English (Hh) to Greek

habit = έξη, συνήθεια
habitable = κατοικήσιμος
habitat = βιότοπος
hack = κακός συγγραφέας
hackberry = είδος μούρου, Celtis aetnensis
had better = θα ήταν καλύτερα
had to = έπρεπε, πρέπει / έπρεπε
haddock = μπακαλιάρος
haemoglobin = αιμοσφαιρίνη
haemophilia = αιμοφιλία
haggard = καταβεβλημένος
haggle = παζαρεύω
hail = χαλάζι, καταιγισμός, ρίχνει χαλάζι
hailstone = χαλάζι
hailstorm = χαλαζοθύελλα
hair = μαλλιά, τρίχα
hair-do = κόμμωση
hair growth = τριχοφυία
hair restorer = ουσία που επαναφέρει τα μαλλιά
haircut = κούρεμα
hairdresser = κομμώτρια, κομμωτής
hairdryer = σεσουάρ
hairless = άτριχος
hairpin = τσιμπιδάκι
hairs = τρίχες
hairslide = τσιμπιδάκι
hairspring = σπειροειδές ελατήριο
hairy = τριχωτός, μαλλιαρός
halcyon days = αλκυονίδες μέρες
hale and hearty = αγέραστος, εμπαθής
half = ήμισυ, ημίχρονος, μισός
half-finished = μισοτελειωμένα
half-hearted = με μισή καρδιά, απρόθυμος
half-heartedly = με μισή καρδιά
half-naked = μισόγυμνος
half-price ticket = εισητήριο με μισή τιμή
half board = ημιδιατροφή
half brother = ετεροθαλής αδελφός, ετεροθαλής αδερφός
half duplex = ημιαμφίδρομος
half finished = μισότελειωμενος
half mast = μεσίστιος
half moon = μισοφέγγαρο
half way point = στα μισά της απόστασης
half way there = στα μισά της απόστασης
halibut = ιππόγλωσσος
hall = αίθουσα, χωλ
hallmark = γνώρισμα
hallo = γεία σου
hallow = καθαγιάζω
hallucinate = έχω παραισθήσεις
hallucination = παραίσθηση
hallucinogen = παραισθησιογόνο
hallucinogenic = παραισθηστογόνος
halt = σταματώ, θέτω τέρμα
halve = περιορίζω κατά το ημισύ
halyard = σκότα
ham = ζαμπόν
hamburger = χάμπουργκερ
hammer = σφυροκοπώ
hammering = σφυρηλάτηση
hammock = αιώρα
hamper = καλάθι με φαγητό
hand = δίνω, παραδίνω, δείκτης, χέρι
hand down = μεταβιβάζω, κληροδοτώ
hand down a sentence = καταδιζάζω
hand grenade = χειροβομβίδα
hand in = παραδίδω
hand in glove = τάτσι μίτσι κότσι
hand luggage = αποσκευή χειρός
hand made = χειροποίητος
hand out = μοιράζω
hand over = παραδίδω, δίνω, παραδίνω
hand saw = χειροπρίονο
hand to = δίνω, παραδίδω
handbag = τσάντα χεριού
handbag snatcher = τσαντάκης
handball = χάντμπολ
handbook = εγχειρίδιο
handbrake = χειρόφρενο
handcuff = χειροπέδη
handful = χούφτα
handicapped = ανάπηρος
handicapped person = ανάπηρος
handicrafts = είδη χειροτεχνίας
handkerchief = μαντήλι
handle = μεταχειρίζομαι, χερούλι, χειρίζομαι
handle stolen goods = διακινώ κλοπιμαία
handlebar = τιμόνι ποδηλάτου
handlebars = τιμόνι {ποδηλάτου}
handling = μεταχείριση
handmade object = χειροποίητο αντικείμενο
handout = δείγμα
hands = δείκτες, χέρια
hands down = κατά κράτος
hands up = ψηλά τα χέρια
handsome = όμορφος (άνδρας)
handsomely = ωραία
handstand = ορθοστασία
handy = εύχρηστος, πρόχειρος
hang = απαγχονίζω, κρεμώ
hang-glider = ανεμόπτερο
hang-gliding = πτήση με ανεμόπτερο
hang about = χαζεύω
hang over = επαπειλώ
hang up = κλείνω το τηλέφωνο
hangar = υπόστεγο
hanger = κρεμάστρα
hanger on = γλύφτης
hanger spool = καρούλι αναρτήσεως
