English (Ii) to Greek

I = εγώ
I'd rather = θα προτιμούσα
I'm feeling seasick = μ'έχει πιάσει ναυτία
I've got a crick in my neck = στραβολαιμιάστηκα
I agree with you = συμφωνώ μαζί σας
I almost fell off = παραλίγο να πέσω
I am able to swim = μπορώ να κολυμπώ
I am at a loss as how to = απορώ / αδυνατώ
I am bored = βαριέμαι
I am bored with the job = βαριέμαι την δουλειά
I am fed up with = βαριέμαι
I am frightened by the film = με φοβίζει η ταινία
I am hopeful of = ελπίζω
I am in clover = έχω του πουλιού το γάλα
I am in my right senses = είμαι στα σύγκαλά μου
I am in your debt = σου είμαι υπόχρεος
I am nobody's fool = δεν τρώω πίτουρα
I am on the mend = είμαι σε ανάρρωση, είμαι καλύτερα
I am overwhelmed by = συγκινήθηκα από
I am sick of = βαριέμαι
I am sorry about your book = λυπάμαι για το βιβλίο σου
I am sure about that = είμαι σίγουρος για αυτό
I am tired of English = βαριέμαι τα Αγγλικά
I asked = ρώτησα
I beg your pardon = σας ζητώ συγγνώμη
I burnt my hand = έκαψα το χέρι μου
I can't afford so much = δεν διαθέτω τόσο
I can't get any response = δεν βρίσκω ανταπόκριση
I can't help laughing = δεν μπορώ να μην γελάσω
I can't spring for so much = δεν διαθέτω τόσο
I chose = διάλεξα
I congratulate you on = σε συγχαίρω γιά
I could = μπορούσα, μοπούσα
I cried = έκλαψα
I did = έκανα
I dig it = τη βρίσκω
I do my homework = κάνω την εργασία μου
I don't care about my lesson = δεν νοίαζομαι για το μάθημα
I don't want to disparage you = δεν θέλ βα σε θίξω
I drank = ήπια
I dug = έσκαψα
I enjoy myself = διασκεδάζω
I fastened my seat belt = έδεσα την ζώνη ασφάλειας
I find my way = βρίσκω το δρόμο
I forgot = ξέχασα
I fought = πολέμησα, μαχόμουν
I get caught in a shower = με πιάνει η βροχή
I get on well with my teacher = τα πάω καλά με τον καθηγητή μ
I go home = πηγαίνω σπίτι
I got through to = συνδέθηκα με
I had = είχα
I had it off with her = την γάμησα, την πήδησα
I hand in my resignation = δίνω την παραίτηση μου
I hardly know him = σχεδόν καθόλου δεν τον ξέρω
I have a tooth filled = κάνω σφράγισμα
I have a tooth pulled out = κάνω εξαγωγή
I have been so good as to = ευαρεστήθηκα
I have lost my way = χάθηκα
I have my hair cut = κόβω τα μαλλιά μου
I have my leg set in plaster = μού βάλαν το πόδι σε γύψο
I have no intention of = δεν σκοπεύω να
I hope so = το ελπίζω
I like it = τη βρίσκω
I live on my pension = ζω με την σύνταξη
I look forward to seeing you = περιμένω με ανυπομονησία
I looked at = κοίταξα
I make a mistake = κάνω ένα λάθος
I make my way towards = κατευθύνομαι προς
I proved his innocence = απέδειξα την αθωότητά του
I puke my guts up = κάνω εμετό
I rang up the hospital = τηλεφώνησα στο νοσοκομείο
I sat down = έκατσα
I shuffle my feet = σέρνω με τα πόδια
I spat = έφτυσα
I squared my conscience = ησύχασα την συνείδηση
I stole = έκλεψα
I stood = στάθηκα
I took = πήρα
i used to fight = μαχόμουν
I was = ήμουν, εγώ ήμουν
I was fighting = μαχόμουν
I was on my way to work = πήγαινα στην δουλειά
I wasn't born yesterday = δεν τρώω πίτουρα
I will cross your name out = θα διαγράψω το ονομά σου
I will lend it to you = θα σου το δανείσω
I will make you fishers of men = ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων
I will speak to him about it = θα του μιλήσω γιά αυτό
I won = κέρδισα
I wore = φόρεσα
I wrote = έγραψα
ice = πάγος
ice-capped = καλυμμένος με πάγο
ice-skating = πατινάζ
ice cream = παγωτό
ice cream parlour = μαγαζί πώλησης παγωτών
ice hockey = χόκεϊ επί το πάγο
ice jam = φραγμός εκ πάγου
ice lolly = παγωτό ξυλάκι
ice pick = αξίνα
ice rink = παγοδρόμιο
ice skates = παγοπέδιλα
ice skating = παγοδρομία
iceberg = παγόβουνο
Iceland = Ισλανδία
Iceland gull = ισλανδόγλαρος
ichor = ιχώρ
icicle = κρούσταλλο
icon = εικόνα, σύμβολο
icy = παγωμένος
idea = ιδέα
ideal = ιδανικός
idealism = ιδεαλισμός
idealist = ιδεαλιστής
idealistic = ιδεαλιστικός
ideally = ιδεωδώς
idealogical = ιδεολογικός
ideals = ιδανικά
ideaology = ιδεολογία
ideas = διανοήματα
identical = ολόιδιος
identification = ταυτότητα, ταυτίση
identify = αναγνωρίζω, ταυτίζω
identity = ταυτότητα
identity card = ταυτότητα
idiomorphic = ιδιόμορφος
idiot = βλάχος, βλάκας
idle = τεμπέλης, αδρανής, άνεργος, αργόσχολος
idol = ίνδαλμα
