English (Aa) to Greek

a = ένα, μια, ένας
a bit = λιγάκι
a bitter argument = έντονη λογομαχία
a breach in the walls = ρήγμα στα τείχη
a breach of the peace = διατάραξη κοινής ησυχίας
a breeze got up = σηκώθηκε ένα αεράκι
a bunch of keys = μάτσο κλειδιών
a calculated insult = εσκεμμένη προσβολή
a case of mistaken identity = υπόθεση λανθασμένης ταυτότητας
a child as good as gold = παιδί μάλαμα
a claim for = αίτηση
a couple = κάνα δυο-τρια
a couple of = δύο-τρία, 2-3
a dash of = λίγο
a diner = κάποιος που δειπνεί, μικρό εστιατόριο
a fee = δίδακτρα / αμοιβή
a few = μερικοί, μερικές, μερικά
a fine figure of a man = άνδρας που φαίνεται ωραίος
a fit of coughing = σπασμός βήχα
a five door car = πεντάπορτο αυτοκίνητο
a flight of stairs = σκάλα
a foregone conclusion = προκαθορισμένο αποτέλεσμα
a fork = διακλάδωση
a good deal of = πολύς
a great deal of = πολύς
a great many = πάμπολλοι
a gust of wind = ριπή ανέμου
a hard worker = σκληρός εργάτης
a hell of a lot of = πάρα πολύ
a light shower = βροχούλα
a little rain = βροχούλα
a live broadcast = ζωντανή μετάδωση
a long shot = απίθανη εκδοχή
a long time = πολύς καιρός
a lot of = πολύς
a man of the world = ένας άνθρωπος του κόσμου
a must = κάτι το απόλυτα αναγκαίο
a pair of jeans = τζιν
a pair of pyjamas = μία πιτζάμα
a pair of scissors = ένα ψαλίδι
a pair of shorts = σορτς
a rap at the door = ελαφρύ χτύπημα της πόρτας
a spate of = πληθώρα
a steady job = σταθερή δουλειά
a steady job / income = σταθερός {δουλειά}
a string of albums = μία σειρά δίσκων
a stroke of the clock = χτύπημα του ρολογιού
a stubborn stain = επίμονος λεκές
a tempting offer = δελεαστική προσφορά
a three-hour flight = πτήση τριών ωρών
a through train = τραίνο κατ’ευθείαν προς
a touch of = λίγο
a write-off = εντελώς άχρηστος
aardvark = ορυκτερόπους
abaca = αβάκα
aback = προς τα πίσω
abactor = ζωοκλέφτης
abacus = αβάκιο, άβακας
abaft = πρυμναίος, προς την πρύμνη
abalone = είδος γαστρόποδου, αυτί της θάλασσας
abandon = εγκαταλείπω, παρατάω
abandoned = έκθετος
abandonment = εγκατάλειψη
abase = ταπεινώνω, ξεφτιλίζω
abash = φέρνω σε δύσκολη θέση, πτοώ
abate = κοπάζω, μειώνω
abatement = ελάττωση, μείωση
abattoir = σφαγείο
abbacy = ηγουμενία
abbatial = ηγουμενικός
abbess = ηγουμένη
abbey = μονή, αβαείο, μοναστήριο
abbot = ηγόυμενος
abbotship = ηγουμενία
abbreviate = συντομεύω
abbreviated = συντομευμένος
abdicate = παραιτούμαι από το θρόνο
abdomen = στομάχι, κοιλιά
abdominal = κοιλιακός, γαστρικός
abdominal cavity = κοιλιακή χώρα
abduct = απάγω
abeam = εγκάρσια
abed = στο κρεβάτι
aberrant = παρεκκλίνων, διεστρεμμένος
aberrate = αποκλίνω
aberration = παρέκκλιση, παρεκτροπή
abet = υποβοηθώ
abetted = υποβοηθούμενος
abetting = υποβοήθηση
abettor = υποκινητής
abeyance = εκκρεμότητα, αναβολή
abeyant = εκκρεμής, λανθάνων
abhor = σιχαίνομαι, απεχθάνομαι
abhorred = απεχθής
abhorrent = απεχθής, αποτροπιαστικός
abide = εμμένω
abiding = διαρκής, μόνιμος
abilities = ικανότητες
ability = ικανότητα
abject = άθλιος, ταπεινός
abjure = αποκηρύσσω, εξομώνω, απαρνούμαι
ablate = αφαιρώ
ablation = αποκόμιση
ablative = αφαιρετική
ablaze = φλεγόμενος
able = ικανός
ablution = νίψιμο, πλύσιμο
ably = ικανά
abnegation = αποκήρυξη
abnormal = ανώμαλος
abnormally = ανώμαλα
aboard = στο τρένο, στο αεροπλάνο
abode = κατοικία
abolish = καταργώ
abolition = κατάργηση, κατάλυση
abominable = απεχθής, εναγής
abominate = απεχθάνομαι
abomination = απέχθεια, σίχαμα
aboriginal = γηγενής, ιθαγενής
aborigine = ιθαγενής
abort = αποβάλλω, ματαιώνω
abortion = έκτρωση, άμβλωση
abortionist = κάποιος που κάνει εκτρώσεις
abortive = άκαρπος, ανεπιτυχής
abound = αφθονώ
about = περί, περίπου, για
above = άνω, πάνω από
above all = πάνω απ'όλα
above your head = πάνω από το κεφάλι σου
aboveboard = καθαρός, νόμιμος, ανοικτός
aboveground = που βρίσκεται πάνω από την γη
abovementioned = άνω αναφερόμενος
abrade = τρίβω, λειαίνω
abrasion = απόξεση, φθορά, τριβή, αμυχή
abrasion resistance = αντοχή στην τριβή
abrasive = τριπτικός, τραχύς, αποξεστικός
abreact = απελευθερώνω με ψυχανάλυση
abreast = παράπλευρα, ενήμερος
abridge = συντομεύω
abridgment = σύντμηση, σύνοψη
abroad = στο εξωτερικό
abrogate = ανακαλώ
abrup = απότομος
abrupt = κοφτός
abruptly = κοφτά, απότομα
abscission = αποκοπή
abseiling = κατάβαση γκρεμού με σχοινιά
absence = απουσία
absent = απών
absent minded = αφηρημένος
absentminded = αφηρημένος
absinthe = άψινθος, αψίνθι
absolute = απόλυτος
absolute zero = απόλυτο μηδέν
absolutely = απολύτως, τελείως
absolutely necessary = επιβαλλόμενος
absolution = άφεση, άφεση αμαρτιών
absolve = απαλλάσσω, δίνω άφεση
absorb = απορροφώ
