English (Ff) to Greek

fable = παραμύθι
fabricate = επινοώ, κατασκευάζω
fabricated = κατασκευασμένος
fabulous = απίθανος, υπέροχος
facade = πρόσοψη
face = αντικρίζω, κύρος, πρόσωπο, αντιμετωπίζω, μούτρο
face down = πρηνής
face lift = πλαστική εγχείρηση στο πρόσωπ
face to face with = πρόσωπο με πρόσωπο
face up to = αντιμετωπίζω
faced with = μπροστά από
faces = πρόσωπα
facial = του προσώπου
facial injury = τραύμα στο πρόσωπο
facile = απλοϊκός, εύκολος
facilitate = διευκολύνω
facility = ευχέρεια, ευκολία
facsimile = πανομοιότυπο
fact = γεγονός
faction = φατρία
factor = συντελεστής, παράγοντας
factory = εργοστάσιο
facts = γεγονότα
factual = πραγματικός, αληθινός
factually = τεκμηριωμένα
faculty = διεύθυνση, έμφυτη ικανότητα
fad = τρέλα
faddiness = ιδιοτροπία
faddy = ιδιότροπος
fade = ξεθωριάζω
fade away = φεύγω (σιγά-σιγά), σβήνω
faded = ξεθωριασμένος
fading = που ξεθωριάζει, ξεθωριασμένος
fag = τσιγάρο, αδελφή
faience = φαγεντιανή
fail = αποτυγχάνω
failing = εξασθενημένος, ελάττωμα
failure = αποτυχία
faint = λιποθυμώ, αμυδρός
fair = ξανθός, δίκαιος, πανηγύρι
fair-minded = δίκαιος, αμερόληπτος
fair hair = ξανθά μαλλιά
fairground = λούνα-παρκ
fairly = αρκετά, δίκαια
fairness = δικαιοσύνη, ισότητα
fairy = νεράιδα
fairy tale = παραμυθάκι
fairy tales = παραμυθάκια
faith = πίστη
faithful = πιστός
faithful to = πιστός
faithfully = πιστά
fake = πλαστογραφία, πλαστός, κάλπικος
fake out = ξεγελώ, εξαπατώ
falcon = γεράκι
falconer = γερακάρης
fall = εκπίπτω, πέφτω, πτώση
fall asleep = αποκοιμάμαι
fall back on = χρησιμοποιώ σε τελική ανάγκη
fall behind = καθυστερώ, μένω πίσω
fall behind with = πέφτω πίσω
fall down = πέφτω κάτω
fall for = ερωτεύομαι, χάφτω
fall for it = πιάνομαι κότσος
fall foul of = πέφτω θύμα
fall in love with = ερωτεύομαι
fall in with = συμμορφώνομαι
fall into a deep sleep = πέφτω σε βαθύ ύπνο
fall into a trap = πιάνομαι κότσος
fall off = πέφτω από, ξεπέφτω
fall out οf = πέφτω από
fall silent = σιωπώ, σιγώ
fallen = πεσμένος, πεσόντες, πεσών
fallow = χέρσος
false = ψεύτικος, αναληθής, λάθος, ψευδής, ψεύτικός
false negative = ψευδώς αρνητικό
false teeth = μασέλες
falsely = ψευδώς
falsification = παραποίηση
falsify = παραποιώ
falsifying = ψεύτισμα
fame = φήμη
familiar = εξοικειωμένος, γνωστός
familiar with = εξοικειωμένος
familiarisation = εξοικονόμηση
familiarise = εξοικειώνω
familiarity = οικειότητα
family = οικογένια, οικογένεια
family doctor = οικογενειακός γιατρός
famine = λιμός
famous = ξακουστός, γνωστός, διάσημος
fan = βεντάλια, οπαδός, ανεμιστήρας, κάνω αέρα
fanatic = φανατικός οπαδός, φανατικός
fanaticism = φανατισμός
fancy = γουστάρω, γούστο, φανταστικός, προτίμηση
fancy dress party = πάρτι μασκέ
fantastic = απίθανος
far = μακριά
far-fetched = εξεζητημένος
far-sighted = διορατικός, προνοητικός
far East = Άπω Ανατολή
far from being = κάθε άλλο παρά
far more expensive = πολύ πιο ακριβός
far more than = πολύ περισσότερο από
far reaching = εκτεταμένος, σημαντικός
farce = φάρσα (κωμωδίας)
farcical = αστείος
fare = νούλα, φαγητό, ναύλα, τα παω
farewell = αποχαιρετισμός
farewell party = μπενετάδα
farm = αγρόκτημα
farm-life = αγροτική ζωή
farm implement = αγροτικό εργαλείο
farmer = αγρότης
farmhouse = αγροτικό σπίτι, φάρμα, αγροικία
farmyard = περίνολος αγροκτήματος
farrago = συνονθύλευμα
fart = κλανιά, κλάνω, πορδή
farther = πιο μακρινός
fascinate = γοητεύω, σαγηνεύω
fascinated = γοητευμένος
fascinating = γοητευτικός
fascism = φασισμός
fascist = φασιστής
fashion = μόδα, διαμορφώνω, πλάθω, σχηματίζω
fashion conscious = ευαίσθητος για την μόδα
fashion house = οίκος μόδας
fashion show = επίδειξη μόδας
fashionable = της μόδας
fast = γρήγορα, γρήγορος
