English (Bb) to Greek

B.C. = Προ Χριστού, π.Χ.
babble = φλυαρώ, κελαρύζω, ασυναρτησίες
babe = μωρό, γκόμενα
baboon = βαβουίνος
baby = μωρό
babyhood = βρεφική ηλικία
babysit = κάνω τον μπείμπι σίτερ
babysitter = μπείμπι σιτερ
babysitting = το να κάνω τον μπείμπι σίτερ
baccalaureate = μπακαλορεά
baccarat = μπακαρά
bacchanalia = Βακχεία
bachelor = εργένης
bacilli = βακτήρια
bacillus = βακτήριο
back = ενισχύω, υποστηρίζω, υποστηρίζω, πλάτη, πίσω
back and forth = πάνω κάτω
back door = πίσω πόρτα
back into = μπαίνω με όπισθεν
back out = βγαίνω με όπισθεν
back out of = υποχωρώ
back to back = διαδοχικός, διαδοχικά, πλάτη με πλάτη
back to front = ανάποδα
back up = υποστηρίζω, υποστηρίζω, κάνω όπισθεν
backache = πόνος στην πλάτη
backbite = καταλαλώ
backboard = ακουμπιστήρι, ράχη
backbone = βασική υπηρεσία, σπονδυλική στήλη, κότσια
backdated = αναδρομικά
backdrop = φόντο
backfill tamper = συμπιεστής επίχωσης
backgammon = τάβλι
background = το φόντο
backing = συμπαράσταση
backside = πισινό, κώλος
backstage = παρασκήνια
backward = καθυστερημένος
backwards and forwards = πάνω κάτω
backyard = πίσω αυλή
bacon = μπέικον
bacteria = βακτηρίδια
bacterium = βακτηρίδιο
bad = κακός, άσχημος
bad-tempered = με κακή διάθεση, κακοκεφάτος
bad feeling = δυσαρέσκεια
bad luck = κακοτυχία
bad smell = αποφορά
bad tempered = εκνευρισμένος
bad weather = αντάρα
badge = διακριτικό γνώρισμα, κονκάρδα
badger = ασβός, παρενοχλώ
badgering = παρενόχληση
badly = άσχημα, κακά
badly behaved = ανάγωγος
badly brought up = ανάγωγος
badly written = άσχημα γραμμένος
badminton = παιχνίδι με ρακέτες και σαΐτα
baffle = προκαλώ σύγχυση
baffling = που σε σαστίζει, που σε φέρνει σε αμηχανία
bag = τσάντα
baggage handler = αχθοφόρος
baggage is = αποσκευές είναι
Baikal teal = κλωσσόπαπια
bail = χρηματική εγγύηση
bail out = πηδώ με αλεξίπτωτο
bailey = περιτείχισμα
bailiff = φρουρός, επιστάτης, διαχειριστής
Baillon's crake = νανοπουλάδα
bairn = παιδί
bait = δόλωμα
baker = φούρναρης, φουρνάρης
baker’s = φούρνος, αρτοπωλείο
balance = πλάστιγγα, ζυγαριά, ισοζύγιο, ισορροπία
balance beam = δοκός
balance sheet = ισολογισμός
balconies = μπαλκόνια
balcony = μπαλκόνι
bald = καραφλός, φαλακρός
balding = που φαλακραίνει
baleful = ολέθριος, απελπισμένος, θλιβερός
ball = κουβάρι, μπάλα
ball bearings = ρουλεμάν
ballad = μπαλάντα
ballast = σαβουρώνω, σαβούρα, έρμα, ερματισμός
ballerina = μπαλερίνα
ballet = μπαλέτο
ballet dancer = χωρευτής / χωρεύτρια μπαλέτου, χορεύτρια μπαλέτου
ballet shoes = παπούτσια μπαλέτου
balloon = μπαλόνι, αερόστατο
ballot box = κάλπη
ballpoint pen = στυλό διαρκείας
ballroom = αίθουσα χωρού
balls = αρχίδια, κότσια
balmy = γλυκός
ban = απαγόρευση, αποκλείω, απαγορεύω, αποκλεισμός
banality = πεζότητα
banana = μπανάνα
band = συγκρότημα. ομάδα, ταινία
bandage = επίδεσμος
bandwidth = εύρος ζώνη
bandy-legged = στραβοπόδαρος
bandy about = πιάνω στο στόμα, περνώ από στόμα σε στόμα
bandy jokes with = ανταλλάσσω αστεία
bang = βρόντος, κρότος, γδούπος, βροντώ
bang in the middle = καταμεσίς
banger = σαραβαλάκι
bank = τράπεζα, ανάχωμα, όχθη
bank clerk = υπάλληλος τράπεζας
bank officer = αξιωματικός τράπεζας
bankcruptcy = πτώχευση
banker = τραπεζίτης
banking = τραπεζική
banknote = χαρτονόμισμα
bankrupt = χρεοκοπημένος, χρεωκοπημένος
bankruptcy = χρεωκοπία
banned = απαγορευμένος
banner = λάβαρο
bannock = λαγάνα
banquet = συμπόσιο, πανδαισία
baptise = βαφτίζω
baptism = βάπτισμα
Baptist = Βαπτιστής
bar = μπαρ, εμποδίζω, κάγκελο, φράζω, ράβδος
bar-tailed godwit = ακτοτούρλι
bar of chocolate = πλάκα σοκολάτας, πλάκα σκολάτας
barbary partridge = βραχοπέρδικα
barbecue = ψησταριά
barbel = σκαρούνι
barber = μπαρμπέρης, κουρέας
barber΄s = κουρείο
bard = ραψωδός
bare = γυμνός
bare-facedly = ασύστολα
bare-headed = ξεσκούφωτος
bare ground = γυμνό έδαφος
bare neck = γυμνός λαιμός
bare one's teeth = δείχνω τα δόντια απειλητικά
barefoot = ξυπόλυτος
barely = σχεδόν καθόλου, μόλις και μετά βίας
bargain = τιμή ευκαιρίας, παζαρεύω
bargain for = παζαρεύω
bargaining = παζάρι
barge = μαούνα
baritone = βαρύτονος
bark = γαυγίζω, φλοιός, γαβγίζω
barking = γαύγισμα
barley = κριθάρι
barley sugar = κάντιο
barman = μπάρμαν
barn = αχυρώνας
barnacle = βάλανος
barnacle goose = ασπρομαγουλόχηνα
baron = βαρόνος
baroness = βαρόνη
baroque = με έντονη διακόσμηση, μπαρόκ
barracades = οδοφράγματα
barracks = στρατώνας
barracuda = λούτσος
barrel = βαρέλι, κάννη
barrel organ = λαντέρνα, λατέρνα
barren = στείρος, άκαρπος, άγονος
barren place = ξερότοπος
barricade = φράσσω, οδόφραγμα
barrier = εμπόδιο, μπάρα, φράγμα, φραγμός
barrow = τύμβος
Barrow's goldeneye = ισλανδική κουδουνόπαπια
bartender = μπάρμαν
base = βάθρο, ευτελής
baseball = μπέιζμπολ
baseball cap = καπέλο μπεϊσμπολ
baseband = φάσμα γραμμής, βασική ζώνη
basement = υπόγειο
baseness = ευτέλεια, προστυχιά
bashful = ντροπαλός, δειλός
basil = βασιλικός
basin = λεκάνη
basis = βάση
bask = λιάζομαι
basket = κοφίνι, καλάθι, πανέρι
basket weaving = καλαθοπλεκτική
basketball = μπάσκετ
