English (Ee) to Greek

e-mail = ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
each = κάθε, ο καθένας
each other = ο ένας τον άλλο
eager = πρόθυμος
eager to = πρόθυμος να
eagerly = με ενθουσιασμό
eagerness = προθυμία
eagle = αετός
ear = αυτί
ear lobe = λοβός αυτιού
eardrum = τύμπανο
early = πρώιμος, νωρίς
early elections = πρόωρες εκλογές
early retirement = πρώιμη συνταξιοδότηση
earn = κερδίζω
earn interest = κερδίζω τόκο
earn one's living = κερδίζω τα προς το ζην, κερδίζω το ψωμί μου
earnings = αποδοχές, απολαβές
earphones = ακουστικά
earring = σκουλαρίκι
earth = γη, χώμα
earthly = γήινος
earthquake = σεισμός
earwig = ωτοσκώληκας
ease = καταπραΰνω, άνεση
easel = καβαλέτο ζωγράφου
easily = εύκολα
easily flustered = που εκνευρίζεται εύκολα
East = Ανατολή
east = ανατολή
east-bound = κατευθυνόμενος ανατολικά
eastbound = με ανατολική κατεύθυνση
Easter = Πάσχα
eastern = ανατολικός
easy = άνετος, εύκολος
easy-going = ανέμελος
easy going = ξέγνοιαστος, ήρεμος
eat = τρώω
eat a bellyful = τρώω το περίδρομο
eat like a pig = τρώω άπληστα
eat one's heart out = σαρακιάζω
eat out = τρώω έξω
eaves = μαρκίζα
eavesdrop = ωτακουστώ, κρυφακούω
eavesdropper = ωτακουστής
ebb = άμπωτη, υποχωρώ, παύση
ebb tide = φυρονεριά, άμπωτη
ebony = εβένινος
eccentric = εκκεντρικός
ecclesiatical = εκκλησιαστικός
echelon = κλιμάκιο
echo = αντιλαλώ, αντηχώ, αντήχηση, μιμούμαι, ηχώ, μίμηση
eclectic = εκλεκτικός
ecliptic = εκλειπτική
eclpise = έκλειψη
ecological = οικολογικός
ecologically = οικολογικά
ecologist = οικολόγος
ecology = οικολογία
econimcally = οικονομικά
economic = οικονομικός
economic area = οικονομική περιφέρεια
economics = οικονομική, οικονομολογία
economise on = κάνω οικονομίες
economist = οικονομολόγος
ecosystem = οικοσύστημα
ecstatic = εκστατικός
eczema = έκζεμα
eddy = δίνη
edge = κοχή, χείλος, περιστόμιο, άκρη
edge of the road = άκρη του δρόμου
edge towards = προχωρώ δειλά-δειλά
edict = διάγγελμα
edifice = μεγαλοπρεπές κτίριο
edit = εκδίδω, επιμελούμαι
editing = μοντάζ
edition = τεύχος
editor = συντάκτης
editorial = κύριο άρθρο εφημερίδας
educate = μορφώνω, εκπαιδεύω
educated = μορφωμένος
education = μόρφωση
educational = εκπαιδευτικός
eel = χέλι
eel basket = κιούρτος
eel grass = τζίβα θαλάσσια
eerie = απόκοσμος, τρομοκρατικός
effect = επίδραση, αποτέλεσμα
effective = αποτελεσματικός
effectively = αποτελεσματικά
effectiveness = αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα
effects = επιπτώσεις
effeminate = θυληπρεπής, μαλθακός, μαλθακός
efficiency = αποτελεσματικότητα
efficient = αποτελεσματικός, αποδοτικός
efficiently = αποτελεσματικά
effort = προσπάθεια
effusion = διάχυση
effusive = διαχυτικός
egg = αυγό
egg-yolk = κρόκος
egg dealer = αυγουλάς
egg on = προτρέπω
eggcup = αυγουλιέρα, αυγοθήκη
eggplant = μελιτζάνα
eggshell = τσόφλι
eglantine = αγριοτριαντάφυλλο
Egyptian goose = αλοπόχηνα
Egyptian vulture = ασπροπάρης
eh! = ε!