hanging = απαγχόνιση
hangover = πονοκέφαλος μετά από μέθη
haphazard = τυχαίος, πρόχειρος
hapless = κακόμοιρος, άτυχος
happen = διαδραματίζω, συμβαίνω
happen to = τυχαίνω να
happening = συμβάν
happily = ευτυχισμένα
happiness = ευτυχία
happy = ευτυχισμένος
harass = παρενοχλώ, ταλαιπορώ
harassed = ενοχλημένος, ταλαιπορημένος
harassment = παρενόχληση
harbour = φυγαδεύω, φωλιάζω, λιμανι, λιμάνι, ελλιμενίζομαι
harbour dues = λιμενικά τέλη
hard = σκληρός, δύσκολος, βαρέως
hard-wearing = ανθεκτικός
hard-working = εργατικός
hard as nails = σκληροτράχηλος
hard currency = σκληρό νόμισμα
hard done by = αδικημένος
hard of hearing = βαρήκοος
hard palate = σκληρά υπερώα
hard times = εποχή των ισχνών αγελάδων
hard work = κόπος
hardened = πωρωμένος, αδιόρθωτος
harder = σκληρότερος, πιο δύσκολος
hardly = μόλις και μετά βίας, σχεδόν καθόλου
hardly anybody = σχεδόν κανείς
hardly anything = σχεδόν τίποτα
hardly anywhere = σχεδόν πουθενά
hardly ever = σχεδόν ποτέ
hardly room to swing a cat = πολύ στενόχωρος
hardship = κακουχία
hardtack = γαλέττα
hardware = εξοπλισμός υπολογιστή
hardwood = σκληρό ξύλο
hardwork = σκληρή εργασία
hare = λαγός
harlequin = αρλεκίνος, αρλεκινόπαπια
harlot = εταίρα
harm = βλάβη, βλάπτω
harmful = επιβλαβής, βλαβερός
harmless = άκακος
harmonica = φυσαρμόνικα
harmonious = που έχει αρμονία
harmonize = εναρμονίζω
harness = ιπποσκευή, χάμουρα
harp = άρπα
harpsichord = κλαβεσίνο
harrow = σβάρνα
harry = παρενοχλώ
hars = αυστηρός
harsh = δριμύς, σκληρός, τραχύς, άγριος
harshly = άγρια, σκληρά
harshness = σκληρότητα
harvest = θερίζω, σοδειά, τρύγος
has = έχει
hashish = χασίς
hassle = ενόχληση, φασαρία
haste = βιασύνη
hasten = σπεύδω
hastily = βεβιασμένα
hasty = βιαστικός, εσπευσμένος
hat = πίλος, καπέλο, καπέλλο
hatbox = καπελιέρα
hatch = μπουκαπόρτα, εκκολάπτομαι, άνοιγμα, επωάζω
hatchet = πέλεκας
hatching = επώαση
hate = μίσος, μισώ
hatred = μίσος
haughtiness = έπαρση
haunt = στοιχειώνω
haunts = λημέρια
have = έχω, έχετε, έχε, έχουμε, έχετ, έχ, έχεις
have a bird's eye view of = αγναντεύω
have a bite to eat = τσιμπώ κάτι
have a chat = κουβεντιάζω
have a do = κάνω πάρτι
have a film developed = εμφανίζω ένα φιλμ
have a gooδ time = περνώ καλά
have a good grounding in = έχω καλές βάσεις σε
have a good head for = είμαι καλός σε, θυμάμαι καλά
have a good time = περνώ καλά
have a great time = περνώ πολύ καλά
have a miscarriage = κάνω αποβολή
have a party = κάνω πάρτι
have a photo blown up = μεγεθύνω νια φωτογραφία
have a photo taken = βγάζω φωτογραφία
have a rest = αναπαύομαι, ξεκουράζομαι
have a roving eye = μ΄αρέσουν τα ξινά
have a shot at = έχω την ευκαιρία
have a shower = κάνω ντους
have a tendency to = έχω τάση να, τείνω να
have a turnover of = τζιράρω
have an abortion = κάνω έκτρωση
have an inoculation = εμβολιάζω
have an operation = εγχειρίζομαι, κάνω εγχείρηση
have an x-ray taken = κάνω ακτίνες
have back = παίρνω πίσω
have butterflies = πολύ ανησυχώ
have dealings with = έχω δοσοληψίες με
