English (Dd) to Greek

dab = καλκάνι
dad = μπαμπάς
daddy = μπαμπάς
daffodil = ασφόδελος
dagger = μαχαίρι
daily = καθημερινός
dairy = γαλακτομείο
daisy = μαργαρίτα
Dalmatian pelican = αργυροπελεκάνος
dam = φράγμα, φραγμός
damage = βλάπτω, κάνω ζημιά, ζημιά, βλάβη, ζημιές
damaged = ζημιωμένος
damaging to the nation = εθνοβόρος
damn it = να πάρη η ευχή
damnation = κόλαση, κολασμός, καταδίκη
damned = κολασμένος, κώλο-, καταρραμένος
damning = καταδικαστικός
damp = υγρός, νωπός
damp-proof construction = ανθυγρή κατασκευή
damping = απόσβεση
dampness = υγρασία {σε σπίτι}
dance = χορεύω
dancer = χωρευτής, χορευτής
dancing = χορός, χωρός
dandruff = πιτυρίδα
dandy = δανδής
danger = κίνδυνος
dangerous = ριψοκίνδυνος, επικίνδυνος
dangerously = επικίνδυνα
dangle = κρεμιέμαι, κουνώ
Danish = δανικά, δανέζικος, δανικός, Δανός
dank = νοτερός, υγρός και ψυχρός
dapper = φιλάρεσκος
dappled = παρδαλός, διάστικτος
daring = τόλμημα, τόλμη
dark = σκοτεινός, μουχρός, σκούρος, μελαχρινός, σκοτάδι
darling = αγάπη μου
darn = μαντάρω
dart = βέλος, ξεπετάγομαι, σαϊτα, τρέχω απότομα
dash = τρέχω, ορμώ, ραντίζω, συντρίβω, παύλα
dashboard = ταμπλό, ταμπλώ
dashing = κομψός
data = δεδομένα, στοιχεία
database = βάση δεδομένων
datagram = ανεξάρτητο δοτόδεμα
date = ημερομηνία, χουρμάς
date from = χρονολογούμαι από
daughter = κόρη
daughter-in-law = νύφη
dauphin = δελφίνος
dawn = αυγή
dawn on = συνειδητοποιώ, έρχεται στο νου
day = μέρα
day's wages = μεροκάματο
day dream = ονειροπολώ
day in lieu = ρεπό
day off = ρεπό, σκόλη
daydream = ονειροπόληση, ρεμβάζω, εντρυφώ στις ονειροπολήσεις
daylight = φως της ημέρας
days = μέρες
dazed = ζαλισμένος, σαστισμένος
dazzle = τυφλώνω, θαμπώνω
dazzling = εκθαμβωτικός, έκπαγλος
dcline = αρνούμαι
deacon = διάκονος
dead = πεθαμένος, νεκρός
dead-end = αδιέξοδο
dead drunk = σε κραιπάλη μέθης
dead heat = ισοπαλία
dead reckoning = στίγμα από αναμέτρηση
deadline = τελευταία προθεσμία , λήξη, διορία
deadlock = απραξία
deadly = μοιραίος
deaf = κουφός
deafening = εκκωφαντικός
deal = αγορά, μοιράζω
deal in = εμπορεύομαι σε, εμπορεύομαι
deal the cards = μοιράζω τα χαρτιά
deal wit = ασχολούμαι με
deal with = τακτοποιώ
dealer = έμπορος
dealings = πάρε-δώσε, δοσοληψίες, νταραβέρι
dean = κοσμήτορας
dear = ακριβός, αγαπητός
dearly = ακριβά
death = θάνατος
death by misadventure = θάνατος από ατύχημα
death rattle = ρόγχος
deathly = νεκρικός
debacle = κατάρρευση, πανωλέθρια
debase = προστυχαίνω
debatable = συζητήσιμος
debate = συζήτηση
debauch = μαυλίζω, ξεμαυλίζω, εκμαυλίζω
debauched = έκλυτος
debauchery = μαύλισμα, ασωτία, ακολασία, ξεμαύλισμα
debilitate = καταβάλλω, εξασθενώ
debilitating = που εξασθενίζει
debility = ατονία
debit = χρέωση
debris = συντρίμια, συντρίμματα
debt = χρέος
debt equity ratio = δείκτης δανειακής επιβάρυνσης
debt ratio = αναλογία φερεγγυότητας
debut = πρώτη εμφάνιση, ντεμπούτο
decade = δεκαετία
decanter = καράφα
decay = φθορά, παρακμή, παρακμάζω, σαπίζω
decayed = σαθρός
deceased = αποθανών
deceased person = μακαρίτης
deceit = απάτη
deceitful = απατηλός, δόλιος
deceive = εξαπατώ, απατώ
deceived = πλανημένος
decelerate = επιβραδύνω
decelerating = επιβραδυντικός
December = Δεκέμβριος
decency = φρονιμάδα
decent = ευπρεπής, εύσχημος, πρέπων, καθωσπρεπής
deceptive = απατηλός, παραπλανητικός
decide = αποφασίζω
decide against = αποφασίζω κατά
decide for = αποφασίζω υπέρ
decide on = αποφασίζω για
deciduous = φυλλοβόλος
decimate = αποδεκατίζω
decipher = αποκρυπτογράφω
decision = απόφαση
decisive = καθοριστικός, αποφασιστικός
decisively = αποφασιστικά
decisiveness = αποφασιστικότητα
deck = κατάστρωμα
deck chair = ξαπλωτή καρέκλα
deck of cards = τράπουλα
declaration = κήρυξη
declare = δηλώνω
declare war = κηρύσσω πόλεμο
decline = κλίνω, ξεπεσμός, μαρασμός, αρνούμαι, παρακμάζω
declining = φθίνουσα
declivity = κατήφορος
decompose = σαπίζω, αποσυνθέτω
decomposer = αποικοδομήτης
decontaminate = απολυμαίνω
decorate = διακοσμώ