eighth = όγδοος
eighties = δεκαετία του 80
either = είτε, ούτε, ή
either ..... or = ή .... ή
either of them = ή το ένα ή το άλλο
eject = εκτοξεύω, εκτινάσσω
ejector seat = κάθισμα εξωστήρας
elaborate = λεπτομερής, περίτεχνος, προσεγμένος
elated = συνερπασμένος
elbow = αγκώνας
elbow out of the way = παραγκωνίζω
elbow room = τράτο
elect = εκλέγω
election = αναγόρευση, εκλογές
electoral = εκλογικός
electorate = εκλογικό σώμα
electric = ηλεκτρικός
electric blanket = ηλεκτρική κουβέρτα
electric guitar = ηλεκτρική κιθάρα
electric shaver = ηλεκτρική ξυριστική μηχανή
electric shock = ηλεκτροπληξία
electrical = ηλεκτρικός
electrician = ηλεκτρολόγος
electrify = ηλεκτρίζω, ηλεκτροδοτώ
electrocardiogram = ηλεκτροκαρδιογράφημα
electroencephalogram = ηλεκτροεγκεφαλογράφημα
electron = ηλεκτρόνιο
electronegative = ηλεκτροαρνητικός
electronic = ηλεκτρονικός
electronic media = ηλεκτρονικά μέσα
electrophorus = ηλεκτροφόρο
electropositive = ηλεκτροθετικός
elegance = κομψότητα
elegant = εκλεπτυσμένος, κομψός
elegantly = κομψά
elegiac = ελεγειακός
elegy = ελεγεία
element = στοιχείο
elemental = των στοιχείων της φύσης
elementary = στοιχειώδης
Eleonora's falcon = μαυροπετρίτης
elephant = ελέφαντας
elephantine = ελεφάντινος
elevate = υψώνω, σηκώνω, ανυψώνω
elevated = μεταρσιωμένος, ανεβασμένος
elevation = ανάδειξη, ανύψωση, ύψωση
elevator = ασανσέρ
eleven = έντεκα
eleventh = ενδέκατος
elfin = ξωτικός
elicit = επιφέρω, βγάζω, αποσπώ
elide = εκθλίβω, αποβάλλω
eligible = κατάλληλος, εκλέξιμος, εκλόγιμος, άξιος
eliminate = αποκλείω, εξαλείφω
elimination = εξάλειψη
elision = έκθλιψη
elite = ελίτ, αφρόκρεμα
elitist = ελιτίστρια, ελιτιστής
elk = ταυρότραγος
ell = πήχυς
ellipsoid = ελλειψοειδής
elliptically = ελλειπτικά
elm = φτελιά
elonate = επιμηκύνω
elongation = επιμήκυνση
elope = κλέβω
eloquence = ευφράδεια
eloquent = εύγλωττος, ευφραδής
eloquently = με ευφράδεια
else = άλλος, αλλιώς
elsewhere = αλλού
eluate = διάλυμα
elucidate = διευκρινίζω, αποσαφηνίζω
elude = διαλανθάνω, διαφεύγω
elusive = ασύλληπτος, φευγαλέος
elute = εκπλύνω ουσία διαλύτη
elver = νεαρό χέλι
elves = ξωτικά
Elysian = ευδαιμονικός, Ηλύσιος
emaciated = κάτισχνος
emanate = εκπηγάζω, απορρέω
emanation = απορροία
emancipate = χειραφετώ, απελευθερώνω
emancipation = χειροφέτηση, χειραφέτηση
emasculate = εξασθενώ
embalm = ταριχεύω
embalm. soothe = βαλσαμώνω
embank = κρηπιδώνω
embankment = ανάχωμα
embargo = εμπάργκο, απαγόρευση
embark = επιβιβάζω, επιβιβάζομαι
embark on = επιχειρώ, αποτολμώ
embarkation = επιβίβαση
embarrass = φέρνω σε δύσκολη θέση
embarrassment = δύσκολη θέση, αμηχανία
embassy = πρεσβεία
embattle = οχυρώνω
embed = περιζώνω, μπήγω, ενσωματώνω
embedded = ενσωματωμένος
embedding = ενσωμάτωση
embellish = καλλωπίζω, λουσάρω, εξωραϊζω
embellishment = στολισμός
ember = χόβολη
embezzle = υπεξαίρω, σφετερίζομαι, υπεξαιρώ, καταχρώμαι
embezzlement = κατάχρηση
embezzler = καταχρηστής
embitter = πικραίνω
embody = εκφράζω, συσσωματώνω, ενσαρκώνω, ενσωματώνω
emboss = αποτυπώνω με ανάγλυφο