basketwork = καλαθοπλεκτική
bass = μπάσος
basta = νισάφι
bastard = νοθός, τσογλάνι
bastion = προμαχώνας
bat = ρόπαλο, νυχτερίδα
batch = φουρνιά
batch command = ομαδική διαταγή
batch file = ομαδικό αρχείο
batch processing = επεξεργασία κατά δέσμες
bath = λουτρό, μπάνιο, μπανιέρα
bathe = κάνω μπάνιο, λούζομαι
bathmat = χαλάκι του μπάνιου
bathrobe = μπουρνούζι
bathroom = λουτρό
baths = λουτρά
baton = σκυτάλη
battalion = τάγμα
battered = στραπατσαρισμέμος
battery = μπαταρία, συστοιχία
battle = μάχη
battle with = πολεμώ
battlefield = πεδίο μάχης
battleship = θωρηκτό
bauxite = βοξίτης
bawler = φωνακλάς
bay = κόλπος
bayonet = ξιφολόγχη
bazaar = παζάρι
bazooka = μπαζούκα
be = διανύω, είμαι, βρίσκομαι
be a bit of a handful = είμαι ζωηρός
be a carrier = είμαι φορεύς
be a good omen = είμαι καλός οιωνός
be able to = είμαι σε θέση, δύναμαι, μπορώ
be about to = είμαι έτοιμος να
be affiliated to = προσκείμαι
be afflicted with = βασανίζομαι από
be afraid of = φοβάμαι
be after = επιδιώκω, αναζητώ
be against = είμαι κατά
be allowed to = επιτρέπομαι
be an accessory to = γίνομαι σύνεργος
be annealed = αναθερμαίνομαι
be appalled at = σοκάρομαι
be as right as rain = αισθάνομαι πάρα πολύ καλά
be ashamed of = ντρέπομαι
be at a dead end = βρίσκομαι σε αδιέξοδο
be at a loose end = δεν έχω τι να κάνω
be at a loss = τα έχω χαμένα, πελαγώνω
be at a low ebb = είμαι πεσμένος
be at ease = αισθάνομαι άνετα
be at large = παραμένω ασύλληπτος
be at loggerheads with = είμαι στα μαχαίρια με
be at odds with = καβγαδίζω, είμαι σε διάσταση με
be at one's disposal = είμαι στη διάθεση κάποιου
be at one's wits' end = δεν ξέω τι να κάνω, τα έχω χαμένα
be at stake = διακυβεύομαι
be at the forefront = προπορεύομαι
be averse to = έχω αντιπάθεια, αντιπαθώ
be awarded = απονέμομαι
be awarded a certificate = μου απονέμουν πιστοποιητικό
be baffled = πελαγοδρομώ
be behind with = πηγαίνω πίσω
be believed to be = φέρομαι
be bitten by the bug = είμαι τσιμπιμένος από
be bogged down = βρίσκομαι σε τέλμα
be bound to = είμαι βέβαιο ότι, είναι βέβαιο ότι
be bowled over = κοκαλώνω
be breathalysed = μου γίνεται αλκοτέστ
be buried = ενταφιάζομαι
be capped = κλείνομαι
be carried out = διεξάγομαι
be civilised = εκπολιτίζομαι
be compensated for = αποζημιώνομαι
be concerned about = νοιάζομαι για, προβληματίζομαι για
be concerned with = ασχολούμαι
be consolidated = εδραιώνομαι
be crushed = συνωστίζομαι, στριμώχνομαι
be cut out to be = είμαι πλασμένος για
be dashed against the rocks = εκσφενδονίζομαι στα βράχια
be decarburized = απανθρακώνομαι
be dedicated to = αφιερώνομαι σε
be defeated = νικιέμαι, ηττώμαι
be denitrogenized = απαζωτώνομαι
be devoid of = στερούμαι από
be devoted to = αφοσιώνομαι σε
be disposed = διατίθεμαι
be distant = απέχω
be down in the dumps = είμαι στις μαύρες μου
be dragged = σύρομαι
be drawn = τραβιέμαι
be drawn into = προσελκύομαι
be drawn to = προσελκύομαι
be driven mad = ξετρελαίνομαι
be electrocuted = παθαίνω ηλεκτροπληξία
be empowered to = είμαι εξουσιοδοτημένος να
be endemic = ενδημώ
be endowed with = είμαι προικισμένος
be enough = επαρκώ
be entitled to = έχω το δικαίωμα, δικαιούμαι
be equivalent = ισοδυναμώ
be established = εγκαθίσταμαι
be expecting a baby = περιμένω παιδί
be exposed = εκτίθεμαι
be extolled = εκθειάζομαι
be flatmates = συγκατοικώ
be fond of = μ'αρέσει
be fond of flirting = μ΄αρέσουν τα ξινά
be for = είμαι υπέρ
be formed = σχηματίζομαι
be foul-mouthed = βωμολογώ
be frank = ξαστερώνω
be free = είμαι ελεύθερος
be frightened = δειλιάζω
be furious = είμαι πυρ και μανία
be gifted = είμαι προικισμένος
be given to = είμαι επιρρεπής σε
be good at = επιτηδεύομαι
be greeted with derision = αντιμετωπίζω κάποιο χλευαστικά
be hard at it = δουλεύω εντατικά
be hopeful = ευελπιστώ
be humiliated = ταπεινώνομαι
be hungry = πεινώ
be impatient = αδημονώ
be in = είμαι στο σπίτι
be in a position to = είμαι σε θέση
be in a tantrum = έχω τις ζοχάδες μου
be in agony = υποφέρω πολύ
be in cohorts with = είμαι φατρία με, είμαι κλίκα με, συνομωτώ μαζί
be in danger = διακινδινεύω
be in debt to = οφείλω
be in deep thought = είμαι σε βαθιά περισυλλογή
be in doubt = αμφισβητώ
be in existence = υπάρχω
be in good health = είμαι καλά στην υγεία
be in heat = βαρβατεύω
be in jeopardy = διακινδυνεύω
be in labour = έχω τις ωδίνες του τοκετού, έχω τις ωδίνες του
be in limbo = βάζω στο χρονοντούλαπο
be in pain = πονώ
be in power = κυβερνώ, έχω την εξουσία
be in progress = συντελούμαι
be in search of = ψάχνω
be in someone΄s good graces = απολαμβάνω την εύνοια
be in store for = επιφυλλάσσω, επιφυλλάσσομαι
be in the doldrums = είμαι στις μαύρες μου
be in the limelight = είμαι στο προσκήνιο
be in the middle of = μεσώ
be in the pay of = δουλεύω για, εργάζομαι για
be in the red = έχω παθητικό
be in trouble = έχω ντράβαλα με
be in two minds = είμαι αναποφάσιστος
be inclined to = έχω διάθεση να, τείνω να
be incorporated in = ενσωματώνομαι, εντάσσομαι
be inert = αδρανώ
be inoculated against = εμβολιάζομαι
be interested = ενδιαφέρομαι
