English (Ll) to Greek

lab = εργαστήριο
label = ετικέτα, βάζω ετικέτα
laboratory technician = τεχνικός εργαστηρίου
laborious = πολύμοχθος, κοπιαστικός
labour = εργασία, εργατικό κόμμα, κοπιάζω, εργάζομαι
labour pains = ωδίνες του τοκετού
labourer = εργάτης
labyrinth = λαβύρινθος
laceration = ρήξη, κατατεμαχισμός, σχίση
lack = έλλειψη, υστέρημα
lack of malice = ακακία
lack of openness = αδιαφάνεια
lackadaisical = απαθής
lacy = με δαντέλα
lad = παιδί
ladder = σκάλα
lady = κυρία
ladybird = πασχαλίτσα
lag = υστέρηση
lager = λάγκερ
lake = λίμνη
lama = λάμα
lamb = αρνί
lame = κουτσός
lament = μοιρολογώ, θρήνος, θρηνώ, οδυρμός
lamentable = αξιοθρήνητος
lamenting = πένθος
lamina = έλασμα
lamination = λεπίδωση, ελασματοποίηση
lamp = λυχνία, λάμπα
lampholder = ντουϊ
lampoon = σατιρίζω, σάτιρα
lancer = λογχοφόρος
land = προσγειώνομαι, προσγειώνω, έδαφος
landfill = χωματερή
landholder = γαιοκτήμμονας
landing = προσγείωση, πλατύσκαλο
landing gear = σύστημα προσγειώσεως
landing net = απόχη
landlord = νοικοκύρης
landmark = οροθεσία, ορόσημο
landowner = γαιοκτήμμονας
landscape = διαμορφώνω εξωτερικό χώρο, τοπίο
landslide = κατολίσθηση
landslide victory = συντριπτική νίκη
landslip = καθίζηση
lane = λωρίδα, δρομάκι, πάροδος
langoustine = καραβίδα
language = γλώσσα
language school = φροντιστήριο ξένων γλωσσών
languages = γλώσσες
languish = ατονώ
languish in prison = ρέβω στην φυλακή
lanky = ψηλόλιγνος
lanner = χρυσογέρακας
lanolin = λανολίνη
lantern = φαναράκι, φανάρι, φανός
lanyard = αναδέτης
lap = γύρος, παφλάζω, γόνατα, πλαταγίζω, φλοισβίζω
lap of honour = επινίκιος γύρος
lapel = ρεβέρ, πέτο
lapping = που παφλάζει
lapse = παραδρομή, πέφτω
lapsus = ολίσθημα
lapsus linguae = παραδρομή
laptop = φορητός υπολογιστής
lapwing = καλημάνα
larceny = κλοπή
larch = λάριξ
lard = λαρδί
lard with = διανθίζω
large = μεγάλος
large firm = μεγάλη επιχείρηση
large intestine = παχύ έντερο
large scale = μεγάλου κλίμακα
large village = κεφαλοχώρι
largely = κατά πολύ
largesse = γενναιοδωρία, μεγαλοψυχία
largish = μεγαλούτσικος
lariat = λάσο
lark = κορυδαλλός
larkspur = δελφίνιο το αιάντιο
larva = προνύμφη, κάμπια
lascivious = λαγνός
lascivious look = οφθαλμοπορνεία
laser = λέηζερ
lash = λοιδορώ, μαστίζω
lash out against = καυτηριάζω
last = τελευταίος, φτουρώ, διαρκώ
last but one = προτελευταίος
last minute = της τελευταίας στιγμής
last month = το περασμένο μήνα
last week = την περασμένη εβδομάδα
last year = πέρσι
lasting = διαρκείας
latch = μανταλώνω, μάνταλο
late = αργά, αργός, όψιμος, αποθανών
lately = πρόσφατα
lateness of the hour = η προχωημένη ώρα
latent = λανθάνων, κρυμμένος
latent heat = λανθάνουσα θερμότητα
later = αργότερος, αργότερα
lateral = πλάγιος
lateral displacement = εγκάρσια μετατόπιση
lateral offshoot = με πλάγια εκτροπή
lateral rectus = ο έξω ορθός μυς του οφθαλμού
lateral thinking = εναλλακτική σκέψη
latest = πρόσφατος, πιο καινούριος
lathe = τόρνος
