English (Mm) to Greek

macaroni = μακαρονάδα
machinate = βυσσοδομώ
machination = δολοπλοκία, ραδιουργία
machine = μηχάνημα
machine-minded = που αγαπάει τα μηχανήματα
machine gun = πολυβόλο
machines = μηχανήματα
machinist = μηχανουργός
macro = μακροεντολή
macrophage = μακροφάγο
mad = τρελός, θυμωμένος, λωλός, κουζουλός
madam = ιδιοκτήτρια οίκος ανοχής, κυρία
made = εξανάγκασα, κατασκεύασα, έφτιαξα
made of = φτιαγμένος από
made of flax = λινός
made to measure = κομμένα και ραμμένα
madness = τρέλα
maelstrom = δίνη
mafia = μαφία
magazine = περιοδικό
mage. magician = μάγος
magic = μαγεία, μαγικός
magistrate = ειρηνοδίκης, δικαστής
magnanimous = μεγάθυμος, μεγαλόψυχος
magnet = μαγνήτης
magnetic = μαγνητικός
magnetic field = μαγνητικό πέδιο
magnetic flux = μαγνητική ροή
magnificent = έξοχος, υπέροχος, μεγαλοπρεπής
magnify = μεγαλοποιώ
magpie = καρακάξα
mahogany = μαόνι
maid = καμαρίερα
maiden = παρθένος
maiden name = πατρικό όνομα
mail = ταχυδρομώ, ταχυδρομείο
mailman = ταχυδρόμος
maim = σακατεύω
main = κύριος, κυριότερος, κυρίος
main course = το κύριο πιάτο
main road = κεντρικός δρόμος
mainland = ηπειρωτική γη
mainstay = στυλοβάτης
mainstream = κύριο ρεύμα
maintain = διατηρώ, υποστηρίζω, διατείνομαι
maintenance = συντήρηση
maisonette = διπλοκατοικία
majestic = μεγαλοπρεπής, μεγαλειώδης
majestically = μεγαλειωδώς
majesty = μεγαλείο, η Αυτού Εξοχότης, μεγαλοπρέπεια
major = σημαντικός, ταγματάρχης
majority = πλειοψηφία, πλειονότητα
make = φτιάχνω, κατασκευάζω, κάνω, εξαναγκάζω
make-up = μακιάζ, το φτιασίδι
make a case for = υπερασπίζομαι
make a choice = επιλέγω
make a commotion = κάνω φασαρία
make a complaint = κάνω παράπονα
make a dart for = χυμώ απότομα
make a deal with = κάνω μία συμφωνία
make a difference = επηρεάζω
make a donation = κάνω δωρεά
make a fool of = ρεζιλεύω
make a fuss about = κάνω φασαρία για
make a fuss of = περιπιούμαι ιδιαίτερα
make a good impression = κάνω καλή εντύπωση
make a living = κερδίζω τα προς το ζην
make a living as = κερδίζω το ψωμί μου ως
make a loss = ζημιώνω
make a meal of = υπερβάλλω
make a mistake = κάνω λάθος, λαθεύω
make a name for oneself = γίνομαι γνωστός
make a pass at = ρίχνομαι
make a point = αναφέρω, διευκρινίζω
make a profit = έχω κέρδος
make a profit on = βγάζω κέρδος σε
make a racket = κάνω πολύ θόρυβο
make a recovery = αναρρώνω
make a reference to = αναφέρομαι σε
make a remark = παρατηρώ, σχολιάζω
make a scene = κάνω σκηνή
make a speech = βγάζω λόγο
make a statement = κάνω κατάθεση
make allowances for = παραβλέπω, λαμβάνω υπ'όψιν, είμαι επιεικής με
make amends = επανορθώνω, αποζημιώνω
make an agreement with = συμφωνώ με
make an apology = ζητώ συγνώμη
make an attack οn = επιτίθεμαι
make an attempt = κάνω μία προσπάθεια
make an effort = κάνω προσπάθεια
make an excuse = προβάλλω δικαιολογία
make an investment = κάνω μία επένδυση
make arrangements = κανονίζω
make arrangements for = κάνω ετοιμασίες γιά
make bold = λαμβάνω το θάρρος να
make clear = διατρανώνω
make curly = κατσαρώνω
make cuts = κάνω περικοπές
make difficult = δυσχεραίνω
make difficulties = δυστροπώ
make do with = αρκούμαι
make do with less = βάζω νερό στο κρασί μου
make dumb = βουβαίνω
make ends meet = τα βγάζω πέρα
make for = κατευθύνομαι προς
make good on = κρατώ το λόγο μου
make great strides = σημειώνω μεγάλη πρόοδο
make haste = κάνω γρήγορα, βιάζομαι
make head or tail of = βγάζω άκρη
make headway = σημειώνω πρόοδο
make humble = ταπεινώνω
make inroads into = κατατρώγω, λιγοστεύω
make it plain = το καθιστώ σαφές
make light of = δεν παίρνω στα σοβαρά
make much of = υπερβάλλω