be interested in = ενδιαφέρομαι γιά, ενδιαφέρομαι για
be interred = ενταφιάζομαι
be involved in = εμπλέκομαι
be jammed = συνωστίζομαι
be keen on = ενδιαφέρομαι γιά
be keyed up about = αγωνιώ
be lacking in = μου λείπει
be laden with = είμαι φορτωμένος με
be laid out = προβλέπομαι
be legion = αφθονώ
be located = βρίσκομαι
be long in the tooth = δεν είμαι νέος πία
be low on = μου τελειώνει
be mad about = παθιάζομαι, παθιάζω
be made up of = αποτελούμαι
be married = είμαι παντρεμένος
be matched by = ανταγωνίζομαι
be mistaken = κάνω λάθος
be more than a match for = είμαι πολύ καλύτερος από, υπερτερώ
be no longer used = περιπίπτω σε αχρηστία
be obsessed = έχω έμμονη ιδέα
be obstinate = πεισματώνω
be off = είναι χαλασμένος, είμαι κλειστός, αναβάλλομαι
be on = είμαι ανοικτός
be on patrol = κάνω περιπολία
be on strike = απεργώ
be on stronger ground = είμαι σε καλύτερη θέση
be on the lookout for = ψάχνω για
be on the receiving end of = είμαι ο δέκτης
be on top of the w = αισθάνομαι πάρα πολύ καλά
be on trial = εκδικάζομαι
be on trial for = δικάζομαι
be one's first customer = κάνω σεφτέ σε
be opposed to = αντιτίθεμαι σε
be out = λείπω
be out of breath = μου κόβεται η ανάσα, είμαι λαχανιασμένος
be out of one's depth = τα 'χω χαμένα
be over the moon = πετώ από τη χαρά μου
be overrun = κατακλύζομαι
be overwhelmed = καταβάλλομαι
be pained by = στενοχωριέμαι από
be party to = είμαι διάδικος σε δίκη
be permitted to = επιτρέπομαι
be poisoned = δηλητηριάζομαι
be praised = εκθειάζομαι
be present = δίνω το παρόν
be present at = παραβρίσκομαι
be pressed = συνωστίζομαι
be programmed = είμαι προγραμματισμένος
be prominent = εξέχω
be proper = αρμόζω
be prosecuted = διώκομαι
be protected against = προστατεύομαι από
be pulled = τραβιέμαι
be put off by = αποθαρρύνομαι από
be quiet = καμώνομαι, σιωπώ
be ready for = είμαι έτοιμος για
be reflected = αντικατοπτρίζομαι
be resolved to = βάζω πείσμα να
be rolling in money = έχω λεφτά με τη σέσουλα
be roped together = συνδέομαι με σκοινιά
be sarcastic = σαρκάζω
be scared of = φοβάμαι
be scared stiff = φοβάμαι πολύ
be seriously injured = τραυματίζομαι σοβαρά
be set against = εναντιώνομαι
be short of = έχω έλλειψη από
be sick = κάνω εμετό
be situated = κείμαι
be slow on the uptake = αργώ να καταλάβω, δεν του κόβει
be so bold as to = λαμβάνω το θάρρος να
be sorry to = λυπάμαι
be spoiling for a fight = αμολάω το ζωνάρι μου για καβγά
be starving = λιμάζω
be stationed = υπηρετώ σε μία βάση
be stingy = τσιγκουνεύομαι
be stricken by = προσβάλλομαι από
be struck by = εντυπωσιάζομαι
be stumped = πελαγοδρομώ
be subject to = υποκείμαι σε
be sufficient = επαρκώ
be sullen = σκουντουφλιάζω
be swarming with = βρίθω
be taken aback = είμαι έκπληκτος, ξαφνιάζομαι
be taken in = ξεγελιέμαι, πιάνομαι κότσος
be thirsty = διψώ
be through = τελειώνω
be tired of = μπαφιάζω
be tossed about = κλυδωνίζομαι
be transplanted = μεταμοσχεύομαι
be trapped = παγιδεύομαι
be tried = εκδικάζομαι
be unable to = αδυνατώ
be ungrateful = φέρομαι με αχαριστία
be up against = βρίσκομαι αντιμέτωπος με
be up sharply = αυξάνομαι δραματικά
be up to one΄s neck in = πνίγομαι
be used to = είμαι συνηθισμένος σε
be wealthy = ευπορώ
be well-heeled = ευπορώ
be well aware = γνωρίζω καλά
be well off = ευπορώ
be willing = διατίθεμαι
be worried = τον ζώσουν τα φίδια
beach = αμμουδιά, ακτή, γιαλός
beacon = φάρος
bead = χάντρα
beady = χάντρινος
beak = ράμφος
beam = αχτίδα, δοκός, χαμογελώ ευτυχισμένα, καδρόνι
beam of light = ακτίνα του φωτός
bean = φασόλι
bean goose = χωραφόχηνα
bean soup = φασολάδα
beanpole = στήριγμα φασολιάς, τηλεγραφόξυλο
bear = αρκούδα, υποφέρω, γεννώ
bear a child = γεννώ ένα παιδί
bear a grudge = κρατώ κακία
bear a responsibility for = έχω την ευθύνη για
bear malice = εχθρεύομαι
bear no comparison with = δεν συγκρίνομαι με
bear the mark of = φέρνω το σημάδι, φέρνω την σφραγίδα
bear the same name as = έχω το ίδιο όνομα με
bear up = αντέχω
bear witness to = μαρτυρώ
beard = γένι, μούσι
bearded = μουσάτος, γενειοφόρος
bearded vulture = γυπαετός
bearer = κομιστής, φορέας
bearing = έδρανο, σχέση, στάση
bearings = προσανατολισμός
beast = κτήνος, ζώο
beat = δέρνω, νικώ, χτυπώ
beat an opponent = νικώ ένα αντίπαλο
beat the living daylights out = ρέβω κάποιο στο ξύλο
beat up = χτυπώ, δέρνω
beaten = νικώ, χτυπώ, δέρνω
beater = δάρτης
beating = παλλόμενος
Beaufort scale = κλίμακα Μποφόρ
beautician = αισθητικός
beautification = καλλωπισμός
beautified = καλλωπισμένος
beautiful = όμορφος
beauty = ομορφιά, καλλονή
beauty contest = καλλιστεία
beaver = κάστορας, δουλεύω σκληρά
became = γίνατε, γίναμε, έγινες, έγινε, έγιναν, έγινα
because = διότι, γιατί
because of = λόγω, εξ αιτίας
beckon = κάνω νόημα, γνέφω
become = αρμόζω, γίνομαι
become an accessory to = γίνομαι σύνεργος
become extinct = εξοντώνομαι
become furious = μανίζω
become impure = νοθεύομαι
become incarnate = ενανθρωπίζομαι
become purple = πορφυρίζω
become tedious = γίνομαι βαρετός
become useless = περιπίπτω σε αχρηστία