latitude = γεωγραφικό πλάτος
latter = τελευταίος, ο τελευταία αναφερόμενος
latter-day = σύγχρονος
lattice = δικτυωτό, πλέγμα, καφέσι
Latvia = Λετονία
laudable = επαινετός
laudation = εγκώμιο, έγκώμιο
laugh = γελώ
laughing gas = ιλαρυντικό αέριο
laughing stock = περίγελος, ρεζίλι
laughter = γέλια, ξεσπώ σε δάκρυα / γέλια
launch = καθελκύω, εξαπολύω, εκτοξεύω
launch vehicle = όχημα εκτόξευσης
launching = εκτόξευση, καθέλκυση
launderette = καθαριστήριο
laundry room = αίθουσα με πλυντήρια
laurel = δάφνη
lavatory = αποχωρητήριο
lavender = λέβαντα
lavish = επιδαψιλεύω, πολυτελής
lavishly = με πολυτέλεια
lavishness = επιδαψίλευση
law = νόμος
law abiding = νομοταγής
law and order was disrupted = καταλύθηκε η έννομη τάξη
lawful = νόμιμος
lawn = γκαζόν, πελούζα
lawnmower = μηχανή που κόβει το γρασίδι
lawsuit = δίκη
lawyer = δικηγόρος
lax = χαλαρός, ελαστικός, λάσκος
laxative = καθαρτκό
lay = τοποθετώ χάμω, ξαπλώνω, κοσμικός, στρώνω
lay-by = χώρος για στάση
lay bare = ξεσκεπάζω
lay before = παρουσιάζω
lay claim to = διεκδικώ
lay down = καταθέτω, ξαπλώνω
lay eyes on = ρίχνω το βλέμμα μου σε
lay out = στρώνω
lay up a ship = βάζω ένα πλοίο στην εφεδρεία
layer = στρώμα
layer of coal = στρώμα άνθρακα
layout = διαρρύθμιση
lazily = οκνηρά, με νωχέλια, τεμπέλικα
laziness = οκνηρία
lazy = τεμπέλης, νωχελής
lazy bastard = κοπρίτης
Leach's petrel = κυματοβάτης
leaching = έκπλυση
lead = μόλυβδος, λουρί, ηγούμαι
lead a dissipated life = κάνω άσωτη ζωή
lead astray = αποπλανώ
lead to = οδηγώ σε
lead to a dead end = οδηγώ σε αδιέξοδο
leader = ηγήτορας, ηγέτης, ηγεμόνας, αρχηγός
leadership = ηγεμονία, ηγεσία
leading = ηγετικός, κορυφαίος
leading role = πρωταγωνιστικός ρόλος, πρωταγωνιστής
leaf = φύλλο
leaf through = ξεφυλλίζω
leaflet = φυλλάδιο
league = πρωτάθλημα, συνασπισμός, κατηγορία
League of Nations = Η Κοινωνία των Εθνών
leak = διαρροή, διαρρέω, αφήνω να διαρρεύσει
leakage = διαφυγή, διαρροή
lean = άπαχος, κλίνω, ακουμπώ, γέρνω
lean on = στηρίζομαι
leap = πηδώ, κάνω άλμα, αναπηδώ, χοροπηδώ
leap-year = δίσεκτο έτος
leap frog = καβάλες
learn = μαθαίνω
learn by heart = αποστηθίζω
learn off by heart = μαθαίνω απ' έξω
learned = λόγιος, πολυμαθής
learning = μάθηση
lease = εκμίσθωση, μίσθωση, μίσθωση με συμβόλαιο
leasing = εκμίσθωση
least = ελάχιστο, το ελάχιστον, ελάχιστος
leather = δερμάτινος, βύρσα
leather jacket = δερμάτινη σακάκι
leather like = δερματοειδής
leather sole = δερμάτινη σόλα
leave = φεύγω, παραιτούμαι, παρατάω
leave a room = βγαίνω
leave a tip = αφήνω φιλοδώρημα
leave in the lurch = αφήνω στα κρύα του λουτρού
leave on = αφήνω ανοικτό (συσκευή)
leave out = αφήνω κλειστό
leave port = αποπλέω
leave school = τελειώνω το σχολείο
leaving = που αναχωρεί
lecture = νουθετώ, διάλεξη
lecturer = υφηγητής
led = καθοδήγησα, οδήγησα
ledge = πρεβάζι, χείλος, άκρο γκρεμού
leek = πράσο
leeward = απάνεμο μέρος
left = άφησα, που μένει, έφυγα, αριστερός
left over = που ξέμεινε