idolisation = θαυμασμός μέχρι ειδωλολατρεία
idyll = ειδύλλιο
idyllic = ειδυλλιακός
if = εάν, αν
if I were in your shoes = αν ήμουν στην θέση σου
if in doubt = αν έχεις αμφιβολίες
if not = συην αντίθετη περίπτωση
if you are in doubt = αν αμφιβάλεις
ignition = ανάφλεξη, πυροδότηση, μίζα, διακόπτης
ignominious = επονείδιστος
ignominy = ταπείνωση, όνειδος
ignorance = άγνοια, αμάθεια
ignorant = αγράμματος, αγνοών, αμαθής
ignore = αγνοώ, παραβλέπω
ileum = ειλεός
ill = άρρωστος
ill-gotten gains = διαβολομαζώματα
ill-mannered = ανάγωγος
ill-suited = μην ταιριαστός
ill-timed = παράκαιρος
ill fortune = κακοτυχία
ill mannered = με κακούς τρόπους
illegal = παράνομος
illegal broadcast = παράνομη μετάδοση
illegal parking = παράνομη στάθμευση
illegaly = παράνομα
illegible = δυσανάγνωστος
illegitimate = νοθός
illness = αρρώστια
illuminated signs = φωτεινές επτγραφές
illuminati = φωστήρες
illusion = παραίσθηση
illusionist = ταχυδακτυλουργός, μάγος
illusory = ψευδαισθητικός, πλασματικός
illustrate = επεξηγώ, εικονογραφώ, διευκρινίζω
illustration = εικονογράφηση
illustrious = διάσημος, επιφανής
image = είδωλο, εικόνα
imagery = εκρφαστικά μέσα
imaginary = φανταστικός
imagination = φαντασία
imaginative = γεμάτος φαντασίας
imagine = φαντάζομαι
imbalance = ανισορρωπία
imitate = μιμούμαι
imitation = απομίμηση
immaculate = άχραντος
immaculately = άψογα
immaterial = επουσιώδης
immature = ανώριμος
immaturity = ανωριμότητα
immediate family = στενή οικογένεια
immediately = πάραυτα, αμέσως, επί τόπου
immense = τεράστιος
immerse = βουτώ
immigrant = μετανάστης
immigrate to = μεταναστεύω
immigration = μετανάστευση
imminent = επικείμενος
immoral = ανήθικος
immortal = αθάνατος
immune = απρόσβλητος, άτρωτος
immune system = ανοσοποιητικό σύστημα
immunity = ανοσία, ασυδοσία
immunology = ανοσολογία
immutable = αμετάβλητος
impact = ορμή, επίδραση, κρούση, σύγκρουση
impair = εξασθενώ, χειροτερεύω, παραβλάπτω
impairment = εξασθένηση
impart = μεταβιβάζω, πληροφορώ
impassive = ατάραχος, απαθής
impatience = ανυπομονησία
impatient = ανυπόμονος
impatiently = ανυπόμονα
impeach = εγκαλώ
impeccable = άψογος
impede = δυσχεραίνω, παρακωλύω
impedim = φραγμός
impediment = παρακώλυση
impel = εξωθώ
impending = επικείμενος
imperative = προστακτική
imperial eagle = βασιλαετός
imperious = δεσποτικός, αλαζονικός, αυταρχικός, επιτακτικός
impersonal = απρόσωπος
impersonate = παριστάνω
impertinence = αυθάδεια
impetuosity = ορμή, βιασύνη, αυθορμητισμός
impetuous = απερίσκεπτος, ακάθεκτος, ορμητικός
impishly = πειραχτικά
implacable = αμείλικτος, αδυσώπητος
implacably = αδιάλλακτα, ανηλεώς
implant = εμφυτεύω
implement = υλοποιώ, όργανο, εργαλείο, βάζω σε εφαρμογή
implementation = εφαρμογή
implicate = ενοχοποιώ, εμπλέκω
implication = υπόνοια, έννοια, συνέπεια
implied = υπονοούμενος
implore = θερμοπαρακαλώ, ικετεύω
imply = υπονοώ
impolite = αγενής
imponderable factors = αστάθμητοι παράγοντες
import = εισάγω
importance = σημασία
important = σημαντικός, σπουδαίος
importer = εισαγωγέας
importunate = φορτικός
impose = επιβάλλω
imposing = επιβλητικός
impossible = αδύνατον
impoverish = φτωχαίνω
impoverished = φτωχός
impracticable = μη πρακτικός, ανέφικτος
impregnable = δυσνοήτος, απόρθητος
impress = εντυπωσιάζω
impress by = εντυπωσιάζω με
impress upon = εφιστώ την προσοχή
impressario = θεατρώνης
impression = εντύπωση
impressionable = ευεπηρέαστος
impressionist = ιμπρεσιονιστής, ιμπρεσιονιστικός
impressive = εμπιβλητικός, εντυπωσιακός
impressively = εντυπωσιακά
imprison = φυλακίζω
imprisonment = φυλάκιση
improbable = απίθανος
improbably = απίθανα
improper = ανάρμοστος, απρεπής
improve = βελτιώνομαι, βελιτώνω
improve by = βελτιώνω με, βελτιώνω
improve one's performance = βελτιώνω την απόδοση
improved = βελτιωμένος
improvement = βελτίωση
improvement in = βελτίωση
improvise = αυτοσχεδιάζω
impudence = αναίδεια
impudent = ιταμός, ξετσίπωτος, ασύστολος
impudently = αναίσχυντα, ασύστολα
impulse = ορμή
impulsive = ορμέμφυτος
impunity = ασυδοσία
impurity = ακαθαρσία
in = σε, μέσα σε
in-fighting = εσωκομματικός πόλεμος, εσωτερική διαμάχη
in-laws = πεθερικά
in a flash = αστραπιαία, με μίας, αστραπαία
in a happy mood = κεφάτος
in a heap = σωριασμένος
in a hurry = βιάζομαι