absorbent = απορροφητικός
absorber = απορροφητικό μέσο, αποβεστήρας
absorption = απορρόφηση
absorptive = απορροφητικός
abstain = απέχω
abstemious = λιτός, φειδωλός, εγκρατής, συγκρατημένος
abstention = αποχή
abstinence = εγκράτεια
abstract = αφαιρώ, θεωρητικός, αφηρημένος
abstract art = αφηρημένη τέχνη
abstract thinking = αφηρημένη σκέψη
abstracted = αφηρημένος, απορροφημένος
abstruse = δυσννόητος
absurd = παράλογος
absurdities = γελοιότητες
absurdity = γελοιότητα, παραλογία
absurdly = παράλογα
abundance = αφθονία, συρροή
abundant = άφθονος
abundantly = άφθονα
abuse = κατάχρηση, καταχρώμαι, λοιδορία, βρίζω, βρισιά
abusive = υβριστικός, καταχρηστικός
abut = συνορεύω, εφάπτομαι
abutment = βάθρο
abutting = εφαπτόμενος
abysmal = φοβερός
abyss = άβυσσος
acacia = ακακία
academe = ακαδημία
academia = ακαδημαϊκός κόσμος
academic = ακαδημαϊκός
academic achievement = σχολική επίδοση
academician = ακαδημαϊκός
academy = ακαδημία
acanthus = άκανθος
accede = συγκατατίθεμαι, αποδέχομαι
accelerate = επιταχύνω, επισπεύδω, πατάω γκάζι
accelerating = που επιταχύνει
acceleration = επιτάχυνση, επίσπευση
accelerator = γκάζι
accelerometer = επιταχύμετρο
accent = τόνος, προφορά
accentual = τονικός
accentuate = δίνω έμφαση, τονίζω
accept = αποδέχομαι, δέχομαι, παραδέχομαι
acceptable = αποδεκτός, δεκτός
acceptance = αποδοχή
acceptant = δεκτικός
accepting house = τράπεζα εγγυήσεως
acceptor = αποδέκτης
accesory = σύνεργος
access = προσπέλαση, πρόσβαση
access logging = ημερολόγιο χρήσης
access road = οδός προσπέλασης
access time = χρόνος πρόσβασης
accessible = ευπρόσιτος
accession = άνοδος, προσχώρηση, απόκτημα, ένταξη, πρόσθηκη
accessory = συνεργός, αξεσουάρ
accident = ατύχημα, τύχηcaccidental
accidental = τυχαίος
accipiter = γεράκι
acclaim = επευφημώ, επικροτώ, επιδοκιμάζω
acclamation = επευφημία
acclimate = εγκλιματίζομαι
acclimatize = εγκλιματίζομαι
accolade = επικρότηση
accommodate = εξυπηρετώ, στεγάζω
accommodating = που στεγάζεται, εξυπηρετικός
accommodation = στέγαση, κατάλυμα
accomodation = κατάλυμα
accompanied by = συνοδευόμενος από
accompaniment = συνοδεία
accompany = ακολουθώ, συνοδεύω
accompanying = που συνοδεύει
accomplice = σύνεργος
accomplish = πληρώ, επιτυγχάνω, καταφέρω, πραγματοποιώ
accomplishment = διενέργεια
accord = συμφωνία, συγκατάθεση
accordant = σύμφωνος
according to = σύμφωνα με
according to rumours = σύμφωνα με φήμη
accordingly = ανάλογα
accordion = ακορτεόν
accost = πλησιάζω, διπλαρώνω, πλευρίζω
account = αναφορά, λογαριασμός, σημασία
account for = εξηγώ, λογοδοτώ
accountable = δωσίλογος, υπόλογος
accountancy = λογιστική
accountant = λογιστής
accoustic distortion = ηχητική παραμόρφωση
accouter = ντύνω, εφοδιάζω
accoutre = ντύνω, ενδύω
accredit = εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω
accredited = διαπιστευμένος
accretion = προσαύξηση, πρόσφυση
accrual = επαύξηση
accrue = προκύπτω, προστίθεμαι
acculturate = προσαρμόζω
accumulate = συσσωρεύομαι, συσσωρεύω
accumulation = συσσώρευση, συρροή
accuracy = ορθότητα, ακρίβεια
accurate = ακριβής
accurate in = ακριβής
accurately = ακριβέστατα
accusation = κατηγορία
accusative = αιτιατική
accusatory = κατηγορητικός
accuse = κατηγορώ
accused = υπόδικος, κατηγορούμενος
accustom = εξοικειώνομαι, συνηθίζω, εξοικειώνω
accustomed to = συνηθισμένος σε
ace = άσος
acerbic = στυφός
acerbity = δριμύτητα, οξύτητα, στυφότητα
acetate = οξικό άλας
acetic = οξικός
acetone = ακετόνη
acetylene = ακετυλένιο
ache = πονώ, πόνος, λαχταρώ
achievable = που μπορεί να κατορθωθεί
achieve = κατορθώνω
achievement = επίτευξη
aching = που πονεί
achromatic = αχρωματικός
acid = οξύς, οξύ
acid rain = όξινη βροχή
acidic = όξινος
acidify = οξινίζω, οξύνω
acidulate = ξινίζω
acidulous = υπόξινος
acknowledge = αναγνωρίζω
acknowledgeable = αναγνωρισμένος
acknowledgement = αναγνώριση
acme = ακμή, κολοφώνας, το άκρον άωτον
acolyte = βοηθός ιερέως, ακόλουθος
acorn = βελανίδι
acorn bar = αντιδονητική ράβδος
acoterion = ακρωτήριο στεγής
acoustic = ηχητικός, ακουστικός
acoustic guitar = ακουστική κιθάρα
acoustics = ακουστική
acquaint = γνωρίζω, πληροφορώ
acquaintance = γνωριμία
acquainted with = γνωστός
acquiesce = συναινώ, συγκατατίθεμαι
acquiescence = συναίνιση
acquiescent = συγκαταβατικός
acquire = αποκώ, αποκτώ
acquired = κεκτημένο
acquired characteristics = επίκτητα χαρακτηριστηκά
acquired disease = επίκτητη αρρώστια
acquired rights = κετημένα δικαιώματα
acquisition = απόκτημα, απόκτηση
acquisitive = κτητικός, άπληστος
acquistion of land = απαλλοτρίωση γης
acquit = αθωώνω, απαλλάσσω
acquittal = αθώωση, απαλλαγή
acre = ακρ, στρέμμα, 4.000 τ.μ.