have double standards = έχω δύο μέτρα και δύο σταθμά
have every reason to = έχω κάθε λόγο να
have faith in = έχω εμπιστοσύνη σε
have fun = διασκεδάζω
have high hopes = έχω υωηλούς στόχους
have in = προσκαλώ
have in common with = έχω κάτι κοινό με
have in store for = επιφυλάσσω
have moral grounds = έχω ηθικό έρεισμα
have no alternative = δέν έχω άλλη επιλογή
have no cares = ξεγνοιάζω
have no qualms about = δεν έχω ενδοιασμούς για
have no success = καρκινοβατώ
have objections to = έχω αντίρρηση σε
have one's hands full = είμαι απασχολημένος
have one's own way = περνάει το δικό μου
have second thoughts = διστάζω
have sexual intercourse with = συνευρίσκομαι
have the cheek = αποτολμώ, έχωτο θράσος
have the guts to = έχω το θάρρος να
have the heart to = έχω το κουράγιο να
have the jitters = έχω τρεμούλες
have the last word = έχω την τελευταία λέξη
have the luck of the Irish = έχω το κοκαλάκι της νυχτερίδας
have the right of way = έχω προτεραιότητα, έχω προτεραίοτητα
have time off = έχω ρεπό
have to = πρέπει
have uppermost in one΄s mind = έχω τον νου μου σε
have you ever been to Athens ? = έχεις πάει ποτέ στην Αθήνα
hawk = γεράκι
hawthorn = κραίταγος η οξυάκανθα
hay = σανός
hayloft = αχυρώνας
haystack = θημωνιά
hazard = κίνδυνος, διακυβεύω, αποτολμώ
hazardous = επικίνδυνος
haze = καταχνιά, αχλή
hazel = ανοιχτό καστανό, φουντουκιά
hazel grouse = αγριόκοτα
hazel tree = φουντουκιά
hazelnut = φουντούκι
he = αυτός
he's got powerful connections = έχει το θεό μπάρμπα
he arrived at Athens airport = έφτασε στο αεροδρόμιο Αθηνών
he arrived in Athens = έφτασε στην Αθήνα
he came within an ace of = λίγο έλειψε να
he caught wind of = το πήρε πρέφα
he chose = διάλεξε
he drank = ήπιε
he drove = οδήγησε
he dug = έσκαψε
he dyed his hair = έβαψε τα μαλλιά του
he dyed his hair black = έβαψε τα μαλλιά του μαύρα
he fell overboard = έπεσε από το πλοίο
he flew = πέταξε
he forgot = ξέχασε
he got fixed by the stare = τα μάτια του τον κάρφωσαν
he got his just desserts = έλαβε τα επίχειρα της κακίας
he had = είχε
he had his new suit on = φορούσε το καινούριο του κουσ
he has been vaccinated against = εμβολιάστηκε για
he hinted that = έκανε νύξη
he is = αυτός είναι
he is as sharp as a needle = είναι του διάβολου κάλτσα
he is led by the nose = άγεται και φέρεται
he is more than up to = είναι αρκετά ικανός να
he is off his rocker = του έχει στρίψει
he is up for promotion = είναι η σειρά του για παραγωγή
he keeps at it = δεν το βάζει κάτω
he kicked the bucket = τα τίναξε
he led = οδήγησε
he led me to believe that = με έκανε να πιστέψω ότι
he looked dazed = έδειχνε μοϊσμένος
he looked through the window = κοίταξε από το παράθυρο
he made a great show of = έκανε επίδειξη, έπαιξε θέατρο
he made me believe tha = με έκανε να πιστέψω ότι
he maintained that = διατεινόταν ότι
he never quits = δεν το βάζει κάτω
he popped his clogs = τα τίναξε
he poured the coffee out = έβαζε το καφέ στα ποτήρια
he put his cigar out = έσβησε το πούρο του