make no headway = καρκινοβατώ
make no sense of = δεν βγάζω νόημα από
make notes = κρατώ σημειώσεις
make off with = τα σκάω με
make one's appearance = εμφανίζομαι
make one's living from = κερδίζω τα προς το ζην από
make one's way to = πορεύομαι
make oneself understood = γίνομαι κατανοητό
make out = διακρίνω, γράφω επιταγή, προσποιούμαι
make out a cheque = γράφω επιταγή
make peace with = κάνω ειρήνη
make permanent = μονιμοποιώ
make preparations for = κάνω ετοιμασίες για
make progress = κάνω πρόοδο
make provision for = προνοώ
make provision fro = φροντίζω για, προνοώ για
make room = κάνω χώρο
make short work of = τελείωνω στo πι και φι
make space = κάνω χώρο
make stable = σταθεροποιώ
make strides = σημειώνω μεγάλη πρόοδο
make sure = βεβαιώνομαι
make tempers fray = τεντώνω τα νεύρα
make time for = βρίσκω χρόνο για
make up = αποτελώ, μακιγιάρομαι, επινοώ, βάφομαι
make up (2) = γίνομαι φίλοι πάλι, τα ξαναφτιάχνω
make up for = αναπληρώνω
make vast strides = κάνω μεγάλη πρόοδο
make war on = κάνω πόλεμο
make way for = ανοίγω δρόμο για
maker = κατασκευαστής
makeshift = πρόχειρος
maladroit = αδέξιος
malady = αρρώστια
malaria = ελονοσία
Malaysia = Μαλαισία
male = ανδρικός, αρσενικός
malefactor = κακούργος, κακοποιός
malevolence = χαιρεκακία
malevolent = μοχθηρός, κακόβουλος
malformed = δύσμορφος, κακοφτιαγμένος
Mali = Μαλί
malice = μοχθηρία, πονηριά, χαιρεκακία
malicious = ιόβολος, κακόβουλος, εμπαθής, μοχθηρός
maliciously = κακόβουλα
maliciousness = μοχθηρία, κακία, κακοβουλία
malign = κακολογώ
malignant = κακοήθης, κακεντρεχής
mall = εμπορικό κέντρο
mallard = πρασσινοκεφαλόπαπια
malleable = ελαστικός, ελάσιμος
malnourished = υποσιτιζόμενος
malnutrition = υποσιτισμός
malodorous = δύσοσμος
malpractice = αμέλεια καθήκοντος
maltreat = κακομεταχειρίζομαι
maltreatment = κακομεταχείριση
mam = μάνα
mammal = θηλαστικό
man = επανδρώνω, άνδρας, άνθρωπος
man at arms = αρματολός
man in the street = ο μέσος άνθρωπος
man of his word = μπεσαλής
man/piece = πούλι
manacles = χειροπέδες
manage = αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, καταφέρνω
manageable = εύκολος, εύχρηστος
management = διοίκηση
manager = διευθυντής
managerial = διευθυντικός, διαχεριστικός
mandarin = μανδαρινόπαπια, μανταρίνι
mandate = εντολή
mandatory = επιτακτικός
mandolin = μαντολίνο
mane = χαίτη
mange = ψώρα
manger = φάτνη
mangey = ψωριασμένος
mango = μάγκο
mango chutney = τσάτνυ
manic = μανιακός
manifestation = εκδήλωση
manifesto = μανιφέστο
manifold = πολλαπλός
manipulate = χειρίζoμαι
manipulation = χρήση, χειρισμός
manna = μάννα
mannequin = μανεκέν
manner = τρόπος
mannerism = ιδιομορφία, ιδιορρυθμία
manoeuvrablity = ικανότητα ελιγμών
manoeuvre = ελιγμός, κάνω ελιγμούς
manpower = ανθρωποδύναμη
mansard roof = κεκλασμένη στέγη
mansion = μέγαρο
manslaughter = φόνος εξ αμελείας
mantelpiece = πρέκι τζακιού
mantle = μανδύας
manual = εγχειρίδιο, λειτουργικό βιβλίο, με ταχύτητες
manual labour = χειρονακτική εργασία
manufacture = κατασκευάζω
manufactured = κατασκευασμένος
manufacturer = κατασκευαστής
manumission = απελευθέρωση
manumit = απελευθερώνω
manure = κοπριά, καβαλλίνα
Manx shearwater = μύχος
many = πολλοί
many a = πολλοί
many a quarrel = πολλοί καυγάδες
many happy returns = χρόνια πολλά
map = χάρτης, χαρτογραφώ
maple = σφένδαμος
mar = βλάπτω
marathon = μαραθώνιος
marble = μαρμάρινος, μάρμαρο
marbled teal = στικτόπαπια
March = Μάρτιος
march = βαδίζω
march (music) = εμβατήριο
march out = βγάζω έξω, παρελαύνω
marchese = μαρκήσιος
marchioness = μαρκησία
mare = φοράδα
margarine = μαργαρίνη
margin = περιθώριο, τράτο
marginal = περιθωριακός, οριακός
