitating membrane = επικανθίδα
nick = εγκοπή
nickname = παρατσούκλι
nicotine = νικοτίνη
nidation = εμφύτευση
Nigeria = Νιγηρία
niggard = τσιγκούνης
niggardly = σπαγγοραμένος
night = νύχτα
night heron = νυχτοκόρακας
night is approaching = η νύχτα ζυγώνει
nightclub = νυχτερινό κέντρο
nightdress = νυχτικό
nightie = νυχτικό
nightingale = αηδόνι
nightlife = νυχτερινή ζωή
nightmare = εφιάλτης
nimbleness = ευστροφία
nimbus = αύρα, σύννεφο βροχής
nin infectuous = μη μεταδοτικός
nine = εννέα
ninth = έννατος
nip = τσιμπώ
nipper = πιτσιρίκος
nipple = ρόγα
nirvana = νιρβάνα
nitride = νιτρίδιο
nitrogen = άζωτο
nitwit = βλάκας
no = κανένας, όχι
no admittance = απαγορεύεται η είσοδος
no end = αμέτρητα
no entry = απαγορεύεται η είσοδος
no fault divorce = συναινετικό διαζύγιο
no longer = όχι πιά
no longer use = δεν χρησιμοποιώ πιά
no matter what I do = ότι κι αν κάνω
no one = κανείς
no par value share = μετοχή χωρίς ονομαστική αξία
no result = μηδέν στο πηλίκο
no smoking = απαγορεύεται το κάπνισμα
no sooner said than done = αμ' έπος αμ' έργον
nobility = αριστοκρατία, ευγενείς
noble = αβρός, ευγενής
noble rot = ευγενής σήψη
nobleman = ευγενής
nobody = κανείς
nocturnal = νυχτερινός
nod = κουνώ το κεφάλι, κατανεύω
nod off = λαγοκοιμάμαι
noddle = κεφάλι, μυαλό
node = όζος
noise = θόρυβος
noise pollution = ηχορύπανση
noise squelch muting = περιορισμός θορύβων
noise temperature = θερμοκρασία θορύβου
noisy = θορυβώδης
nolt = μανταλώνω
nomad = νομάς
nomadic = φερέοικος
nomenclature = ονοματολογία
nominal = ονομαστικός
nominate = διορίζω, προτείνω
nomination = χρίσμα, υποψηφιότητα
nominative = ονομαστικός
non- = μη -
non-commissioned officer = υπαξιωματικός
non-stick = αντικολλητικό
non combatant = άμαχος
non compliance = έλλειψη συμμόρφωσης
non compos mentis = μη υγιής στο πνεύμα, ακαταλόγιστος
non profit making = μη κερδοσκοπικός
non return = ανεύ επιστροφής
nonchalant = ράθυμος, οκνός, αδιάφορος
nondescript = που δεν ξεχωρίζει καθόλου, ακαθόριστος
none = κανένας
none of them = κανένας από αυτούς
nonentity = ασήμαντος άνθρωπος
nonetheless = όμως, εν τούτοις
nonplus = φέρνω σε αμηχανία, σαστίζω
nonsense = βλακίες, ανοησίες, βλακείες
nonsensical = ανόητος
nook = γωνία, εσοχή
noon = μεσημέρι
nor = ούτε
norm = νόρμα, πρότυπο
normal = κανονικός, φυσιολογικός
normally = κανονικά
Norse = μεσαιωνική ισλανδική γλώσσα
north = Βοράς, Βοριάς
north east = βορειοανατολικό
North Sea = Βόρεια Θάλασσα
north west = βορειοδυτικό
northern = βόρειος
Norway = Νορβηγία
Norwegian = νορβηγικός
nose = μύτη
nose bleed = επίσταξη
nosh = μάσα
nostalgia = νοσταλγία
nostalgic = νοσταλγικός
nostril = ρουθούνι
nostrils = ρουθούνια
nosy = αδιάκριτος
not = δεν
not all it's cracked up to be = αλλά όχι και τόσο να καλό, καλό είναι
not at all = καθόλου
not be able to = αδυνατώ
not confiscated = ακατάσχετος
not in my life = ποτέ στη ζωή μου
not merely ... but = όχι μόνο ... αλλά
not sit well with me = δεν μου πηγαίνει καλά να
not so good as = όχι τόσο καλός όσο
not sunny = ανήλιος
not to be trusted = δεν έχω μπέσα
not uniform = ανομοιογενής
notable = αξιοσημείωτος
notary = συμβολαιογράφος
notch brittleness = ευθραυστότητα από εγκοπή
notch sensitivity = ευαισθισία σε εγκοπή
notched = με εγκοπή
note = σημειώνω, σημείωση
notebook = καρνέ, σημειωματάριο
noted for = φημισμένος για
notepaper = χαρτί σημειώσεων
noteworthy = αξιοσημείωτα
Noth = βοράς
nothing = τίποτα
notice = πίνακας, παρατηρώ
noticeable = αξιοσημείωτος
notify = γνωστοποιώ, ειδοποιώ
notion = ιδέα, αντίληψη
notoriety = κακοφημία
notorious = διαβόητος, περιβόητος
notorious for = περιβόητος
notoriously = περιβόητα
noun = ουσιαστικό
nourish = τρέφω, καλλιεργώ
nourishment = τροφή, θρέψη
novel = μυθιστόρημα, καινοφανής
novelist = μυθιστοριογράφος
November = Νοέμβριος
now = τώρα
nowadays = αυτές τις ημέρες
nowhere = πουθενά
noxious = επιζήμιος
nozzle = ακροφύσι ψεχασμού
nuance = απόχρωση
nucelar generator = πυρηνική γεννήτρια
nuclar warfare = πυρηνικός πόλεμος
nuclear = πυρηνικός
nuclear family = πυρηνική οικογένεια
nuclear medicine = πυρηνική ιατρική
nuclear power = πυρηνική ενέργεια
nuclei = πυρήνες
nucleus = πυρήνας
nudism = γυμνισμός
nuisance = μπελάς
nullify = ανατρέπω, ματαιώνω
numb = μουδιασμένος, ναρκωμένος, μουδιάζω
number = αριθμίζω, αριθμός
number plate = πινακίδα
numbness = μούδιασμα
numerous = πολυάριθμος
nun = μοναχή, καλόγρια
nunnery = μονή
nurse = βάγια, νοσοκόμα
nursery = φυτώριο
nursery school = νηπιογωγείο
nursing = νοσηλεία, περίθαλψη
nursing staff = νοσηλευτικό προσωπικό
nurture = τρέφω
nut = παξιμάδι
nute swan = βουβόκυκνος
nutmeg = μοσχοκάρυδο
nutrient = θρεπτική ουσία, θρεπτική ουσία
nutrient laden = γεμάτος θρεπτικές ουσίες
nutrition = θρέψη
nutritional = θρεπτικός
nutritional value = θρεπτική αξία
nutritious = θρεπτικός
nuts = φυστίκια
nylon = νάυλον