he ran away from home = τα έσκασε από το σπίτι
he reached the gate = έφτασε στην πόρτα
he served as = διετέλεσε
he settled down = εγκαταστάθηκε
he settled down to read a book = καλοστρώθηκε να διαβάσει
he settled his debts = εξόφλησε, εξόφλησε τα χρέη του
he spat = έφτυσε
he stole = έκλεψε
he struck = χτύπησε
he thre = πέταξε
he told me all the details = μου είπε όλα τα καθέκαστα
he vanished into thin air = έγινε καπνός
he was = αυτός ήταν, ήταν
he was acquitted = τον βγάλανε λάδι
he was buried = τον έθαψαν
he was charged with murder = κατηγορήθηκε με φόνο
he was fined = του έδωσαν πρόστιμο
he was forced = εξαναγκάστηκε
he was forced to come up = εξαναγκάστηκε να βγεί πάνω
he was knocked down by a car = τον πάτησε ένα αυτοκίνητο
he was made redundant = τον σχόλασαν
he was on the point of leaving = ήταν έτοιμος να φύγει
he was passed over = ποσκελίζω
he wore = φόρεσε
he works hard = δουλεύει σκληρά
he would be better off = καλά θα έκανε να
he wrote = έγραψε
head = ηγούμαι, κεφάλι
head-butt = κουτουλώ
head for = κατευθύνομαι
head for somewhere = κατευθύνομαι
head for the shade = σταλίζω
head of state = αρχηγός κράτους
head office = κεντρικό γραφείο
head on collision = μετωπική σύγκρουση
head phones = ακουστικό
head to = κατευθύνομαι
headache = πονοκέφαλος
headboard = κεφαλάρι κρεβατιού
header = κεφαλιά, με κεφάλι
heading = πορεία, επικεφαλίδα
headlight = προβολέας
headlights = προβολείς
headmaster = διευθυντής σχολείου
headmistress = διευθύντρια σχολείου
headrest = στήριγμα του κεφαλιού
headscarf = τσεμπέρι
headsman = δήμιος
heal = επουλώνομαι, επουλώνω, γιατρεύω
healer = θεραπευτής
health = υγεία
health comes first = η υγεία προέχει
health food = υγιεινό φαγητό
health resort = κέντρο υγείας σε θέρετρο
healthy = υγιής
heap = στοιβάδα
heaped = σωρωτός
hear = ακούω
hear about = μαθαίνω, πληροφορούμαι
hear from = ακούω νέα από
heard = άκουσα
hearing = ακοή
hearken = αφουγκράζομαι
hearsay = διάδοση
hearsay evidence = μαρτυρία εξ ακοής
hearse = νεκροφόρα, νεκροφόρος
heart = καρδιά
heart attack = καρδιακή προσβολή
heart of hearts = τα μύχια της καρδιάς
heartbeat = παλμός, καρδιοχτύπι
heartily = θερμά
heartless = άκαρδος
heartless to = άσπλαχνος, άκαρδος
hearts [cards] = κούπα
heat = θερμαίνω, ζεσταίνω, ζέστη
heat retentive = που συγκρατεί τη θερμότητα
heat stroke = θερμοπληξία
heated = βίαιος, σφοδρός
heather = βρύο, ρείκι
heatwave = καύσωνας
heave a sigh of relief = αναστενάζω από ανακούφιση
heaven = ουρανός
Heaven forbid = ο Θεός να φυλάξει
heavy = βαρύς
heavy-handed = αδέξιος
heavy duty = μεγάλης αντοχής
heavy goods vehicle = νταλίκα, βαρύ φορτηγό
heavy metal = χεβι μεταλ
heavy sea = τρικυμιώδης θάλασσα
Hebrew = εβραϊκός
heckler = εγκάθετος, κλακαδόρος
hectare = εκτάριο
hectic = πολυάσχολος
hectoring = νταηλίκι, λεονταρισμοί
hedge = φράκτης
hedgehog = σκαντζόχοιρος
hedonism = ηδονισμός
heedless = απρόσεκτος
heel = τακούνι, φτέρνα
heft = ζυγίζω, ζυγιάζω
hegemonic = ηγεμονικός
hegemony = ηγεμονία
Hegira = Εγίρα
heh! = ε!