in a jiffy = σε μία στιγμή
in a pool of blood = σε μια λίμνη αίματος
in a row = διαδοχικός
in a state of disrepair = σε κατάσταση επισκευής
in a state of ferment = καζάνι που βράζει
in a state of shock = συγκλονισμένος
in a way = κατά κάποιο τρόπο, με ένα τρόπο
in a while = σε λίγο
in absentio = ερήμην
in accordance with = σύμφωνα με
in acknowledgement = σε αναγνώριση
in action = σε πράξη, σε ενεργεία
in addition = επιπλέον
in addition to = επιπλέον
in advance = εκ των προτέρων
in advance of = μπροστά από
in agreement with = σε συμφωνία με
in aid of = προς ενίσχυση του
in all = συνολικά
in all quarters = παντού
in an instant = αμέσως, στιγμιαία
in any case = εν πάση περιπτώσει, πάντως
in any event = εν πάση περιπτώσει
in any way = με οποιοδήποτε τρόπο
in bed = στο κρεβάτι
in brief = εν συντομία
in case = σε περίπτωση
in cash = μετρητοίς
in cash terms = από άποψη μετρητά
in chains = σιδηροδέσιμος
in charge = αρμόδιος
in charge of = επικεφαλής
in code = κωδικοποιημένος
in cold blood = εν ψυχρώ
in collusion with = σε συνεργία με, σε συμπαιγνία με
in comfort = άνετος, άνετα
in comparison with = σε σύγκριση με
in compliance with = συμμορφούμενος με
in concert = από κοινού
in conclusion = εν κατακλείδι, συμπερασματικά
in confidence = εμπιστευτικός, εμπιστευτικά
in consequence = ως αποτέλεσμα
in control of = σε έλεγχο
in cooperation with = σε συνεργασία με
in danger = σε κίνδυνο
in debt = χρεοκοπημένος
in demand = σε ζήτηση
in disguise = μεταμφιεσμένος
in disorder = εν αταξία
in doubt = σε αμφιβολία
in due course = εν ευθέτω χρόνω
in earnest = στα σοβαρά
in every respect = από κάθε άποψη
in every way = παντοιοτρόπως
in existence = που υπάρχει
in fact = στην πραγματικότητα
in fashion = της μόδας
in favour of = υπέρ
in fine feather = σε καλή κατάσταση
in force = εν ισχύϊ
in front = μπροστά
in full activity = εν πλήρει δράσει
in full council = εν ολομελεία
in full retreat = προτροπάδην
in full view = μπροστά σε όλους
in general = γενικά
in good faith = καλόπιστος
in good health = σε καλή φυσική κατάσταση
in great detail = καταλεπτώς
in high dudgeon = οργισμένος
in his element = στο στοιχείο του
in his own fashion = με τον δικό του τρόπο
in his youth = στα νιάτα του
in honour of = προς τιμήν του
in hospital = στο νοσοκομείο
in ink = με μελάνι, με στυλό
in jail = στην φυλακή
in keeping with = σε αρμονία με, με σεβασμό προς την παράδοση
in legal self-defence = εν νομίμω αμύνη
in length = σε μάκρος
in light of = αναφορικά με
in light of events = υπό το φως των γεγονόντων
in love with = ερωτευμένος
in low-heeled shoes = με χαμηλά τακούνια
in many respects = από πολλές άποψεις
in motion = σε κίνηση
οn my account = εξ αιτίας μου
in my car = στο αυτοκινητό μου
in my free time = στο ελεύθερο μου χρόνο
in my interest = προς το συμφέρον μου
in my mind = στο νου μου
in my opinion = κατά την γνώμη μου
in my prime = στο άνθος της νιότης μου
in my view = κατά την γνώμη μου
in no time = άψε-σβύσε
in no uncertain terms = σαφέστατα
in one fell swoop = με μια κίνηση
in one go = μονορούφι
in opposition to = ανασχετικά
in order = σε τάξη
in order of = σε σειρά, σε τάξη
in order to = για να
in other words = με άλλα λόγια
in part = εν μέρει
in particular = ειδικά
in pencil = με μολύβι
in perfect order = σε άριστη κατάσταση, σεάριστη κατάσταση
in perpetuity = εις το διηνεκές
in person = αυτοπροσώπως
in place of = στην θέση
in plain clothes = με πολιτικά
in practice = πρακτικά, στην πράξη
in praise of = επαινετικά
in principle = γενικά
in prison = στην φυλακή
in private = ιδιωτικά
in progress = σε εξέλιξη, που γίνεται
in proportion = σε αναλογία
in public = δημοσίως
in pure demotic = σε ακραιφνή δημοτική
in range = εντός βεληνεκούς
in reduced circumstances = σε σχετική ένδεια
in relief = ανάγλυφα
in request = σε ζήτηση
in respect of = ως προς
in response to = απαντώντας σε
in return = σε ανταλλαγή
in roadworthy condition = σε καλή κατάσταση
in ruins = ερειπωμένος
in secret = μυστικά
in self defence = σε αυτοάμυνα
in short = εν συντομία
in short supply = σε έλλειψη
in sight of = ορατός από
in single file = ένας - ένας, ένας πίσω από τον άλλο
in situ = επί τόπου
in so far as = καθ'όσον
in some quarters = σε ορισμένες περιοχές