becoming = αρμόζων
bed = κρεβάτι
bed-sit = γκαρσονιέρα
bedclothes = σεντόνια και κουβέρτες
bedding = σεντόνια και κουβέρτες
bedevil = καταβασανίζω, ταλαιπορώ
bedridden = κατάκοιτος
bedrock = βραχώδες υπόστρωμα
bedroom = κρεβατοκάμαρα, υπνοδωμάτιο
bedside table = κομοδίνο
bedsit = γκαρσονιέρα, σαλόνι - υπνοδωμάτιο
bedspread = κάλυμμα κρεβατιού
bee = μέλισσα
beech = οξυά
beef = βοδινό
beef steak = βοδινή μπριτζόλα
beer = μπύρα
beet = τεύτλο
beetle = σκαθάρι
befall = συμβαίνω
before = πριν από, πριν, μπροστά από, προτού
before that = πριν από αυτό
before time = πρόωρα
beforehand = πριν, πιο πριν
beg = επαιτώ, ικετεύω, παρακαλώ, ζητιανεύω
beg for = ικετεύω
beg for forgiveness = ζητώ συγγνώμη
beg the question = αποφεύγω το πρόβλημα
began = άρχισα
beggar = ζητιάνος
begging = ικετευτικός
begin = αρχίζω
beginner = αρχάριος, ατζαμής
beginning = έναρξη, αρχή
begrudge = τσιγγουνεύομαι, φθονώ
begrudged = στυφνός
beguile = απατώ
behave = συμπεριφέρομαι
behaviour = συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο
behaviour towards = συμπεριφορά
behavioural difficulties = δυσκολίες στη συμπεριφορά
behead = καρατομώ
behind = πίσω από
behind one's back = κρυφά, πίσω από την πλάτη
behind the scenes = παρασκηνιακός
behold = ιδού
beige = μπεζ
being = όν
being a member = το να είναι κανείς μέλος
being available = το να είναι διαθέσιμο
being composed of = που αποτελείται από
being ill = καχεξία
being just = το να είναι δίκαιο
being overripe = παραγίνωμα
being readable = το να είναι ευανάγνωστο
being right = το να είναι δίκαιο
being thick skinned = παχυδερμία
beird = γενειάδα
belay = σχοινί
belch = ρεύομαι, ρέψιμο
belching = ρέψιμο
beleaguered = πολιορκημένος
Belgian = βελγικός, Βέλγος
Belgium = βελγικός, Βέλγιο
belief = πεποίθηση, πίστη
believe = πιστεύω
belittle = υποτιμώ
belittling = υποτμητικός
bell = κουδούνι, καμπάνα
bell-bottoms = καμπάνα
bell-ringing = κωδωνοκρουσία
bell used in monasteries = σήμαντρο
belligerent = εριστικός, φιλοπόλεμος, επιθετικός
bellow = μουγκρίζω
belong = ανήκω
belongings = υπάρχοντα
beloved = αγαπημένος
below = από κάτω, κάτω από
below zero = κάτω από το μηδέν
belt = ζώνη, ιμάντας
beluga whale = ασπροδέλφινο
bench = έδρα, πάγκος, έδρανο, παγκάκι
bend = καμπυλώνεται, γέρνω, στροφή, σκύβω
bend down = σκύβω να μαζέψω
bend over = σκύβω
beneath = από κάτω, κάτω από
beneath contempt = ανάξιος περιφρόνησης
benefactor = ευεργέτης
beneficial = ευεργετικός, επωφελής, ωφέλιμος
beneficiary = δικαιούχος
benefit = ωφέλεια, επωφελούμαι, όφελος, επίδομα, καρπώνομαι
benefit from = επωφελούμαι
benevolence = καλοσύνη, φιλανθρωπία
benevolent = συνετός, ευμενής, καλόβουλος, φρόνιμος
benign = καλοήθης, καλοκάγαθος, ήπιος
bent = κυρτός
bequeath = κληροδοτώ
bequeathal = κληροδότηση
bereaved person = τεθλιμμένο άτομο που
bereavement = απώλεια
beret = μπερές
berry = ρόγα, μούρο
berth = κρεββάτι πλοίου
beryl = βήρυλλος
beryllium = βηρύλλιο
beside = πλάι, δίπλα
besides = άλλωστε, εκτός από, έξον
besides that = εκτός από αυτά
besiege = πολιορκώ
best = ο καλύτερος, καλύτερος, νικώ
best friend = κολλητός, καλύτερη φίλη, καλύτερος φίλος
best man = κουμπάρος
best wishes = τις καλύτερες ευχές
bestow = παραχωρώ, παρέχω
bestseller = μπεστσέλερ
bestselling = που έγινε μπεστσέλερ
bet = στοίχημα, το παω στοίχημα, στοιχηματίζω
betoken = σημαίνω
betray = προδίδω
betrayed = προδομένος
better = καλύτερος, καλύτερος από
better safe than sorry = καλού-κακού
better still = ακόμα καλύτερο
between = μεταξύ
bevel = κόβω λοξά
bewail = μοιρολογώ
beware = φυλάξου
beware of = προσοχή
Bewick's swan = νανόκυκνος
bewildering = που σου φέρνει αμηχανία, που φέρνει ζάλη
bewilderment = σύγχυση
bewitch = θέλγω
beyond = πέρα από
beyond description = ανεκδιήγητος
beyond reasonable doubt = πέραν λογικής αμφιβολίας
beyond repair = αδύνατο να επιδιορθωθεί
bias = προκατάληψη
biased = προκατειλημμένος
bib = τραχιλιά
Bible = βίβλος
biblical = βιβλικός
biceps = δικέφαλος, ποντίκι
biconcave = αμφίκοιλος
bicycle = ποδήλατο
bid = αποπειρώμαι, απόπειρα, προσπάθεια, προσφορά
bid farewell to = αποχαιρετώ
bide one's time = καιροφυλακτώ
bidet = μπιντές
bifocal = διεστιακός
big = μεγάλος
big-breasted woman = βυζαρού
big brother = μεγάλος αδελφός
big dipper = το τρενάκι {στο λούνα-παρκ}
big eater = λιμάρης
big mouth = μεγαλοστομία
big talk = φούμαρα, μεγαλοστομία
big top = τέντα του τσίρκου
big wheel = ρόδα {στο λούνα-παρκ}
bigamist = δίγαμος
bigamy = διγαμία
bigspender = κουβαρντάς
bike = ποδήλατο
bikini = μπικίνι
bilateral = διμερής
bile = χολή
bile duct = χοληφόρος αγωγός
bilingual = δίγλωσσος
bilious = πικρόχολος
bill = λογαριασμός, νομοσχέδιο, ράμφος
Bill of attainder = διάταγμα στέρησης
bill of lading = φορτωτική
billet doux = ραβασάκι
billiards is = μπιλιάρδο
billion = δισεκατομμύριο
billionnaire = δισεκατομμυριούχος
billow = κινούμαι κυματοειδώς
bills = λογαριασμοί, νομοσχέδια
billy goat = τράγος
bin = κάδος
bin liner = σακκούλα σκουπιδοτενεκέ
binary = δυαδικός
bind = βιβλιοδετώ, δένω, πεδικλώνω, δεσμεύω