heifer = δάμαλις
height = ύψος
heighten = εντείνω, αυξάνω, ωψώνω
heinous = στυγερός, ειδεχθής, διαβολικός
heir = κληρονόμος
heir apparent = επίδοξος, αναγκαίος διαδόχος
heir presumptive = πιθανός κληρονόμος
heirloom = κειμήλιο
heist = κλοπή, ληστεία
held = κράτησα
helicopter = ελικόπτερο
helium = ήλιο
Hell = κόλαση
hello = εμπρός, γεία σας, γεία σου
helm = τιμόνι, πηδάλιο
helmet = κράνος
helmeted guineafowl = φραγκόκοτα
help = βοηθός, αρωγή, επικουρία, βοήθεια, βοήθημα
help along = βοηθώ
help oneself to = σερβίρομαι
help out = βοηθώ
helpful = εξυπηρετικός
helpless = ανίκανος, ανήμπορος
helter skelter = φύρδην μίγδην
hem = το στίφωμα, ρέλι, ούγια
hemisphere = ημισφαίριο
hemlock = κώνειο
hemorrhage = αιμορραγώ
hen = κότα
hen-coop = κοτέτσι
hen harrier = βαλτόκιρκος
hen house = κοτέτσι
hence = όθεν, από εδώ
henceforth = από τώρα και εφεξής, από εδώ καί στο εξής
henchman = τραμπούκος
hepatitis = ηπατίτιδα
her = της, αυτή, αυτήν
herald = κήρυκας, αναγγέλω την άφιξη
heraldry = οικοσημολογία
herb = βότανο
herbaceous = ποώδης, φυλλώδης
herbage = βοσκή
herbal = βοτανικός
herbicide = ζιζανιοκτόνο
herbivore = φυτοφάγο, χορτοφάγο
herd = αγέλη, κοπάδι, μαζεύω σαν αγέλη
here = εδώ
hereafter = εφεξής
hereditary = κληρονομικός
heredity = κληρονομικότητα
heretic = αιρετικός
heretofore = μέχρι τούδε
heritage = κληρονομιά
hermaphrodite = σερνικοθήλυκος
hermit = ασκητής, ερημίτης
hermitage = ησυχαστήριο
hernia = κήλη
hero = ήρωας
hero worship = ηρωολατρεία
heroic = ηρωϊκός
heroin = ηρωίνη
heroine = ηρωίδα
heroism = ηρωϊσμός
heron = ερωδιός
herpes = έρπης
herring = ρέγγα
herring gull = ασημόγλαρος
herself = η εαυτή της, αυτή η ίδια
hesitant = διστακτικός
hesitantly = διστακτικά
hesitate about = διστάζω
hesitation = διστακτικότητα, δισταγμός
het up = θυμωμένος
heterogenous = ετερόκλητος
hew = πελεκώ
hewn = λαξεμένος, πελεκητός
hex = δεκαεξαδικό
hexadecimal = δεκαεξαδικό
hey! = ε!
hi = γεία, γεία σου
hiatus = χασμωδία
hibernation = χειμερία νάρκη, διαχείμαση
hibiscus = ιβίσκος
hiccup = λόξυγγας
hickory = άγρια καρυδιά, ψευδοκαρύα, εγγελαρδία, ίκορι
hidden = κρυμμένος
hide = κρύβομαι, κρύβω
hideous = βδελυρός, απεχθής
hideout = κρησφύγετο
hiding. concealing = κρύψιμο
hierarchy = ιεραρχία
hieroglyphics = ιερογλυφικά
high = ψηλός
high-handed = αυθαίρετος
high-heeled shoes = ψηλοτάκουνα παπούτσια
high-rise = πολυώροφος
high-rise building = πολυώροφο χτίριο
high-tech = υψηλής τεχνολογίας
high and mighty = οι υψηλά ιστάμενοι
high aspiration = μεγαλοπραγμοσύνη
high blood pressure = υπερτονία
high heels = ψηλά τακούνια, ψηλοτάκουνα
high jump = άλμα ύψους
high sea = πέλαγος
high speed = υψηλή ταχύτητα
high tech = υψηλής τεχνολογίας
high treason = έσχατη προδοσία, εσχάτη προδοσία
high wind = δυνατός άνεμος