acreage = εμβαδό σε ακρ
acrid = πικρός, σέρτικος, πνιγηρός, στυφός
acrimonious = πικρός, θυελλώδης
acrimony = δριμύτητα, πικρία
acrobat = ακροβάτης
acrobatic = ακροβατικός
acrobatics = ταυροκαθάψια
acronym = ακρώνυμο
across = κατά πλάτος, απέναντι
acrostic = ακροστοιχίδα
acrylic = ακρυλικός
act = πράξη, παίζω (από ηθοποιό), επενεργώ, ενεργώ
act accordingly = ενεργώ ανάλογα
act affectedly = ακκίζομαι
act of God = Θεομηνία
act of parliament = νομοσχέδιο
act of violence = πράξη βίας
act up = ενοχλώ, παρεκτρέπομαι, δημιουργώ πρόβλημα
acting = αναπληρωματικός
actinic = ακτινικός
actinium = ακτίνιο
action = δράση, επενέργεια, αγωγή, διάβημα, ενέργεια
action pending in other court = εκκρεμοδικία
actionable = ενακτέος
activate = ενεργοποιώ
activated sludge = ενεργός ιλύς
activation = ενεργοποίηση
active = ακμαίος, δραστήριος, ενεργός, ενεργετικός
active volcano = ηφαίστειο εν ενέργεια, ενεργό ηφαίστειο
actively = ενεργά
activism = ακτιβισμός
activist = ακτιβιστής
activity = δραστηριότητα
actor = ο ηθοποιός
actress = η ηθοποιός
acts = πράξεις, ενέργειες
actual = πραγματικός, αληθινός
actually = πραγματικά, πράγματι, στην αλήθεια
actuate = παρακινώ, προτρέπω, διεγείρω
actuated by = κινούμενος από
acuity = οξυδέρκεια
acumen = διορατικότητα, οξύνοια, επιχε
acupuncture = βελονισμός
acute = οξυδερκής, οξύς, έντονος
AD = μετά Χριστόν
ad = διαφήμηση
adage = ρητό, απόφθεγμα
adagio = αντάτζιο
adamant = άκαμπτος, αμετάπειστος
adamant plaster = επίχρισμα ταχείας πήξεως
adapt = διασκευάζω, προσαρμόζω
adaptability = ευστροφία
adaptable = ευπροσάρμοστος
adaptation = διασκευή, διασκευή, προσαρμογή
adaptations of emoluments = αναπροσαρμογές του καθεστώτος
adaptive = προσαρμοστικός
add = προσθέτω
add insult to injury = ύβρις καί ζημιά
add to = προσθέτω
add up = βγάζω νόημα, προσθέτω
added = επιπρόσθετος, πρόσθετος
addend = προσθετέος
addenda = συμπληρώματα
addendum = παράτμημα βιβλίου
adder = οχιά
addict = ναρκομανής, εθίζω
addicted = εξαρτημένος, εθισμένος
addiction = εθισμός
addictive = εθιστικός
addition = πρόσθηκη
additional = πρόσθετος, επιπρόσθετος
additive = πρόσθετη ουσία, πρόσθετο, πρόσμειξη
additives = πρόσθετες ουσίες
addle = κλουβιάζω, συγχύζω
addled = κλούβιος
address = διεύθυνση, απευθύνω τον λόγο σε, απευθύνω
addressee = παραλήπτης
adductor = προσαγωγός
adenine = αδενίνη
adenoma = αδένωμα
adept = επιτήδειος, επιδέξιος
adequacy = επάρκεια
adequate = επαρκής
adhere = εμμένω, κολλώ, προσκολλώμαι
adhere to = εμμένω
adherence = εμμονή
adherent = οπαδός
adhesion = προσκόλληση
adhesive = κολλώδης, κολλητικός, κόλλα
adiabatic = αδιαβατικός
adieu = αντίο
adipose tissue = λιπώδης ιστός
adjacent = κοντινός, παρακείμενος, προσκείμενος
adjectival = επιθετικός
adjective = επίθετο
adjoin = εφάπτομαι, συνορεύω, γειτονεύω
adjoining = διπλανός
adjourn = αναστέλλω
adjudge = αποφαίνομαι
adjudicate = επιδικάζω, δικάζω
adjunct = συμπλήρωμα, αναπληρωτής
adjust = ρυθμίζω, προσαρμόζω
adjust to = προσαρμόζομαι
adjustable = αυτό που ρυθμίζεται, ρυθμιζόμενος
adjustment = ρύθμιση
adjutant = υπασπιστής
administer = χορηγώ, εφαρμόζω, απονέμω, διοικώ, διαχειρίζω
administer an oath = επάγω όρκο
administrate = διοικώ
administration = διοικητικός, διοίκηση, κυβέρνηση, χορήγηση
administrative = διαχειριστικός
admirable = θαυμαστός
admiral = ναύαρχος
admiralty = ναυαρχείο
admiration = θαυμασμός
admire = θαυμάζω
admirer = θαυμαστής
admiring = που θαυμάζει
admissible = επιτρεπτός, αποδεκτός
admission = παραδοχή, είσοδος, ομολογία
admission to = εισαγωγή
admit = αφήνω να μπεί, παραδέχομαι, αφήνω να μπει, εισάγω
admittance = είσοδος
admittedly = ομολογουμένως
admitting = το να παραδέχεται κανείς
admix = ανακατεύω
admixture = πρόσμειξη
admonish = νουθετώ, παραινώ
admonition = παραίνεση, νουθεσία
admonitory = παραινετικός
ado = ντόρος, φασαρία
adobe = πλίνθος
adolescence = εφηβεία
adolescent = έφηβος, εφηβικός
adopt = αποδέχομαι, υιοθετώ, υιοθετώ
adopted = υιοθετημένος
adoption = υιοθεσία, υιοθέτηση, θιοθέτηση
adoptive = θετός
adorable = αξιολάτρευτος
adoration = λατρεία
adore = λατρεύω
adoring = που λατρεύει
adorn = κοσμώ, λουσάρω, στολίζω, καλλωπίζω
adrenal = επινεφριδικός
adrenaline = αδρεναλίνη
adrift = εκυβέρνητος
adroit = επιδέξιος
adsorb = προσροφώ
adsorbate = προσροφημένη ουσία
adsorption = προσρόφηση
adsorptive = προσροφητικός
adulate = κολακεύω
adult = ενήλικος, ενήλικας
adulterate = νοθεύω, αλλοιώνω
adulterer = μοιχός
adulterous = μοιχικός
adultery = μοιχεία
adulthood = ενηλικότητα
adults = ενήλικοι
advance = πρόοδος, προβαίνω, προχωρώ, προκαταβάλλω