marginal probability = οριακή πιθανότητα
marginally = οριακά
marigold = νυχτολούλουδο
marina = μαρίνα
marinade = μαρινάτα
marinate = μαρινάρω
marine = θαλάσσιος, πεζοναύτης
marionette = νευρόσπαστο
marital = σχετικά με τον γάμο
maritime = ναυτικός
maritime law = ναυτικό δίκαιο
mark = σημαίνω, σημειώνω, βαθμός
mark-up = αύξηση τιμής
markdown = έκπτωση
markedly = ξεκάθαρα, έντονα, σαφώς
marker = σημάδι
market = αγορά
market price = αγοραία τιμή
market research = έρευνα αγοράς
market share = μερίδιο αγοράς
market value = αγοραστική αξία
marketing = μάρκετινγκ
marketing strategy = στρατηγική του μάρκετινγκ
marks = βαθμοί
marquis = μαρκήσιος
marriage = γάμος
marriage licence = άδεια γάμου
married = παντρεμένος, παντρεμένη
married to = παντρεμένος με
marrow = μυελός
marry below oneself = παντρεύομαι τον παρακατιανό
marry off = παντρεύω
mars = Άρης
marsh = μαζεύω, βάλτος, έλος
marsh dwelling = ελόβιος
marsh harrier = καλαμοκίρκος
marsh sandpiper = νανοπρασινοσκέλης
marshal = επιστρατεύω, στρατάρχης, συγκεντρώνω
marshy = ελώδης
marsupial = μαρσιποφόρο
martial = πολεμικός
Martian = Αρειανός, ρειανός
martyr = μάρτυρας
martyrdom = μαρτύριο
marvel at = θαυμάζω
marvellous = θαυμάσιος
marvellously = θαυμαστά
mashed potatoes = πατάτες πουρέ
mask = προσωπείο, μάσκα
masked diabetes = λανθάνων διαβήτης
masked shrike = παρδαλοκεφαλάς
mass = θεία λειτουργία, μαζικός, μάζα
mass-produced = μαζικής παραγωγής
mass immunisation = μαζική ανοσοποίηση
mass media = μέσα μαζικής επικοινωνίας
mass production = μαζική παραγωγή
massacre = σφαγή, μακελειό
massage = μασάζ
massed = μαζικός
massive = τεράστιος, ογκώδης
mast = κατάρτι, ιστός
master = κύριος, αφέντης, μετρ, δεξιοτέχνης, διαφεντεύω
master key = αντικλείδι
mastermind = ιθύνων νους, οργανώνω
masterpiece = αριστούργημα
mastery = απόλυτος έλεγχος
mastiff = μολοσσός
mastitis = μαστίτιδα
mastoid process = μαστοειδής απόφυση
masturbation = αυνανισμός
mat = χαλάκι
matador = ταυρομάχος
match = συνταιριάζω, αγώνας, σπίρτο, ταιριάζω
match making = παντρολόγημα
mate = ζευγαρώνω, φιλαράκος, ταίρι, ύπαρχος
material = ύφασμα, υλικός, ύλη
materialisation = υλοποίηση
materialise = υλοποιούμαι
materialism = υλισμός
materialistic = υλιστικός
materials = υλικά
maternal = μητρικός
maternity = μητρότητα
maternity hospital = μαιευτήριο
maternity ward = μαιευτήριο
mathematician = μαθηματικός
maths = μαθηματικά
matinιe = απογεματινή παράσταση
mating = ζευγάρωμα
matrimony = παντρειά
matrix = μεσοκυττάριος ουσία ιστού
matron = προϊσταμένη
matter = υπόθεση, ύλη, νοιάζομαι, θέμα, ουσία
mattress = στρώμα
mature = ώριμος, ωριμάζω, μεστώνω, μεστός
mature bills = ληξιπρόθεσμα γραμμάτια
maturity = ωριμότητα
maudlin = μεμψίμοιρος, καλψίαρης, κλαψίαρης
mausoleum = μαυσωλείο
maxim = γνωμικό
maximise = μεγιστοποιώ
May = Μάης
may = μπορώ, είθε
May Day = Πρωτομαγιά
mayday = σήμα κινδύνου
mayhem = καταστροφή
mayor = δήμαρχος
maze = λαβύρινθος
me = με, εμένα, μου
mead = υδρομέλι
meadow = λιβάδι
meadows = λιβάδια
meager = φτώχικος, πενιχρός
meagre = λιγοστός, πενιχρός
meal = γεύμα, μπλιγούρι
mealy-mouthed = ανειλικρινής
mean = σημαίνω, τσιγκούνης, εννοώ, παραδόπιστος
mean by = εννοώ με
mean looking = που φαίνεται κακός, που φαίνεται άγριος
meander = περιπλανώμαι, ελίσσομαι
meaning = σημασία, έννοια
meaningless = χωρίς νόημα
means = μέσο, μέσον
means of transport = μεταφορικό μέσο
means to an end = μέσο να πετύχω ένα στόχο
meanwhile = εν τω μεταξύ
measles = ιλαρά, μπέμπελη
measure = μέτρο, μετρώ
measurement = καταμέτρηση, μέτρηση
measurement of surface area = εμβαδομέτρηση
measures = μέτρα
meat = κρέας, σάρκα