fast food = φαστ φουντ
fast food restaurant = φαστ φουντάδικο
fast forward = γρήγορη κίνηση προς τα μπροστά
fastening = στερέωση
fastenings = σφιγκτήρες
fastidious = αψίκορος
fastidiously = σχολαστικά
fat = χοντρός, λίπος, χόνδρος
fat hen = χηνοπόδιο
fatal = θανατηφόρος, μοιραίος
fatalism = μοιρολατρία
fatalistic = μοιρολατρικός
fatalities = θάνατοι
fatality = θάνατος, θύμα
fatally = θανατηφόρα
fate = ειμαρμένη, πεπρωμένο, μοίρα
fated = έχοντας την μοίρα
fateful = μοιραίος
father = πατέρας
father-in-law = πεθερός
Father Christmas = Άγιος Βασίλης
fatherless = ορφανός από πατέρα
fatherly = πατρικός
fathers-in-law = πεθεροί
fathom = οργιά
fatigue = κόπος, κόπωση, κούραση
fatty acids = λιπαρά οξέα
fault = φτιάξιμο, λάθος, ατέλεια, ελάττωμα, σφάλμα, ρήγμα
faultless = αλάθητος
faulty = ελαττωματικός
fauna = πανίδα
faux-pas = ατόπημα
favour = ρουσφέτι, ευνοώ, χάρη
favourable = ευμενής, ευνοϊκός
favourably = ευνοϊκά
favoured = αγαπημένος
favourite = αγαπημένος
fawn over = γλείφω, κολακεύω
fawner = γαλίφης
fawning = κολακευτικός
fax = στέλνω με φαξ, φαξ
fealty = υποτέλεια
fear = φόβος, φοβάμαι
fearful = φοβισμένος
fearless = ατρόμητος
fearsome = τρομακτικός, φοβερός
feasible = εφαμόσιμος, εφικτός
feast = πανηγύρι, συμπόσιο, πανδαισία, ευωχούμαι, γιορτή
feather = φτερό
feature = χαρακτηριστικό, αφιέρωμα, σουσούμι
feature exhibition = έκθεση με ειδικό θέμα
features = χαρακτηριστικά
featuring = με πρωταγωνιστή, με πρωταγωνίστρια
February = Φεβρουάριος.
federal = ομοσπονδιακός
federalist = φεντεραλιστής
federation = ομοσπονδία
fee = αμοιβή, δίδακτρα, τιμάριο
feeble = αδύναμος, ασθενικός, ανίσχυρος
feed = σιτίζω, τροφοδοτώ, ταΐζω
feed into = περνώ στον υπολογιστή
feed one's face = σαβουρώνω
feedback = ανάδραση, ανατροφοδότηση
feedhorn = χοάνη σηματοτροφοδότησης
feeding = τάισμα
feel = νιώθω, υφή, αισθάνομαι
feel a thrill of joy = ανασκιρτώ από χαρά
feel bewildered = σαστίζω
feel good = αισθάνομαι πάρα πολύ καλά
feel green at the gills = θέλω να ξεράσω
feel inclined to = έχω διάθεσν να
feel injured = βαριοφαίνομαι
feel like = γουστάρω
feel out = δοκιμάζω
feel sick = θέλω να κάνω εμετό
feel up to = αισθάνομαι ότι μπορώ
feeling = αίσθημα
feelings = συναισθήματα, αισθήματα
fees = δίδακτρα, αμοιβή
feet = πόδια
feign = προσποιούμαι, επιτηδεύομαι
feigned = προσποιητός
feigning = προποίηση
feint = προσποίηση
felicity = ευδαιμονία
feline = αιλουροειδής
fell = έπεσα, κόβω
fellow = συνάδελφος, τύπος, άντρας
fellow campaigner = συναγωνιστής
fellow citizen = συμπολίτης
fellow diner = συνδαιτυμών
fellow student = συμφοιτητής
felt = αισθανόμουν, τσόχα, ένιωθα
felt tip pen = μαρκαδόρος
female = θηλυκός
female neighbour = γειτόνισσα
feminist = φεμινίστρια
femur = μηρός
fence = κλεπταποδόχος, φράχτης, κάνω κλεπταποδοχή
fencing = κλεπταποδοχή, ξιφασκία
fend for = υπερασπίζω, φροντίζω
fend for oneself = αυτοσυντηρούμαι, συντηρώ
fend off = αποκρούω
fennel = μάραθο, μάραθο
fenugreek = τριγωνέλλα
ferment = βράζω, προκαλώ ζύμωση
fern = φτέρη
ferocious = θηριώδης, άγριος
ferociously = άγρια
ferret = νυφίτσα
ferruginous duck = βαλτόπαπια
ferry = φεριμπότ
fertile = γόνιμος, εύγονος
fertilisation = γονιμοποίηση
fertilise = γονιμοποιώ, λιπαίνω
fertiliser = λίπασμα
fertilisers = λιπάσματα
fertility = γονιμότητα, ευγονία, ευφορία
fertilizer = λιπασμα, λίπασμα
fervour = λαύρα
festering = που διαπυεί, που σιγοβράζει, που υποβόσκει
festina lente = σπεύσε βραδέως
festival = εορτή, πανήγυρη
fetch = πηγαίνω και φέρνω
fetters = δεσμά
fetus = έμβρυο
feud = τιμάριο
fever = θέρμη, πυρετός
feverish = πυρετώδης
few = λίγοι, λίγες, λίγα, λιγοστός
fewer = λιγότεροι, λιγότεροι, λιγότερες, λιγότερα
fiancι = αρραβωνιαστικός