embrace = αγκάλιασμα, αγκαλιάζω
embroider = κεντώ
embroidered = με κέντημα
embroidery = κέντημα
embroil = μπλέκω, περιπλέκω
embryo = έμβρυο
emerald = σμαραγδένιος, σμαράγδι
emerge = αναδύομαι
emergency = έκτακτη ανάγκη, επειγούσα ανάγκη
emergency exit = έξοδος κινδύνου
emerging = που αναδύεται, ανερχόμενος
emery cloth = σμυριδόπανο
emigrate = αποδημώ, αποικώ
emigrate from = μεταναστεύω
emigration = μετανάστευση, αποδημία
emission = έκλυση, εκπομπή
emit = εκπέμπω, αναδίνω
emoluments = απολαβές
emotion = συναίσθημα
emotional = συναισθηματικός
emotionally = συναισθηματικά
emotive = που προκαλάει συγκίνηση
emperor = αυτοκράτορας
emphasis = έμφαση
emphasis on = έμφαση σε
emphasise = κάνω έμφαση
emphasising = που τονίζει
emphatic = εμφατικός
emphatically = εμφατικά
empire = αυτοκρατορία
employ = εργοδοτώ, χρησιμοποιώ
employer = εργοδότης
employment = εργασία
empower = εξουσιοδοτώ
empress = αυτοκράτορα
empty = άδειος
empty-headed = φυρόμυαλος
EMU = ΟΝΕ
emulate = παραβγαίνω, μιμούμαι
emulsion = κολλοειδής διάλυση, γαλάκτωμα
en passant = παρεμπιπτώντως
en suite = ενιαίο συγκρότημα
en ville = ενταύθα
enable = επιτρέπω, δίνω την δυνατότητα, καθιστώ ικανό
enabling = που δίνει την δυνατότητα
enact = θεσπίζω
enact laws = θεσμοθετώ, θεσπίζω
enacted = θεσπισμένος
enactment = θέσπισμα, θεσμοθέτηση
enamel = εμαγιέ, σμάλτο, αδαμαντίνη
enbarrassing = που σε φέρει σε αμηχανία
encampment = καταυλισμός
encapsulate = εγκλείω
enchant = σαγηνεύω
enchanting = μαγευτικός, σαγηνευτικός
enclose = εσωκλείω, περικλείω
enclosed = εσώκλειστος
enclosure = περίφραγμα, εσώκλειστο, μάντρα, περίφραξη, σταλός
encounter = συνάντηση, συναντώ
encourage = ενθαρρύνω
encouraged = ενθαρρύμενος, εμψυχωμένος
encouragement = ενθάρρυνση
encouraging = ενθάρρυνση, ενθαρρυντικός
encroachment = παρέμβαση
end = τέλος, τελειώνω
end in = λήγω σε
end justifies the means = ο σκοπός αγιάζει τα μέσα
end up = καταλήγω
endanger = θέτω σε κίνδυνο
endangered = απειλούμενος
endeavour = προσπαθώ, πασχίζω
endemic = ενδημικός
endgame = τελιή φάση
ending = κατάληξη
endive = αντίδι
endocrine system = ενδοκρινές σύστημα
endorse = οπισθογραφώ, επιδοκιμάζω
endorsement = επιδοκιμασία, οπισθογράφηση
endorsements = κυρώσεις
endow = προικίζω
endowed = προικισμένος
endowment = προικοδότηση, χάρισμα
endure = υπομένω, αντέχω, υπομένω
enduring = μόνιμος, σταθερός
enemy = εχθρός
enemy territory = εχθρικό έδαφος
eneral = στρατηγός, γενικός
energetic = δραστήριος, ενεργητικός
enervate = εξασθενίζω
enforce = επιβάλλω
enforced = υποχρεωτικός
enforcement = επιβολή, εφαρμογή
enforcement of the law = εφαρμογή του νόμου
engage first gear = βάζω πρώτη
engaged = αρραβωνιασμένος
engaged in = απασχολημένος με
engagement = αρραβώνες
engagement ring = βέρα
engine = μηχανή
engine driver = οδηγός τραίνου
engine room = μηχανοστάσιο
engineer = μηχανικός, μηχανεύομαι
England = Αγγλία
English = Αγγλικά, Άγγλος, Αγγλικός
engross = απασχολώ, απορροφώ
engrossed in = απορροφωμένος
engrossment = απορρόφηση, απασχόληση