meatball = κεφτές
mechanic = μηχανικός
mechanical engineering = μηχανολογία
mechanics = μηχανολογία
mechanisation = μηχανοποίηση
mechanism = μηχανισμός
medal = παράσημο, μετάλλιο
medal of merit = αριστείο
media = μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα ενημέρωσης
medial rectus = ο έσω ορθός του οφθαλμού
medical = ιατρικός
medical equipment = ιατρικός εξοπλισμός
medical record = ιατρικό ιστορικό
medical science = ιατρική επιστήμη
medical student = φοιτητής ιατρικής
medication = φαρμακευτική αγωγή
medicine = ιατρική, φάρμακο
medieval = μεσαιωνικός
mediocre = μέτριος, μέτριος
mediocrity = μετριότητα
Mediteranean = Μεσόγειος
mediterranean gull = σκυλοκούταβας
mediterranean moray = σμέρνα
medium = μέσον, μέτριος, μεσαίος
medlar = μούσμουλο
medlar tree = μουσμουλιά
meek = πειθήνιος, άτολμος, πράος
meet = συναντώ
meet someone's demands = ικανοποιώ τα αιτήματα
meet standards = πληρώ τις προδιαγραφές
meet with = συναντώ με
meeting = αναμέτρηση
melancholy = κατήφεια, μελανχολία
meldweed = βρωμόχορτο
mκlιe = συμπλοκή
mellifluous = ηδύφωνος
melodic = μελωδικός
melodrama = μελόδραμα
melon = πεπόνι
melt = λιώνω
melt away = εξαφανίζομαι
member = στέλεχος, μέλος
member of parliament = βουλευτής
members = μέλη
memento = αναμνηστικό, ενθύμιο
memo = υπομήνυμα, υπομήνημα, σημείωμα
memoirs = απομνημονεύματα
memorabilia = αξιομνημόνευτα πράγματα
memorable = αξιομνημόνευτος, αξέχαστος, αλησμόνητος
memorandum = υπομήνυμα
memorial = μνημόσυνο, μνημείο
memories = αναμνήσεις
memorize = απομνημονεύω
memory = μνήμη, ανάμνηση
men = άνδρες
men's magazine = ανδρικό περιοδικό
men at work = οδικά έργα
menacing = απειλητικός
menagerie = θηριοτροφείο
mend = επισκευάζω
meningitis = μηνιγγίτιδα
menopause = εμμηνοπαύση
menstruation = εμμηνόρροια
mental = ψυχικός, πνευματικός
mental disorder = ψυχική πάθηση
mental home = νοσοκομείο γιά ψυχασθενείς
mentality = ψυχοσύνθεση, νοοτροπία
mentally = πνευματικά, ψυχικά
mention = αναφέρω, αναφορά
mention to = αναφέρω σε
menu = τιμοκατάλογος
mercenary = μισθοφόρος, μισθοφορικός
merchandise = εμπορεύματα, πραμάτεια
merchant = έμπορας
merchant seaman = ναύτης του εμπορικού στόλου
merchantman = πλοίο του εμπορικού στόλου
merciful = εύσπλαχνος
merciless = ανηλεής
mercury = υδράργυρος
mercy = έλεος
mere = τίποτα άλλο από, απλός
mere detail = μια ασήμαντη λεπτομέρεια
merely = απλώς
merge = συγχωνεύω, συγχωνεύομαι
merging = ενοποίηση
meridian = απόγειο, μεσημβριανός
meridional = μεσημβρινός
meringue = μαρέγκα
merit = αξία
meritocracy = αξιοκρατία
meritorious = άξιος
merlin = νανογέρακας
mermaid = γοργόνα
merriment = κέφι, ευθυμία, διασκέδαση
merry = εύθυμος, φαιδρός
merrymaking = διασκέδαση
mesa = τραπεζοειδής πέτρινη επιφάνει
mescal = οινοπνευματώδες ποτό
mescaline = μεσκαλίνη
mesenteric = μεσεντέριος
mesh = ζεύξη, δίχτυ, πλέγμα
mesmerised = υπνωτισμένος
mesoderm = μεσόδερμα
meson = μεσόνιο
mess = ακαταστασία, τραπεζαρία στο στρατό
mess around = κάνω βλακίες
message = άγγελμα, μήνυμα
messenger = αγγελιοφόρος
messiah = Μεσσίας
messianic = μεσσιανικός
messieurs = κύροι
messy = ακατάστατος
mestizo = μιγάς
met = συνάντησα
metabolic = μεταβολικός
metabolism = μεταβολισμός
metal = μέταλλο
metallic = μεταλλικός
metalliferous = μεταλλοφόρος
metallography = μεταλλογραφία
metalloid = μεταλλοειδής
metallurgic = μεταλλουργικός
metallurgical = μεταλλουργικός
metallurgist = μεταλλουργός
metallurgy = μεταλλουργία
metalwork = μεταλλουργία
metamorphic = μεταμορφικός
metamorphism = μεταμόρφωση
metamorphose = μεταμορφώνω
metamorphosis = μεταμόρφωση
metaphor = μεταφορά
metaphoric = μεταφορικός