advanced = προχωρημένος
advanced bookings = κρατήσεις εκ των πρότερων
advancement = ανάδειξη
advancing = προοδευτικός
advantage = πλεονέκτημα, προτέρημα
advantageous = πλεονεκτικός
advent = ερχομός, έλευση
adventitious = παρείσακτος, τυχαίος
adventure = περιπέτεια
adventurous = περιπετιώδης, τολμηρός
adverb = επίρρημα
adverbial = επιρρηματικός
adversary = αντίπαλος
adverse = δυσμενής
adversely = δυσμενώς
advert = διαφήμιση, διαφήμηση
advertise = διαφημίζω
advertisement = διαφήμιση
advertisements = διαφημήσεις
advertising = διαφημιστικός
advertising campaign = διαφημιστική εκστρατεία
adverts = διαφημίσεις
advice = συμβουλή
advisability = ορθότητα, σκοπιμότητα
advisable = συνετός, συνετό
advise = συνιστώ, συμβουλεύω
advising = το να συμβουλεύει κανείς
advisor = σύμβουλος
advisory = συμβουλευτικός
advocacy = υπεράσπιση
advocate = συνήγορος, υποστηρικτής, υπερασπιστής, συνηγορώ
adytum = άδυτο
aedicule = πύλη, θύρωμα
aegis = αιγίδα
aeolian = αιολικός
aerate = αερίζω
aerial = κεραία
aerie = αετοφωλιά
aerobic = αεροβικός
aerobics = αεροβική
aerodynamic = αεροδυναμικός
aerofoil = αεροτομή
aeronaut = αεροναύτης
aeronautic = αεροναυτικός
aeroplane = αεροπλάνο
aerosol = σπρέι, αεροζόλ
aerosol spray = αεροζόλ
aerospace = διάστημα
aesthete = αισθητιστής
aesthetic = αισθητικός
afar = μακριά, αλάργα
affability = προσήνεια, αβρότητα
affable = προσηνής, αβρός
affair = δεσμός, υπόθεση
affairs = υποθέσεις
affect = συγκινώ, επηρεάζω, παριστάνω
affectation = επιτήδευση, εκζήτηση
affected = επιτηδευμένος
affection = στοργή, τρυφερότητα
affection for = στοργή
affectionate = στοργικός
affectionately = στοργικά
afferent = κεντρομόλος
affiance = υπόσχεση γάμου
affidavit = ένορκη κατάθεση
affiliate = προσκτώμαι, προσχωρώ
affinity = αγχιστεία, συνάφεια, έλξη
affirm = βεβαιώνω, επικυρώνω, διαβεβαιώνω
affirmation = διαβεβαίωση
affirmative = καταφατικός
affix = προσθέτω, πρόσφυμα
afflict = βασανίζω, ταλαιπωρώ
afflicted = βασανιζόμενος
affliction = βάσανο
affluence = αφθονία
affluent = εύπορος
affluent society = κοινωνία της αφθονίας
afford = διαθέτω χρήματα, διαθέτω χρήματα ή χρόνο
afforest = αναδασώνω
afforestation = αναδάσωση
affray = συμπλοκή
affront = προσβολή
Afghanistan = Αφγανιστάν
aficionado = οπαδός
afield = μακριά
afire = φλεγόμενος
aflame = φλεγόμενος
afloat = επιπλέων
afoot = στα σκαριά
aforementioned = προειρημένος, προαναφερθείς
aforesaid = προλεχθείς
aforethought = προμελετημένος
afraid = φοβισμένος, που φοβάται
afreet = αφρίτ
afresh = ξανά
Africa = Αφρική
African = Αφρικανός
afro = αφρό χτένισμα
aft = της πρύμνης
after = μετά από, έπειτα, μετά
after cataract = δευτεροπαθής καταρράκτης
after my own heart = σύμφωνα με την επιθυμία μου
after the event = εκ των υστέρων
afterbirth = πλακούντας
aftereffect = επακόλουθο
afterglow = μεταλαμπή
afterimage = μετείκασμα
afterlife = ζωή μετά θάνατον
aftermath = επακόλουθο
afternoon = απόγευμα, απόγεμα
aftersensation = μεταίσθηση
aftershock = μετασεισμός
afterthought = μεταγενέστερη σκέψη
afterward = έπειτα, μετά
afterwards = εκ των υστέρων, μετά
afterword = επίλογος
again = πάλι, άλλη μία φορά, ξανά
again and again = επαναλειμμένες φορές
against = εναντίον, κατά, κόντρα σε
agar = άγαρ
age = περιόδος, εποχή, ηλικία
age of majority = ηλικία ενηλικίωσης
aged = ηλικιωμένος, ηλικίας
ageing = γήρανση, που γερνάει
agencies = πρακτορεία
agency = υπηρεσία, πρακτορείο
agenda = ημερίσια διάταξη
agent = μεσίτης, παράγων, πράκτορας
ages = ηλικίες
aggravate = επιδεινώνω
aggravating = εξοργιστικός
aggregate = συσσωμάτωμα
aggression = επιθετικότητα
aggressive = επιθετικός
aggressively = επιθετικά
aggrieved = αδικηθείς
agift that is no gift = δώρον άδωρον
agile = εύστροφος, σβέλτος, ευκίνητος
agility = ευστροφία, σβελτάδα
agitated = ανασταωμένος, ταραγμένος, ανάστατος
agitatedly = αναστατωμένα
agnostic = αγνωστικιστικός, αγνωστικιστής
ago = πριν
agonising = σπαρακτικός
agony = αγωνία
agree = συμφωνώ
agree on = συμφωνώ για
agree to = συμφωνώ
agree with = συμφωνώ με
agreeable = ευάρεστος, τερπνός
agreement = συμφωνία
agricultural = γεωργικος
agriculturally = αγροτικά, γεωργικά
agriculture = γεωργία
ahead of = μπροστά από
aicraft = αεροσκάφος
aid = βοήθημα, βοήθεια, επικουρία, βοηθώ
aigrette = λοφίο
ailment = ασθένεια, αρρώστια, νοσός
aim = βλέψη, σκοπός, αποβλέπω, σκοπεύω
aim to = αποβλέπω
aiming = το να σημαδεύει κανείς
aimless = άσκοπος
aimlessly = άσκοπα
air = αέρας, ατμόσφαιρα
air attack = αεροπορική επιδρομή
air condition = κλιματίζω
air hostess = αεροσυνοδός
air navigation = αεροπλοΐα
