English (Jj) to Greek

jab = μπηχτή
jabber = ψιττακίζω
jack = γρύλος
jack of all trades = πολυτεχνίτης
jack snipe = κουφομπεκάτσινο
jack up = αυτοανυψόμενος
jackal = τσακάλι
jackboot = μπότα μπο φτάνει ως το γόνατο
jackdaw = κάργα
jacket = σακάκι
jackpot = τζάκποτ
jade = νεφρίτης
jagged = γεμάτος προεξοχές, μυτερός
jaguar = ιαγουάρος
jail = φυλακή
jailor = δεσμοφύλακας
jam = συνωστισμός, μαρμελάδα, μαρμαλάδα, μπελτές
jamming = παρεμβολή
janitor = επιστάτης κτίριου
January = Ιανουάριος
Japan = Ιαπωνία
Japanese = Γιαπωνέζος
jar = υάλινο δοχείο, βαζάκι
jargon = επαγγελματική διάλεκτος
jaundice = ίκτερος, ίκτερο
javelin = ακόντιο
jaw = σαγόνι
jay = κίσσα
jaywalker = αφηρημένος πεζός
jazz = τζαζ
jealous = ζηλιάρης
jealous of = ζηλεύω
jealousy = ζήλια
jean jacket = σακάκι τζιν
jeans = τζιν
jeep = τζηπ, τζίπ, τζιπ
jeer = λοιδορώ, λοιδορία
jejune = στείρος, άγονος
jelly = ζελές
jellyfish = μέδουσα
jerk = βλαμμένος, κλονισμός, τράνταγμα, κόπανος
jerking = τίναγμα, τράνταγμα
Jerusalem artichoke = κολλοκάτσια, κολοκάσι
jester = γελωτοποιός
Jesus Christ = Χριστός
jet = πετώ, αεριωθούμενο
jet propulsion = αεριοπροώθηση
jetfoil = ιπτάμενο δελφίνι
Jew = Εβραίος
jewel = κόσμημα
jewellery = κοσμήματα
jewels = κοσμήματα
jigsaw = πάζλ
job = δουλειά
jockey = αναβάτης, τζόκεϊ
jocular = αστείος, ευτράπελος
jogging suit = αθλητική φόρμα
John the Baptist = ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος
join = ενώνω, συνδέω, κατατάσσομαι, συνενώνω
join a party = γίνομαι μέλος ενός κόμματος
join in = συμμετέχω
join up = κατατάσσομαι
joining = ενωτικός
joint = κοινός, άρθρωση, κοψίδι, γόμφος, τσιγαριλίκι
joint account = κοινός λογαριασμός
joint possession = συγκατοχή
joint session = κοινή συνεδρίαση
joint stock company = μετοχική εταιρεία
joint venture = κοινοπραξία
jointly responsible = συνυπεύθυνος
joke = κάνω πλάκα, αστιεύομαι, αστείο, σκέρτσο
jokingly = αστεία
jolly = κεφάτος, εύθυμος
jolt = τραντάζω
Jordan = Ιορδανία
jostle = σπρώχνω, σκουντώ
jotter = σημειωματάριο
journalism = δημοσιογραφία
journalist = δημοσιογράφος
journalistic = δημοσιογραφικός
journalists = δημοσιογράφοι
journey = ταξίδι, ταξιδεύω
joust = κονταρομαχώ
jousting = κονταρομαχία
jovial = κεφάτος, εύθυμος, ευδιάθετος
joy = χαρά, μεγάλη χαρά
joyfully = χαρούμενα
jubilant = περιχαρής, ενθουσιώδης
judge = κρίνω, δικάζω, δικαστής, κριτής
judgement = κρίση, απόφαση δικαστηρίου
judges = κριτές
judging from = κρίνωντας
judicial = δικαστικός, δικανικός
judiciary = δικαστικός
judicious = συνετός, νουνεχής
judo = τζούντο
jug = κανάτα
juggernaut = νταλίκα
juggle = κάνω ταχυδακτυλουργίες, κάνω ταχυδαχτυλουργία
jugs = μπαλκόνια
juice = ζουμί, χυμός
juicy = χυμώδης, ζουμερός
July = Ιούλιος
jump = πηδώ
jump to conclusions = βγάζω βεβιασμένα συμπεράσματα
jumper = πουλόβερ
junction = διασταύρωση
June = Ιούνιος
jungle = ζούγκλα
junior = νεώτερος, υφιστάμενος, μικρότερος
junior high = γυμνάσιο
juniper = άρκευθος
junk = παλιά άχρηστα πράγματα, κινέζικο ιστιοφόρο
junk food = έτοιμο ανθυγιεινό φαγητό
jurisdiction = δικαιοδοσία
jurisprudence = νομολογία, νομική επιστήμη
juror = ένορκος
jury = οι ένορκοι
just = δίκαιος, μόλις
just around the corner = μόλις στρίψεις
justice = δικαιοσύνη
justifiable = δικαιολογημένος
justification = δικαιολογία, αιτιολογία, τεκμηρίωση
justify = δικαιώνω, δικαιολογώ
jut out = προεξέχω
juvenile = ανώριμος, νεανικός
juvenile court = δικαστήριο ανελίκων
juvenile delinquency = εγκληματικότητα ανηλίκων
juxtapose = αντιπαραθέτω, παραθέτω
juxtaposition = αντιπαράθεση, παράθεση, αντιδιαστολή