decorated = διακοσμημένος
decoration = διακόσμηση, στολισμός
decorative = διακοσμητικός
decorous = ευπρεπής
decorum = ευπρέπεια, κοσμιότητα
decoy = δόλωμα, κράχτης
decrease = μείωση
decree = θέσπισμα, θεσπίζω, διάταγμα
dedicate oneself to = αφοσιώνομαι
dedicate to = αφιερώνω
dedicated = αφοσιωμένος
dedicated to = αφιερωμένος
dedication = προσήλωση, αφιέρωση
deduce = συνάγω, συμπεραίνω
deducible = συναγομένος
deduct = εκπίπτω
deduction = έκπτωση, παραγωγικός συλλογισμός, ποόρισμα
deductive reasoning = παραγωγικός συλλογισμός
deem = κρίνω, θεωρώ
deep = βαθύς
deep-freeze = καταψύκτης
deep-rooted = βαθειά ριζωμένος
deeply = βαθιά
deer = ζαρκάδι, ελάφι
defamation = δυσφύμιση, συκοφαντία, δυσφήμιση
defamatory = συκοφαντικός
defame = δυσφημώ, δυσφυμίζω
default = αθέτηση, αθετώ, απουσία
defeat = κάνω ζάφτι, ήττα
defeated = ηττημένος
defeatism = ηττοπάθεια
defeatist = ηττοπαθής
defect = κουσούρι, ελάττωμα, αποστατώ
defection = αποσκίρτηση, αποστασία
defective = ελλειπτικός, ελαττωματικός
defence = συνηγορία, άμυνα
defenceless = ανυπεράσπιστος
defend = προστατεύω, υπερασπίζομαι, αμύνομαι, υπερασπίζω
defend against = υπερασπίζω
defend one's rights = υπερασπίζω τα δικαιώματά μου
defendant = εναγόμενος, κατηγορούμενος
defensive = αμυντικός
defensively = αμυντικά
defer = αναβάλλω
deferential = με σεβασμό
deferred payment = προθεσμιακός διακανονισμός
deferring = παρέκλυση
defiant = ιταμός
deficient = ελλιπής, ελλατωματικός
deficit = έλλειμα
defies description = δεν επιδέχεται περιγραφή
defile = μαγαρίζω, βεβηλώνω, κηλιδώνω, λερώνω
define = προσδιορίζω
definite = οριστικός, σαφής
definitely = οριστικά
definition = ορισμός
deflation = αποπληθωρισμός
deflect = εκτρέπω, παρεκκλίνω
defloration = διακόρευση, εκπαρθένευση
deforestation = καταστροφή δασών
deformed = παραμορφωμένος
deformity = παραμόρφωση
defraud = φενακίζω
defrock = καθαιρώ
defrost = ξεπαγώνω
deft = επιδέξιος, σβέλτος
deftly = σβέλτα, επιδέξια
defuse = αφοπλίζω
defy = αψηφώ, αντιστέκομαι
degenerate = εκφυλίζομαι, έκφυλος
degeneration = εκφύλιση
degenerative = εκφυλιστικός
degrade = εκφαυλίζω, καθαιρώ, εξευτελίζω, υποβαθμίζω
degraded = υποβιβασμένος
degree = βαθμός, πτυχίο
degree Celsius = βαθμός Κέλσιου
dehumanise = αποκτηνώνω
dehumidify = αφαιρώ την υγρασία
dehydrated = αφυδατωμένος
dehydration = αφυδάτωση
dejected = κατηφής, αποθαρρυμένος
dejectedly = αποκαρδιωμένα
delay = καθυστέρηση, παρέκλυση
delayed = καθυστερημένα
delectable = απολαυστικός, χαριτωμένος, νόστιμος
delegate = δίνω εντολή, αναθέτω καθήκοντα
delegation = αντιπροσωπεία
delete = διαγράφω, εξαλείφω
deliberate = εσκεμμένος, εθελημένος
deliberately = σκόπιμα, εσκεμμένα, επίτηδες
delicacy = λεπτότητα, λιχουδιά
delicate = φίνος, λεπτός, μαλθακός
delicate matter = λεπτό θέμα
delicious = νόστιμος
delight = εντρυφώ, ηδονή, χαρά, ευφροσύνη
delighted = ευχαριστημένος
delightful = ευφρόσυνος, ευχάριστος, τερπνός
delimit = οριοθετώ, οροθετώ
delineate = σκιαγραφώ
delinquent = εγκληματίας
delirium = παραλήρημα
deliver = παραδίδω, εκφωνώ
deliver a speech = βγάζω λόγο
deliver the goods = παραδίδω τα αγαθά
deliverable = παραδοτέος
delivery = παραλαβή, παράδοση
dell = λαγκαδιά
delude = εξαπατώ
deluge = κατακλυσμός
delve = αναζητώ, ψάχνω, ερευνώ
demand = απαιτώ, απαίτηση, ζήτηση, ζητώ
demand for = απαίτηση
demanding = απαιτητικός
demarcation = οροθεσία
dematerialize = εξαϋλώνω
demented = παράφρων
demerit = κακός βαθμός, μειονέκτημα, μειονέκτημα
demi-god = ημίθεος
demilitarisation = αποστρατιωτικοποίηση
demise = τέλος, τερματισμός, θάνατος
demist = εξαχνώνω
demister = διαχωριστής σταγονιδίων
demobilise = αποστρατεύω
democratic = δημοκρατικός
demodulator = αποδιαμορφωτής
demoiselle crane = νυφογερανός
demolition = κατεδάφιση
demon = τελώνιο, δαίμονας
demonstrate = διαδηλώνω, αποδεικνύω, δείχνω
demonstration = διαδήλωση, επίδειξη
demonstration of = επίδειξη, διαδήλωση
demonstrator = διαδηλωτής