binding = δέσιμο, δεσμευτικός
bingo = μπίνγκο
binoculars = κυάλια
bioavailability = βιοδιαθεσιμότητα
biodegradable = βιοαποσυντιθέμενος
biodiversity = ποικιλία ζωικών μορφών
biographer = βιογράφος
biography = βιογραφία
biologist = βιολογικός
biology = βιολογία
biomedical = βιοιατρικός
biopsy = βιοψία
biosphere = βιόσφαιρα
biplane = διπλάνο
birch = σημύδα
birch bark = φλοιός από σημύδα
bird = κόμματος, πουλί
bird of passage = διαβατάρικο πουλί
bird of prey = αρπακτικό πουλί
birth = γέννηση, γέννα
birth certificate = πιστοποιητικό γέννησης
birth rate = ποσοστό γεννήσεως
birthday = γενέθλια
birthday greetings = ευχές γιά τα γενέθλια
birthplace = τόπος γεννήσεως
biscuit = μπισκότο
biscuits = μπισκότα
bisect = διχοτομώ
bishop = επίσκοπος
bit = δυαδικό ψηφίο, στόμιο χαλιναριού, φίμωτρο
bit by bit = μάνι μάνι
bitch = σκύλα
bite = δαγκώνω, δάγκωμα, τσίμπημα
bite one's nails = τρώω τα νύχια μου
bitter = δριμύς, πικρός
bitter pill = φαρμάκι
bitterly = τσουχτερός, με πικρία, πικρά
bitterly cold = με τσουχτερό κρύο
bittern = τρανομουγκάνα
bitterness = πικράδα
bivalve = δίθυρος
bivouac = καταυλισμός
bizarre = εκκεντρικός
black = μαύρος
black and white photo = ασπρομαύρη φωτογραφία
black and white television = α/μ τηλεόραση
black elder = κουφοξυλιά
black francolin = φρανκολίνος
black grouse = λυροπετεινός
black guillemot = κέπφος
black headed gull = καστανοκεφαλόγλαρος
black hole = μαύρη οπή
black humour = μαύρο χιούμορ
black kite = τσίφτης
black market = μαύρη αγορά
black marketeer = μαυραγορίτης
black necked grebe = μαυροβουτηχτάρα
black sheep of the family = απολωλό πρόβατο
black stork = μαυροπελαργός
black tailed godwit = οχθοτούρλι
black throated diver = λαμπροβούτι
black vulture = μαυρόγυπας
black widow = μαύρη χήρα
black winged kite = έλανος
black winged pratincole = μαυρονεροχελίδονο
black winged stilt = καλαμοκανάς
blackbird = κότσυφας
blackboard = μαυροπίνακας
blacken = αμαυρώνω
blackleg = απεργοσπάστης
blackmail = εκβιασμός, εκβιάζω
blackmailer = εκβιαστής
blackout = αμαύρωση όρασης στην πτήση
bladder = κύστη
blade = λεπίδα, λάμα
blam = κατηγορώ
blame for = κατηγορώ για
blaming = που κατηγορεί
bland = άνοστος
blank = άγραφτος, κενό, λευκός, άγραφος, ανέκφραστος
blank cartridge = άσφαιρο φυσίγγι
blank cheque = εξουσιοδότηση εν λευκώ
blank spaces = κενά
blanket = κουβέρτα, σκεπάζω
blankly = άδεια, ανέκφραστα
blanks = άσφαιρα φυσίγγια
blast = ριπή ανέμου, έκρηξη, εκρητικό κύμα
blast furnace = υψικάμινος
blastula = βλαστίδιο
blatant = χονδροειδής
blatantly = κατάφορα
blaze = ανάφλεξη, φλόγες, πυρκαγιά
bleach = λευκαντικό, χλωρίνη
bleak = γυμνός, ανεμοδαρμένος, σίρκο
bleat = βληχώμαι, βελάζω
bleed = αιμορραγώ, ματώνω
bleeding = αιμοραγία
blemish = στίγμα, ψεγάδι, αμαυρώνω
blend = αναμιγνύω
blender = μίξερ
bless = ευλογώ
bless you ! = υγείτσες
blessed = ευλογημένος
blessed are the poor in spirit = μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι
blessed with = ευλογημένος
blessing = ευλογία
blessing in disguise = απρόσμενο καλό
blind = θαμπώνω, τυφλός, στοράκι
blind alley = αδιέξοδο
blind rage = τυφλή οργή
blinding = εκτυφλωτικός
blindly = με κλειστά τα μάτια, τυφλά
blindness = τύφλωση
blink = αναβοσβήνω, ανοιγοκλείνω τα μάτια
blinkers = παρωπίδες
bliss = ευδαιμονία
blissful = ευτυχής
blister = φούσκα, φλυκταίνα, φουσκάλα
blithe = ευτυχής
blizzard = θύελλα, χιονοθύελλα
blob = ρανίδα
bloc = συνασπισμός, μλοκ
block = τετράγωνο {πόλης}, στηρίγματα, φραγμός, μλοκ
block of flats = πολυκατοικία, πολυκατοικίες, διαμερίσματα
block of stone = ογκόλιθος
blockbuster = ταινία που σπάει τα ταμεία
blocked = φραγμένος, βουλωμένος
blocker = αναστολή
blockhead = στουρνάρι
blond = ξανθός
blonde = ξανθός
blood = αίμα
blood cell = αιμοσφαίριο
blood corpuscle = αιμοσφαίριο
blood count = αιματοκρίτης
blood donor = αιμοδότης
blood is thicker than water = το αίμα νερό δεν γίνεται
blood poisoning = πυαιμία
blood pressure = πίεση του αίματος
blood sample = δείγμα αίματος
blood transfusion = μετάγγιση αίματος
blood vessel = αιμοφόρο αγγείο
bloodless = αναίμακτος
bloodshed = αιματοχυσία
bloodshot = ερεθισμένος, κόκκινος
bloody = αιματηρός, κώλο-
bloom = ανθίζω, άνθος
blooming = που ανθοβολεί, άνθισμα
blossom = άνθος, ανθίζω
blot = αμαυρώνω
blotting paper = στουπόχαρτο, ατυπόχαρτο
blouse = μπλούζα, γυναικείο πουκάμισο
blow = φυσώ, χτύπημα, χτυπήμα
blow down = καταρρές, καταρρέω
blow dry = στεγνώνω με το πιστολάκι
blow fly = μύγα μπλε του κρέατος
blow one΄s horn = κορνάρω
blow over = ξεθυμαίνω
blow up = ανατινάζω, φουσκώνω, εκρήγνυμαι
blue = μπλε
blue ling = μουρούνα
blue whale = γαλάζια φάλαινα
blue winged teal = γαλαζοφτερόπαπια
bluebottle = μύγα μπλε του κρέατος
blueprint = κυανοτυπία, πρωτότυπο
blues = μπλουζ
bluff = απότομος γκρεμός, ντόμπρος, ευθύς, μπλόφα
bluffness = φιλική ντοπροσύνη
blunder = κάνω γκάφα, γκάφα, πέφτω άτσαλα πάνω σε
blunt = απότομος, μονοκόμματος, αμβλώνω, αμβλύς
blurred = θολωμένος, θολός
blurt out a stupid remark = πετώ κοτσάνα