air sickness = ναυτιά {σε αεροπλάνο}
airbase = αεροπορική βάση
airbed = στρώμα θάλασσας
airborne = αερομεταφερόμενος
airborne troops = αεράγημα
aircraft = αεροσκάφος
aircraft carrier = αεροπλανοφόρο
airfares = εισιτήρια αεροπορικά
airforce = πολεμική αεροπορία
airlift = μεταφέρω δι'αερός
airline = αεροπορική εταιρία
airliner = αεροπλάνο της γραμμής
airmail = αεροπορικό ταχυδρομείο, αεροπορικός
airport = αεροδρόμιο
airscrew = έλικας
airtight = αρραγής, αδιάψευστος, αεροστεγής
airway = αναπνευστική οδός, αεροδιάδρομος
airy = άυλος, ευάερος
aisle = διάδρομος
ajar = μισάνοικτος
ajudicate = αποφαίνομαι
akin = συγγενικός, συγγενής
alabaster = αλάβαστρο
alacrity = προθυμία, γρηγοράδα
alarm = συναγερμός, τρομάζω, συναργερμός
alarm clock = ξυπνητήρι
alarming = ανησυχητικός
alarmingly = ανησυχητικά
alb = άλμπα
albatross = άλμπατρος
albeit = έστω, αν και
albinism = λευκοπάθεια
albino = λευκοπαθής, αλμπίνος
album = δίσκος μεγάλης διάρκειας, δίσκος, λεύκωμα
albumin = λευκωματίνη
alchemist = αλχημιστής
alchemy = αλχημεία
alcohol = αλκοόλ, οινόπνευμα
alcoholic = αλκοολικός, οινωπνευματώδης
alcoholism = αλκοολισμός
alcove = σηκός, εσοχή
alder = κλήθρα, σκλήθρος
alderman = δημοτικός σύμβουλος
aldermen = δημοτικοί σύμβουλοι
ale = μπύρα
alert = άγρυπνος, σε ετοιμότητα
alertness = επαγρύπνηση, ετοιμότητα
alfalfa = αλφάλφα
alfresco = υπαίθριος
algae = άλγη
algebra = άλγεβρα
algebraic = αλγεβρικός
algorithm = αλγόριθμος
algorithmic = αλγοριθμικός
alias = ψευδώνυμο
alibi = άλλοθι
alien = αλλοδαπός, εξωγήινος
alienate = αλλοτριώνω, αποξενώνω
alienation = αποξένωση
alight = κατεβαίνω, αναμμένος
align = ευθυγραμμίζω
alike = όμοιος
alimentary = τροφικός, πεπτικός
alimony = διατροφή
aliphatic = αλειφατικός
alive = ζωτανός, ζωντανός, εν ζωή
alizarin = αλιζαρίνη
alkali = άλκαλι
alkaline = αλκαλικός
alkaloid = αλκαλοειδής
all = όλες, όλα, το παν, όλος, όλοι
all-knowing = παντογνώστης
all-round = ολόκληρος
all-subduing = πανδαμάτωρ
all aboard = όλοι στο πλοίο / τρένο, όλοι στο πλοίο
all airs and graces = όλο ύφος και καμώματα
all and sundry = όλοι
all around the world = σε όλο τον κόσμο
all but = σχεδόν
all in all = στην τελική ανάλυση
all of a sudden = ξαφνικά
all over the world = παγκοσμίως
all powerful = παντοκράτορας
all seater = στάδιο με καθίσματα
all set to go = πανέτοιμος
all the time = όλη την ώρα
all things considered = λαμβάνοντας όλα αυτά υπ' όψιν
all together = σύσσωμος
all weather = παντός καιρού
allay = ανακουφίζω, κατευνάζω
allegation = κατηγορία, ισχυρισμός
allege = ισχυρίζομαι, κατηγορώ
alleged = φερόμενος
allegedly = φερόμενος
allegiance = υπακοή
allegoric = αλληγορικός
allegory = αλληγορία
allegro = αλέγκρο
allergen = ουσία που προκαλεί αλλεργία
allergic = αλλεργικός
allergic to = αλλεργικός σε
allergy = αλλεργία
alleviate = ανακουφίζω, καταπραϋνω, καταπραΰνω
alley = πάροδος, σοκάκι
alleyway = αλέα
alliance = συνασπισμός, συμμαχία
allied = σύμμαχος, συμμαχικός
Allied Headquarters = Συμμαχικό Επιτελείο
alligator = αλιγάτορας
alliterate = παρηχώ
allocate = κατανέμω, αναθέτω
allocation = κατανομή, καταμερισμός
allot = διανέμω
allotment = κλήρος
allotropic = αλλοτροπικός
allow = επιτρέπω, αφήνω
allowance = επίδομα, επιχορήγηση
allowances = επιδόματα
alloy = κράμα
allude = υπαινίσσομαι, κάνω νύξη
allude to = υπαινίσσομαι, αναφέρομαι
allure = δελεάζω
alluring = σαγηνευτικός
allusion = νύξη, υπαινιγμός
allusive = υπαινισσόμενος
alluvial = προσχωματικός, αλλουβιακός
alluvium = πρόσχωση, πρόσχωμα, αλούβιο
ally = σύμμαχος
almanac = καζαμίας
Almighty = Παντοκράτορας
almighty = παντοδύναμος
almond = αμύγδαλο
almond grove = αμυγδαλεώνας
almost = σχεδόν
aloft = ψηλά στον αέρα
alone = μοναχός, μόνος
along = κατά μήκος
alongside = δίπλα, παρπλεύρως
aloof = ακατάδεχτος, υπερόπτης
alopecia = αλωπεκία, τριχοφάγος
alopecia areata = γυροειδής αλωπεκία
aloud = φωναχτά
alpaca = αλπακάς
alpenstock = ορειβατικό μπαστούνι
alpha = άλφα
alphabet = αλφάβητο
alphabetic = αλφαβητικός
alphameric = αλφαριθμητικός
alpine = αλπικός
already = κιόλας, κίολας, ήδη
alright = εντάξει
also = επίσης, και
altar = βωμός, Άγια Τράπεζα
alter = αλλάζω, μετατρέπω, παραποιώ, τροποποιώ, μεταβάλλω
alteration = τροποποίηση, μεταβολή
altercate = λογομαχώ
altercation = λογομαχία
alternate = εναλλάσσω
alternating current = εναλλασσόμενο ρεύμα
alternation = εναλλαγή
alternative = μιά διαζευκτική επιλογή
alternative medicine = ομοιπαθητικό φάρμακο
alternatively = εκ περιτροπής, εναλλακτικά, διφορετικά
although = αν και
altimeter = υψομέτρης
altitude = υψόμετρο