demoralization = έκλυση
demote = υποβαθμίζω
demur = ένσταση, προβάλλω ένσταση
demure = σεμνός, μαζεμένος
demystification = απομυθοποίηση
den = φωλιά θηρίου, λημέρι, καταγώγιο, τρώγλη
denarius = δηνάριος
denial = άρνηση
denigrate = κακολογώ, δυσφυμίζω
denigration = δυσφήμιση, διαβολή
denim = τζιν
denim jacket = τζιν μπουφάν, σακάκι τζιν
denizen = κάτοικος
Denmark = Δανός, Δανία
denote = υποδηλώ, σημαίνω, εμφαίνω
denounce = καταγγέλνω
dense = δασύς, πυκνός
densely populated = πυκνοκατοικημένος
dent = βαθουλώνω, στραπατσάρισμα, βαθούλωμα
dental = οδοντικός
dental assistant = βοηθός οδοντογιατρού
dentex = συναγρίδα
dentist = οδοντίατρος
dentures = μασέλες, οδοντοστοιχίες
denude = απογυμνώνω
denuded = απογυμνωμένος
denunciation = καταγγελία, δημόσια καταγγελία
deny = αρνούμαι
deodorant = αποσμητικό
depart from = αποχωρώ
departing = που αναχωρεί
department store = πολυκατάστημα
departure = απόκλιση, αναχώρηση
departure from = αποχώρηση
departure lounge = αίθουσα αναχώρησης
departures board = πίνακας αναχωρήσεων
depend = εξαρτώμαι
depend on = εξαρτώμαι από
dependable = συνεπής, αξιόπιστος
dependence = εξάρτηση
dependency = εξάρτηση
dependent = προστατευόμενο μέλος
dependent on = εξαρτημένος, εξαρτώμενος, που εξαρτώμαι από
depending = εξαρτούμενος
depending on = εξαρτώμενος
depict = απεικονίζω
depiction = απεικόνιση
depilation = αποτρίχωση
deplete = εξαντλώ, μειώνω
depletion = εξάντληση
deplore = ελεεινολογώ
deploy = παρατάσσω
deponent verb = αποθετικό ρήμα
depopulate = ερημώνω
deport = εκτοπίζω, απελαύνω
deportation = απέλαση
depose = εκθρονίζω
deposit = επαναθέτω, προσχώνω, ίζημα, επανοθέτω, προκαταβολή
depositor = καταθέτης
deprecate = αποδοκιμάζω
deprecatory = επικριτικός
depreciation = υποτίμηση
depredation = λεηλασία
depress = μελαγχολώ, προξενώ κατάθλιψη
depress the clutch = πατώ την απομόνωση
depressed = θλιμμένος
depressingly = θλιβερά
depression = κατάθλιψη, ύφεση
deprivation = στέρηση
deprive = αποστερώ
deprive of = στερώ, στερούμαι
deprived = στερημένος
depth = βάθος
deputy head = υποδιευθυντής
derail = εκτροχιάζομαι
derby = ντέρμπι
derelict = εγκαταλειμμένος, ετοιμόρροπος
deride = περιγελώ, περιφρονώ, εμπαίζω
derision = χλευασμός
derivative = παράγωγος
derive = παράγομαι, αντλώ, προέρχομαι
derive courage from = αντλώ το θάρρος από
derogatory = υποτιμητικός
derrick = πύργος γεωτρήσεως
descend = προέρχομαι
descendant = απόγονος, επίγονος
descent = καταγωγή
descrambler = αποψευδοτυχαιοποιητής
describe = περιγράφω
describing = που περιγράφει
description = περιγραφή
description of = περιγραφή του
desecration = σύληση τάφου
desert = έρημος
deserted = εγκαταλειμμένος
deserve = αξίζω
desforestation = καταστροφή δασών, αποψίλωση
design = σχεδιασμός
designer = σχεδιαστής
desirable = επιθυμητός
desire = επιθυμία, καημός
desirous = επιθυμών
desirous of = επιθυμών
desk = θρανίο
despair = απόγνωση
despair of = απελπίζομαι
desperate = απεγνωσμένος, απελπισμένος
desperately = απελπισμένα
despicable = ποταπός, αξιοκαταφρόνητος
despite = παρ'όλο
despondent = αποκαρδιωμένος
despotic = δεσποτικός, τυρρανικός
dessert = επιδόρπιο
destination = προορισμός
destine = προορίζω
destined = προοριζόμενος
destiny = πεπρωμένο, ειμαρμένη, μοίρα
destitute = άπορος, πάμφτωχος
destroy = καταστρέφω
destroyed = κατεστραμμένος
destroyer = τορπιλικό
destruction = καταστροφή
destructive = καταστροφικός
desultory = άτακτος, απρογράμμιστος, ακανόνιστος
detach = αποκολλώ
detached = αποκολλημένος
detached house = μονοκατοικία
detachment = αποκόλληση
detail = λεπτομέρεια, αναφέρω λεπτομερώς, απαριθμώ
detailed = λεπτομερής, διεξοδικός
detailed examination = εμβάθυνση
details = λεπτομέριες
detain = καθυστερώ, κρατώ
detain illegally = κατακρατώ
detainee = κρατούμενος, κρατούμενη
detect = ανιχνεύω
detective = ντεντέκτιβ, ντετέκτιβ
detente = ύφεση
detention centre = σωφονιστήριο
detergent = απορρυπαντικό
deteriorate = χειροτερεύω, επιδεινώνω