fiancee = αρραβωνιαστικιά
fiasco = φιάσκο
fibre = ίνα
fibre optic cable = καλώδιο από οπτικές ίνες
fickle = ευμετάβλητος, αλλοπρόσαλλος, ασταθής
fickleness = ευμεταβλησία, αστάτια, αλλοπροσαλλισμός
fiction = έργο φαντασίας, φαντασία
fiction of one's imagination = πλάσμα της φαντασίας
fiddler = βιολιστής
fiddlesticks = κουραφέξαλα
fidelity = πιστότητα
fidget = κινούμαι συνεχώς νευρικά
fief = τιμάριο
field = χωράφι, πεδίο, τομέας
field a team = κατεβάζω μία ομάδα
field hockey = χόκεϊ
field of vision = οπτικό πεδίο
fierce = μανιασμένος, άγριος
fiery = παθιασμένος, φλογερός
fiesta = φιέστα
fifteen = δεκαπέντε
fifth = πέμπτος
fifth rate = πέμπτης κατηγορίας
fiftieth = πεντηκοστός
fifty = πενήντα
fig = σύκα
fight = καταπολεμώ, μάχη, μάχομαι, πολεμώ με, συμπλέκομαι
fight against = πολεμώ εναντίον, μάχομαι κατά
fight against / with = καταπολεμώ / πολεμώ με
fight for = μάχομαι για
fight with = πολεμώ με
fighter = καταδιωκτικό αεροπλάνο
fighter plane = μαχητικό αεροπλάνο
fighting against = καταπολέμηση
figurative = παραστατικός
figure = πρόσωπο, αριθμός, σιλουέτα
figure out = βρίσκω την λύση
figurehead = σύμβολο
filament = νημάτιο
filch = κλέβω, ξαφρίζω
file = πίφερο, τοποθετώ σε φάκελο, λιμάρω, υποβάλλω, λίμα
file down = λιμάρω
files = φάκελοι, αρχεία, φάκελοι
filings = ρινίσματα
fill = γεμίζω
fill in = συμπληρώνω
fill in a form = συμπληρώνω ένα δελτίο
fill in the blanks = συμπληρώνω τα κενά
fill it up = γεμισέ το
fill out = συμπληρώνω
fill to bursting = παραγεμίζω
fill up = γεμίζω
fill with = γεμίζω
filling = σφράγισμα, χορταστικός, γέμισμα
film = έργο, φιλμ, γυρίζω ταινία, ταινία
film star = αστέρι του σινεμά
filming = γύρισμα ταινίας
filt = βόρβορος
filter = διϋλίζω, φίλτρο, κρησαρίζω, διηθώ, φιλτράρω
filth = μουρνταριά
filthy = ακάθαρτος, βρώμικος
filtration = διήθηση
fin = πτερύγιο
final = τελικός
final encounter = τελική αναμέτρηση
finale = φινάλε
finalise = οριστικοποιώ
finalist = φιναλίστ
finally = τελικά
finance = χρηματοδοτώ
financial = οικονομικός
financial advisor = οικονομικός σύμβουλος
financial aid = οικονομική βοήθεια
find = βρίσκω, εύρημα, ανεύρεση
find a solution = βρίσκω λύση
find again = ξαναβρίσκω
find guilty = βρίσκω ένοχο
find innocent = βρίσκω αθώο
find oneself = βρίσκομαι
find out = βρίσκω, ανακαλύπτω
finding = εύρημα
fine = πρόστιμο, αίθριος, ψιλή, φίνος, ωραίος
fine-featured = καλοσχηματισμένος
Fine Arts = καλές τέχνες
fine grained = λεπτόκοκκος
finely-tuned = πολύ καλά συντονισμένος
finesse = φινέτσα
finest = ωραιότατος
finger = δάκτυλο
fingernail = νύχη
fining = κολλάρισμα
finish = περατώνω, τέλος, τελειώνω, τερματισμός
finish eating = αποτρώγω
finish line = νήμα τερματισμού
finish one's studies = αποπερατώνω τις σπουδές
finite = περιορισμένος, πεπερασμένος
fink = καταδότης
Finland = Φινλανδία
Finnish = Φινλανδός
fir = έλατο
fir-clad = καλυμμένος με έλατα
fire = πυρκαγιά, απολύω, πυροβολώ, φωτιά
fire brigade = πυροσβεστική υπηρεσία
fire cracker = κροτίδα
fire eater = ζογκλέρ που καταπίωει φωτιές
fire engine = μηχανή της Πυροσβεστικής
fire ship = μπουρλότο
fire the imagination of = ξυπνώ την φαντασία
firearm = πυροβόλο όπλο
fireman = πυροσβέστης
fireplace = τζάκι
firepower = μέγεθος της οπλοστασίας
fireside = παραγώνι
firework = πυροτέχνημα
fireworks = πυροτεχνήματα
firing = εκπυρσοκρότηση
firing pin = επικρουστήρας
firing squad = εκτελεστικό απόσπασμα
firm = εδραίος, εταιρία, σταθερός
firmly = σφικτά, σταθερά, ακράδαντα
first = πρώτος
first-hand = από πρώτο χέρι
first aid = πρώτες βοήθειες
first of all = πρώτα απ'όλα
first prize = αριστείο
first taste = πρώτη γεύση
firth = θαλασσοβραχιόνας
fish = ψάρι
fish farm = ιχθυοτροφείο
fisherman = ψαράς