leftover = απομεινάρι, περισσευούμενος
leg = πόδι, στάδιο
leg of pork = μπουτί χοίρου
legal = νόμιμος
legal action = αγωγή
legal holder = νόμιμος κάτοχος
legal status = ικανότητα δικαίου
legalise = νομιμοποιώ
legalised = νομιμοποιημένος
legality = νομιμότητα
legally = νόμιμα
legend = θρύλος
legendary = μυθικός, θρυλικός
leggings = κολάν
legible = ευανάγνωστος
legion = λεγεώνα
legislate = νομοθετώ
legislation = νομοθεσία, θεσμοθέτηση, νομοθετική ρύθμιση
legislative = νομοθετικός
legitimacy = νομιμότητα
legitimate = νόμιμος
legs = σκέλη, ορθοστάτες
legumes = όσπρια
leisure = ελεύθερος χρόνος
leisurely = σιγανός
lemma = λήμμα
lemon = λεμόνι
lemon tree = λεμονιά
lemonade = λεμονάδα
lend = δανείζω
lend a hand = βοηθώ, δίνω ένα χέρι
lender = δανειστής
lending = δανεισμός
length = μήκος
lengthening = επιμήκυνση
lengthwise = κατά μήκος
lengthy = εκτενής, μακροσκελής
lens = φακός
Lent = Σαρακοστή
lentils = φακές
Leo = Λέων
leopard = λεοπάρδαλη
leotard = εφαρμοστή φόρμα
leprosy = λούβα, λώβα, λέπρα
lesbian = λεσβία
lesion = αλλοίωση, κάκωση
less = λιγότερος
lessen = μειώνω, μικραίνω, ελαττώνω
lessening = που λιγοστεύει
lesser black backed gull = μελανόγλαρος
lesser golden plover = χρυσοπούλι
lesser grey shrike = γαϊδουροκεφαλάς
lesser kestrel = κιρκινέζι
lesser known = μίνορος
lesser spotted eagle = κραυγαετός
lesser white fronted goose = νανόχηνα
lesser yellowlegs = κιτρινοσκέλης
lesson = μάθημα
let = ενοικιάζομαι, αφήνω
let alone = πόσο μάλλον
let down = απογοητεύω, κατεβάζω
let go = μολάρω
let go of = αφήνω
let in = αφήνω κάποιο να μπεί, επιτρέπω την είσοδο σε
let off = τη χαρίζω, αφήνω ατιμώρητο
let off steam = ξεθυμαίνω, χαλαρώνω
let one's hair down = τα ρίχνω όλα έξω, ξεδίνω
let oneself go = το ρίχνω έξω
let out = φαρδαίνω, απελευθερώνω
let slip = αφήνω να μου ξεφύγει
let the clutch out = αφήνω την απομόνωση
let through = αφήνω να περάσει
let up on = φέρομαι λιγότερο αυστηρά
lethal = φονικός
lethal weapon = φονικό όπλο
letter = γράμμα
letters of introduction = συστατικά γράμματα
letting = νοίκιασμα
lettuce = μαρούλι
leucopenia = λευκοπενία
leukaimia = λευχαιμία
levant sparrowhawk = σαΐνι
level = επίπεδο
level-headed = ψύχραιμος, ήρεμος
level crossing = ισόπεδη διάβαση
lever = μοχλός
leverage = επιρροή, δύναμη μοχλού
levitate = μετεωρίζομαι
levy a tax = εισπράττω φόρο
lewd = λαγνός, ασελγής
liability = δωσιδικία, ευθύνη, παθητικό
liable = δωσίλογος, υπεύθυνος για
liable to = υπεύθυνος, υποκείμενος, υπόχρεος
liaise = εκτελώ χρέη συνδεσμού
liaison officer = αξιωματικός σύνδεσμος
liar = ψεύτης
liason officer = στρατιωτικός σύνδεσμος
libellous = δυσφημιστικός
liberal = φιλελεύθερος
liberation = χειραφέτηση
libertarian = φιλελεύθερος
libertine = ακόλαστος
libido = λίμπιντο
Libra = Ζυγός
librarian = βιβλιοθηκάριος
library = βιβλιοθήκη
libration = λίκνιση
lice = ψείρα
licence fee = άδεια τηλεοράσεως
licence plates = πινακίδες
lichen = λειχήνες