metazoa = μετάζωα
metazoan = μεταζωϊκός
mete = διανέμω, επιβάλλω
meteor = μετέωρο
meteoric = μετεωρικός
meteorite = μετεωρίτης
meteoritic = μετεωριτικός
meteorologist = μετεωρολόγος
meteorology = μετεωρολογία
meter = μέτρο, μετρητής
meter maid = γυναίκα τροχονόμος
methane = μεθάνιο
methanol = μεθανόλη
methinks = θαρρώ
method = μέθοδος
methodic = μεθοδικός
methodist = μεθοδιστής
methodology = μεθοδολογία
methyl = μεθύλιον
methylated spirits = μετουσιωμένο οινόπνευμα
methylene = μεθυλένιον
meticulous = σχολαστικός
metier = επάγγελμα
metonymy = μετωνυμία
metre = μέτρο
metric = μετρικός
metro = μετρό
metronome = μετρητής
metropolis = μητρόπολη
metropolitan = μητροπολιτικός
mettle = θάρρος
mettlesome = γενναίος, θαρραλέος
mew = νιαουρίζω
mewl = κλαψουίζω
mezzanine = ημιόροφος
miaow = νιαουρίζω
miasma = μίασμα
mica = μαρμαρυγίας
mice = ποντίκια
Mickey Finn = ποτό με ναρκωτικά, μπόμπα
micro- = μίκρο-
microbe = μικρόβιο
microcosm = μικρόκοσμος
microfiche = μικροφίλμ
micrography = μικρογραφική
micron = μικρόν
microscope = μικροσκόπιο
microsurgical = μικροχειρουργικός
microwave oven = φούρνος μικροκυμάτων
middle = μέση, μεσαίος
middle-aged = μεσήλικας, μεσόκοπος
Middle Ages = Μεσαίωνος
Middle East = Μέση Ανατολή
middle finger = μεσαίο δάκτυλο
middle voice = μέση διάθεση
middleman = μεσάζοντας
middleweight = των μεσών βαρών
midge = μουσίτσα
midget = νάνος
midnight = μεσάνυχτα
midweek = στην μέση της εβδομάδας
midwife = μαμή, μαία
might = μπορούσα, δύναμη
mighty = δυνατός, ισχυρός
migrant = απόδημοτικός, μετανάστης
migrate = αποδημώ, μεταναστεύω
migration = αποδημία, μετανάστευση
mike = μικρόφωνο
mild = ήπιος, πράος
mild winter = ήπιος χειμώνας
mildew = μούχλα, περονόσπορος
mile = μίλι
mileage = απόσταση σε μίλια
miles away = στου διάλου τη μάννα
military = στρατιωτικός
Military Academy = Σχολή Ευελπίδων
military installations = στρατιωτικές εγκαταστάσεις
military service = στρατιωτική θητεία, θητεία
militia = εφεδρεία, εθνοφυλακή
milk = γάλα, αρμέγω
milk for all it is worth = εκμεταλλεύομαι μέχρι αμάν
milk teeth = πρώτα δόντια
milkman = γαλατάς
Milky Way = Γαλαξίας, ζωνάρι της καλογριάς
mill = μύλος, εργοστάσιο, αλέθω
millenia = χιλιετίες
millenium = χιλιετηρίδα
miller = μυλωνάς
millet = κεχρί
million = εκατομμύριο
millionnaire = εκατομμυριούχος
millwheel = τροχός νερόμυλου
milt = σπέρμα ψαριών
mime = μίμος
mimicry = μίμηση, μίμηση
mince = ακκίζομαι, κιμάς
mind = φυλάξου, πειράζω, νοιάζομαι, νούς, μυαλό
mind-reading = τηλεπάθεια
mind expanding = παραισθησιογόνος, ψυχεδελικός
mind over matter = ζήτημα θέλησης
mind your own business = κοίτα την δουλειά σου
mindful = προσεκτικός
mindset = νοοτροπία
mine = νάρκη, δικός μου, εξορύσσω, μεταλλείο, ορυχείο
mine shaft = αεραγωγός ορυχείου
minefield = ναρκοπέδιο
miner = ανθρακωρύχος
mineral = μετάλλευμα
mineral oil = ορυκτέλαιο
mineral water = μεταλλικό νερό
mineral waters = ιαματικά νερά
mineralogy = ορυκτολογία
minesweeper = ναρκαλιευτικό
mingle with = κάνω παρέα με
mini = μίνι
miniaturization = σμίκρυνση
minibus = μίνιμπας
minimal = ελάχιστος
minimise = ελαχιστοποιώ
minimize = ελαχιστοποιώ
minimum = ελάχιστος
mining = εξόρρυξη μεταλλευμάτων, εξόρυξη
minister = υπουργός, ιερέας
ministerial = υπουργικός
ministry = υπουργείο
miniture = μινιατούρα
mink = βιζόν
minnow = γόπα
minor = μικρός, ασήμαντος, υπεξούσιος, ελάσσων
minority = μειοψηφία
mint = νομισματοκοπείο, μέντα
mint coins = φτιάχνω κέρματα
minus = μείον, πλην
minuscule = μικρά γράμματα, μικροσκοπικός
minute = λεπτομερής, λεπτό, μικροσκοπικός
miracle = θαύμα
mire = βόρβορος
mirror = καθρεφτάκι, αντικατοπτρίζω, καθρέφτης