blush at = κοκκινίζω
bluster = λεονταρισμός
blustering = μαινομένος, λυσσαλέος
blustery conditions = ανεμοζάλη
boa = βόας
boar = κάπρος, χοίρος
board = διατροφή σε ξενοδοχεί, σανίδα, επιβιβάζομαι
board game = επιτραπέζιο παιχνίδι
board of directors = διοικητικό συμβούλιο
board over = κλείνω με σανίδες
board up = σανιδώνω
boarder = οικότροφος μαθητής
boarding = σανίδωμα
boarding house = πανσιόν
boarding pass = κάρτα επιβιβάσεως
boarding school = οικοτροφείο
boardroom = αίθουσα συμβουλίου
boast = περιφανεύομαι, καύχημα, καυχιέμαι
boast about / of = καυχιέμαι
boastful = καυχώμενος
boasting = λεονταρισμοί, μεγαλοστομία, μεγαλορρημοσύνη
boat = βάρκα
boathouse = λεμβοστάσιο
boatrace = λεμβοδρομία
boatswain = ποδότης
bob = ανεβοκατεβαίνω, πλεξούδα, αναπηδώ
bodice = κορσάζ
bodies = φορείς
bodily = σωματικά
body = σώμα
body building = μπόντι μπίλντινγκ
bodyguard = σωματοφύλακας
bodywork = αμάξωμα
bog = βάλτος, έλος
bogeyman = μπαμπούλας
bohemian = μποέμ, βοημικός
boil = βράζω
boil [skin] = καλόγερος
boiled = βραστός
boiled wheat = κόλλυβα
boiler = καυστήρας, καζάνι
boiling = που βράζει, χόχλασμα
bold = γενναίος, θαρραλέος, τόλμημα, έντονος
boldly = θαρραλέα, γενναία
boldness = τόλμη
bolero = μπολερό
bolt = αφηνιάζω, βίδα που σφίγγει με παξιμάδι
bomb = βόμβα
bomb attack = βομβιστική επίθεση
bombard = βομβαρδίζω, κατακλύζομαι, κατακλύζω
bombardment = βομβαρδισμός
bombast = μεγαλορρημοσύνη
bombastic = εξεζητημένος
bomber = βομβιστής, βομβαρδιστικό αεροπλάνο
bomber jacket = μπουφανάκι
bombing = βομβιστική επίθεση, βομβαρδισμός
Bonaparte's gull = γλάρος του Βοναπάρτη
bond = δεσμός, συγκολώ, συνδέω, συγκολλώ, ομόλογο
bonds = δεσμοί, δεσμά, ομόλογα
bone = οστούν, κόκκαλο, κόκαλο
bone marrow = μεδούλι, μυελός
bone of contention = μήλο της έριδος
Bonelli's eagle = σπιζαετός
bonito = παλαμίδα
bonnet = καπό, καπώ, πίλος, γυναικείο καπέλο
bonus = πριμ
bonuses = επιδόματα
boo = αποδοκιμάζω
boob = βυζιά
booing = η πρόγκα
book = βιβλιάριο, βιβλίο, καπαρώνω, κλείνω θέσω
book-keeping = λογιστική
book a passage to = κλείνω θέση
bookcase = βιβλιοθήκη
booklet = βιβλιαράκι, φυλλάδιο
bookmark = σελιδοδείκτης
bookseller = βιβλιοπώλης
bookshelf = ράφι βιβλιοθήκης
bookshop = βιβλιοπωλείο
bookstore = βιβλιοπωλείο
boom = οικονομική άνθηση, έξαρση
booming = πολύ ανοδικός, που βροντά, τρανταχτός
boorish = αγροίκος
boost = αυξάνω, ενισχύω, ανεβάζω
boot = μπότα, πορτ-μπαγάζ
booted eagle = σταυραετός
booth = παράπηγμα, θάλαμος, πάγκος
boots = μπότες
booty = λάφυρα
borage = βούγλωσσο
border = μεθόριος, σύνορο, ρέλι
border on = συνορεύω, εγγίζω
borderline = οριακός, παραμεθόριος
bore = βαρετός άνθρωπος, πλήττω, διατρυπώ
bore hole = πηγάδι
boredom = βαρεμάρα, οκνηρία
borehole = οπή, γεώτρηση
boring = βαρετός
born = γενημένος
borrow = δανείζομαι
borrower = δανειζόμενος
Bosnia = Βοσνία
bosom buddy = επιστήθιος φίλος
boss = αφεντικό, κάνω το αφεντικό
bossy = αυταρχικός
botched work = άρπα-κόλλα
both = και οι δυο
both ... and = τόσο .... όσο
both ..... and = καί ..... και
both of them = και οι δυο τους
bother = ενοχλούμαι, κόπος, ενοχλώ, σκοτίζομαι
bother about = νοιάζομαι
bottle = εμφιαλώνω, μπουκάλι
bottle-feedίng = τάισμα με μπιμπερό
bottle bank = κέντρο ανακύκλωσης μπουκαλιών
bottling = εμφιάλωση
bottom = πάτος
bottom fish = ψάρια του βυθού
bottom line = τελική ανάλυση
bottom pollan = κορέγονος
bottomless = απύθμενος, άπατος
boulder = κοτρόνι
bounce = μπιστάω, κάνω γκελ, γκελ
bouncer = τραμπούκος, μπράβος
bouncing = που μπιστάει
bound = δεμένος, σιδηροδέσιμος
boundary = σύνορο, όριο
bounty = επίδομα, πριμοδότηση
bouquet = μπουκέτο
bow = κόμπος, φιόγκος, τόξο, υποκλίνω
bow tie = παπιγιόν
bow to = υποκλίνομαι
bow window = τοξωτό παράθυρο με καθίσματα
bowels = έγκατα
bowl = μπολάκι
bowler = ρεπούμπλικο, καπέλο ντέρμπυ, ένα σκληρό
bowler hat = ρεπούμπλικα
bowling = μπόουλινγκ
bows = πλώρη
box = πυγμαχώ, κάσα, κουτί
box office = εκδοτήριο εισιτηρίων θεάτρου
box office hit = εμπορική επιτυχία
box on the ears = ράπισμα
boxer = πυγμάχος
boxer shorts = σκελέα
boxing = πυγμαχία
Boxing Day = 26 Δεκεμβρίου
boxing gloves = γάντια πυγμάχου
boy = αγόρι
boycott = μποϋκοτάρω
boyfriend = γκόμενος
boyish = αγορίστικός
boyo = παιδί, μικρέ
bozo = βλάκας, μπούφος, χαζός
bra = σουτιέν, περιστήθιο
bracelet = βραχιόλι
braces = σιδεράκια, τιράντες, αντιστηρίγματα
brachiosaurus = βραχιοσαύρος
bracing = τονωτικός
bracken = φτέρη
bracket = αγκύλη
brackish = γλυφός
brag = κομπάζω, καυχιέμαι
braggart = μεγαλορρημόνας, καυχησιάρης
braid = ρελιάζω, κοτσίδα, πλέκω
brain = εγκέφαλος
brain stem = στέλεχος εγκεφάλου
braindead = κλινικά νεκρός
brainless = ανεγκέφαλος, άμυαλος
brainstorming = καταιγισμός ιδεών
brainteaser = σπαζοκεφαλιά
brainwash = κάνω πλύση εγκεφάλου
brainwave = φαεινή ιδέα, επιφοίτηση
brake = τροχοπεδώ, φρενάρω, φρένο
brake block = τακάκι
brake pedal = τροχοπέδη, φρένο
braking = φρενάρισμα
braking distance = απόσταση φρεναρίσματος
bramble = βάτος
bran = πίτυρο, πίτουρο
branch = κλαδί, κλάδος, υποκατάστημα