engulf = τυλίγω, καταποντίζω
enhance = βελτιώνω
enhanced = ενισχυμένος, επαυξημένος, βελτιωμένος
enigmatic = αινιγματικός
enjoy = διασκεδάζω, χαίρω, απολαμβάνω, καρπώνομαι
enjoyable = διασκεδαστικός
enlarge = μεγεθύνω
enlarge a photo = μεγεθύνω μια φωτογραφία
enlarged = μεγεθυμένος
enlargement = μεγέθυνση
enlighten = διαφωτίζω
enlightened = δαιφωτισμένος
enlightenment = διαφωτισμός
enlightning = διαφωτιστικός
enlist = εντάσσω, εξασφαλίζω, κατατάσσομαι
enlist help in = εξασφαλίζω την συνδρομή
ennoble = εξευγενίζω
enough = νισάφι
enquiry = ερώτηση, έρευνα
enrage = εξαγριώνω
enraged = λυσσαλέος
enrich = εμπλουτίζω
enrol = εγγράφομαι, εντάσσω
enrollment = ένταξη
enrolment = εγγραφή
ensemble = ανσάμπλ
enshrine = φυλάσσω, εγκλείω
enslave = σκλαβώνω, υποδουλώνω
ensue = επακολουθώ, προκύπτω
ensuing = επακόλουθος
ensure = βεβαιώνομαι, εξασφαλίζω
entail = συνεπάγομαι
enter = εισέρχομαι, μπαίνω
enter a competition = συμμετέχω σ'ένα διαγωνισμό
enterprising = επιχειρηματικός, τολμηρός
entertain = κάνω τραπέζι, φιλοξενώ
entertain hopes = τρέφω ελπίδες
entertainer = καλλιτέχνης, διασκεδαστής, αυτός που ψυχαγωγεί
entertaining = διασκεδαστικός
entertainment = ψυχαγωγία, ψυγαγωγία
enthusiasm = ενθουσιασμός
enthusiastic = ενθουσιασμένος
enthusiastically = ενθουσιασμένα
entice = παρασύρω, δελεάζω
enticing = σαγηνευτικός
entire = ολόκληρος
entirely = εντελώς
entitle = τιτλοφορώ
entitled = με το τίτλο
entity = οντότητα, οντότητα, οντότητα, οντότητα
entourage = ακολουθία
entrance = είσοδος
entrance fee = εξέταστρα
entrance to = είσοδος σε
entreat = εκλιπαρώ, εξορκίζω, θερμοπαρακαλώ
entreaty = παράκληση
entrepreneur = επιχειρηματίας
entrust = αναθέτω, εμπιστεύομαι
entry = λήμμα, είσοδος, είσοδος, καταχώρηση
entry to = είσοδος σε
envelope = φάκελος
envious = ζηλόφθονος
envious of = ζηλεύω
enviously = με ζήλεια
environment = περιβάλλον
environmentally friendly = φιλικός; προς το περιβάλλον
envisage = προβλέπω, φαντάζομαι
envy = φθονώ, ζηλεύω, φθόνος
enzyme = ένζυμο
eon = αιώνες
epic = έπος, επικός
epidemic = πανδημία, επιδημία
epilepsy = επιληψία
epileptic = επιληπτικός
episcopal = επισκοπικός
episcopate = επισκοπή
episode = επεισόδιο
epitome = επιτομή
epoch = εποχή
eponymous = επόνυμος
equal = ίσος, ίσιος
equal opportunities = ίσες ευκαιρίες
equal pay = ίση αμοιβή
equal to = ίσος με
equalise = ισοφαρίζω
equaliser = ισοφάριση
equality = ισόσητα
equalize = εξισώνω
equally = εξ ίσου, εξίσου
equanimity = ηρεμία
equation = εξίσωση
equator = ισημερινός
equilibrium = ισορροπία
equinox = ισημερία
equip with = εξοπλίζω
equipment = εξοπλισμός
equitably = δίκαια, ακριβοδίκαια
equity = ευθυδικία
equivalent = αντίστοιχος, ισότιμος
equivalent to = ισάξιος με
equivocally = διφορούμενα
era = εποχή
eradicate = εξαλείφω, εξολοθρεύω, εξαφανίζω
erase = σβύνω, διαγράφω
eraser = γόμα
erect = ανεγείρω, ορθώνω, αναστηλώνω
erection = ανέγερση
ermine = ερμίνα
erode = διαβρώνω
eroneous = λανθασμένος
erosion = διάβρωση
erroneous = εσφαλμένος
erroneously = λανθασμένα
error = λάθος