fishing = ψάρεμα, αλιεία, αλιευτικός
fishing boat = ψαρόβαρκα
fishmonger = ιχθυοπώλης
fission track dating = χρονολόγηση με ίχνη σχάσεως
fist = γροθιά, πυγμή
fit = αρμόζων, εξοπλίζω, μου κάνει, ταιριάζω σε μέγεθος
fit for = κατάλληλος για
fit in = χωρώ, ταιριάζω
fit into = χωρώ σε
fitness = καταλληλότητα, ικανότητα
fitted = εντοιχισμένος, εφαρμοστός
fitting = πρόσφορος
fittings = διάφορα εξαρτήματα
five = πέντε
five games in succession = πέντε αγώνες διαδοχικά
five year period = πενταετία
fix = φτιάχνω
fix someone in one's gaze = καρφώνω τα μάτια μου σε
fixed income = σταθερός πρόσοδος
fixed point of reference = σταθερό σημείο αναφοράς
fixing = στερέωση
fixture = συνάντηση, προσάρτημα αυτοκινήτου
fizzy drinks = αεριούχα ποτά
flabbergasted = εμβρόντητος
flabby = πλαδαρός
flaccid = χαύνος
flag = λάβαρο, σημαία, μπαϊράκι
flageliform = μαστιγόφορος
flagship = ναυαρχίδα
flak = αντιαεροπορικό πυροβολικό
flake = νιφάδα
flake out = λιποθυμώ
flame = φλόγa
flame resistant = ανθεκτικός στις φλόγες
flame thrower = φλογοβόλο
flamingo = φλαμίνγκο
flammable = εύφλεκτος
flank = λαγόνα, πλευρό, πλαγιά
flap = φτεροκοπώ, πτερύργια, φτερουργίζω
flare up = φουντώνω
flash = αναλαμπή, φλας
flash distillation = απόσταξη μίας βαθμίδας
flash evaporation = εξάτμιση μίας βαθμίδας
flash flood = ξαφνικός χείμαρρος
flash in the pan = τζίφος, σαπουνόφουσκα
flash of anger = ξέσπασμα θυμού
flash of lightning = αστραπή
flashback = αναδρομή στο παρελθόν, αναδρομή
flashing = που αναβοσβήνει
flashing blue light = μπλε φως πού αναβοσβήνει
flashy = λουσάτος
flask = φιάλι, παγούρι, φλάσκα
flat = διαμέρισμα, επίπεδος
flat tyre = τρυπημένηο λάστιχο
flatbread = λαγάνα
flatfish = πλατύψαρα
flatmate = συγκάτοικος
flatten = ισιώνω, ισοπεδώνω
flatter = κολακεύω
flattering = κολακευτικός
flattery = γαλιφιά
flatulence = φούσκωμα
flaunt = κομπάζω, κομπορημονώ
flavour = καρυκεύω, γεύση
flaw = ατέλεια, ψεγάδι
flawed = με ψεγάδι
flawless = άψογος
flax = λινό, λινάρι
flaying = εκδορά
flea = ψυλλος
flea market = γιουσουρούμ
fled = φευγάτος
fledgling = ξεπεταρούδι, ανώριμος
fleece = έριον
fleet = νηοπομπή, στόλος
flesh = σάρκα
fleshy = σαρκώδης
flex = λυγίζω, κάμπτω
flexibility = ευλυγισία, ευκαμψία
flexible = εύκαμπτος, ευλύγιστος
flick = αγγίζω ανάλαφρα, τινάζω ελαφρά
flick knife = σουγιάς με ελατήριο
flicker = τρεμοπαίζω, τρέμω
flickering = που τρεμοπαίζει, τρεμάμενος, που τρεμοσβήνει
flight = πτήση, φυγή
flight attendant = αεροσυνοδός
flight cancellation = ακύρωση πτήσης
flimsy = φτωχός, εύθραστος, λεπτός
flinch = τραβιέμαι από τον πόνο, υποχωρώ
fling = πετώ κάτι με ορμή, εξακοντίζω, πετώ
fling open = ανοίγω ορθάνοιχτα
flip-flop = σαγιονάρα
flip a coin = παίζω κορόνα γράμματα
flip flops = σαγιονέρες
flipper = πτερύγιο
flirt with = φλερτάρω
flirtatious = φιλάρεσκος
flit = πετώ ανάλαφρα
float = φελλός, αποκριάτικο άρμα, επιπλέω
floating = επίπλευση, πλωτός
floating hose = εύκαμπτος επιπλέων σωλήνας
flocculation = κροκίδωση
flock = συρρέω, κοπάδι, αγέλη
flock into = συρρέω
flog = μαστιγώνω
flog a dead horse = ματιοπονώ
flood = πλημμύρες, κατακλύζω, πλημμυρίζω
flooding = πλημμύρισμα, πλημμύρες, εκχείληση
floor = πάτωμα, όροφος
floor show = σόου
floorboard = σανίδα πατώματος
flop = φέσι, φέσι, μεγάλη αποτυχία, χτυπιέμαι, τινάζομαι
floppy = πλαδαρός
floppy disc = δισκέτα
floppy disk = δισκέτα
flora = χλωρίδα
flora and fauna = χλωρίδα και πανίδα
floral = λουλουδάτος, λουλουδένιος
floral display = ανθοκομικός
florescence = άνθισμα
florist = ανθοπώλης
flounder = παραπαίω, παραδέρνω
flour = αλεύρι
flourish = κραδαίνω, ανθίζω, ακμάζω, ανθώ, ευημερώ
flourishing = που ανθεί
flow = ροή, ρέω
flow diagram = διάγραμμα ροής