in some respects = από μερικές απόψεις
in specific cases = σε καθορισμένες περιπτώσεις
in spite of = παρά όλα αυτά, παρά
in stock = σε απόθεμα, σε στοκ, στην αποθήκη
in succession = διαδοχικά
in suspense = εναγωνίως, σε αγωνία
in terms of = από τη σκοπιά, ως προς
in the 90s = στην δεκαετία του '90
in the absence of = εν απουσία
in the back of beyond = στου διαβόλου τη μάνα
in the background = στο φόντο
in the beginning = στην αρχή
in the best light = από την καλύτερη πλευρά
in the dead of night = στα μαύρα μεσάνυχτα
in the end = τελικά
in the event of = στην περίπτωση
in the event that = στη περίπτωση που
in the field of = στον τομέα
in the form of = υπό μορφήν
in the galleys = στα κάτεργα
in the lap of luxury = με μεγάλη άνεση και πολυτέλεια
in the last resort = σε έσχατη περίπτωση
in the long run = μακροπρόθεσμα
in the meantime = εν τω μεταξύ
in the middle of nowhere = στου διάλου τη μάννα
in the midle of nowhere = στου διαβόλου τη μάνα
in the mists of time = στην άχλη του χρόνου
in the name of = εν ονόματι
in the news = στις ειδήσεις
in the open air = στο ύπαιθρο
in the pipeline = στα σκαριά
in the pouring rain = στην ραγδιαία βροχή
in the public eye = στο φως της δημοσιότητας
in the red = χρεωμένος
in the region of = περίπου, γύρω
in the right = έχω δίκαιο
in the twentieth century = στον εικοστό αιώνα
in the unlikely event that = αν παρά πάσαν ελπίδα
in the wake of = στο πέρασμα, ως επακόλουθο
in the way = στην μέση
in the wild = στο φυσικό του περιβάλλον
in the wings = παρασκηνιακός, στα παρασκήνια
in the wrong = δεν έχω δίκαιο
in theory = θεωρητικά
in this day and age = στις μέρες μας
in this neck of the woods = εδώ τριγύρω
in this respect = σε ό τι αφορά αυτό
in time = έγκαιρος, έγκαιρα
in tiptop condition = σε άριστη κατάσταση
in toto = συνολικά
in touch = σε επαφή
in tune with = σε αρμονία με
in turn = με την σειρά του, εκ περιτροπής
in two = στη μέση
in uniform = σε στολή
in use = στην χρήση
in vain = μάταια
in view of = λαμβάνοντας υπ’όψιν, λαμβάνωντας υπ'όψιν, εν όψει
in vitro fertilisation = τεχνητή γονιμοποίηση
in width = σε φάρδος
in wonder = με απορία
inability = ανημπορία
inaccessible = απρόσιτος
inaccuracy = ανακρίβεια
inaccurate = ανακριβής
inaction = απραξία
inadequacy = ανεπάρκεια
inalienable = αναφαίρετος, αναπαλλοτρίωτος
inanimate = άψυχος
inappropriate = ακατάλληλος
inarticulate = άναρθρος, άναρθρος, ανέκφραστος
inattentive = απρόσεκτος
inaugurate = εγκαινιάζω
inaugurative = εγκαινιαστικός
inborn = εγγενής
incalculable = ανυπολόγιστος
incandescence = πυράκτωση
incandescent = πυρακτωμένος
incapable = ανίκανος
incarcerate = φυλακίζω
incendiary = εμπρηστικός
incense = λιβάνι, θυμίαμα
incentive = κίνητρο
incessant = ασταμάτητος
inch = ίντσα
inch by inch = σπιθαμή προς σπιθαμή
incidence of disease = συχνότητα της νόσου
incident = περιστατικό, επεισόδιο
incinerate = αποτεφρώνω
incinerator = κλίβανος
incision = εντομή
incisor = κοπτήρας
incite = υποκινώ, διεγείρω σε ανταρσία, παρακινώ
inclination = τάση, ροπή, κλίση
inclined to = με τάση προς, επιρρεπής
include = συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω
including = συμπεριλαμβανόμενος
inclusion = συμπερίληψη, προσθήκη
incoherent = ασυνάρτητος
income = απολαβή, εισόδημα
incompatible = ασυμβίβαστος, αταιρίαστος
incompetent = ανίκανος
incomprehensible = ακατανόητος
incomprehension = ακατνοησία
inconceivable = αδιανόητος
inconclusive = μη καταλητικός
incongruity = αναντιστοιχία
inconsistency = ασυνέπεια, ανακολουθία
inconstancy = παλιμβουλία, αστάθεια
inconstant = αψίκορος, ευμετάβλητος, άστατος
inconvenience = ενόχληση
inconvenient = άβολος
incorporate = ενσωματώνω
incorrect = λάθος
incorruptible = αδιάφθορος
increase = αύξηση, αυξάνω
increase prices = ανατιμώ
increasing = αυξανόμενος
increasingly = αυξανόμενα
incredible = απίστευτος
incredulous = απίστευτος
incredulously = απίστευτα
incriminate = ενοχοποιώ
incriminating = ενοχοποιητικός
incrimination = ενοχοποίηση
incubation = επώαση
incubator = θερμοκοιτίδα
incumbent on = επιβάλλεται σε
incur the displeasure of = επισύρω την δυσαρέσκεια
incur the wrath of = επισύρω την οργή
incurable = ανίατος
incus = άκμων