mirror image = πανομοιότυπο αντικείμενο, είδωλο καθρέπτη
mirth = ευθυμία, χαρά
misbehave = συμπεριφέρομαι λάθος
misbehaved = άτακτος
misbehaviour = λάθος συμπεριφορά, κακή συμπεριφορά
miscalculation = κακός υπολογισμός
miscarriage = αποβολή
miscarriage of justice = κακοδικία
miscarry = αποβάλλω
mischief = μοχθηρία, ζαβολίες
mischief maker = σκάνδαλος
misconception = λάθος αντίλιψη, λάθος αντίληψη, παρανόηση
misconduct = παράβαση καθήκοντος, κακή διαγωγή
misconstrue = παρεξηγώ
misdemeanour = πταίσμα
miser = φιλάργυρος
miserable = κακόμοιρος, άθλιος, χάλια, ελεεινός, δυστυχισμένος
miserly = παραδόπιστος, τσιγγούνης, φιλάργυρος
misery = δυστυχία, μιζέρια
misfire = αφλογιστία
misfortune = δυστυχία, κακοτυχία
misgiving = δισταγμός
misguidance = παραπλάνηση
misguided = άστοχος, παράλογος
mish mash = συνονθύελμα
mishap = ατύχημα
mishear = παρακούω
misinform = παραπληροφορώ
misinterpret = παρεξηγώ, παρερμηνεύω
misjudge = δεν υπολογίζω καλά
mislead = παραπλανώ
misleading = παραπλανητικός
misled = πλανημένος
misplace = χάνω προσωρινά
misprint = τυπογραφικό λάθος
misread = κακοδιαβάζω
miss = αστοχώ, χάνω, δεσποινίς
miss one's turning = χάνω το δρόμο
miss out = παραλείπω
missile = πύραυλος
missiles = πύραυλοι, αντικείμενα που εκτοξεύονται
missing = χαμένος, αγνοούμενος, που λείπει
missing link = ελλείπων κρίκος
mission = αποστολή
missionary = ιεραπόστολος
mist = αχλύς, ομίχλη, πούσι
mist over = παχνιάζομαι
mistake = λάθος, παρανοώ
mistake for = παραγνωρίζω, εκλαμβάνω
mistaken = εσφαλμένος, λαθεμένος, λανθασμένος
mistletoe = γκί
mistress = ερωμένη
mistrust = δυσπιστία
misty = ομιχλώδης
misunderstand = παρεξηγώ
misunderstanding = παρεξήγηση
misunderstood = παρεξηγημένος
misuse = κάνω κατάχρηση
mitt = γάντι
mittens = γάντια χωρίς δάκτυλα
mix = ανακατεύω, αναμιγνύω, ανακατώνω, μίγμα
mix up = μπερδεύω
mixer = μίξερ
mixture = μίγμα
mixture of races = πανσπερμία
moan = μουγκρίζω, στενάζω, μουγκρητό
moaner = τζαναμπέτης
mob = συμμορία, όχλος
mobile = κινητός
mobile phone = κινητό τηλέφωνο
mobile platform = κινητή εξέδρα
mobilisation = κινητοποίηση, επιστράτευση
mobility = κινητικότητα
mock = σαρκάζω, χλευάζω, περιγελώ
mockery = κοροϊδία, παρωδία, χλευασμός
mocking = εμπαικτικός, περιπαιχτικός
mod cons = σύγχρονες ανέσεις
model = μακέτα, μοντέλο, μανεκέν
modelling = μόντελινγκ
modem = συσκευή τηλεπικοινωνίας η/υ
moderate = μέτριος, μετριοπαθής, μετριάζω
moderate one's demands = βάζω νερό στο κρασί μου
moderation = εγκράτεια, μετριοπάθεια
modern = σύγχρονος, μοντέρνος
Modern Greek = Δημοτική
modernisation = εκσυγχρονισμός
moderniser = εκσυγχρονιστής
modernism = μοντερνισμός, νεοτερισμός
modernist = μοντερνιστής
modest = σεμνός, μετριόφρων
modestly = σεμνά
modesty = ταπεινοφροσύνη, μετριοφροσύνη, σεμνότητα, απλότητα
modified = τροποποιουμένος
modify = παραλλάζω, τροποποιώ
modulator = διαμορφωτής
modulator-demodulator = διαμορφωτής-αποδιαμορφωτής
moist = υγρός
moisten = υγραίνω
moisture = υγρασία
molar = τραπεζίτης
Moldavia = Μολδαβία
mole = τυφλοπόντικας, μόλος
mollusca = μαλάκια
molten = χυτός, λιωμένος
moment = στιγμή
moment of impact = στιγμή της σύγκρουσης
momentarily = προσωρινά
momentous = βαρυσήμαντος
momentum = κεκτημένη ορμή, φόρα
monarch = ηγεμόνας
monarchy = μοναρχία
Monday = Δευτέρα
Monera = Μονήρη
monetary = νομισματικός
money = λεφτά
money changer = σαράφης
moneylender = τοκογλύφος
monitor = οθόνη, παρακολουθώ
monkey = μαϊμού
Monopoly = Μονοπώλια
monopoly = μονοπώλιο
monplane = μονοπλάνο
monsoon = μουσώνας
monster = κτήνος, τέρας
monstrous = τραγελαφικός
Montagu's harrier = λιβαδόκιρκος