flowchart = διάγραμμα ροής
flower = λουλούδι
flower-bed = παρτέρι
flowery = λουλουδένιος, εξεζητημένος
flowing = ριχτός
flu = γρίπη
fluctuate = κυμαίνομαι, αυξομειώνω, ταλαντεύομαι
fluctuation = διακύμανση
fluency = ευφράδεια
fluent = άπταιστος
fluently = άπταιστα
fluffy = αφράτος
fluid = υγρό
fluidity = ρευστότητα
fluorescence = φθορισμός
fluoride = φθόριο
flurry = αναταραχή, ξέσπασμα
flush = κοκκινίζω, τραβώ το καζανάκι
flushed = ξαναμμένος
flute = φλάουτα, αυλός
fluted = ραβδωτός
flutist = αυλητής
flutter = πτερυγίζω
fly = πετώ, μύγα
fly-by = πέρασμα
fly in the face of = αψηφώ, παραβαίνω
fly off the handle = γίνομαι Τούρκος
flying = ιπτάμενος
flying saucer = ιπτάμενος δίσκος
flyover = εναέρια γέφυρα
foal = πουλάρι
foam = αφρίζω, αφρός
foaming = άφρισμα
focus = συγκεντρώνω, εστία, εστιάζω
focus on = συγκεντρώνω
foe = εχθρός
foetus = έμβρυο
fog = ομίχλη
foggy = ομιχλώδης
foil = ματαιώνω, αποτρέπω
fold = πτυχή, διπλώνω
fold one's arms = σταυρώνω τα χέρια
foliage = φύλλωμα
folk tales = λαογραφία
folklore = λαογραφική παράδοση
follow = ακολουθώ
follow advice = ακολουθώ τη συμβουλή
follow suit = μιμούμαι, κάνω το ίδιο
following = παρακολούθηση, ακολουθία, οπαδοί, παρακολούΘηση
following requirements = ακόλουθες προϋποθέσεις
foment = υποκινώ
fond = τρυφερός, στοργικός
fond of = μου αρέσει
font = γραμματοσειρά, κολυμβήθρα
food = φαϊ, τροφή, φαγητό
food chain = τροφική αλυσίδα
food web = τροφική αλυσίδα
fool = βλάκας, χαζός, βλάχος, κοροϊδεύω
foolhardy = απερίσκεπτος, παράτολμος
foolish = χαζός, κουτός, βλαμμένος
fooolishness = ανοησία
foot = πρόποδες, πόδι
foot the bill = πληρώνω το λογαριασμό
football = ποδόσφαιρο
football boot = ποδοσφαιρικό παπούτσι
football boots = ποδοσφαιρικά παπούτσια
football club = ποδοσφαιρικός όμιλος
football shirt = φανέλλα ποδοσφαιρική
footballer = ποδοσφαιριστής
footlight = φωτά ράμπας
footnote = υποσημείωση
footprint = πατημασιά
footrest = υποπόδιο
footwear = υποδήματα, παπούτσια
fop = δανδής
foppish = λουσάτος
for = εφ'όσον, για
for a laugh = γιά πλάκα, γιά να σπάσω πλάκα
for a visit = για μια επίσκεψη
for a walk = για βόλτα
for a while = γιά λίγο
for ages = καιρούς και ζαμάνια, χρόνια και ζαμάνια
for all I know = απ΄ ό τι ξέρω
for and against = υπέρ και κατά
for certain = σίγουρα
for dinner = για το βραδινό
for ever = για πάντα
for fear of = από φόβο
for good = για πάντα
for good or ill = είτε σας αρέσει είτε όχι
for instance = λόγου χάρη
for life = για πάντα, εφ' όρου ζωής, ισόβια
for my part = από την πλευρά μου
for my sake = για χάρη μου
for once = μία φορά
for sale = πωλείται
for sevices rendered = διά παρασχεθείσας υπηρεσίας
for short = γιά συντομία
for ten minutes = επί δέκα λεπτά
for that reason = διά τούτο
for the last two years = τα τελευταία δύο χρόνια
for the life of her = με τίποτα
for the momen = προς το παρόν
for the most part = εν γένει, κυρίως
for the sake of = γιά χάρη του
for the time being = προς το παρόν
foramen = τρήμα
foray = επιδρομή
forbearance = μακροθυμία, αποχή
forbearing = μακρόθυμος
forbid = απαγορεύω
forbidden = απαγορευμένος
force = βία, εξαναγκάζω, δύναμη
force feed = εξαναγκάζω κάποιον να τρώει
force into = εξαναγκάζω
force majeure = ανώτερα βία
forced labour = αναγκαστική εργασία
forceful = ισχυρός
fordable = ευδιάβατος
fore leg = μπροστινό πόδι, μπροστινό πόδι
forecast = προβλέπω, πρόγνωση
forecaster = μετεωρολόγος
foregone = προκαθορισμένος, προβλέψιμος
foregone conclusion = προεξοφλημένο αποτέλεσμα
foreground = πρώτο πλάνο
forehead = κούτελο, μέτωπο, μέτωπος
foreign = εξωτερικός, ξένος
foreign currency = συνάλλαγμα
foreign policy = εξωτερική πολιτική
foreign shores = ξένες χώρες