alto = άλτο
altogether = εντελώς
altruism = αλτρουισμός
altruist = αλτρουιστής
alumina = αλουμίνα
aluminate = αργιλικό άλας
aluminium = αλουμίνιο
aluminium foil = αλουμινόχαρτο
alveolar = κυψελιδικός
alveoli = πνευμονικές κυψελίδες
alveolus = πνευμονική κυψελίδα, φάτνιον
always = πάντα, πάντοτε
am = είμαι, έιμαι
amalgam = μίγμα, αμάλγαμα
amalgamate = ενώνω, συγχωνεύω
amalgamation = ένωση, συγχώνευση
amanuensis = γραμματέας
amaranth = αμάραντος
amass = αποθησαυρίζω
amateur = ερασιτέχνης, ερασιτεχνικός
amateur dramatics = ερασιτεχνικό θέατρο
amateurish = ερασιτεχνικός
amateurism = εραστεχνισμός
amatory = ερωτικός
amaze = εκπλήσσω
amazed at = έκπληκτος
amazement = έκληξη
amazing = εκπληκτικός, που θαυμάζει
amazingly = εκπληκτικά
ambassador = πρεσβευτής, πρέσβης
amber = κεχριμπάρι, πορτοκαλί
ambiance = ατμόσφαιρα
ambidextrous = αμφιδέξιος
ambient = περιβάλλων
ambiguity = κάτι το διφορούμενο, ασάφεια
ambiguous = διφορούμενος
ambition = βλέψη, φιλοδοξία
ambitious = φιλόδοξος
ambivalent = ταλαντευόμενος
amble = σουλατσάρω
ambrosia = αμβροσία
ambulance = νοσοκομειακό
ambulant = περιπατητικός
ambulate = περιφέρομαι
ambulatory = περιπατητικός
ambuscade = στήνω ένεδρα
ambush = στήνω ενέδρα, καρτέρι, ενέδρα
ameliorate = βελτιώνω
amen = αμήν
amend = τροποποιώ
amendment = τροπολογία
amenities = ανέσεις
America = Αμερική
American = Αμερικάνος
american bittern = αμερικανική τρανομουγκάνα
American wigeon = αμερικανικό σφυριχτάρι
americium = αμερίκιο
amethyst = αμέθυστος
amiable = φιλόφρων, προσηνής, αξιαγάπητος, φιλικός
amicable = φιλικός
amid = μεταξύ, ανάμεσα
amidst = ανάμεσα, μεταξύ
amiss = στραβά
amity = φιλία
ammeter = αμπεριόμετρο
ammo = πυρομαχικά
ammonia = αμμωνία
ammoniac = αμμωνιακός
ammonium = αμμώνιο
ammunition = πυρομαχικά
amnesia = αμνησία
amnesiac = αμνησιακός
amnesty = αμνηστία
amniocentesis = αμνιοκέντηση
amoeba = αμοιβάδα
amoeboid = αμοιβαδοειδής
amok = αμόκ
among = ανάμεσα, ανάμεσα σε
among other things = μεταξύ άλλων, μεταξύ άλλων
amongst = ανάμεσα σε
amoral = αήθης
amorous = ερωτικός
amorphous = άμορφος
amortised loan = απεσβεσμένο δάνειο
amount = ποσόν, ποσό, ανέρχομαι
amount carried forward = ποσό εις μεταφοράν
amount to = ανέρχομαι
amp = ενισχυτής, αμπέρ
amperage = ενταση ρεύματος
ampere = αμπέρ
ampersand = το σύμβολο &
amphetamine = αμφεταμίνη
amphibian = αμφίβιο
amphibious = αμφίβιος
amphibology = αμφισημία
amphictyony = αμφικτυονία
amphitheatre = αμφιθέατρο
ample = άφθονος, αρκετός
amplification = ενίσχυση
amplifier = ενισχυτής
amplify = ενισχύω
amplitude = πλάτος, εύρος
amply = ικανοποιητικά
amputate = ξεκόβω, ακρωτηριάζω
amputation = αποκοπή, ακρωτηριασμός
amputee = ακρωτηριασμένος
amulet = φυλαχτό
amuse = διασκεδάζω, ψυχαγωγώ
amygdaloid = αμυγδαλοειδής
an = ένας, μία, ένα
an animal's coat = τρίχωμα
anachronism = αναχρονισμός
anachronistic = αναχρονιστικός
anaemia = αναιμία
anaemic = αναιμικός
anaerobic = αναερόβιος
anaesthetic = αναισθητικό
anaesthetist = αναισθησιολόγος
anaesthetize = αναισθητοποιώ, ναρκώνω
anagogical = αναγωγικός
anagram = ανάγραμμα
anal = πρωκτικός
anal intercourse = πρωκτική συνουσία
analgesic = αναλγητικός
analog = αναλογικός
analogous = ανάλογος
analogue = ανάλογο
analogy = αναλογία
analyse = αναλύω
analyses = αναλύσεις
analysis = ανάλυση
analyst = αναλυτής
analytic = αναλυτικός
anamorphic = αναμορφικό
anarch = αναρχικός
anarchic = αναρχικός
anarchy = αναρχία
anastigmatic = αναστιγματικός
anathema = κατάρα, ανάθεμα
anatomist = ανατόμος
anatomy = ανατομία
ancestor = πρόγονος
ancestral = προγονικός, πατρογονικός
ancestry = καταγωγή
anchor = άγκυρα
anchorage = αγκυροβολία
anchorite = ασκητής
anchoritism = ασκητισμός
anchovy = αντσούγια
ancient = αχάιος
Ancient Greek = Αρχαία
ancillary = βοηθητικός
and = και
and so it was done = και έτσι έγινε
Andalusian hemipode = ψευτόρτυγας
andesine = ανδεσίνης
andesite = ανδεσίτης
andiron = πυροστιά
Andora = Ανδώρα
androgen = ανδρογόνο
anecdote = ανέκδοτο
anemone = ανεμώνη
anent = περί
anew = πάλι, εκ νέου
angel = άγγελος
angelfish = ρίνη
angelic = αγγελικός
anger = οργή, θυμός, φούρκα
angiogram = αγγειογραφία
angiosperm = ανθόφυτο, αγγειόσπερμα
angle = γωνία
anglicise = εξαγγλίζω
angling = ψάρεμα
angrily = θυμωμένα
angry = θυμωμένος, οργισμένος
angst = άγχος
angstrom = άγκστρομ
anguish = αγωνιώ, αγωνία, άγχος
angular = γωνιακός
anharmonic = οχι αρμονικός
anhydrite = ανυδρίτης
anhydrous = άνυδρος
aniline = ανιλίνη
animadversion = παρατήρηση, μομφή
animadvert = μέμφομαι
animal = ζώο, κτήνος
animal's foodbag = ταγάρι