indecipherable = ακατανόητος, ανεξιχνίατος
indecisive = διστακτικός
indecisiveness = αναποφασιστικότητα
indeed = πράγματι
indefatigable = άκουραστος
indefinitely = επ'άοριστον, επ'αόριστο
indelible = ανεξίτηλος
indemnity from prosecution = ασυλία
indented = δαντελωτός
independence = ανεξαρτησία
Independence Day = ημέρα ανεξαρτησέως
independent = αυτεξούσιος, ανεξάρτητος
independently = ανεξάρτητα
index = ευρετήριο
index finger = δείκτης
India = Ινδία
India ink = σινική μελάνη
Indian = ινδιανικός, ινδιάνος, ινδικός, Ινδός
Indian ink = σινική μελάνη
indicate = βγάζω φλας, εμφαίνω, φανερώνω, δείχνω, ενδεικνύω
indicated = ενδεδειγμένος
indication = ένδειξη
indicative = ενδεικτικός
indicator = φλας, πίνακας
indict = καταγγέλω, παραπέμπω σε δίκη, κατηγορώ
indifference = αδιαφορία
indifferent to = αδιάφορος
indigence = ένδεια
indigenous = ιθαγενής
indigent = άπορος
indigestible = δυσκολοχώνευτος
indignant = αγανακτισμένος
indignation = αγανάκτηση
indigo = λουλάκι
indirect addressing = έμμεση απευθύνση
indirectly = με έμμεσο τρόπο
indiscreet = ακριτόμυθος
indiscretion = ακριτομύθια
indiscriminate = αδιάκριτος
indiscriminately = αδιάκριτα
indispensable = ουσιώδης
indistinguishable = όμοιος και απαράλλακτος
individual = ατομικός, άτομο
individualism = ατομικισμός
individuality = ατομικότητα
individually = χωριστά, ατομικά
indivisible = αμέριστος
indolence = νωθρότητα
indolent = νωθρός, ράθυμος, μαλθακός
indoor = εσωτερικός
indoors = εσωτερικά
induce = επιφέρω, προκαλώ
inductance = επαγωγή
induction = εισαγωγή, επαγωγή
indulge = κάνω τα χατήρια, εντρυφώ
indulge in = το ρίχνω σε, επιτρέπω στον εαυτό μου, ενδίνω
indulgence = επιείκεια, μακροθυμία
indulgent = μακρόθυμος, επιεικής
industrial = βιομηχανικός, βιομηχανικάς
industrial relations = βιομηχανικές σχέσεις
industrialisation = βιομηχανοποίηση
industrialised = βιομηχανοποιημένος
industrialist = βιομήχανος
industry = βιομηχανία
ineffable = ανείπωτος
ineffectual = ατελσφόρητος
inefficient = αναποτελεσματικός
inelegant = άχαρος
inept = αδέξιος, ανίκανος
inequality = ανισότητα
inert = αδρανής
inertia = αδράνεια
inevitable = αναπόφευκτος
inevitably = αναπόφευκτα
inexpensive = φτηνός
inexperience = απειρία
inexperienced = άπειρος
inexplicable = ανεξήγητος
infallible = αλάνθαστος
infamous = διαβόητος
infancy = νηπιακή ηλικία
infant = βρέφος
infant mortality = παιδική θνησιμότητα
infanticide = παιδοκτονία
infantry = πεζικό
infarction = έμφραξη, έμφραγμα
infect = μολύνω
infection = μόλυνση, λοίμωξη
infectious = κολλητικός
infectious mononucleosis = λοιμώδης μονοπυρήνωση
infer = συμπεραίνω
inference = επαγωγή
inferior = υποδεέστερος, κατώτερος, παρακατιανός
inferior rectus = κάτω ορθός μυς του οφθαλμού
inferior to = κατώτερος
inferiority = κατωτερότητα
infertile = στείρος
infiltrate = διεσιδύω, εισχωρώ
infinite = άπειρος
infinitesimal = απειροελάχισατο
infinity = άπειρο
infirmary = Ασκληπείο
inflame = ερεθίζω
inflate = φουσκώνω, εξογκώνω
inflated = παραφουσκωμένος, φουσκωμένος, διογκωμένος
inflation = πληρωθισμός
inflationary = πληθωριστικός
inflexibility = ακαμψία
inflight = στην πτήση, κατά την διάρκεια της πτήσης
influence = επενεργώ, επιρροή, επενέργεια
influence on = επιρροή
influenced = επηρεασμένος
influential = με επιρροή
influenza = γρίπη
influx = εισροή
inform = πληροφορώ
informal = ανεπίσημος
information = πληροφορίες
informative = πληροφοριακός, κατατοπιστικός
informer = καταδότης
infra-red = υπέρυθρος
infraction = παραβίαση
infrastructure = υποδομή
infringe = παραβιάζω, παραβαίνω
infringement = παράβαση
infringement proceedings = διαδικασία επί παραβάσει
infuriate = εξαγριώνω
infuriating = εξοργισμένος
infuse = ενσταλάζω
infusion = έγχυμα
infusion tube = σωλήνας έγχυσης
ingenious = εφευρετικός, πολυμήχανος
ingenuity = ευφυΐα, εφευρετικότητα
ingest = καταπίνω, τρώω, αναρροφώ
ingot = χελώνα χυτοσιδήρου
ingot mould = μήτρα πλινθωμάτων
ingrained = βαειά ριζωμένος
ingratitude = αχαριστία
ingredients = συστατικά
inhabit = κατοικώ
inhabitant = κάτοικος
inhalation = εισπνοή
inhale = εισπνέω
inherit = κληρονομώ
inherit from = κληρονομώ από
inheritance = κληρονομιά
inhibit = περιορίζω, παρεμποδίζω
inhibited = γεμάτος από αναστολές
inhospitable = αφιλόξενος