higher = πιο ψηλός, ψηλότερος
highest bidder = πλειοδότης
highland = ορεινή περιοχή
highlight = τονίζω, κλου, στιγμιότυπο
highlights = ανταύγειες, μεζ
highly = ψηλά
highly motivated = με υψηλά κίνητρα
highly sensitive = απόρρητος
highway = εθνική οδός
highway code = KOK
Highway Code = κώδικας οδικής κυκλοφορίας
hijack = αεροπειρατεία
hijacker = αεροπειρατής
hijacking = αεροπειρατεία
hike = πεζοπορία
hilarious = ξεκαρδιστός, ξεκαρδιστικός, φαιδρός
hill = λόφος
hillock = τούρλα, λοφίσκος
hillside = λοφοπλαγιά
hilly = λοφώδης
him = τον, αυτόν
himself = ο εαυτός του, αυτός ο ίδιος
hind leg = πισινό πόδι
hinder = παρακωλύω, κωλυσιεργώ
Hindi = ινδικά
hindrance = παρακώλυση, εμπόδιο
Hindu = Ινδουϊστής, Ινδός
hinge = ρεζές, κλάπα
hint = υπαινιγμός, υποδηλώνω, νύξη
hint at = υπαινίσσομαι
hinterland = ενδοχώρα
hints = υποδείξεις
hip = γοφός
hippo = ιπποπόταμος
hire = νοικιάζω
hired = μισθοφορικός, βαλτός
hiring = εκμίσθωση
hirsute = δασύς
his = του, δικός του
his goose is cooked = την έχει βάψει
his nibs = η αφεντιά του
his own = δικός του
hiss = σφυρίζω
histology = ιστολογία
historical = ιστορικός
historical film = ιστορική ταινία
historically = ιστορικά
histrionics = καμώματα
hit = χτυπώ, σουξέ, βαρώ
hit the nail on the head = λεω το κατάλληλο πράγμα, πετυχαίνω διάνα
hit the shops = κυκλοφορώ στα μαγαζιά
hitch a ride = κάνω ωτοστόπ
hitch hike = κάνω ώτο-στοπ
hitchhike = κάνω ώτοστοπ, κάνω οτοστόπ
hitchhiker = κάποιος πού κάνει ωτοστό, αυτός που κάνει οτοστόπ
hitchhiking = οτοστόπ, το να κάνω οτοστόπ
hits = χτυπάει
hive = κυψέλη
hoar frost = τσάφι
hoard = απόθεμα, κομπόδεμα
hoarding = ταμπλό διαφημίσεων, σανίδωμα, ταμπέλα
hoarse = βραχνός
hobble = χωλαίνω
hobby = ενασχόληση, χόμπι, δεντρογέρακας
Hobson's choice = ανυπαρξία δυνατότητας επιλογή
hoe = σκαλίζω, σκαπάνη
hoeing = σκάλισμα
hog = χοίρος
hold = αμπάρι, κρατώ, συγκρατώ
hold-up = ένοπλη ληστεία, καθυστέρηση
hold a conversation = συνομιλώ
hold back = κατακρατώ, συγκρατώ
hold elections = οργανώνω εκλογές
hold forth = ρητορεύω
hold good = ισχύω
hold hands = κρατώ χέρια
hold οn to = κρατώ
hold off = κρατώ σε απόσταση, απέχω
hold on = κάνω υπομονή, περιμένω
hold one's own = τα καταφέρνω
hold one's tongue = το βουλώνω, κάνω μόκο
hold out = κρατώ, αντέχω
hold over = αναβάλλω
hold the line = περιμένω στην γραμμή
hold together = συγκρατώ
hold up = ληστεύω, σηκώνω, καθυστερώ
hold with = επιδοκιμάζω
holder = θήκη
holder of Ph.D = κάτοχος ντοκτορά
holdings = μετοχές
hole = τρύπα
holiday = σκόλη, διακοπές
holiday resort = θέρετρο
holidaymaker = παραθεριστής
holiest = πανάγιος
Holland = Ολλανδία
hollow = βαθουλωμένος, κούφιος, υπόκωφος, κοίλος
hollowed out = κούφιος
hollyhock = αγριομολόχα
holm oak = πρινάρι
holocaust = ολοκαύτωμα
holy = ιερός, πανάγιος