licit = θεμιτός, νόμιμος
lick = νικώ, γλείφω, συντρίβω
lick one's lips = αναγλείφομαι
lid = καπάκι, σκέπασμα, σκέπασμα
lie = ψεύδομαι, είμαι ξαπλωμένος, κείμαι
lie in wait = παραμονεύω, στήνω καρτέρι, στήνω ενέδρα
liege = υποτελής
lies with = εναποκείται
lieutenant = υπολοχαγός
life = ζωή, ισόβιος, βίος
life-raft = ναυαγοσωστική σχεδία
life-saving = Που σώζει ανθρώπινες ζωές
life-threatening = που απειλεί την ζωή
life belt = σωσίβιο
life boat = σωσίβια λέμβος
life expectancy = πιθανή διάρκεια ζωής
life form = μορφή ζωής
life imprisonment = ισόβια δεσμά, ισόβια κάθειρξη
life jacket = σωσίβιο
lifeboat = ναυαγοσωστική βάρκα
lifeguard = ναυαγοσώστης
lifespan = μέγιστη διάρκεια ζωής, όριο ζωής
lifestyle = τρόπος ζωής
lift = ασανσέρ, υψώνω, σηκώνω
lift one's spirit = χαροποιώ
ligament = σύνδεσμος
ligature = σύμπλεγμα, επίδεσμος, κλωστή
light = φωτίζω, ξανθός, φωτερός, ανάβω, φωτεινός, ελαφρύς
light-hearted = ξένοιαστος, χαρούμενος
light-heartedly = με ελαφριά καρδιά
light a cigarette = ανάβω ένα τσιγάρο
light aircraft = ελαφρύ αεροσκάφος
light fitting = υποδοχή φωτός
light up = φωτίζομαι
light well = φωταγωγός
light year = έτος φωτός
lightbulb = γλόμπος
lighter = μαούνα, αναπτήρας
lighthouse = φάρος
lighthouse keeper = φαροφύλακας
lighting = φωτισμός
lightly = ελαφρώς, επιπόλαια
lightning = αστραπές
lightning conductor = αλεξικέραυνο
lightning rod = αλεξικέραυνο
lightning strike = αιφνιδιαστική απεργία
lightning strikes = κεραυνός χτυπάει
lights = φώτα, πνευμόνια, γνώσεις
lightweight = ελαφρύ βάρος
ligneous = ξυλώδης
lignite = λιγνίτης
like = σαν, όπως, αρέσω, συμπαθώ
like hell he paid! = σιγά μην πλήρωσε
like two peas in a pod = σαν δυο σταλαγματιές νερό
likeable = συμπαθητικός
likelihood = πιθανότητα
likely = πιθανά, πιθανόν, πιανάν, μάλλον
likely to = πιθανόν να
liken = παρομιάζω
likewise = παρομοίως
liking = αρέσκεια
lilac colour = λιλά
lily = κρίνος
limb = μέλος, κλαδί, άκρο, μέλος (του σώματος)
lime = ασβέστης
limelight = φώτα της ράμπας
limestone = ασβεστόλιθος
limit = περιορίζω, όριο
limit oneself to = περιορίζομαι σε
limitation = περιορισμός, περιστολή
limited = περιορισμένος
limousine = λιμουζίνα
limp = χαλαρός, κουτσαίνω
limpet = πεταλίδα
limpid = λαγαρός
limpness = πλαδαρό, χαλαρότητα
line = επενδύω, παρατάσσω, γραμμή, ρυτίδα
line busy = γραμμή πιασμένη
line one's pocket = τα οικονομώ
line one's purse = φροντίζω τα μπεζαχτά μου
linear expansion = γραμμική διαστολή
linear motion = ευθύγραμμη κίνηση
lined with = που πλαισιώνεται από, με φόδρα
linen = λινό / σεντόνι, κλινοσκεπάσματα, λινός
lines = ατάκες, γραμμές
linesman = επόπτης, βοηθός διαιτητής
ling = μόλβη
linger = βραδυπορώ, επιμένω, καθυστερώ
linger on = αργοπορώ, επιμένω
lingering = βραδύς, μακροχρόνιος
lingering taste = γεύση που απομένει
lingo = γλώσσα, διάλεκτος
linguist = γλωσσομαθής, γλωσσολόγος
linguistic = γλωσσικός
linguistics = γλωσσολογία
liniment = αλοιφή