foreigner = αλλοδαπός, ξένος
foreman = εργοδηγός
foreman of the jury = προϊστάμενος ενόρκων
foremost = πρώτος
forename = μικρό όνομα
forensic = δικανικός
forensic medicine = ιατροδικαστική
foreseeable = προβλέψιμος
foresight = προνοητικότητα
forest = δάσος
forest fire = φωτιά σε δάσος
forester = δασοφύλακας
forestry = δασολογία, δασοκομία
foretell = προλέγω, προβλέπω
forfeit = τίμημα, στερούμαι, πρόστιμο
forge = καμίνος σιδηρουργού
forged = πλαστός, κίβδηλος, χαλκευμένος
forgery = πλαστογραφία
forget = ξεχνώ
forget about = ξεχνώ για
forget completely = απολησμονώ
forgetful = ξεχασιάρης
forging = παραχάραξη
forgive = συγχωρώ
forgiven = συγχωρημένος
forgiveness = αυγχώρεση
forgotten = ξεχασμένος
fork = πηρούνι
fork out = ξηλώνομαι
form = δελτίο, μορφή
form the basis of = αποτελούμαι την βάση
formal = επίσημος
formality = τυπικότητα
format = τρόπος αποθήκευσης δεδομένων, μέγεθος σελίδας
formation = σχηματισμός
former = πρώην
formerly = άλλοτε
formidably = τρομερά
formula = τύπος
formulate = διατυπώνω
formulation = διατύπωση
fort = φρούριο
forthcoming = προσεχής
forthright = ευθύς, ειλικρινής
fortieth = τεσσαρακοστός
fortification = οχύρωση
fortified = ενισχυμένος
fortified wine = ενισχυμένο κρασί
fortify = καρδαμώνω, οχυρώνω. ενισχύω, ενδυναμώνω
fortitude = ηθική σθένος, αντοχή
fortnight = δεκαπενθήμερον, δύο εβδομάδες
fortress = οχυρό, φρούριο
fortunate = τυχερός, καλότυχος
fortunately = ευτυχώς
fortune = ευτυχία
fortune hunter = προικοθήρας
fortune teller = μελλοντολόγος
fortunes = τύχη
forty = σαράντα
forward = μπροστινός, μπρος, εμπρός
forwards = μπροστά, προς τα μπρος
fosse = τάφρος
fossil = απολίθωμα
fossilised = απολιθωμένος
fossilize = απολιθώνω, απολιθώνομαι
foster = θετός, ανατρέφω, υιοθετώ, υιοθετώ, ευνοώ
foster child = θετό παιδί
foster parent = θετός γονέας
foul = φάουλ, βρόμικος, ανέντιμος, απαίσιος, αηδιαστικός
foul-mouthed = βωμόλοχος, βρομόγλωσσος
foulmouth = βρωμόστομος
found = ιδρύω, βρήκα
foundation = βάθρο, ίδρυση, θεμέλιο, ίδρυμα
founder = ναυαγώ, φουντάρω, ιδρυτής
foundling = έκθετος, έκθετο παιδί
foundry = χυτήριο
fount = πηγή
fountain = συντριβάνι, πηγή, βρύση
fountain pen = στυλογράφος, στυλό, πένα
fountainhead = κεφαλάρι
four = τέσσερις, τέσσερα
four door = τετράπορτος
four wheel drive = τετρακίνητος
fourfold = τετραπλός
foursome = γιά τέσσερα άτομα
foursquare = ακαταμάχητος, τετραγωνικός
fourteen = δεκατέσσερα
fourteenth = δέκατος τέταρτος
fourth = τέταρτος
fovea = βόθριο
fovea centralis = κεντρικό βόρθιο
fowl = πουλερικά, πτηνό
fox = αλεπού
foxglove = δακτυλίτις η ερυθρά
foxhole = χαράκωμα
foxhound = κυνηγετικός σκύλος
foxrot = φόξτροτ, είδος χωρού
foxy = σέξι
foyer = φουαγιέ, προθάλαμος
fraction = κλάσμα
fractional = κλασματικός
fractional distillation = κλασματική απόσταξη
fractionate = κλασματοποιώ
fractious = στριμμένος, δύστροπος
fracture = θλάση, σπάσιμο, διχοτομία, κάταγμα, σπάζω
fractured = σπασμένος
fragile = εύθραστος, εύθραυστος
fragment = απόσπασμα, κομματάκι, θραύσμα
fragmentary = θραυσματικός, αποσπασματικός
fragmentation = κατακερματισμός
fragrance = ευωδιά, άρωμα
fragrant = ευώδης
frail = αδύναμος, εύθραστος
frailty = αδυναμία
frame = πλαισιώνω, σώμα, πλαίσιο, σκελετός, κορμί, σκελετό
frame (of a door) = κούφωμα
frame of reference = πλαίσιο αναφοράς
framework = σκελετός, δομή
framing = πλαισίωση, διάρθρωση
franc = γαλλικό φράγκο
France = Γαλλία
franchise = πολιτικά δικαιώματα, προνόμιο, δικαίωμα ψήφου
frangipani = τούρτα με αμύγδαλα
frank = ειληκρινής
frankfurter = είδος λουκάνικο
frankincense = μοσχολίβανο
frantic = μανιώδης, φρενιτιώδης
fraternal = αδερφικός
fraternity = αδερφότητα
fraternize = αδελφοποιώ, εξομοιώνομαι