Holy Communion = Θεία Κοινωνία
Holy Ghost = Άγιο Πνεύμα
Holy Scripture = Αγία Γραφή
holy unction = ευχέλαιο
Holy Week = Μεγάλη Εβδομάδα
home = σπίτι (το περιβάλλον), σπίτι
home-owner = ιδιοκτήτης σπιτιού
home coming = επιστροφή στην πατρίδα, παλινόστηση
home economics = οικιακά
home team = γηπεδούχος
home truth = πικρή αλήθεια
homeland = πατρίδα
homeopath = ομοιοπαθητικός
homesick for = έχω νοσταλγία για
homestead = αγροτική κατοικία
homework = εργασία σπιτιού
homily = ομιλία, κήρυγμα
homogeneous = ομοιογενής
homonym = ομώνυμη λέξη
homosexuality = ομοφυλοφιλία
honest = έντιμος, τίμιος
honestly = στο λόγο μου
honesty = ειλικρίνεια
honey = μέλι
honey buzzard = σφηκοβαρβακίνα
honeycomb = κερήθρα
honeymoon = μήνας του μέλιτος
honeysuckle = αγιόκλημα
honk = κορνάρω
honk one's horn = κορνάρω
honorary = επίτιμος, τιμητικός
honour = τιμώ
hood = κουκούλα
hoof = οπλή
hoof (hooves) = οπλή
hook = τσιγγέλι, αγκιστρώνω, άγκιστρο, γάντζος, αγκύλη
hookah = ναργιλές
hooked = γαμψός
hooker = πόρνη
hookworm = αγκυλόστομο
hooligan = χούλιγκαν
hooliganism = χουλιγκανισμός
hoop = στεφάνι
hooper = βαγενάς
hoot = σκούξιμο, σκούζω
hoover = καθαρίζω με ηλεκτρική σκούπα
hop = πηδώ με το ένα πόδι
hope = ελπίζω, ελπίδα, ευελπιστώ
hope for = ελπίδα
hopeful = ελπιδοφόρος
hopefully = ελπιδοφόρα
hopeless = απελπισμένος
hopelessly = ανέλπιστα
hoping = το να ελπίζει κανείς
hopper = χοάνη, βυθοκόρος
hops = λυκίσκος
hopscotch = κουτσός
horde = πλήθος, ορδή
horizon = ορίζοντας
horizontal = οριζόντιος
hormone = ορμόνη
horn = κόρνα, σάλπιγγα, κέρας
hornbeam = γαύρος
hornet = σφήκα
horoscope = ωροσκόπιο
horrible = απαίσιος
horribly = απαίσια
horror = φρίκη
horror film = ταινία τρόμου
horse = άλογο
horse around = κάνω βλακίες, παίζω
horse chestnut = ιπποκαστανέα η κοινή
horse drawn = ιππηλάτος
horse racing = ιπποδρομία
horse riding = ιππασία
horseshoe = πέταλο
hose = μάνικα
hospitable to = φιλόξενος
hospital = νοσοκομείο
hospital ward = θάλαμος νοσοκομείου
hospitality = φιλοξενία
host = φιλοξενώ, οικοδεσπότης
host country = χώρα υποδοχής
host of = πλήθος, στρατιά
hostage = όμηρος
hostel = ξενώνας
hostess = οικοδέσποινα
hostile to = εχθρικός
hostility = έχθρα, εχθρότητα
hot = καυτός
hot-headed = θερμοκέφαλος
hot air = φούμαρα
hot dog = σάντουιτς με λουκάνικο
hot dogs = σαντουιτς με λουκάνικα
hotch potch = συνονθύελμα
hotel = ξενοδοχείο
hotly contested = έντονα αμφισβητούμενος
hotplate = μάτι κουζίνας
Houbara bustard = χλαμυδόγαλος
hound = κυνηγώ, καταδιώκω, σκύλος
hour = ώρα
hourglass = κλεψύδρα
hourly = ωριαίος
house = σπίτι (το χτίριο), σπίτι, οίκος, στεγάζω
household = σπίτι, οικογένεια, οικιακός, σπιτικό
household name = γνωστός σε όλο το κόσμο
houseman = ειδικευόμενος ιατρός
housewife = οικοκυρά