deteriorating = που χειροτερεύει
deterioration = επιδείνωση, χειροτέρευση
determination = όρισμος, αποφασιστικότητα
determine = αποφασίζω, υπολογίζω, καθορίζω, προσδιορίζω
determined = αποφασισμένος
determined to = αποφασισμένος να
determinedly = αποφασισμένα
deterrent = αποτρεπτικό
detest = σιχαίνομαι, απεχθάνομαι
detestable = βδελυρός
detour = παράκαμψη, παρακαμπτήρια οδός
detoxify = αποτοξινώνω
detract from = μειώνω, αφαιρώ από, αποσπώ από
detractors = επικριτές
detrimental = επιβλαβής επιζήμιος, επιζήμιος
detritus = κατάλοιπα
devaluation = υποτίμηση
devalued = υποτιμημένος
devastate = δηώνω, καταστρέφω, ερημώνω
devastating = ολέθριος, καταστρεπτικός
devastation = ρήμαγμα, όλεθρος
develop = αναπτύσσομαι, αναπτύσσω
develop a film = εμφανίζω
developer = εμφανιστής, αυτός που αναπτύσσει
developing = αναπτυσσόμενος
development = ανάπτυξη, εξέλιξη
deviant = παρεκκλίνων, έκτροπος, αποκλίνων, έκφυλος
deviate = παρεκκλίνω, εκτρέπομαι
deviation = απόκλιση
device = μηχάνημα, τέχνασμα, συσκευή
device driver = οδηγός συσκευής
devil = ο εξαποδώ, διάβολος
devil's advocate = δικηγόρος του διαβόλου
devilish = σατανικός
devious = ύπουλος, δόλιος
devise = μηχανε, επινοώ, σκαρφαρίζομαι
devoid of = άνευ, χωρίς
devote = αφιερώνω, αφοσιώνω
devote oneself to = αφοσιώνομαι
devoted = αφοσιωμένος
devoted to = αφιερωμένος
devotee = μερακλής, οπαδός
devotion = αφιέρωση, αφοσίωση, ευλάβεια
devour = καταβροχθίζω
devout = ευσεβής, πιστός
devoutness = ευσέβεια
dew = δρόσος, δροσούλα
dexterity = δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, επιδεξιότητα
dexterous = επιτήδειος
diabetes = διαβήτης
diabetes mellitus = σακχαρώδης διαβήτης
diabetic = διαβητικός
diadem = διάδημο
diagnose = κάνω την διάγνωση
diagnosis = διάγνωση
diagonal = διαγωμικός
dial = καντράν, παίρνω τον αριθμό, ταμπλό
dial tone = τόνος επιλογής
dialogue = διάλογος
diameter = διάμετρος
diametrically = εκ διαμέτρου
diamond = διαμάντι
diaper = πάνα
diaphragm = διάφραγμα
diarrhoea = διάρροια
dice = ζάρια
dick = ψωλή
dictate = υπαγορεύω
dictation = υπαγόρευση, ορθογραφία
dictator = δικτάτορας
dictatorship = δικτατορία
diction = λεκτικό ύφος
dictionaries = λεξικά
dictionary = λεξικό
die = τεζάρω, πεθάνω, αποθνήσκω
die away. die down = σβήνω σιγά-σιγά
die of = πεθαίνω από
die out = σβήνω, εκλείπω
diesel fuel = ντίζελ
diet = διαιτολόγιο, διατροφή
dietician = διαιτολόγος
differ = διαφέρω
difference = διαφορά
difference between = διαφορά ανάμεσα
different = διαφορετικός
different from = διαφορετικός από
differentiate = διαφοροποιώ
differentiation = διαφοροποίηση
differently = διαφορετικά
differing = που διαφέρει
difficult = δύσκολος
difficult position = δύσκολη θέση
difficult to digest = δυσκολοχώνευτος
difficulty = δυσκολία, δυσχέρεια
diffident = άτολμος, διστακτικός
dig = σκάβω, κέντρισμα, νύξη, σαρκασμός
dig out = σκάβω
dig up = ξεριζώνω, σκάβω
digest = χωνεύω
digestion = πέψη, χώνεψη
digestive = πεπτικός
digestive disorder = πεπτική διαταραχή
digestive tract = πεπτικό σύστημα
digger = εκσκαφέας
digging = σκάψιμο
digit = ψηφίο
digital = ψηφιακός
digitization = ψηφιοποίηση
dignified = αξιοπρεπής, επιβλητικός
dignity = αξιοπρέπεια
digression = παρέκβαση
dike = τάφρος
dilapidated = σαθρός
dilatable = διασταλτός
dilate and curettage (D and C) = διαστολή και απόξεση
dilated = διασταλμένος
dilating = διασταλτικός
dilation = διαστολή
dilemma = δίλημμα
dilettante = ερασιτέχνης
diligence = φιλοτεχνία, επιμέλεια
diligent = εργατικός, επιμελής
dill = άνηθο
dilute = αραιώνω
diluted = αραιωμένος
diluvian = κατακλυσμικός
dim = θαμπός, αμυδρός, θολός, θολωμένος
dimension = διάσταση
dimesnional = διαστασιακός
diminish = συρρικνώνομαι, μικραίνω, μειώνομαι
diminishing returns = φθίνουσες αποδόσεις
diminutive = υποκοριστικός
dimming = θόλωμα
dimness = θολούρα, θαμπάδα
dimple = λακκάκι
dimwit = βλάκας
din = πάταγος, σαματάς
dine = γευματίζω, δειπνώ
dingle = λαγκαδιά
dining-room = τραπεζαρία