lining = φόδρα
link = συνδέω, κρίκος
link between = δεσμός, κρίκος
linked with = συνδεμένος με
linking = μεταβατικός
links = χώρος του γκολφ
linnet = ακανθίς
lintel = υπέρθυρο
lion = λιοντάρι
lip = χείλι
lips = χείλια
lipstick = κραγιόν
liquid = υγρό
liquid oxygen = υγρό οξυγόνο
liquidate = ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω
liquidation = εκκαθάριση, ρευστοποίηση
liquidator = εκκαθαριστής
lira = λιρέτα
lisp = τραυλισμός, ψεύδισμα, ψευδίζω
list = λίστα
listen = ακούω, αφουγκράζομαι
listener = ακροατής
literacy = ικανότητα γραφής και γραφής
literal = κυριολεκτικός
literally = κατά γράμμα, κυριολεκτικά
literary = λογοτεχνικός
literate = εγγράμματος
literature = λογοτεχνία
Lithuania = Λιθουανία
litigation = δικαστικός αγώνας
litre = λίτρο
litter = νεογνά πολύτοκου ζώου, απορρίμματα, σκουπίδια
litter (animals) = στρωμνή
little = λίγο, μικρός
little auk = νανόκεπφος
little bittern = νανομουγκάνα
little bustard = χαμωτίδα
little crake = μικροπουλάδα
little egret = λευκοτσικνιάς
little finger = δακτυλάκι
little grebe = νανοβουτηχτάρα
little kid = μπόμπιρας
little red riding hood = κοκκινοσκουφίτσα
little ringed plover = ποταμοσφυριχτής
little stint = νανοσκαλίδρα
littoral = παραλιακός
live = μένω, ζωντανός, ζώ
live as a monk = μονάζω
live broadcast = ζωντανή μετάδοση
live in poverty = πένομαι
live on = ζω με, ακόμα ζω, αποζώ, ζω από
live on the fat of the land = την περνώ ζεύκι
live through = επιβιώνω
live up to = ανταποκρίνομαι σε κάτι
livelihood = τα προς το ζην, απασχόληση
liveliness = ζωντάνια
lively = ζωηρός
liver = σηκώτι, συκώτι
livestock = ζώα κτηνοτροφίας
livid = μολυβής, εξοργισμένος
living = έμψυχος, που ζει, ζωντανός
living-room = λίβινγκ-ρουμ
living conditions = συνθήκες διαβίωσεις
living death = μίζερη ζωή
living standard = επίπεδο ζωής, επίπεδο αωής
lizard = σαύρα, σαύρας
llama = λάμα
load = βάρ, φορτίζω, ζαλίκι, γεμίζω, φορτίο, φορτώνω
load with = φορτώνω με
loading = φόρτωση
loads of = πολύ, πολλά
loaf = φρατζόλα
loafer = τεμπέλης
loam = κοπρόχωμα
loan = δάνειο, δανεισμός
loathe = σιχαίνομαι
lobby = λόμπι, προθάλαμος
lobster = αστακός
lobster pot = πανέρι αστακών
lobworm = αρεπκόλη
local = τοπικός
local anaesthetic = τοπικό αναισθητικό
local network bus = αγωγός τοπικού δίκτυου
local people = ντόπιοι
locally = τοπικά
locals = ντόπιοι
locate = εντοπίζω
location = τοποθεσία
loch = λίμνη
lock = κλειδαριά
lock in = κλειδώνω μέσα, κατάληψη
lock in / out of = κλειδώνω μέσα / έξω
lock out = εργοδοτική ανταπεργία
locker = θυρίδα, θαλαμίσκος
lockjaw = τέτανο
locomotive = μηχανή
locus = τόπος
locust = ακρίδα
lode = μεταλλική φλέβα
lodge = σπιτάκι πορτιέρη, μεγάλο σπίτι, σφηνώνω, καταλύω
lodge a complaint = εγκαλώ
lodging = κατάλυμα
loess = ασβεστούχος πηλός
loft = σοφίτα
lofty = ψηλός, υπερόπτης
log = κορμός δέντρου, ημερολόγιο πλοίου
log book = ημερολόγιο
loganberry = rubus loganobaccus
logarithm = λογάριθμος