branch-line = επαρχιακή γραμμή
brand = στιγματίζω, σφραγίδα, μάρκα
brand new = της κούτας
brandish = σείω, κραδαίνω
brandy = μπράντι, κονιάκ
brash = αυθάδης
brass = μπρούτζος
brasserie = μπυραρία
brassiere = σουτιέν
brat = βρομόπαιδο
bravado = νταηλίκι, λεονταρισμοί, παλικαρισμός
brave = γενναίος
brave the elements = αψηφώ την κακοκαιρία
brawl = συμπλέκομαι
bray = γκαρίζω
brazen = ασύστολος
brazier = φουφού
Brazil = Βραζιλία
Brazilian = βραζιλιάνος
breach = ρήγμα, παραβιάζω, αθετώ, παραβίαση
breach in a relationship = ρήξη σε σχέσεις, ρήξη
breach of formality = παρατυπία
breach of the peace = διατάραξη της κοινής ησυχίας
bread = ψωμί
breaded = πανέ
breadfruit tree = αρτοφόρο δένδρο
breadth = φάρδος
break = διάλλειμα, σπάζω, αντεπίθεση, διάλειμμα
break away = ξεφεύγω από, δραπετεύω
break down = κλονίζομαι, χαλώ
break in = διακόπτω, διάρρηξη
break into = κάνω διάρρηξη
break off = χαλάω δεσμούς
break one's word = αθετώ τον λόγο
break out = εκδηλώνομαι, ξεσπώ
break the speed limit = παραβιάζω το όριο ταχύτητας
break up = τελειώνω, τα χαλάω με
breakdown = ρήξη, νευρικός κλονισμός
breakfast = πρωινό, το πρωινό
breakout = δραπέτευση
breakthrough = σημαντική πρόοδος
bream = αβραμίδα, λεστία
breast = στήθος
breast-feeding = θήλασμα
breasts = στήθη
breath = ανάσα, αναπνοή
breath one's last = πνέω τα λοίσθια
breath one's last breath = πνέω τα λοίσθια
breathalyser test = αλκοτέστ
breathe = αναπνέω
breathe in = εισπνέω
breathe out = εκπνέω
breathing problems = αναπνευστικά προβλήματα
breathtaking = που σου κόβει την ανάσα
breech = ουραίο
breeches = περισκελίδα, παντελόνι
breed = γεννοβολώ, αναπαράγω, ράτσα
breeder = εκτροφέας
breeding = αναπαραγωγή
breeding ground = τόπος αναπαραγωγής
breeding programme = πρόγραμμα αναπαραγωγής
breeding season = περιόδος αναπαραγωγής
breeze = αεράκι, αύρα
breezy = χαρωπός, κεφάτος
Brent goose = δαχτυλιδόχηνα
brethren = αδελφοί
Breton = βρετονικός, Βρετόνος
brevity = συντομία
brew = βράσιμο, μαγειρεύω, ποτό, βράζω
brewer = ζυθοποιός
brewery = ζυθοποιία, ζυθοποιείο
briar = ρείκι
bribe = λουφές, λεφτά για δωροδοκία
bribery = δεκασμός, λάδωμα, δωροδοκία
brick = τούβλο
bricklayer = κτίστης
bridal = της νύφης, γαμήλιος
bride = νύφη
bridegroom = γαμπρός
bridesmaid = παρανυφάκι
bridge = γέφυρα, γεφυρώνω
bridgehead = προγεφύρωμα
bridle = χαλινώνω, χαλινάρι, χαλιναγωγώ
brief = σύντομος
briefcase = χαρτοφύλακας
briefing = ενημέρωση
briefly = κοντολογίς, σύντομα
brigade = ταξιαρχία
brigadier = ταξίαρχος
bright = λαμπερός, υποσχόμενος
brightly = λαμπερά, λαμπρά
brightness = φωτεινότητα
brilliant = λαμπερός, φανταστικός, έξοχος
brim = περιστόμιο, χείλος
bring = φέρνω
bring a legal action = ενάγω
bring about = προκαλώ, προξενώ
bring an action = κάνω αγωγή
bring back = φέρνω πίσω
bring down = προκαλώ την πτώση
bring down to = κατεβάζω
bring forward = φέρνω μπροστά
bring in = αποφέρω
bring pressure to bear on = ασκώ πίεση σε
bring round = επαναφέρω
bring to a halt = βάζω τέλος σε
bring to justice = διώκω ποινικά
bring to pass = πραγματοποιώ
bring to the notice of = φέρνω στην προσοχή του
bring under the heading of = υπάγω
bring up = φέρνω προς συζήτηση, ανατρέφω
brinkmanship = ακροβατισμός
brinksmanship = ακροβατισμός
brio = μπρίο
briskly = γοργά
bristle = τρίχα, ορθώνω τις τρίχες, ανατριχιάζω
Britain = Βρετανία
British = Βρετανός
brittle = εύθραυστος
brittleness = ψαθυρότητα
broad = ευρύς, φαρδύς
broad billed sandpiper = μπεκατσινοσκαλίδρα
broad shouldered = με πλατείς ώμους
broad sword = ρομφαία
broadband = ευρεία ζώνη
broadcast = εκπέμπω, μεταδίδω τηλεοπτικά, μεταδίδω
broadcasting = εκπομπή, μετάδοση
broaden one's horizons = διευρύνω τους ορίζοντές μου
broadening = διεύρυνση
broader = πιο φαρδύς
broadly speaking = σε γενικές γραμμές
broadminded = προοδευτικός, ανεκτικός
brocade = χρυσοποίκιλτο ύφασμα (μπροκάρ
broccoli = μπρόκολο
brochiole = βρογχιόλιο
brochure = ενημερωτικό φυλλάδιο, διαφημιστικό φυλλάδιο
broke = άφραγγος, μπατίρης, λιγούρης
broken = σπασμένος, χαλασμένος
broker = χρηματομεσίτης, μεσίτης
bromide = βρομιούχος
bromine = βρόμιο
bronze = μπρούτζος
Bronze Age = εποχή του χαλκού
bronze medal = χαλκό μετάλλιο
brooch = καρφίτσα, πόρπη
brood = μελαγχολώ, τσούρμο, γενεά νεοσσών
brood over = συλλογίζομαι, σκέφτομαι
brooding = επώαση
brook no delay = δεν επιδέχομαι αναβολή
broom = αφάνα, σκούπα (όχι ηλεκτρική), σκούπα
broomstick = σκουπιδόξυλο
brother = αδελφός, αδερφός
brother-in-law = κουνίαδος, γαμπρός
brother in law = μπατζανάκης
brothers-in-law = κουνιάδοι
brought = έφερα
brow = φρύδι
brown = καστανός, καφέ
browse = βόσκω
browse through = ξεφυλλίζω
bruise = μελανιάζω, μελανιά, μώλωπας
bruised = μαυρισμένος
bruising = μελάνιασμα
brush = σκούπα, πινέλο, βούρτσα, βουρτσίζω
brush and pan = σκούπα καί φαράσι
brush fire = πυρκαγιά θάμνων
brush the dust off = ξεσκονίζω
brush up on = ξεσκονίζω
brusque = απότομος
brusquely = κοφτά
brutal = θηριώδης, κτηνώδης
brutalise = αποκτηνώνω
brutality = κτηνωδία
brutally = σκληρά, βάναυσα
brute = κτήνος