fraud = απάτη, δόλος
fraudulent = απατηλός
fraught = γεμάτος με, κατάφορτος, αγχωμένος
fraught with = είμαι κατάφορτος με, είμαι γεμάτος με
fray = ξεφτίζω, συμπλοκή
freak = αφύσικο, φρικιό
freakish = ιδιότροπος, εκκεντρικός
freckle = φακίδα
freckles = φακίδες
free = τσάμπα, ελέυθερος, αυτεξούσιος, δωρεάν
free of charge = δωρεάν
free on board (FOB) = ελεύθερο επί του πλοίου
freeboot = λεηλατώ
freebooty = λάφυρα
freedman = απελευθερωμένος δούλος
freedmen = απελευθερωμένοι δούλοι
freedom = ελευθερία
freedom of expression = ελευθερία έκφρασης
freedom of speech = ελευθερία λόγου
freehand = με το χέρι
freehand drawing = ελεύθερο σχέδιο
freehold = με πλήρη κυριότητα
freeing = απελευθέρωση
freelance = αδέσμευτος, ανεξάρτητος
freeload = ζω με την τράκα
freely = απεριόριστα, ελεύθερα
freeman = ελεύθερος
freemason = τέκτονας
freemen = ελεύθεροι
freer = απελευθερωτής
freestone = πέτρα που λαξεύεται εύκολα
freeway = εθνική οδός
freewheel = ζω μία ελεύθερη ζωή, ρολάρω
freeze = καταψύχω, κρουσταλλιάζω, παγώνω
freezer = καταψύκτης
freezing = ψύξη, παγερός
freight = φορτίο
French = Γαλλικά
French fries = τηγανιτές πατάτες
Frenchman = Γάλλος
frenetic = φρενιτικός
frenzied = έξαλλος, ξέφρενος
frenziedly = μανιακά
frenzy = παραλήρημα, παραφροσύνη, φρενίτιδα, ταραχή
freon = φρεόν, αέριο φρήον
frequency = συχνότητα
frequent = συχνός, συχνάζω
frequently = συχνά
fresco = τοιχογραφία
frescoes = τοιχογραφίες
fresh = ζωντανός, φρέσκος, δροσερός, νωπός
fresh air = καθαρός αέρας
fresh water = του γλυκού νερού
freshen = ανανεώνω, φρεσκάρω
freshly = πρόσφατα
freshman = πρωτοετής φοιτητής
freshness = φρεσκάδα
freshwater = γλυκό νερό
fret = ταράσσομαι, μελαγχολώ
friable = εύθρυπτος
friar = καλόγηρος
friction = τριβή, προστριβή
frictional = της τριβής
Friday = Παρασκευή
fridge = ψυγείο
fried = τηγανιτός
friend = φίλος, φίλη, φίλοι
friendly = φιλικός
Friendly Society = αλληλοβοηθητική εταιρία
friendship = φιλία
frieze = διάζωμα, ζωφόρος
frigate = φρεγάτα
fright = φόβος, τρόμος
frighten = φοβίζω, τρομάζω
frighten away = εκδιώκω, τρομοκρατώ και τρέπω σε φυγή
frighten off = τρομοκρατώ και τρέπω σε φυγή, εκδιώκω
frightened = τρομαγμένος
frightened by = φοβισμένος από
frightening = φοβιστικός
frightful = τρομερός, φοβερός
frigid = ψυχρός
frill = γαρνίρισμα, πιέτα, έξτρα
frilly = με πιέτες
fringe = το κρόσσι, φράντζα, κρόσσι, παρυφές
frisk = τσιλιμπουρδώ
frisky = παιχνιδιάρικος, παιχνιδιάρης
fritter = σπαταλώ, θρυμματίζω
fritter away = κατασπαταλώ
frivolity = επιπολαιότητα
frivolous = επιπολαίος, επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος
frizzle = καβουρντίζω, κατσ, ξεροτηγανίζω, σγουραίνω
frizzy = κατσαρός
frock = φουστάνι, φόρεμα
frog = βάτραχος
frolic = τρέλες, ευθυμία, διασκέδαση
from = από
from a humble background = από φτωχή οικογένεια
from dawn till dusk = από το πρωί ως το βράδυ
from hand to mouth = χωρίς προγραμματισμό
from head to toe = πατόκορφα
from scratch = από την αρχή
from strength to strength = με διαρκώς αυξανόμενη επιτυχί
from the beginning = εξαρχής
from the outset = από την αρχή
from the word go = από την αρχή
from time immemorial = προ αμνημονεύτων χρόνων, προ αμνημονεύτων ετών
from time to time = πότε-πότε
from top to bottom = άρδην
frond = φύλλο
front = πρώτη γραμμή, μροστινός, πρόσοψη, μέτωπο
front door = μπροστινή πόρτα
front of the stage = προσκήνιο
frontage = πρόσοψη
frontal = μετωπιός
frontal attack = επίθεση κατά μέτωπο
frontier = παραμεθόριος, σύνορο
frontiersman = κάτοικος παραμεθόριου
frontiersmen = κάτοικοι παραμεθόριου
frost = παγωνιά, πάχνη, παχνιάζομαι, παγετός
frostbite = παγοπληξία, κρυοπάγημα
frostbitten = που έπαθε κρυοπαγήματα