logarithmic = λογαριθμικός
logarithms = λογάριθμοι
loge = θεωρείο
loggerhead = καρέτα-καρέτα
loggia = στοά
logic = λογική
logical = λογικός
logician = λογικιστής
logistic = λογιστικός
logjam = συμφόρηση κορμών σε ποτάμι
loin = οσφύς
loincloth = πανί που καλύπτει την μέση
loiter = περιδιαβάζω, χαζεύω
loll = ξαπλώνω
lollipop = γλειφιντζούρι, γλεφιτζούρι
lolly = γλειφιτζούρι, παράδες
London = Λονδίνο
lone = μόνος, μοναχικός
loneliness = μοναξιά
lonely = μόνος
lonesome = μοναχικός
long = μακρύς, μεγάλος
long-lasting = μακράς διάρκειας
long-sleeved = με μακριά μανίκια
long billed dowitcher = τρανολιμνοδρόμος
long distance = μεγάλη απόσταση
long face = σκουντουφλιάζω
long for = λαχταρώ
long grained rice = ρύζι μακρύκοκκο
long jump = άλμα μήκους
long legged buzzard = αετοβαρβακίνα
long narration = διεξοδική διήγηση
long tailed duck = χιονόπαπια
long tailed skua = γερακοληστόγλαρος
long term = μακροπρόθεσμος
longer = μακρύτερος
longevity = μακροζωϊα
longhand = χειρόγραφο
longhaul = μεγάλης απόστασης
longing = καημός, λαχτάρα
longish = μακρούτσικος
longstanding = διαρκής, μακροχρόνιος
longtime = μακροχρόνιος
longtitude = γεωγραφικό μήκος
longwinded = φλυαρός, εκτενής
loo = τουαλέτα, μέρος
look = φαίνομαι, βλέμμα, εμφάνιση, κοιτάζω
look after = φροντίζω
look at = κοιτάζω
look away = κοιτάζω αλλού
look back on = αναπολώ
look down in the mouth = φαίνομαι άκεφος
look down on = περιφρονώ
look for = αναζητώ, ψάχνω για, ψάχνω
look forward to = ανυπομονώ
look into = ερευνώ
look like = μοιάζω με
look on = παρακολουθώ ως απλό θεατή, θεωρώ ως
look out = προσέχω
look out to sea = αγναντεύω το πέλαγος
look over = ξανακοιτάω, εξετάζω
look sharp = κάνε γρήγορα, κουνήσου
look somebody in the face = κοιτάζω κατά μούτρο
look the other way = κάνω πως δεν βλέπω, κάνω τα στραβά μάτια
look the part = ταυτίζομαι με το ρόλο
look through = κοιτάζω από (το παράθυρο), ξανακοιτάω
look to = περιμένω από
look up = ανατρέχω
look up to = θαυμάζω, σέβομαι
looked = φαινόμουν, κόταξα
looked up an old friend = επισκέφτομαι
lookout = προοπτική, σκοπιά, τσιλιαδόρος
loom = αργαλειός, δαιαφαίνομαι, ξεπροβάλλω
looming = που προβάλλει απειλητικά
loop = θηλιά, βρόγχος, βρόχος
loop the loop = κάνω τούμπες στον αέρα
loophole = παραθυράκι
loose = λυτός, λάσκος, χαλαρός, μπόσικος, ξεκάρφωτος
loose-fitting = χαλαρός
loose-tongued = ακριτόμυθος
loose ends = εκκρεμότητες
loosely = χαλαρά
loosen = χαλαρώνω, λασκάρω, μολάρω
looseness = χαλάρωση
loot = λεφτά, λεηλατώ, λάφυρα
looter = λεηλατής
looters = λαφυραγωγοί
lop = κλαδεύω
lope = δρασκελίζω
loquacious = φλύαρος
loquacity = φλυαρία
loquat = μούσμουλο
lord = αφέντης, άρχοντας, λόρδος
Lord's prayer = Πάτερ Ημών
Lord Chamberlain = αυλάρχης
Lord Chancellor = υπουργός δικαιοσύνης
lordosis = λόρδωση της σπονδυλικής στήλη
lore = λαϊκη παράδοση
lorry = φορτηγό
lose = χάνω
lose consciousness = χάνω τις αισθήσεις μου
lose contact with = χάνω την επαφή με