month = μήνας
monthly = μηνιαίος
months = μήνες
monument = μνημείο
monumental = μνημειώδης, πελώριος
moo = μουγκανίζω
mood = διάθεση, έγκλιση, κέφι
mood swings = αλλαγές σε διάθεση
moon = φωτερό, φεγγάρι
moonless = άναστρος
moonlight = φως του φεγγαριού
moonlit = αστροφεγγός
moor = προσδένω, χερσότοπος
moorhen = νεροπουλάδα
moorland = ρεικότοπος, χερσότοπος
moot = ανακινώ θέμα, αμφισβητούμενος
mop = σφουγγαρίζω, σφουγγαρίστρα
moped = μοτοποδήλατο, μτοποδήλατο
moping = άθυμος, ανόρεκτος
mopping up operations = εκκαθαριστικές επιχειρήσεις
moraine = μοραίνη, λιθώνας
moral = ηθικός, επιμύθιο
moral depravity = έκλυση ηθών
morale = ηθικό
morals = ηθικές αρχές, ήθος
more = πια, περισότερος, πλέον
more and more = ολοένα και περισότερα
more important = πιο σημαντικός
more or less = κατά το μάλλον, πάνω-κάτω
more pungent = οξύτερος
more stable = σταθερότερος, πιο σταθερός
morel = μορχέλλη η στρογγυλή
morello = βύσσινο
moreover = άλλωστε, επιπλέον
mores = ήθη και έθιμα
morgue = νεκροτομείο
moribund = ετοιμοθάνατος
morning = πρωί
morrow = αύριο
morsel = λιχουδιά
mortal = θανάσιμος, θνητός
mortality = θνησιμότητα
mortality rate = ποσοστό θνησιμότητας
mortgage = υποθηκεύω, υποθήκη
mortise lock = κλειδαριά χωνευτή
mosque = τζαμί
mosquit-borne = που μεταφέρεται από κουνούπια
mosquito = κουνούπι
moss = βρύο
most = ο περισσότερος, πλέον, ο πιο πολύς
most deeply = βαθύτατα
most interesting = πολύ ενδιαφέρων
most kindly = ευγενέστατα
most politely = ευγενέστατα
most severe = αυστηρότατος
mostly = πιο πολύ
motel = μοτέλ
moth = σκώρος, σκόρος
mother = μητέρα
mother-in-law = πεθερά
mother of pearl = σεντέφι, μαραγαριταρένιος
mother tongue = μητρική γλώσσα
motherless = ορφανός από μητέρα
motherly = μητρικός
mothers-in-law = πεθερές
motion = πρόταση, γνέφω, κίνηση
motion picture industry = κινηματογραφική βιομηχανία
motionless = ακίνητος
motivate = δίνω κίνητρο, παρακινώ
motivation = παρακίνηση, κίνητρο
motive = κίνητρο, μοτίβο
motley = ετερογενής, ανακατεμένος
motor = μηχανή
motorbike = μηχανή
motorcade = παρέλαση αυτοκινήτων
motorcar = αυτοκίνητο
motorcar racing = αγώνας αυτοκινήτων
motorcycle = μηχανή, μουοσύκλετα
motorcyclist = μοτοποδηλατιστής
motorcyle racing = αγώνας μοτοσικλετών
motoring = οδήγηση
motorist = αυτοκινητιστής
mottle = κηλίδα
motto = μόττο
mould = μήτρα, μούχλα, διαπλάθω, καλούπι
moulding = πλάσιμο
moult = μαδώ
mound = ανάχωμα
mounring = πένθος
mount = όρος, ανεβαίνω, αυξάνομαι, βουνό, ιππεύω
mountain = βουνό, όρος
mountain chain = οροσειρά
mountain fortress = λημέρι
mountaineer = ορειβάτης
mountaineering = ορειβασία
mountainous = ορεινός
mountainside = πλαγιά του βουνού
mountaintop = κορυφή
mountebank = αγύρτης
mourn = κλαίω, θρηνώ, πενθώ
mournful = πένθιμος, περίλυπος
mouse = ποντίκι
mouse (mice) = ποντίκι
mouse trap = φάκα
mousse = μους
moustache = μουστάκι
moustachioed = μουστακαλής
mouth = στόμιο, στόμα, εκβολή ποταμιού
mouth-to-mouth = το φιλί ζωής
mouthful = μπουκιά
mouthpiece = μικρόφωνο τηλεφώνου, επιστόμιο
movable = κινητός
move = μετακομίζω, κίνηση, σαλεύω, κινώ, συγκινώ
move heaven and earth = κινώ ουρανό και γη
move off = απομακρύνομαι, ξεκινώ
movement = κίνημα, κίνηση
movie = ταινία
moving = συγκινητικός
mow = θερίζω
mozzarella = μοτσαρέλα
MP = βουλευτής
mph = μίλια ανά ώρα
mprovisation = αυτοσχεδιασμός
mrs = κυρία
mu = μι
much = πολύς, πολύ
much ado about nothing = πολύ φασαρία γιά το τίποτε
much advice is = πολλές συμβουλές είναι
much debated = πολύ συζητημένος
much furniture is = πολλά έπιπλα είναι
much harder = πολύ πιο σκληρός
much information about = πολλές πληροφορίες για ...