frosted glass = θαμπό τζάμι
frosty = ψυχρός, παγερός
froth = αφρός, αφρίζω
frothing = άφρισμα
frothy = αφρώδης
frown = σκυθρωπιάζω, συνοφρυώνομαι
frowzy = απεριποίητος
froze = πάγωσε
frozen = παγωμένος, καταψυγμένος
frozen food = καταψυγμένο φαγητό
fructify = γονιμοποιώ, καρποφορώ
fructose = φρουκτόζη
frugal = λιτός
frugality = λιτότητα
fruit = φρούτο, καρπός
fruitful = καρποφόρος, εύκαρπος, παραγωγικός, γόνιμος
fruition = πραγματοποίηση
fruitless = άκαρπος, άγονος
fruity taste = με γεύση φρούτου
frustrate = ανατρέπω, απογοητεύω
frustrating = που φέρνει την απογοήτευση
frustration = διάψευση, απογοήτευση
frustum = κόλουρος κώνος
fry = μαρίδα, καβουρντίζω, τηγανίζω
frying pan = τηγάνι
fuck = γαμώ, γαμήσι
fuck off = στο διάολο, άντε γαμήσου
fuctioning = που λειτουργεί
fudge = υπεκφεύγω, αερολογώ, κουραφέξαλα
fuel = καύσιμο, καύσιμα, τροφοδοτώ
fuel cell = στοιχείο καυσίμου
fugitive = φυγάς, φυγόδικος
fugue = φούγκα
fulcrum = υπομόχλιο
fulfil = πραγματοποιώ, εκπληρώνω, πληρώ
fulfil one's potential = αξιοποιώ τις δυνατότητές μου
fulfill = ικανοποιώ, εκπληρώνω
fulfill an obligation = εκπληρώνω μία υποχρέωση
full = μεστός, γεμάτος, ολικός, πλήρης
full board = δωμάτιο και πλήρους διατροφής
full duplex = αμφίδρομος
full house = πιένες (θέατρο)
full lips = σαρκώδη χείλη
full moon = πανσέληνος
full of inhibitions = γεμάτος από αναστολές
full of oneself = αυτάρεσκος
full of verve = γεμάτος σφρίγος
full time = λήξη του αγώνα, πλήρης κύρια απασχόληση
full time care = πλήρης μέριμνα
full to overfilling = κάργα
full to overflowing = καταμεστός
fullback = αμυντικός
fuller = στεγανωτής, λευκαντής, γναφιάς
fuller's earth = διηθητική γη
fully = πλήρως
fully equipped = πλήρως εξοπλισμένος
fulmar = θυελλοπούλι
fulminate = δριμύτατα, επικρίνω
fulsome = κακόγουστος
fumble = πασπατεύω, δεν πιάνω
fume = είμαι έξω φρενών, καπνός, καυσαέριο
fumes = αναθυμιάσεις, καπνοί
fumigate = απολυμαίνω
fun = πλάκα, κέφι, διασκέδαση
fun-loving = γλεντζής
function = δεξίωση, λειτουργία, λειτουργώ
functional = λειτουργικός
functionary = δημόσιος λειτουργός
fund = απόθεμα, κονδύλι
fundamental = ουσιώδης, θεμελιώδης
fundamentally = ουσιαστικά
funding = χρηματοδότηση
funeral = κηδεία
funerary = επικήδειος
funereal = πένθιμος, νεκρικός
funfair = λούνα παρκ
fungal = μυκητώδης
fungi = μύκητες
fungible = φθαρτός
fungicide = μυκητοκτόνο
fungoid = μυκητοειδής
fungus = μύκης
funk = φόβος, δειλός
funky = ρυθμικός
funnel = χωνί, φουγάρο
funny = αστείος, περίεργος, κωμικός
fur = γουνάκι, γούνα, τρίχωμα
fur coat = γούνα, γούνινο παλτό
fur lined = με φόδρα γούνα
furbish = λουστράρω, καθαρίζω
Furies = Ερινύες
furious = οργισμένος, μαινόμενος
furious about = οργισμένος για
furious with = οργισμένος με
furiously = ασυγκράτητα, άγρια
furl = τύλιγμα, μάζεμα, τυλίγω, μαζεύω
furlong = αγγλικό στάδιο
furlough = άδεια
furnace = φούρνος, κλίβανος
furnish = επιπλώνω, προμηθεύω
furnished flat = επιπλωμένο διαμέρισμα
furnishing = επίπλωση
furniture = έπιπλα
furrier = γουναράς
furring = μάλλιασμα
furrow = χαντάκι, αυλάκι
furry = γούνινος
further = παραπέρα, περαιτέρος, περαιτέρω, μακρύτερος
further inspections = περισσότεροι έλεγχοι
furtherance = προώθηση
furthermore = επιπλέον
furthermost = απώτατος
furthest = μακρύτατα
furtive = ύπουλος, κλεφτός, κρυφός
fury = μανία, λύσσα, οργή
fuse = φιτίλι, φυτίλι
fuselage = άτρακτος
fusion = σύντηξη
fuss = ταραχή, φασαρία, αναστάτωση
fuss about = κάνω φασαρίες γιαogamble on
fussy = μικροπρεπής
future = μελλοντικός
future arrangement = μεελοντικό σχέδιο
future perfect tense = συντελεσμένος μέλλοντας
futurist = φουτουριστής
fuzzy = χνουδάτος
fuzzy logic = ασαφής λογική
fuzzy theory = θεωρία της ασάφειας