animal feed = ζωοτροφή
animal loving = φιλόζωος
animate = εμψυχώνω, ζωντανεύω, έμψυχος
animated = ζωντανός, ζωηρός
animism = ανιμισμός
animist = ανιμιστικός, ανιμιστής
animosity = εχθρότητα, εμπάθεια, καταφορά, κακεντρέχεια
anion = ανιόν
anise = γλυκάνισο
anisotropic = ανισοτροπικός
anisotropy = ανισοτροπία
ankle = αστράγαλος
annal = χρονικό
annals = χρονικά
anneal = ανοπτώ, πυρακτώνω
annex = προσαρτώ έδαφος
annihilate = καταστρέφω, εκμηδενίζω
anniversary = επέτειος
annotate = σχολιάζω
annotation = υποσημείωση, σχολιασμός
announce = ανακοινώνω
announcement = ανακοίνωση, εξαγγελία
announcer = αυτός πού ανακοινώνει
annoy = ενοχλώ
annoyance = ενόχληση
annoyed about = ενοχλημένος για
annual = ετήσιος
annual percentage rate = ετήσιο, ετήσιο ποσό επιβαρύνσεων
annually = ετήσια, κάθε έτος
annuity = πρόσοδος
annul = ανακαλώ, ακυρώνω
annular = δακτυλοειδής
annulment = ακύρωση
annulus = δακτύλιος
annum = έτος
annunciate = ευαγγελίζομαι
anode = ανόδιο
anodic = ανοδικός
anoint = χρίω
anomalous = ανώμαλος
anomaly = ανωμαλία
anomie = ανομία
anonymity = ανωνυμότητα
anonymous = ανώνυμος
anorak = ανοράκ
anorexia = ανορεξία
another = άλλος ένας, άλλος
another side to the coin = άλλη όψη του νομίσματος
answer = απάντηση, απαντώ
answer back = αντιμιλώ
answer in the affirmative = καταφάσκω
ant = μυρμήγκι
antacid = αντιοξύ
antagonism = ανταγωνισμός
antagonist = ανταγωνιστής
antagonistic = ανταγωνιστικός
Antarctic = Ανταρκτική
antarctic = ανταρτικός
ante = προ-
antebellum = προπολεμικός
antecedent = προηγούμενος
antedate = προχρονολογούμαι
antelope = αντιλόπη
antenna = κεραία
anterior = πρόσθιος
anterior chamber = πρόσθιος θάλαμος
anteroom = προθάλαμος
anthem = ύμνος
anther = ανθήρας, ανθήρ
anthology = ανθολογία
anthracite = ανθρακίτης
anthropocentric = ανθρωποκεντρικός
anthropoid = ανθρωποειδής
anthropology = ανθρωπολογία
anthropomorphic = ανθρωπομορφικός
anthropomorphism = ανθρωπομορφισμός
anti = αντί
anti-aircraft fire = αντιαεροπορικό πυροβολικό
anti-climax = αντικλίμακα
anti-clockwise = αριστερόστροφος, αριστερόστροφα
anti-establishment = αντικαθεστωτικός
anti-inflammatory = αντιφλεγμονώδης
anti-social = αντικοινωνικός
antibiotic = αντιβιοτικό
antibody = αντίσωμα
anticipate = προλαμβάνω, προκαταλαμβάνω
anticipation = προσδοκία, αναμονή
anticipatory = προληπτικός
anticonvulsant = σπασμολυτικό
antics = καμώματα
antidote = αντίδοτο
antigen = αντιγόνο
antilope = αντιλόπη
antimony = αντιμόνιο
antipasto = ορεκτικό
antipathy = αντιπάθεια
antiperspirant = αντιιδρωτικός, αποσμητικό
antipode = τελείως διαφορετικός
antiquarian = αρχαιόφιλος, αρχαιολόγος, αντικέρ
antiquary = αρχαιολόγος
antiquated = απαρχαιωμένος, πεπαλαιωμένος
antique = αντίκα
antiquity = αρχαιότητα
antisemite = αντισημίτης
antisemitic = αντισημιτικός
antisemitism = αντισημιτισμός
antiseptic = αντισηπτικό
antithetic = αντιθετικός
antivenim = αντίδοτο για δηλητήριο
antler = ελαφοκέρατο
antonym = αντίθετο
anus = πρωκτός
anvil = αμόνι
anxiety = ανησυχία
anxious = ανήσυχος, αγχώδης
any longer = όχιπλέον, όχι πλέον, όχι πια
any more = πια
anybody = κανένας
anyhow = με οποιοδήποτε τρόπο
anyone = κανείς
anything = τίποτα
anyway = πάντως
anywhere = οπουδήποτε, πουθενά
aorta = αορτή
apace = γρήγορα
apache = αλήτης, απάχης
apart = χωριστά
apart from = εκτός από
apartheid = απαρτχάιντ
apartment = διαμέρισμα
apathetic = απαθής
apathy = απάθεια
apatite = απατίτης
ape = πίθηκος
aperiodic = απεριοδικός
aperture = οπή
apex = αποκορύφωμα, κολοφώνας
aphasia = αφασία
aphelion = αφήλιον
aphorism = απόφθεγμα
aphrodisiac = αφροδίσιος
apiary = μελισσοτροφείο
apical = κορυφαίος
apiece = καθένας
aplhanumeric = αλφαριθμητικός
aplomb = ψυχραιμία
apocalypse = αποκάλυψη
apocalyptic = αποκαλυπτικός
apocryphal = απόκρυφος
apogee = απόγειο
apologetic = μεταμελημένος
apologise = ζητώ συγνώμη
apologise for = ζητώ συγγνώμη
apology = συγνώμη
apoplectic = αποπληκτικός
apoplexy = αποπληξία
apostasy = αποστασία
apostate = αποστάτης
apostle = απόστολος
apostolic = αποστολικός
apostrophe = αποστροφή
apothecary = φαρμακοποιός
apothegm = απόφθεγμα
apotheosis = αποθέωση
appal = συγκλονίζω
appaling = απαίσιος
appall = συγκλονίζω
appalling = τρομακτικός, φρικιαστικός
apparatus = συσκευή, σθσκευή, εξοπλισμός
apparel = ένδθμα
apparent = προφανής, έκδηλος, φαινομενικός, εμφανής
apparently = κατά φαινόμενο, φαινομενικά
apparition = φάντασμα, οπτασία
appeal = κάνω έφεση, έφεση, κάνω έκκληση, τραβώ, έκκληση
appeal to = κάνω έφεση, τραβώ, κάνω έκκληση
appealable = εφέσιμος
appealing = επικλητικός