dining car = βαγόνι εστιατόριο
dinner = βραδινό, το βραδινό
dinner jacket = σμόκιν
dinosaur = δεινόσαυρος
dioxide = διοξείδιο
dip = βουτώ
dip [dip bread into soup] = βουτώ κάτι σε κάτι
diploma = δίπλωμα
diplomacy = διπλωματία
diplomat = διπλωμάτης
diplomatic = διπλωματικός
diplomatic corps = διπλωματικό σώμα
dipper = νεροκότσυφας
dire = τρομερός, έσχατος
direct = καθοδηγώ, σκηνοθετώ
direct current = συνεχές ρεύμα
direct train = τραίνο κατ'ευθείαν προς
direction = κατεύθυνση
directions = οδηγίες
directive = οδηγία
director = σκηνοθέτης, διευθηντής
directory = τηλεφωνικός κατάλογος
dirge = μοιρολόι
dirt cheap = πάμφθηνος
dirt is = βρομιά είναι
dirtiness = μουρνταριά
dirty = λερωμένος, βρώμικος
disability = ανικανότητα, αναπηρία
disable = αχρηστεύω, απενεργοποιώ
disadvantage = μειονέκτημα
disaffection = δυσαρέσκεια, αντιπάθεια
disagree = διαφωνώ
disagree with = διαφωνώ
disagreeing = που διαφωνεί
disagreement = ασυμφωνία
disagreements = διαφωνίες
disappear = εξαφανίζομαι
disappearance = εξαφάνιση, αφανισμός, χαμός
disappeared = εξαφανισμένος
disappoint = απογοητεύω
disappointed = απογοητευμένος
disappointing = απογοητευτικός
disappointment = απογοήτευση
disapproval = αποδοκιμασία
disapproval of = αποδοκιμασία
disapprove of = αποδοκιμάζω
disaray = αταξία
disarmament = αφοπλισμός
disassemble = αποσυναρμολογώ, διαλύω
disaster = συμφορά, όλεθρος, καταστροφή
disastrous = καταστροφικός
disavow = αποκηρύσσω
disbelief = δυσπιστία
disc = δίσκος
disc brake = δισκόφρενο
discard = απορρίπτω
discern = διαβλέπω
discernible = ευδιάκριτος
discharge = απολύω, άφεση, εκπυρσοκρότηση, εκροή, εκτελώ
disciple = μαθητής
disciplinary = πειθαρχικός
discipline = πειθαρχία, πειθαρχώ
disclaim = αρνούμαι, απαρνούμαι, απορρίπτω, αποποιούμαι
disclose = αποκαλύπτω
disclosure = αποκάλυψη
disco = ντίσκο
discomfort = δυσφορία, ταλαιπωρία, το να είναι άβολο
disconcert = αποσβολώνω
disconnect = αποσυνδέω
disconnected = χωρίς ειρμό
discontent = δυσφορία
discord = διχόνοια, ασυμφωνία
discount = σκόντο, έκπτωση, μείωση
discourage = αποβαρρύνω, αποθαρρύνω
discover = ανακαλύπτω
discovery = ανακάλυψη
discredit = θέτω υπό αμφισβήτηση, εξευτελίζω, αμφισβητώ
discreet = εχέμυθος, διακριτικός
discreetly = διακριτικά
discrepancy = ασυμφωνία, αναντιστοιχία
discrete = διακριτικός
discrete state = διάκριτη κατάσταση
discretion = περίσκεψη, εχεμύθεια, διακριτικότητα, διάκριση
discriminate = κάνω διακρίσεις
discriminate against = κάνω διάκριση
discriminating = οξυδερκής
discrimination = διακρίσεις, διάκριση
discs = δίσκοι
discus = δισκοβολία
discuss = συζητώ
discussion = συζήτηση
discusss at great length = διεξέρχομαι λεπτομερώς
disdainful = περιφρονητικός
disease = ασθένεια, αρρώστια, νόσος
disembark = αποβιβάζομαι
disembodied = άϋλος, ασώματος
disembodied voice = απλώς μια φωνή μονάχα
disembowel = ξεντερίζω
disenchantment = απογοήτευση
disentangle = ξεμπλέκω
disfavour = δυσμένεια
disfigured = παραμορφωμένος
disgrace = δυσμένεια
disgraceful = επαίσχυντος
disguise = μεταμφίεση
disguised = συγκεκαλυμμένος
disgust = αηδιάζομαι, αηδία, φρίκη
disgusting = αηδιαστικός
dish = πιάτο
dish washer = πλυντήριο πιάτων
disheartened = αποκαρδιωμένος
dishonest = άτιμος
disillusioned = απογοητευμένος, απογοητευμένος
disinclination = απροθυμία
disinfect = απολυμαίνω
disinfectant = απολυμαντικό
disinherit = αποκληρώνω
disinterestedness = ανιδιοτέλεια
disjointed = χωρίς ειρμό
disk = δίσκος
dislike = αντιπαθώ, αντιπάθεια
dislocate = εξαρθρώνω
dislocation = εξάρθρωση
disloyal to = άπιστος
disloyalty to = απιστία
dismantle = κατεδαφίζω
dismay = ανησυχία, τρόμος, κατατρομάζω
dismiss = απολύω
dismiss from = απολύω
dismissal = απόλυση, αποπομπή
dismount = πεζεύω
dismounting = πέζεμα
disobedient = ανυπάκουος
disobey = παρακούω
disorder = διαταραχή, αταξία, πάθηση, ακαταστασία
disorderly = ακατάστατος, χαώδης, άτακτος
disorderly conduct = διατάραξη της κοινής ησυχίας
disorganised = ανοργάνωτος