erudite = πολυμαθής, λόγιος
eruption = έκρηξη
escalate = κλιμακώνομαι
escalation = κλιμάκωση
escalator = κύλιωμενη σκάλα
escape = δραπετεύω, ξεφεύγω
escape from = δραπετεύω από
escort = ακολουθία, καβαλιέρος, συνοδεύω
escrow = μεσεγγύηση
esophagus = οισοφάφος, οισοφάγος
especially = ειδικά, ιδιώς
espionage = κατασκοπεία
essay = δοκίμιο, δοκίμια, έκθεση
essence = ουσία
essential = απαραίτητος, ουσιώδης
essential to / for = απαραίτητος
essentially = ουσιαστικά
establish = καθιερώνω, επιβάλλω, ιδρύω, διαπιστώνω
established = κατεστημένος
establishment = ίδρυση, ίδρυμα, εμπέδωση
estate = περιουσία
estate agent = κτηματομεσίτης
esteem = υπόληψη, εκτίμηση
ester = εστέρας
estimate = υπολογίζω, εκτιμώ κατά προσέγγιση
estimation = εκτίμηση
Estonian = εστονικός
estrange = αποξενώνω, αλλοτριώνω
etc = κτλ
etcetera = και τα λοιπά
etch = χαράζω με οξύ
eternal = παντοτινός, αιώνιος
eternity = αιωνιότητα
ethanol = αιθανόλη
ether = αιθέρας
ethical = ηθικός
ethics = ηθική, ηθικές αρχές
ethmoid = ηθμοειδής
ethnic = εθνικός
ethos = ήθος
etiquette = εθιμοτυπία
etymology = ετυμολογία
EU = ΕΕ
eucalyptus = ευκάλυπτος
euhedral = εύεδρος
eunuch = ευνούχος
Euro = Εύρω
Europe = Ευρώπη
European = Ευρωπαίος, ευρωπαϊκός
European elections = Ευρωεκλογές
European Parlianment = ευρωβουλή
Eustachian tube = ευσταχιανή σάλπιγξ
euthanasia = ευθανασία
evacuate = εκκενώνω
evacuation = εκκένωση
evade = αποφεύγω
evaluate = αποτιμώ
evaluation = αξιολόγηση
evangelist = ευαγγελιστικός
evaporate = εξατμίζομαι
evaporation = εξάτμιση
evasion = περιστροφή, υπεκφυγή
evasive = διφορούμενος
eve = παραμονή
even = ακόμα, ακόμα και, ίσος
even number = ζυγός αριθμός
evening = βράδι, βράδυ
evening dress = βραδινό φόρεμα
evening gown = βραδινό ταγιέρ, βραδινό φόρεμα
event = άθλημα, γεγονός
eventuality = ενδεχόμενο
eventually = τελικά
ever = ποτέ
ever increasing = διαρκώς αυξανόμενος
evergreen = αειθαλής
every = κάθε
every nook and cranny = παντού
every now and then = κάθε τόσο και λιγάκι
every other day = μέρα παρά μέρα
every three months = κάθε τρείς μήνες
every year = κάθε έτος
everybody = όλοι
everyone = όλοι
everything = τα πάντα, όλα
everything indicates that = όλα δέιχνουν ότι
everywhere = παντού, πανταχού
evict = εκνικώ, κάνω έξωση
evidence = μαρτυρία, στοιχεία, απόδειξη, αποδείξεις
evident = προφανής, εναργής
evidently = προφανώς, φανερά
evil = σατανικός, κακός
evil eye = βασκανία
evoked potential = προκλητό δυναμικό
evolution = εξέλιξη
evolutionary = εξελικτικός
evolve = εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι
evolving = που εξελίσσεται
ewe = προβατίνα
exacerbate = επιδεινώνω, οξύνω
exact = ακριβής, απαιτώ
exactly = ακριβώς
exactly to your requirements = κομμένα και ραμμένα
exaggerate = παραλέω, υπερβάλλω
exaggeratedly religious = θρησκόληπτος
exaltation = μεταρσίωση
exalted = μεταρσιωμένος
exam = εξέταση
examination = διεργασία, εξέταση
examine = εξετάζω
examine thoroughly = εμβαθύνω
examining = ανακριτικός
example = υπόδειγμα, παράδειγμα