inhuman = απάνθρωπος, μη ανθρώπινος
inimitable = αμίμητος
initial = αρχικά
initially = αρχικά
initials = αρχικά
initiate = εγκαινιάζω, μυώ, ξεκινώ
initiated = μυημένος
initiation = μύηση
initiative = πρωτοβουλία
initiator = εφευρέτης
inject = εμφυσώ, εισάγω, κάνω ένεση
injection = ένεση
injunction = εντολή, προσωρινή διαταγή
injury = βλάβη
ink = μελάνι
ink well = μελανοδοχείο
inland = ενδοχώρα
inmate = τρόφιμος
inn = πανδοχείο, χάνι
innate = εγγενής, έμφυτος
innately = έμφυτα
inner = εσωτερικός
inner city = που βρίσκεται μέσα στην πόλη
inner tube = σαμπρέλλα
innervation = εννεύρωση
innings = σείρα μιας ομάδας να χτυπάει
innocence = αθωότητα
innocent = αθώος
innominate = ανώνυμος
innovation = καινοτομία
innovative = καινοτόμος, νεωτεριστικός
innuendo = νύξη, υπαινιγμός
innumerable = αμέτρητος
inoculate = εμβολιάζω
inoculated = εμβολιασμένος
inoculation = εμβολιασμός
inopportune = παράκαιρος
inquire = ερευνώ, ζητώ πληροφορίες, ερωτώ
inquire about = ζητώ πληροφορίες για
inquiries = πληροφορίες
inquiring = φιλοπερίεργος
inquiring mind = διερευνητικό πνεύμα
inquiry = ερώτηση, εξέταση, έρευνα, ανάκριση
inquisitiv = περίεργος
inquisitive = αδιάκριτος
inquisitiveness = πολυπραγμοσύνη
inquisitor = ιεροεξεταστής
inrush = εισροή
insanity = φρενοβλαβεία
inscribe = επιγράφω, χαράζω
inscription = επιγραφή, εγχάραξη
inscrutable = ανεξιχνίατος
insect = έντομο
insecticidal = εντομοκτόνος
insecticide = εντομοκτόνο
insectivore = εντομοφάγος
insectivorous = εντομοφάγος
insecure = ανασφαλής
insecurity = ανασφάλεια
inseminate = γονιμοποιώ
insemination = γονιμοποίηση
insensitive = αναίσθητος, ανεπηρέαστος
insensitively = αναίσθητα
insensitivity = παχυδερμία, αναισθησία
insert = βάζω, εισάγω
insertion = προσθήκη, καταχώρηση
inside = μέσα
insides = έντερα
insidious = επίβουλος
insidiously = επίβουλα
insiduous = ύπουλος, δόλιος
insight = διαίσθηση, επίγνωση, διορατικότητα, ενόραση
insignia = γαλόνι, διακριτικό
insignificance = ασημαντότητα
insignificant = ασήμαντος
insincere = ανειλικρινής
insincerely = ανειλικρινώς
insinuate = υπαινίσσομαι, χώνομαι
insinuation = νύξη, υπαινιγμός
insipid = ανούσιος, άγευστος
insist = επιμένω
insist on = επιμένω σε
insolence = αυθάδεια
insolent = θρασύς, αναιδής, ιταμός
insolent ultimatum = ιταμό τελεσίyραφο
insoluble = αδιάλυτος
insolvent = αναξιόχρεος, χρεωκοπημένος, αφερέγγυος
insomnia = αϋπνία
inspect = επιθεωρώ, εποπτεύω
inspection = επιθεώρηση
inspector = ελεγκτής, επιθεωρητής, επόπτης, επόπτης
inspiration = έμπνευση
inspire = εμπνέω
inspired by = εμπνευσμένος
inspiring = που εμπνέει
install = τοποθετώ, κάνω εγκατάσταση, εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω
installation = εγκατάσταση
instalment = δόση (πληρωμής)
instance = παράδειγμα, περίπτωση, αναφέρω σαν παράδειγμα
instant = στιγμιαίος, στιγμή
instantly = αμέσως, πάραυτα
instead of = αντί, αντί για
instigate = ξεκινώ
instil = ενσταλάζω
instinct = ένστινκτο
instinctive = ενστικτώδης
instinctively = ενστικτωδώς, ενστινκτωδώς
institute = θεσπίζω, επιβάλλω
institution = ίδρυμα, θεσμός
institutional = θεσμικός
institutional life = ζωή σε σωφρονιστικό κατάστημα
instruct = δίνω εντολή, διδάσκω
instructions = οδηγίες
instructor = δάσκαλος
instrument = όργανο, εργαλείο
insubordination = απείθεια, ανυπακοή
insufficency = ανεπάρκεια
insufficiency = ανεπάρκεια
insufficient = ανεπαρκής
insulation = μόνωση
insulin = ινσουλίνη
insult = λοιδορώ, προπηλακίζω, προσβάλλω, προσβολή
insulting = προσβλητικός, δηκτικός
insuperable = ανυπέρβλητoς
insurance = ασφάλιση, ασφάλεια
insured = ασφαλισμένος
insurer = ασφαλιστής
insurmountable = ανυπέρβλητος
insurrection = ξεσήκωμα, εξέργεση
intact = άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος, άρτιος
intake = εισαγωγή
integer = ακέραιος αριθμός
integral = ακέραιος, ανυπόσπαστος
integral calculus = ολοκληρωτικός λογισμός, ολοκληρωτικός λογισμός
integral part of = αναπόσπαστο μέρος
integrated circuit = ολοκληρωμένο κύκλωμα
integrated personality = ολοκληρωμένη προσωπικότητα
integrity = ακεραιότητα
intellect = νοημοσύνη
intellectual = διανοούμενος, πνευματικός, διανοητικός
intellectually = διανοητικά
intelligent = έξυπνος
intelligently = έξυπνα
intelligentsia = διανοούμενοι