disorientation = αποπροσανατολισμός, σύγχυση
disparate = άνισος
dispensable = περιττός
dispensation = θρησκευτικός νόμος, απαλλαγή, απονομή
dispense = εκτελώ συνταγή, απονέμω
disperse = διασκορπίζω
Dispersion = Διασπορά
displacement = εκτόπισμα, μετατόπιση
display = παρουσιάζω, εκθέτω, οθόνη, οθόνη, εκδήλωση, δείχνω
displease = δυσαρεστώ
displeased = δυσαρεστημένος
displeasure = δυσφορία, δυσαρέσκεια
disport = διασκεδάζω
disposable = μίας χρήσης
disposable nappies = πάνες της μιας χρήσης
dispose of = εκποιώ
dispose of` = διαθέτω, ξεφορτώνομαι
disposed towards = διατειθεμένος
disposition = διάθεση
disproportional = δυσανάλογος
disproportuionally = δυσανάλογα
disputable = αμφισβητήσιμος
dispute = διεκδικώ, διένεξη, διαφωνία
dispute about trifles = ερίζω περί όνου σκιάς
disquiet = ανησυχία
disregaarding = αψηφώντας
disregard = αψηφώ, αμέλεια, άγνοια, παραγνωρίζω
disregard for = ασέβεια
disreputable = ανυπόληπτος, κακόφημος
disreputably = κακόφημα
disrepute = κακή φήμη
disrupt = καταστρέφω
disruption = αναστάτωση
disruptive = διασπαστικός
dissatisfaction = δυσαρέσκεια
dissect = διαμελίζω, αναλύω, τεμαχίζω
disseminate = διασπείρω
dissension = διχόνοια
dissent = διίσταμαι, διχονοώ, διαφωνία
dissenting = διιστάμενος
dissenting views = διιστάμενες απόψεις
dissertation = διατριβή, πραγματεία
dissipate = καταδαπανώ
dissociation = διχασμός
dissoluble = διαλυτός
dissolute = έκλυτος, ακόλαστος, έκφυλος
dissolve = διαλύω
dissolve into tears = αναλύομαι σε δάκρυα
dissolve into thin air = γίνομαι καπνός
dissonance = χασμωδία
dissuade = μεταπείθω, αποτρέπω
distaff = ρόκα
distance = απόσταση
distance in miles = απόσταση σε μίλια
distance oneself from = κρατώ τις αποστάσεις από, απομακρύνομαι από
distant = απομακρυσμένος, απόμακρος
distill = διυλίζω, αποστάζω
distillation = απόσταξη
distilled water = απεσταγμένο νερό
distinct from = διαφορετικός από
distinction = δθιάκριση
distinction of merit = εύσημον
distinctive = ξεχωριστός
distinctly = σαφώς
distinctness = ευκρίνεια
distinguish between = ξεχωρίζω
distort = στρεβλώνω
distorted = διαστραμμένος
distract = διασπώ, αποσπώ
distracted = αναστατωμένος
distraction = αναψυχή
distraught = αναστατωμένος
distress = καημός, ατυχία, αγωνία, θλίψη, φτώχεια
distribute = μοιράζω, διανέμω, απονέμω
distributed = κατανεμημένος
distribution = διανομή, κατανομή
distributor = διανομέας
district = περιφέρεια, περιοχή, μαχαλάς
distrust = δεν εμπιστεύομαι, δυσπιστία
disturb = παρενοχλώ, ενοχλώ
disturbance = ενόχληση
disturbance of the peace = διατήρηση της ειρήνης
disturbances = διαταραχές
disturbing = ενοχλητικός, ανησυχητικός
ditch = χαντάκι, τάφρος
diva = ντίβα
dive = καταγώγιο, βουτώ, καταδύομαι
diver = δύτης
diverge = αποκλίνω
divergence = απόκλιση
diverging = που διίσταται, διιστάμενος
diversion = αντιπερισπασμός, διασκέδαση, παρέκβαση, παρεκτροπή
diversity = ποικιλία
divert = παρεκτρέπω
divide = χωρίζω, διχάζω, διαιρώ
dividend = μέρισμα
divination = μαντοσύνη
divine = θεσπέσιος, θεϊκός
divine madness = ενθεή αλλοφροσύνη
divine retribution = θεία δίκη
diving = κατάδυση
diving board = εξέδρα καταδύσεων
diving header = ψαράκι
division = διαίρεση, διχασμός, μεραρχία
divorce = διαζύγιο
divorce rate = αριθμός διαζυγίων
divorced = διζευγμένος
dizziness = ζαλάδα
dizzy = ζαλισμένος
do = κάνω
do a crossword = λύνω σταυρόλεξο
do a favour = κάνω μια χάρη
do away with = καταργώ, καταλύω τη μοναρχία
do business = κάνω δουλειές
do credit = αποδίδω τιμές, τιμώ
do damage = βλάπτω, ζημιώνω
do harm = βλάπτω, κάνω κακό
do justice = χειρίζομαι δίκαια
do justice to = δικαιώνω
do me a favour = κάνε μου μία χάρη
do miracles = κάνω θαύματα
do one's best = κάνω ό τι καλύτερο μπορώ
do out = ανακαινίζω
do out of = κλέβω δια απάτης
do research = κάνω έρευνα
do somebody a good turn = κάνω καλό σε κάποιο
do the best one can = κάνω ό τι καλύτερο μπορώ
do the donkey work = κάνω τις αγγαρείες