brutish = κτηνώδης
bubble = φουσκάλα, φυσαλλίδα, φούσκα, παφλάζω
bubonic plague = βουβωνική πανούκλα
buck = αρσενικός λαγός
buck-toothed = με δόντια σαν το λαγό
buck up = σπεύδω, παίρνω κουράφγιο, ενθαρρύνομαι
bucket = κουβάς
bucolic = βουκολικός, ποιμενικός
bud = μπουμπούκι, πρωτοεμφανίζομαι
budding = νεαρός, που βγάζει μπουμπούκια, ανερχόμενος
buddy = φιλαράκος, κολλητός
budge = κινούμαι, κάνω πίσω
budget = προϋπολογισμός
budgetary control = διαχειριστικός έλεγχος
budgie = παπαγαλάκι
buff breasted sandpiper = τρυγγίτης
buffalo = βούβαλος
buffer = περιοχή προσωρινής μνήμης, ασπίδα
buffet = μπουφές
buffet car = βαγόνι εστιατόριο
bug = μαμούδι, ζουζούνι
bugger = τσογλάνι
buggery = σοδομία, κτηνοβασία
buggy = αμαξάκι
bugle = σάλπιγγα
build = μπόι, χτίζω, ανάστημα, κορμοστασιά
build on = χτίζω σε
build up = αναπτύσσω
builder = χτίστης, κτίστης, οικοδόμος
building = κτήριο, χτήριο
building site = εργοτάξιο, οικόπεδο
buildings = χτήρια
built = χτισμένος
built-up area = κατοικημένη περιοχή
bulb = βολβός, γλόμπος
Bulgaria = Βουλγαρία
Bulgarian = Βουλγαρία, Βούλγαρος
bulge = διογκώνω
bulging = φουσκωμένος, διογκωμένος
bulk = το κύριο μέρος
bulk buying = χονδρική αγορά
bulkhead = μπουλμές, φρακτή, διάφραγμα
bull = ταύρος, βούλα
bull's eye = διάνα
bulldog = μπουλντόγκ
bulldozer = μπουλντόζα
bullet = σφαίρα
bullet-proof = αλεξίσφαιρος
bulletin = δελτίο
bullfight = ταυρομαχία
bullion = χρυσός
bully = θρασύδειλος, νταής
bulwark = μετερίζι
bum = μόρτης
bumble bee = μπάμπουρος, αγριομέλισσα
bump = κύρτωμα, κραδασμός, καρούμπαλο
bump into = συγκρούω, συγκρούομαι, κουτουλώ, πέφτω πάνω σε
bumper = προφυλακτήρας
bumpers = προφυλακτύρες, προφυλακτήρες
bun = κότσος
bunch = τσαμπί, δέσμη, μάτσο
bundle = δεσμίδα, σωριάζω, μάτσο, τσουβαλιάζω, δέσμη
bungalow = μπανγκαλόου
bunk bed = διώροφο κρεβάτι
buoy = σημαδούρα
bur = κολλιτσίδα
burden = φορτώνω, ζαλίκι, βάρος, φορτίο
burden of proof = βάρος αποδείξεως
burdened = φορτωμένος με, με το βάρος του κάτι
burdock = κολλιτσίδα
bureaucracy = γραφειοκρατία
bureaucrat = γραφειοκράτης, γραφειοκρατία
bureaucratic = γραφειοκρατικός
burglar = διαρρήκτης
burglary = διάρρηξη
burgle = διαρρηγνύω
burial = ταφή, ενταφή
burly = γεροδεμένος, εύσωμος
burn = καίω
burn down = κατακαίω
burnt = καίω
burp = ρεύομαι, ρέψιμο
burping = ρέψιμο
burrow = κουνελοφωλιά, σκάβω, ανοίγω τρύπα
burst = σπάω, ξέσπασμα, ξεσπώ
burst into = ορμώ, ξεσπώ
burst into tears = ξεσπώ σε δάκρυα
burst out into tears = ξεσπώ σε δάκρυα / γέλια
bursting = πού σκάει
bury = ενταφιάζω, θάβω
bus = λεωφορείο
bus-stop = στάση λεωφορείου
bus conductor = εισπράκτορας
bus stop = στάση
bush = θάμνος, θαμνώδης έκταση, ουρά αλεπού
bushel = μόδι
bushes = θάμνοι
busines = νταραβέρι
business = δουλειές, επιχείρηση, υπόθεση, δουλειά
business stagnation = κεσάτι
busk = τραγουδώ στο δρόμο για λεφτά
busker = υπαίθριος τραγουδιστής
bust = προτομή
bustle with = πηγαινοέρχομαι βιαστικά
bustling = σφριγεί από ζωή, βιαστικός
busy = με πολλή κίνηση, απασχολημένος
busy oneself with = καταγίνομαι
but = αλλά, όμως
but for = αν δεν ήταν για
butcher = σφάζω, κρεοπώλης, χασάπης
butcher’s = κρεοπωλείο
butt = κουτουλώ, κοντάκι
butter = βούτυρο
butterfly = πεταλούδα
button = κουμπί
buy = αγοράζω
buy dirt cheap = αγοράζω κάτι κοψοχρονιά
buyer = αγοραστής
buyer's market = αγορά του αγοραστή
buying off = εξαγορά
buzz = βομβώ
buzzard = ποντικοβαρβακίνα
buzzing = που βουίζει
by = από
by-passing = παράκαμψη
by accident = τυχαία, κατά λάθος
by air = αεροπορικώς, με αεροπλάνο
by airmail = αεροπορικώς
by all accounts = κατά τα λεγόμενα όλων
by all means = παρακαλώ
by and by = με τη πάροδο του χρόνου, σιγά-σιγά
by birth = κατά γέννηση
by boat = με την βάρκα
by bus = με το λεωφορείο, με λεωφορείο
by car = με το αυτοκίνητο
by chance = κατά συγκυρία, τυχαία
by cheque = με επιταγή
by credit card = με πιστωτική καρτα
by crooked means = δια της τεθλασμένης
by day = την ημέρα, κατά την ημέρα
by default = ερήμην
by definition = στην κυριολεξία
by dint of = λόγω
by far = μακράν, κατά πολύ
by force = μετά βίας, με το στανιό
by hand = με το χέρι
by heart = απ'έξω, φαρσί
by his own account = κατά τα λεγόμενα του ίδιου
by land = κατά ξηράς
by luck = κατά τύχη
by marriage = αγχιστεία
by means of = με, διά, με την βοήθεια, μέσω
by myself = μόνος μου
by name = ονομαστικά
by night = την νύχτα, κατά την νύχτα
by no means = καθόλου
by order of = υπό εντολή
by pass = μπάι πας
by post = ταχυδρομικώς
by product = υποπροϊόν
by rail = με τρένο
by reason of = λόγω
by request = μετά παράκλησης
by sea = διά θαλάσσης
by ship = με το πλοίο
by sight = φατσικά, κατ' όψιν, εξ όψεως
by taxi = με ταξί
by the sea = παραθαλάσσιος
by the skin of my teeth = παρά τρίχα, παρά τρίχα [γλιτώνω]
by the way = επί την ευκαιρία, παρεμπιπτόντως, επί ευκαιρίας
by train = με το τρένο, με τρένο
by trial and error = με συνεχείς δοκιμές
by which = με το οποίο
bye = ώρα καλή
bygone = περασμένος, του παρελθόντος
bypass = παρακαμπτήριος
bystander = παρατυχών θεατης