intend = σκοπεύω
intend to = σκοπεύω, σκοπεύω να
intended for = που απευθύνεται προς
intense = έντονος, εντατικός
intensification = επαύξηση, εντατικοποίηση
intensity = ένταση
intensive = εντατικός, επιτακτικός
intensively = εντατικά
intent = πρόθεση, σκοπός
intention = πρόθεση, σκοπός, προαίρεση
intention of = σκοπός να
intentionally = επίτηδες, σκόπιμα
intently = με προσήλωση
inter = ενταφιάζω
interacial = διαφυλετικός
interaction = αλληλοεπίδραση
interactive = αλληλεπιδρών
interbreeding = επιμειξία
intercept = ανακόπτω, τέμνω, αναχαιτώ
intercession = μεσολάβηση, μεσιτεία
interchange = εναλλαγή
intercourse = συνουσία
interdependency = αλληλεξάρτηση
interest = ενδιαφέρον, τόκος, επιτόκιο
interest free = άτοκος
interest rates = τόκοι
interested = ενδιαφερόμενος
interesting = ενδιαφέρων
interface = διασύνδεση
interfere = επεμβαίνω, παρεμβαίνω
interfere with / in = παρεμβαίνω
interference = παρεμβολή
intergranular = περικρυσταλλικός
interior = εσωτερικό
interject = παρεμβάλλω
interlink = αλληλοσυνδέω
interlocutor = συνομιλητής
interlude = διάλειμμα
intermediary = μεσίτης, μεσάζων
intermediate = ενδιάμεσος, μεσαίος
interminable = ατελείωτος
interminably = ατελείωτα
intermingle = σμίγω
intermission = διάλειμμα
intermittent = διαλείπων
intermittently = κατα διαστήματα
intern = θέτω υπό περιορισμό, ιατρός, φυλακιζόμενος
internal = εσωτερικώς, εσωτερικός
internal combustion = εσωτερική καύση
international = διεθνής
internationally = διεθνώς
Internet = διαδίκτυο
internment = περιορισμός σε στρατόπεδο, εγκλεισμός
interplanetary = διαπλανητικός
interpolate = αντιπαρεμβάλλω
interpret = ερμηνεύω
interpretation = ερμηνεία
interpreter = διερμηνέας
interpretive = ερμηνευτικός
interrogate = ανακρίνω
interrogation = ανάκριση
interrogatory = ανακριτικός
interrupt = διακόπτω
interruption = διακοπή
intersection = διατομή
interval = διάλειμμα, διάστημα
intervening = που μεσολαβεί
intervention = διαπλοκή, μεσολάβηση
interview = παίρνω συνέντευξη, συνέντευξη
intestate = χωρίς διαθήκη
intestine = έντερο
intestines = έντερα
intimate = οικείος, ενδόμυχος, στενός
intimidate = εκφοβίζω
intimidating = εκφοβιστικός
intimidation = φοβέρα, εκφοβισμός
intimidatory = εκφοβιστικός
into = μέσα σε
intolerable = ανυπόφορος
intolerance = έλλειψη ανοχής
intolerant = μη ανεκτικός
intoxicating = μεθυστικός
intracapsular = ενδοκαψικός
intractable = επίμονος, ατίθασσος
intransigence = αδιαλλαξία
intransitive verb = αμετάβατο ρήμα
intravenous injection = ενδοφλέβιος ένεση
intrepid = ατρόμητος
intrepidity = αφοβία
intricacy = περιπλοκή
intricate = περίπλοκος
intricately = περίπλοκα
intrigue = κινώ την περιέργεια
intriguing = ραδιούργος, αξιοπερίεργος
intrinsic value = εσωτερική αξία
introduce = εισάγω, συστήνω
introduce new matters = εισάγω καινά δαιμόνια
introduction = εισαγωγή
introductory = εισαγωγικός
introspective = εσωστρεφής, ενδοσκοπικός
introvert = εσωστρεφής
intruder = εισβολέας
intrusion = εισβολή
intuitive = διαισθητικός
inundate = κατακλύζω, πλημμυρίζω
invade = εισβάλλω
invader = εισβολέας
invalid = ανάπηρος
invalidate = ακυρώ
invalidation = παραγραφή, ακύρωση
invalidity = ανίσχυρον, άκυρον, ακυρότητα
invaluable = ανεκτίμητος
invariably = πάντα, συνεχώς, αμετάβλητα
invasion = εισβολή
inveigh against = καταφέρομαι
invent = εφευρίσκω
invention = εφεύρεση
inventive = εφευρετικός, επινοητικός
inventor = εφευρέτης
inversion = αναστροφή, αντιστροφή
invert = αναποδογυρίζω, ανατρέπω
invertebrate = ασπόνδυλος
invest = εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, επενδύω
investigation = διερεύνηση, έρευνα
investment = επένδυση
investor = επενδυτής
invigilation = επιτήρηση
invigilator = επιτηρητής
invigorating = τονωτικός
invisible = αθέατος, αόρατος
invitation = πρόσκληση
invitation to = πρόσκληση σε
invite = προσκαλώ
invite to = προσκαλώ σε
invite to a party = προσκαλώ σε πάρτι
invocation = επίκηση, επίκληση
invoke = επικαλούμαι
involuntary = ακούσιος
involution = παλινδρόμηση, perit, περιτύλιξη
involve = εμπλέκομαι, εμπλέκω, περιλαμβάνω, μπλέκω
involve oneself in = συμμετέχω σε
involvement = συμμετοχή, εμπλοκή, ανάμιξη, μπλέξιμο
involving = που συμπεριλαμβάνει
invulnerable = άτρωτος
inwards = προς τα μέσα