do the honours = παίζω ρόλο οικοδεσπότη
do the ironing = σιδερώνω
do the sights = βλεπω τα αξιοθέατα
do the trick = πετυχαίνω, είμαι αποτελεσματικός
do the washing = πλένω τα ρούχα
do the washing up = πλένω τα πιάτα
do up = επισκευάζω, κουμπώνω, φτιάχνω
do wheelies = κάνω σούζες
do with = χρειάζομαι
do without = κάνω χωρίς
do wonders = κάνω θαύματα
do wonders for = κάνω θαύματα
Doc Martins = αρβύλες
docile = πειθήνιος, υπάκοος
dock = λάπαθο, αποβάθρα, προβλήτα, αράζω, περικόπτω
docked = κολοβός
dockyard = νεώριο
doctor = ιατρός
document = έγγραφο
documentary = ντοκιμαντέρ, ντοκουμαντέρ
dodge = αποφεύγω
dodgem cars = τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια
doff = εκδύομαι
dog = σκύλος
dog cart = αμαξάκι
dog days = θερινός καύσωνας
dog food = φαγητό για σκύλους
dogue = δογής
doing = κάμωμα
doleful = θλιβερός
doll = κούκλα
dollar = δολάριο
dolphin = δελφίνι
dolphinfish = κυνηγός
domain = κτήση, περιοχή, κυριαρχία, αρμοδιότητα, περιοχή
dome = αψίδα, τρούλος, θόλος, καμάρα
domestic = κατοικίδιος, οικιακός
domestic flights = εσωτερικές πτήσεις
domestic staff = οικιακοί βοηθοί
domestic violence = βία στο σπίτι
domesticate = εξημερώνω, τιθασεύω
domesticated = εξημερωμένος, ήμερος
domestication = εξημέρωση
dominant = επικρατών
dominate = δεσπόζω, κυριαρχώ
domination = κυριάρχια
domineer = δεσπόζω, ενεργώ δεσποτκά, κυριαρχώ
domineering = τυραννικός, αυταρχικός
dominion = κυριαρχία
don't = μην, μη
don't come the high and mighty = μη μου κάνεις εμένα τον κάργα
don't jostle = μην συνωστίζεστε
don't laugh = μην γελάτε
don't push yourself = μην το παρακάνεις
don't worry about = μην ανησυχείτε για
donation = δωρεά
done = γινωμένος
donkey = γάϊδουρος
donor = δότης
doom = ειμαρμένη
doomed = καταδικασμένος
door = πόρτα
door to door salesman = πλασιέ
doorbell = κουδούνι
doormat = χαλάκι
dope = ντοπάρω
dopey = βλαμμένος
dormant = σε λανθάνουσα κατάσταση
dormitory = κοιτώνας
dose = δοσολογία
dossier = φάκελος
dot = κουκίδα, βάζω σημείο
dotage = ραμολιμέντο
dotard = ραμολιμέντο, ραμολί
dotterel = βουνοσφυριχτής
double = δίττος, διπλασιάζω, διπλός, σωσίας
double-barrelled shotgun = δίκανο
double-decker = διώροφο λεωφορείο
double-faced = αλλοπρόσαλλος
double act = παράσταση για δύο
double blind test = διπλή-τυφλή δοκιμασία
double crossing = μπαμπεσιά
double decker = δίπατος
double vision = διπλωπία
doubled-glazed windows = παράθυρα με διπλά τζάμια
doubling = διπλασιασμός
doubly = διπλά
doubt = αμφιβάλλω, αμφισβητώ, αμφιβολία
doubtful = αμφίβολος
doubtless = αναμφίβολος
dough = ζύμη
dove = περιστέρι
dowdy = άκομψος
down = ίουλος, κάτω, πούπουλο
down and out = απένταρος, άστεγος
down at heel = κουρελής
down graded = έκπτωση από το βαθμό
down the hatch = άσπρο πάτο
downcast = κατσούφης
downgrading = υποβιβασμός
downpour = νεροποντή
downstairs = στο κάτω όροφο
downswing = κατιούσα, πτώση
downward trend = πτωτική τάση
downwards = προς το κάτω
doze off = αποκοιμάμαι
dozen = δωδεκάδα
draft = ρεύμα αέρος
drag = σέρνω
drag my feet = σέρνω με τα πόδια
drag on = συνεχίζομαι ατελείωτα
dragging = που σέρνεται
dragon = δράκος, δράκοs
drain = οχετός, λούκι, στραγγίζω
drain holes = βοηθητικά πηγάδια
draining = αποστραγγίζω
drake = αρσενική πάπια
drama = δράμα
dramatic = δραματικός
dramatically = δραματικά
dramatist = δραματουργός
drape = τυλίγω
drastic = δραστικός
drastically = δραστικά
draught = το πούλι, βύθισμα
draughts = ντάμα
draughty = φυσάει
draw = ζωγραφίζω, τραβώ, επισύρω, έλκω, ισοπαλία, σέρνω
draw a blank = κάνω μία τρύπα στο νερό
draw a violent response = προκαλώ μια βιαία αντίδραση
draw attention to = εφιστώ την προσοχή
draw lots = τραβώ κλήρους
draw near = εγγίζω
draw on = χρησιμοποιώμ αντλώ
draw out = κάνω ανάληψη
draw the line = βάζω ένα όριο
draw up = σταματώ, συντάσσω
draw up a chair = φέρε την καρέκλα σού κοντά
draw up at the traffic lights = σταματώ στα φανάρια
draw water = αντλώ νερό, βγάζω νερό
drawback = μειονέκτημα