housing = στεγαστικός, στέγαση
housing estate = οικισμός, εργατικές κατοικίες
hover = ζυγιάζομαι στον αέρα, αιωρούμαι
hovercraft = χόβερκραφτ
how = πώς, πως
how are things? = τι γίνεται, πως εί, πως είσαι
how did that come to pass = πως έγινε αυτό
how do I get to = πως πηγαίνω σε
how long = πόσο καιρό
how much does it cost = πόσο κάνει
however = όμως, όσο κι'αν
however rich he is = όσο πλούσιος κι’αν είναι
howl = ουρλιάζω
howling = που λυσσομανά, που ουρλιάζει, πολύ μεγάλος
howls of laughter = πολλά γέλια
hubcap = καπάκι της ρόδας
hue and cry = κατακραυγή
hug = αγκαλιάζω
huge = πελώριος, τεράστιος
huge crowd of people = λαοσύναξη
hull = κέλυφος, κύτος πλοίου
hum = βομβός, βουίζω
human = άνθρωπος, ανθρώπινος
human being = άνθρωπος
human nature = ανθρώπινη φύση
human rights = ανθρώπινα δικαιώματα
humane = ανθρωπιστικός, επιεικής
humanity = ανθρωπότητα
humble = ταπεινός
humerus = βραχίων, βραχιόνιο οστούν
humid = υγρός, με υγρασία, νοτισμένος
humidity = υγρασία
humiliate = εξευτελίζω, ταπειώνω
humiliated = εξευτελισμένος, ταπεινωμένος
humiliating = ταπεινωτικός
humiliation = διασυρμός, εξευτελισμός, ταπείνωση
humility = ταπεινοφροσύνη
hummingbird = κολιμπρί
humorous = γεμάτος χιούμορ
humour = χιούμορ
hump = κύρτωμα, καμπούρα
humpback = καμπούρα
humpback whale = μεγαπτεροφάλαινα
humped = σκολιός
humus = μαυρόχωμα
hundred = εκατόν
hundreds = εκατοντάδες
hung = κρεμασμένος
Hungarian = Ούγγρος
Hungary = Ουγγαρία
hunger = πείνα
hungry = πεινολέος, πεινασμένος
hunt = κυνηγώ
hunter = κυνηγός
hunter-gatherer = κυνηγός-συλλέκτης
hunting = κυνήγι
hurl = εκσφενδονίζω, πετώ
hurricane = τυφώνας
hurriedly = επιτροχάδην, βιαστικά
hurry = σπεύδω, βιασύνη, βιάζομαι
hurry up = κάνω πιο γρήγορα, κάνε γρήγορα
hurt = πονώ, χτυπώ, τραυματίζω, πληγώνω, βλάπτω
hurtle = ορμώ, ρίχνομαι
husband = σύζυγος, ο σύζυγος
husk = έλυτρο, κέλυφος
husky = τραχύς, βραχνός
hustle = σπρώχνω βάναυσα
hustle and bustle = συνωστισμός, κίνηση και φασαρία
hustler = καταφερτζής
hut = καλύβα, υπόστεγο
huts = παράγκες
hybrid = υβρίδιο
hydrangea = ορτανσία
hydrate = ενυδατώνω
hydroelectric = υδροηλεκτρισμός
hydrofoil = ιπτάμενο δελφίνι
hydrogen = υδρογόνο
hydrogen bomb = υδρογονοβόμβα
hydrogen sulphide = σουλφίδιο του υδρογόνου
hydrostatic = υδροστατικός
hydrothermal = υδροθερμικός
hyena = ύαινα
hymn = ψαλμός
hynotise = υπνωτίζω
hype = υπερβολική δημοσιότητα, υπερβολή
hyper- = υπέρ-
hyperactive = υπερδραστήριος
hyperemia = υπεραιμία
hyperinflation = υπερπληθωρισμός
hypermarket = πολύ μεγάλο σούπερμαρκετ
hypertension = υπέρταση
hypnotist = υπνωτιστής
hypo = υπό-
hypocrisy = υποκρισία
hypodermic = υποδόριος
hypodermic needle = υποδερμική βελόνα
hypotasis = υπόταση
hypothermia = υποθερμία
hypothermic = υποθερμικός
hysterical = υστερικός