exarch = έξαρχος
exarchate = εξαρχία
exasperate = εξοργίζω
exasperating = εκνευριστικός
excavate = κάνω ανασκαφές, σκάβω
excavation = ανασκαφή
excavator = εκσκαφέας
exceed = ξεπερνώ, υπερβαίνω
exceed the speed limit = υπερβαίνω το όριο ταχύτητας
exceedingly beautiful = πεντάμορφος
excel = υπερακοντίζω, διαπρέπω
excel at = αριστεύω σε
excellence = υπεροχή
Excellency = Εξοχότης
excellent = εξαίσιος, άριστος
excellently = εξαίσια
except = εκτός από
exception = εξαίρεση
exception to = εξαίρεση
exceptional = εξαιρετικός
excerpt = απόσπασμα
excess = περίσσευμα, πλεόνασμα
excess baggage = επιπλέον βάρος αποσκευών
excessive = υπερβολικός
exchange = ανταλλάσσω, διαφωνία, συνάλλαγμα, λογομαχία
exchange rate = τιμή συναλλάγματος
excise = εκτέμνω
excitable = ευέξαπτος
excitation = διέγερση
excite = συγκινώ
excited about = συγκινημένος
excitement = διέγερση
exciting = συναρπαστικός
exclaim = αναφωνώ
exclamation = επιφώνημα
exclude = αποκλείω
excluding = μη συμεριλαμβανώμενος
exclusion = αποκλεισμός
exclusive = αποκλειστικός, αποκλειστικότητα
excommunicate = αφορίζω, αναθεματίζω
excoriation = εκδορά
excrement = περίττωμα, κόπρανα
excrurtiating = βασανιστικός, αφόρητος
excursion = εκδρομή
excusable = συγγνωστός
excuse = αφορμή, δικαιολογία, συγχωρώ
excuse me for mentioning = συγγνώμη που το αναφέρω
excused = συγχωρημένος
execute = εκτελώ
execution = εκτέλεση
executioner = δήμιος
executive = διοικητικό στέλεχος
executive member = στέλεχος
exegesis = ερμηνεία κειμένου
exemplary = υποδειγματικός
exemplary damages = παραδειγματική αποζημίωση
exemplify = εξηγώ
exempt = απαλλάσσω, απαλλαγμένος
exemption = απαλλαγή
exercise = άσκηση
exercise book = τετράδιο
exert = ασκώ, καταβάλλω
exhalation = εκπνοή
exhaust = εξάτμιση
exhaust fumes = καυσαέρια
exhaust pipe = εξάτμιση
exhausted = εξαντλημένος, παρακουρασμένος
exhibit = έκθεμα, εκθέτω
exhibition centre = χώρος έκθεσης
exhibition of = έκθεση
exhilarated = συναρπασμένος
exhilarating = συναρπαστικός
exhilaration = ευφροσύνη
exhort = παραινώ, παρακινώ
exhortation = παραίνεση, προτροπή
exhortative = παραινετικός
exhumation = εκταφή
exile = εξορία, εξορίζω
exiled = εξόριστος
exisitng = υπαρκτός
exist = υπάρχω
existence = ύπαρξη
existentialism = υπαρξισμός
existing = υπαρκτός
exit = έξοδος
exonerate = απαλλάσσω
exorbitant = εξωφρενικός
exorcise = εξορκίζω
exotic = εξωτικός
expand = διαστέλλω, επεκτείνω, φουσκώνω, διευρύνω
expand on = επεκτείνομαι
expansible = διασταλτός
expansion = εξάπλωση, διαστολή
expansion joints = αρμοί διαστολής
expansive = επεκτατικός
expatriation = εκπατρισμός
expect = περιμένω, προσδοκώ, αναμένω
expectation = προσδοκία
expected = αναμενόμενος
expectorant = αποχεμπτικό
expediency = σκοπιμότητα
expedient = σκόπιμος
expedite = επισπεύδω
expedition = εκστρατεία
expel = αποβάλλω, απελαύνω
expel from = αποβάλλω
expenditure = δαπάνη, δαπάνες
expense = έξοδα, έξποδα
expensive = ακριβός
expensively = ακριβά
experience = εμπειρία
experience in / of = εμπειρία
experiment = πείραμα, πειραματίζομαι