drawer = συρτάρι
drawing = ζωγραφιά
drawing-room = γραφείο
drawn by α horse = τραβηγμένος από
dream = ονειρεύομαι, όνειρο
dreary = ζοφερός
drench = βρέχω, μουσκεύω
drenched = μούσεκμα
dress = φόρεμα, ντύνομαι, ντύνω
dress a wound = δένω μία πληγή
dress rehearsal = πρόβα τζενεράλε
dress the part = ντύνομαι κατάλληλα
dress up = μεταμφιέζομαι, ντύνομαι με τα καλά, στολίζομαι
dressed = ντυμένος
dressing = δέσιμο
dressing gown = ρόμπα
dressing table = τουαλέτα
dressmaker = μοδίστρα
dressy = λουσάτος
drew = τράβηξα, έσυρα, ζωγράφισα
dribble = ντριμπλάρω, μου τέχουν τα σάλια, καταβρέχω
dried mackerel = τσίρος
drift = παρασύρομαι, παραδέρνω
driftwood = επιλέοντα ξύλα
drill = άσκηση, τροχός, τριβελίζω, κάνω γεώτρηση, τρυπώ
drill bit = μύτη τρυπανιού
drill string = διατρητική στήλη
drillship = πλοίο γεωτρήσεως
drink = ποτό, πίνω, το κοπανάω
drink to = πίνω στην υγεία
drink to the health = κάνω σε υγεία με
drinking = πόσιμο
drip = σταλάζω, στάζω
dripping = που στάζει
drive = οδηγώ
drive a car = οδηγώ αυτοκίνητο
drive away = διώκω
drive in = μπήγω
drive into = τρακάρω
drive mad = κουζουλαίνω
drive out = εκδιώκω
drive round the twist = κουζουλαίνω
drivel = μωρολογώ
driven in = μπηχτός
driver = οδηγός
driving = οδήγηση
driving condition = συνθήκες οοδήγησης
driving licence = άδεια οδήγησης
drizzle = ψιλοβρέχω, ψιλοβροχή, ψιλόβροχο, ψιλοβρόχι, ψιχάλα
drizzly = με ψιλόβροχο
dromedary = δρομάς
drone = κηφήνας, βουίζω
drop = μου πέφτει, μειώνομαι, σταγόνα, ρανίδα, ρίχνω
drop a hint = υπαινίσσομαι
drop anchor = ρίχνω την άγκυρα
drop by = περνώ από
drop in = πετάγομαι να δω κάποιο
drop off = αποκοιμάμαι
drop out = τελειώνω το σχολείο πρόωρα
droplet = σταγονίτσα
droppings = περιττώματα
drops = σταγόνες
drought = ξηρασία
droves = πλήθη κόσμου
drown = πνίγομαι (σε νερό), πνίγομαι
drown out = σκεπάζω (ήχο)
drowning = πνιγμός
drowsiness = νύστα
drowsy = μαχμουρλής, νυσταγμένος
drubbing = διασυρμός
drudgery = αγγαρεία
drug = ναρκωτικό
drug abuse = κατάχρηση ναρκωτικών
drug trafficking = εμπόριο ναρκωτικών
drugs = ναρκωτικά
drugstore = φαρμακείο
drum = ταμπούρλo, ταμπουρλό, τύμπανο
drummer = ντραμίστας, τυμπανιστής
drumstick = τουμπανόξυλο
drunk = μεθυσμένος, φέσι
drunk driver = μεθυσμένος οδηγός
drunkard = μεθύστακας
drunken = μεθυσμένος
dry = ξηρός, στεγνός
dry rot = ερυθρά σήψη του ξύλου
dry up = τελείωνω, στεγνώνω, στερεύω
drydock = δεξαμενίζω
drying = στέγνωμα
dual = διπλός, δυϊκός
dub = μεταγλωττίζω, επονομάζω, επονομάζω
Dublin Bay prawn = καραβίδα
duchess = δούκισσα
duchy = δουκάτο
duck = σκύβω, πάπια
ductibility = ελατότητα
dude = άνθρωπος
due = πρέπων, απαιτούμενος
due respect = ο προσήκων σεβασμός
due to = εξ αιτίας
duel = μονομαχία
duet = ντουέτο
duke = δούκας
dull = πληκτικός, μουντός, μουχρός, βαρετός, ανούσιος
duly = δεόντως
dumb = μουγγός, χαζός
dummy = πιπίλα, κούκλα βιτρίνας
dump = πετώ, ρίχνω, ξεφορτώνομαι
dun = σκούροο γκρι
dunce = κούτσουρο, τούβλο
dune = αμμόλοφος
dung = καβαλλίνα, κοπριά
dungarees = φόρμα από τζίν
dungeon = μπουντρούμι
dunlin = λασποσκαλίδρα
dunnock = θαμνοψάλτης
duplex = διώροφη κατοικία, διώροφο διαμέρισμα
duplicate = εις διπλούν
duration = διάρκεια
during = κατά την διάρκεια
dusk = σουρούπωμα, λυκόφως, το μούχρωμα
dusky = μουχρός
dusky grouper = ροφός
dust = σκόνη
dust jacket = κουβερτούρα
dust respirator = απορροφητής κόνεως
dustbin = σκουπιδοτενεκές
duster = ξεσκονόπανο
dustman = σκουπιδιάρης
dustpan = φαράσι
dusty = θαμπός, σκονισμένος
Dutch = Ολλανδέζικος, Ολλανδοί
duties = καθήκοντα
duty = καθήκον, δασμοί
duty-free = αφορολόγητος
duty bound to = υποχρεωμένος
duty free = αφορολόγητα
duvet = πάπλωμα
dwarf = νάνος, επισκιάζω
dwarves = νάνοι
dwell = διαμένω, κατοικώ
dwindle = συρρικνώνομαι
dwindling = φθίνουσα
dye = βάφω, χρωστική ουσία, βερνίκι
dyed eggs = βαμένα αυγά
dying = που πεθαίνει
dynamic = δυναμική
dynamite = δυναμίτης
dynamo = δυναμό
dynasty = δυναστεία
dysentry = δυσεντερία