lose control of = χάνω τον έλεγχο
lose courage = κιστεύω
lose face = ταπεινώνομαι
lose gracefully = χάνω με αξιοπρέπεια, ξέρω να χάνω
lose heart = χάνω κουράγιο
lose momentum = χάνω ορμή
lose one's bearings = χάνω το προσανατολισμό
lose one's marbles = τρελαίνομαι
lose one's temper = χάνω την ψυχραιμία
lose one΄s mind = χάνω το μυαλό μου
lose one΄s temper = θυμώνω, χάνω την ψυχραιμία μου
lose sight of = χάνω από τα μάτια μου, λησμονώ
lose their sway = χάνω την δύναμη
lose touch with = χάνω την επαφή με
loser = ηττημένος
losing = που χάνει
losing battle = χαμένη εκ των προτέρων μάχη
loss = ήττα, χαμός, χάσιμο, απώλεια
lost = έχασα
Lost Property Office = γραφείο απολεσθέντων
lot = μοίρα, κλήρος
lots = πολλές, πολλά, πολλοί
lottery = λαχείο
louche = κακόφημος
loud = βροντερός, ηχηρός
loudness = ηχηρότητα
loudspeaker = ηχείο, μεγάφωνο
lounge = σαλόνι
lounge in front of = κάθομαι τεμπέλικα μπροστά από
lounge on a sofa = ραχατεύω, ξαπλώνω νωχελικά
louse = ψείρα
lousy = άθλιος
love = έρωτας, αγάπη, αγαπώ
love affair = ειδύλλιο
love letter = ραβασάκι, ερωτικό γράμμα
love of power = αρχομανία
love of women = φιλογυνία
love thy neighbour = αγάπη προς τον πλήσιον
loved ones = οι αγαπημένοι
lover = εραστής
low = χαμηλός
low-cut = ντεκολτέ
low-tech = χαμηλής τεχνολογίας
low blood pressure = υπόταση
low grade fever = χαμηλός πυρετός
low grade ore = φτωχό μετάλλευμα
low heels = χαμηλά τακούνια
low income = χαμηλού εισοδήματος
low key = χαμηλός τόνος
low water = άμπωτη
lowborn = από ταπεινωτική καταγωγή
lower = ταπεινώνω, χαμηλώνω
lower middle class = μικρομεσαίος
lower part = κάτω κομμάτι
lower the quality of = προστυχαίνω
lower the sails = μάινα
loyal = πιστός
loyalty = πίστη
loyalty to = πίστη
lstaying behind = που μένει πίσω
Ltd. = Α.Ε.
lubricant = λιπαντικό
lubrication = λίπανση
lucid = σαφής, ευκρινής
luck = τύχη
luckily = ευτυχώς
lucky = τυχερός
ludicrous = γελοίος, περίγελος
lug = σέρνω, τραβώ
lug worm = αρενίκολα
luggage = αποσκευές είναι, αποσκευές
luggage allowance = επιτρεπτό βάρος αποσκευών
luggage locker = ντουλαπάκι φύλαξης αποσκευών
luggage rack = ράφι αποσκευών
lukewarm = χλιαρός
lull = νηνεμία
lullaby = νανούρισμα
luminescence = φωταύγεια
lump = βώλος
lump sum = εφάπαξ
lunar = σεληνιακός
lunatic = μανιακός
lunatic asylum = φρενοκομείο
lunch = μεσημεριανό, το μεσημεριανό
lunchtime = ώρα για μεσημεριανό
lung = πνεύμονας, πνεύμωνας
lurch = μετατόπιση
lure = δελεάζω
lurid = φανταχτερός, μακάβριος
lurk = παραμονεύω
lurking = ενέδρα
lush = πλούσιος, μεθύστακας, άφθονος
lust = πόθος, λαγνεία
Luxemburg = Λουξεμβούργο
luxurious = τρυφηλός, πολυτελής
luxury = πολυτελής, πολυτέλεια
luxury goods = είδη πολυτελείας
lvel crossing = ισόπεδη διάβαση
lye = αλυσίβα
lying = το να ψεύδεται κανείς
lying in wait = ενέδρα
lymph = λέμφος
lymphatic = λεμφικός
lymphocyte = λεμφοκύτταρο
lynch = λυντσάρω
lyre = λύρα
lyric = λυρικός
lyricist = στιχουργός
lyrics = στοίχοι