experimental = πειραματικός, δοκιμαστικός
expert = εμπειρογνώμονας, εμπειρογνώμων, ειδικός
expert on = έμπειρος
expertise = πραγματογνωμοσύνη
expire = λήγω
explain to = εξηγώ σε
explanation = εξήγηση
explicit = σαφής, ρητός, κατηγορηματικός
explicit proviso = σαφής ρήτρα
explicitly = ρητά
explode = εκρήγνυμαι
exploit = εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ
exploit for personal advantage = καπηλεύομαι
exploitation = εκμετάλλευση, καπληλεία
exploration = εξερεύνηση
exploratory = εξερευνητικός, δοκιμαστικός
exploratory drilling = γεώτρηση εξερευνήσεως
explore = εξερευνώ
explorer = εξερευνητής
explosion = έκρηξη
explosive = εκρηκτική ύλη
explosives = εκρηκτικές ύλες
exponential = εκθετική
exponential growth = εκθετική ανάπτυξη
export = εξαγωγή, εξάγω
exporter = εξαγωγέας
expose = ξεσκεπάζω, εκθέτω
exposed = εκτεθειμένος, έκθετος
exposure = έκθεση
exposure rate meter = ρυθμόμετρο έκθεσης
express = διατυπώνω, εκφράζω, εκφέρω γνώμη
express train = εξπρές
expression = έκφραση
expressive = εκφραστικός
expressly = ρητώς
expropriate = αλλοτριώνω
expropriation = απαλλοτρίωση
expulsion = απέλαση, αποβολή
extemist = εξτρεμιστής
extemporisation = αυτοσχεδιασμός
extemporise = αυτοσχεδιάζω
extend = εκτείνομαι, εκτείνω, επεκτείνω
extended = εκτεταμένος
extended addressing = αναπτυγμένη απευθύνση
extending = που επεκτείνεται
extensible = εκτατός
extension = έκταση, επέκταση, προέκταση
extensive = εκτεταμένος, διεξοδικός
extensively = εκτεταμένα
extent = βαθμός, έκταση
exterior = το εξωτερικό μέρος
extinct volcano = νεκρό ηφαίστειο
extinction = εξαφάνιση, αφανισμός
extinguish = σβήνω
extinguisher = πυροσβεστήρας
extol = εξαίρω, εκθειάζω
extort = εκβιάζω
extra-governmental = παρακρατικός
extra pay = επιδόματα
extracapsular = εξωκαψικός
extract = αποσπώ, απόσπασμα, εκχύλισμα, κάνω εξαγωγή
extraction = καταγωγή, εξαγωγή
extractor fan = εξαεριστήρας, απορροφητήρας
extradite = εκδίδω σε άλλη χώρα
extrajudicial = εξώδικος
extraordinarily = ασυνήθιστα
extraordinary = ασυνήθιστος
extrapolate = εικάζω
extrapolation = παρεκτείνω, παρέκταση
extravagant = πολυδάπανος, απλοχέρης
extravagantly = υπερβολικά
extravaganza = φιέστα
extreme = που φτάνει στα άκρα, ακραίος
extreme urgency = κατεπείγουσα ανάγκη
extremely = εξαιρετικά, πάρα πολύ
extremely beautiful = πανώριος
extremely bold = παρακινδυνευμένος
extremely daring = παρακινδυνευμένος
extremely happy = πανευτυχής
extremely powerful = πανίσχυρος
extremist = φανατικός, εξτρεμιστής
extrovert = εξωστρεφής
exuberance = ζωντάνια, διαχυτικότητα
exuberant = ενθουσιώδης, διαχυτικός
exuberantly = διαχυτικά, ενθουσιωδώς
exude = εκκρίνω
eye = μάτι, οφθαλμός
eye-witness = αυτόπτης μάρτυρας
eye for an eye = οφθαλμόν αντί οφθαλμού
eye screw = βίδα με κρίκο
eye strain = υπερκόπωση ματιών
eye test = εξέταση του οφθαλμού
eye witness = αυτόπτης μάρτυρας
eyebrow = φρύδι
eyelash = βλεφαρίδα, τσίνορο
eyelid = βλεφαρίδα
eyes = φωτερά
eyesight = όραση
eyewitness = αυτόπτης μάρτυρας
eyrie = αετοφωλιά