inwrought = ένθετος
inxeperienced = αδαής
iodine = ιώδιο
ion = ιόν
ionize = ιονίζω
ionizer = ιονιστής
IP = πρωτόκολλο Ιντερνετ
Iran = Ιράν
Iraq = Ιράκ
irascibility = οξυθυμία
irascible = οξύθυμος
irate = οργισμένος
Ireland = Ιρλανδία
iris = ίρις
irish = ιρλανδικός
Irishman = Ιρλανδός
irksome = δυσάρεστος
iron = σιδερένιος, σίδερος, σιδερώνω
ironically = ειρωνικά
ironing board = σιδερώστρα
ironware = σιδερικά
irony = ειρωνία
irrefutable = αναμφίβολος, αδιάψευστος
irregular = ανώμαλο, ανώμαλος
irregularity = ανωμαλία, παρατυπία
irregularly = ανώμαλα
irrelevancy = κάτι άσχετο, ασχετοσύνη
irrelevant = άσχετος
irrepresible = ακατάσχετος
irreproachable = άμεμπτος
irresistible = ακαταμάχητος, ακατανίκητος
irresponsible = ανεύθυνος
irresponsibly = ανεύθυνα
irreverence = ασέβεια
irreverent = ασεβής, ανευλαβής
irreversible = αμετάτρεπτος, αμετάκλητος
irridation = βομβαρδισμός με ακτινοβολία
irrigate = αρδεύω
irrigation = άρδευση
irritable = ευέξαπτος, οξύθυμος
irritant = ερεθισιτικός
irritate = παρενοχλώ, ενοχλώ, ερεθίζω
irritated = παρενοχλημένος
irritating = ενοχλητικός
is called = ονομάζεται, αποκαλείται
is liable to = υποκιέται σε
is prescribed for fever = ενδείκνυται κατά του πυρετού
is recommended = συνιστάται
is set = τοποθετείται
isinglass = ιχθυόκολλα
Islam = Ισλάμ
Islamic = Ισλαμικός
island = νησί
islander = νησιώτης
isle = νησάκι
islet = νησίδα
isolate = απομονώνω, διαχωρίζω
isolated = απομονωμένος
isolated incident = μεμονωμένο περιστατικό
isolation ward = απομονωτήριο
Israel = Ισραήλ
israeli = ισραηλινός
issue = απορροία, αντίτύπο, θέμα, τεύχος, χορήγηση, εκδίδω
issue to = παρέχω
it = αυτό
it's = αυτό είναι
it's pouring = βρέχει καταρρακτωδώς
it's sour grapes = όμφαες εισίν, όμφακες εισίν
it buttons up = κουμπώνει
it cost me a bomb = μού κόστισε ο κούκος αηδόνι
it costs = κοστίζει
it didn't dawn on me = δεν το πήρα χαμπάρι, δεν το συνειδητοποίησα
it didn't go unnoticed = δεν έμεινε απαρατήρητο
it does not sit well with = δεν του πάει καλά
it doesn΄t matter = δεν πειράζει
it fits me = μου κάνει
it follows that = έπεται ότι, εξυπακούεται
it gets me down = με καταθλίβει
it gets on my nerves = μου τη δίνει στα νεύρα
it gives you a thrill = σε συναρπάζει
it has crept in = μπήκε κρυφά
it is = αυτό είναι
it is based on = βασίζεται σε
it is crowded = είναι φίσκα
it is forbidden to = απαγορεύεται να
it is fun = είναι πλάκα
it is home to = είναι ο τόπος που ζεί
it is in need of repair = χρειάζονται επισκευές
it is in your hands = είναι στο χέρι σου, εξαρτάται από σένα
it is likely = ενδέχεται
it is not allowed = δεν επιτρέπεται
it is not paralleled = δεν έχει κάτι το ανάλογο
it is nothing short of = είναι σχεδόν
it is prohibited to = απαγορεύεται
it is raining cats and dogs = βρέχει καρεκλοπόδαρα
it is rumoured that = διαδίδεται μία φήμη
it is to your advantage = σας συμφέρει
it is unnecessary to talk = παρέλκει κάθε συζήτηση
it is used for = χρησιμοποίεται
it is worth = αξίζει
it jolts you = σε ταράζει, τραντάζει
it never crossed my mind = δεν πέρασε από το νου μου
it poses no danger = δεν υπάρχει κίνδυνος από
it proved to be = αποδείχθηκε να είναι, αποδείχθηκε
it proved to be difficult = αποδείχθηκε να είναι δύσκολο
it proved valuable = αποδείχθηκε πολύτιμο
it remains to be seen = απομένει να δούμε
it rests with = επανοκείται
it seems to me that = μου φαίνεται ότι
it suits you = σου πηγαίνει
it takes its toll = γίνεται εμφανές
it took my fancy] = μου άρεσε, μου γυάλισε το μάτι
it was = ήταν, αυτό ήταν
it was a tight squeeze = στρυμωχθήκαμε, στρυμώχθηκα
it was destined = επέπρωτο
it was infested with = λυμαίνεται από
it was infested with rats = λυμαίνεται από αρουραίους
it was raining cats and dogs = η βροχή έπεφτε ραγδαία
it was swarming with rats = έβριθε με αρουραίους
it wears me out = με κουράζει
it will do you good = θα σου κάνει καλό
it zips up = κλείνει με φερμουάρ
it’s raining = βρέχει
Italian = Ιταλός
italics = πλάγια γράμματα
Italy = Ιταλία
itch = κνίδωση, φαγούρα
item = πράγμα, κομμάτι
iterate = επαναλαμβάνω, ξαναλέω
itinerary = δρομολόγιο
its = το δικό του
itself = το εαυτό του . αυτό το ίδιο, το εαυτό του
ivory = ελεφαντόδοντο
ivory gull = αρκτικόγλαρος
ivy = κισσός