mucilage = βλέννα
muck = βόρβορος, κοπριά, βρομιά
muck-raking = σκανδαλοθηρία
mucosa = βλεννογόνος υμένας
mucus = βλέννα
mud = ιλύς, βόρβορος, λάσπη
mud brick = πλίνθος λάσπης
mud flow = ροή της λάσπης
muddle = συγχέω, ανακατεύω, μπερδεύω
muddy = λασπωμένος, ιλυώδης, λασπώδης
mudflaps = λασπωτήρες
mudguard = φτερό, λασπωτήρας
mudhole = ιλυοθυρίδα
muezzin = μουεζίνης
muff = χάνω, μανσόν
muffle = πνίγω, κουκουλώνω
muffled = υπόκωφος
muffler = μάλλινο κάλυμμα λαιμού
mug = κούπα, μούρη, ληστεύω (στο δρόμο)
mugger = ληστής
mugging = ληστεία
muggy = πνιγηρός
mugwort = αρτεμισία, λεβιθόχορτο
mukluk = υπόδημα Εσκιμώων
mulatto = μιγάς
mulberry = μούρο
mulch = στρώνω με άχυρα
mulct = πρόστιμο
mule = μουλάρι
mulish = πεισματάρης
mull = μπύρα ή κρασί με μπαχαρικά, ζεσταίνω
mullah = μουλάς
mullein = φλόμος
mullet = κέφαλος
mulligatawny = σούπα με κάρι
mullion = διάστυλο
multi-celled = πολυκύτταρος
multi-coloured = πολύχρωμος
multi-faceted = πολύπλευρος
multi-layered = με πολλές στρώσεις
multi-storey building = πολυόροφο χτίριο
multi-talented = πολυτάλαντος
multi-vitamins = πολυβιταμίνες
multifarious = πολυειδής
multilingual = πολύγλωσσος
multimedia = πολύμεσα
multimillionaire = πολυεκατομμύριος
multinational = πολυεθνικός
multiple = πολλαπλός
multiple sclerosis = σκλήρυνση κατά πλάκας
multiplex bus network = δίκτυο πολυπλεκτικής αρτηρίας
multiplexing = πολυπλεξία
multiplication = πολλαπλασιασμός, αναπαραγωγή
multiply = πολλαπλασιάζω
multiply by = πολλαπλασιάζω
multitude = πλήθος
mum = μάνα, μαμά
mumble = μουρμουρίζω
mumbo jumbo = κορακίστικα
mummify = ταριχεύω
mummy = μαμά, μούμια
mumps = μαγουλάδες
munch = τρώω κάτι τραγανιστό
mundane = τετριμμένος, κοσμικός
municipal = δημοτικός
municipal council = συμβούλιο της πόλης
murder = φόνος, δολοφωνία, σκοτώνω
murderer = δολοφόνος
murderous = φονικός
murk = ζόφος
murmur = γκρινιάζω, μουρμουρίζω
muscle = μύς
muscular = μυώδης, μυϊκός
muse = ρεμβάζω
museum = μουσείο
mushroom = μανιτάρι
music = μουσική
musical = μουσική ταινία
musical instrument = μουσικό όργανο
musician = μουσικός
musket = μουσκέτο, τουφέκι
muslim = μουσουλμάνος
mussel = μύδι
must = πρέπει / έπρεπε, μούστος, πρέπει
mustard = μουστάρδα
muster = συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω
mutant = μεταλλασσόμενος
mutation = μεταλλαγή, μετάλλαξη
mute = μουγγός
muted = ανέκφραστος, απαλός (χρώμα)
muted gasp = άναρθρη κραυγή
mutilate = κουτσουρεύω
mutter = μουρμουρίζω
mutton = ζυγούρι
mutual = αμοιβαίος
muzzle {animal} = μουσάδα
muzzle {gun} = μπούκα
my back aches = η πλάτη μου πονάει
my back hurts = πονάει η πλάτη μου
my better half = το έτερο μου ήμισυ
my leg hurts = πονάει το πόδι μου
my plans are in ruins = χάλασαν τα σχέδια μου
my stomach hurts = πονάει το στομάχι μου
my throat hurts = πονάει ο λαιμός μου
mycelium = μυκήλιο
myeloma = μυέλωμα
myocardial infarction = μυοκαρδιακό έμφραγμα
myriad = μύριος
myringotomy = μυριγγοτομία
myrtle = μύρτος, μερσίνη, μυρσίνη
myself = εγώ ο ίδιος, ο εαυτός μου
mysterious = μυστηριώδης, αινιγματικός
mysteriously = μυστηριωδώς
mystery = μυστήριο, αίνιγμα, γρίφος
mystery about = μυστήριο για
mystic = μυστικιστής
mystique = αίσθηση μυστηρίου
mythology = μυθολογία