appear = διαφαίνομαι, φαίνομαι, εμφανίζομαι
appearance = εμφάνιση, παρουσίαση
appease = κατευνάζω
appellant = εκκαλών, εφεσείων
appellate = εκκλητός, εφετικός
appellation = επωνυμία, τίτλος
appellee = εφεσίβλητος
append = επισυνάπτω
appendage = προσάρτμημα, παράρτημα
appendectomy = σκωλικοειδεκτομή
appendicitis = σκωληκοειδίτιδα
appendix = σκωληκοειδής απόφυση, παράρτημα, προσάρτημα
apperception = ενσυνείδητη αντίληψη
appertain = σχετίζομαι
appertain to = προσιδιάζω
appetising = ορεκτικός
appetite = όρεξη
applaud = χειροκροτώ, επευφημώ
applause = επευφημία, χειροκρότημα, επευφημίες
apple = μήλο
appliance = συσκευή
applicable = εφαμόσιμος, ταιριαστός, εφαρμόσιμος
applicant = αιτών
application = εφαρμογή, αίτηση, προσήλωση, χρήση, άλειμμα
applications = αιτήσεις
applied = εφαρμοσμένος
apply = κάνω αίτηση, εφαρμόζω, βάζω, αιτούμαι
apply for = κάνω αίτηση, αιτούμαι
apply oneself to = εγκύπτω
appoint = διορίζω, ορίζω
appointee = διοριζόμενος
appointment = ραντεβού, συνάντηση, διορισμός, ορισμός
apportion = διανέμω, κατανέμω
apportioning of blame = καταμερισμός των ευθυνών
apposite = ταιριαστός
apposition = παράθεση
appraisal = εκτίμηση, αξιολόγηση
appraise = εκτιμώ, αξιολογώ
appreciable = αξιοσημείωτος, αισθητός
appreciate = κατανοώ, αναγνωρίζω, εκτιμώ
apprehend = συλλαμβάνω
apprehension = ταραχή, φόβος, ανησυχία, σύλληψη
apprehensive = ανήσυχος
apprentice = δόκιμος, μαθητευόμενος
apprenticeship = μαθητεία
apprise = γνωστοποιώ
approach = προσεγγίζω, μέθοδος, πλησιάζω, προσέγγιση
approachable = προσηνής, ευπροσήγορος
approbation = επιδοκιμασία, έγκριση
appropriate = κατάλληλος, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι
appropriately = ταιριαστά, κατάλληλα
appropriation = σφετερισμός
approval = έγκριση, παραδοχή
approval of = έγκριση
approve = επιδοκιμάζω, εγκρίνω
approve of = εγκρίνω
approved = εγκεκριμένος
approximate = περίπου
approximately = στα περίπου
APR = ΕΠΕ
apricot = βερίκοκο
April = Απρίλιος
apron = ποδιά, χώρος στάθμευσης αεροπλάνων
apropos = επί τη ευκαιρία
apse = αψίδα
apt = κατάλληλος, επιρρεπής
apterous = άπτερος
aptitude = ικανότητα, ταλέντο, κλίση, προτέρημα
aqua = ύδωρ
aquarium = ενυδρίο, ενυδρείο
Aquarius = Υδρόχοος
aquatic = υδρόβιος
aqueduct = υδραγωγείο
aqueous = υδατινός
aquifer = υδροφόρο πέτρωμα, υδροφορέας
aquifer exploitation = εκμετάλλευση υδροπονίας
aquiline nose = αετίσια μύτη
aquitard = ημιυδροπερατός σχηματισμός
arabesque = αραβούργημα
arabic = αραβικός
arachnid = αραχνοειδής, αραχνιδής
arbiter = διαιτητής
arbitrarily = αυθαίρετα
arbitrary = αυθαίρετος
arbitrate = διαιτητεύω
arbitration = διαιτησία, διατησία
arboreal = δενδρικός
arborescent = δενδροειδής
arboretum = φυτώριο
arbour = κρεβατίνα, περβόλι
arc = αψίδα, τόξο
arcade = αψίδωση, στοά
arcade game = ηλεκτρονικό παιχνίδι
arcane = απόκρυφος
arcdiocese = αρχιεπισκοπή
arch = θόλος, αψίδα
archaeologist = αρχαιολογικός
archaeology = αρχαιολογία
archaic = αρχαίος, απαρχαιωμένος
archaise = εξαρχαϊζω
archaism = αρχαϊσμός
archangel = αρχάγγελος
archbishop = αρχιεπίσκοπος
archdeacon = αρχιδιάκονος
archdeaconry = αρχιδιακονία
arched = καμαρωτός
archenemy = ο μεγαλύτερος εχθρός
archer = τοξότης
archery = τοξοβολία
archetypal = αρχετυπικός
archetypally = αρχετυπικά
archetype = πρότυπο, αρχέτυπο
archetypical = αρχετυπικός
archipelago = αρχιπέλαγος
architect = αρχιτέκτωνας
architectonic = αρχιτεκτονικός
architectural = αρχιτεκτονικός
architecture = αρχιτεκτονική
architrave = επιστύλιο
archival = αρχειακός
archive = αρχείο
archives = αρχεία
Arctic = Αρκτική
arctic = αρκτικός
arctic skua = μικροληστόγλαρος
arctic wasteland = αρκτικός χερσότοπος
ardency = πάθος
ardent = φλογερός
ardour = θέρμη
arduous = επίπονος
are = είναι, είμαστε
are you still desirous of = επιθυμείς ακόμα
area = περιοχή
arena = αρένα
aresting = που συλλαμβάνει
argillaceous = αργιλώδης
argon = αργόν
argot = αργκό
argue = επιχειρηματολογώ, διαφωνώ, διαπληκτίζομαι
argue about / over = μαλώνω
argue with = διαφωνώ
argument = διαφωνία, επιχείρημα, λογομαχία
argumentation = επιχειρηματολόγιο
argumentative = αμφιλεγόμενος, ερειστικός
aria = άρια
arial = κεραία, αντένα
arid = ξερός
aridity = ξηρότητα
Aries = Κριός
arise = εγείρομαι, προκύπτω
arise (arose arisen) = προκύπτω
arise [arose arisen] = εγείρομαι
arise from = προκύπτω από
aristocracy = αριστοκρατία
aristocrat = αριστοκράτης
aristocratic = αριστοκρατικός
arithmetic = αριθμητική, μαθηματικά
ark = κιβωτός
arm = χέρι, μπράτσο, όπλο, βραχίων
armada = αρμάδα
armadillo = αρμαδίλος
armament = εξοπλισμός
armband = περιβραχιόνιο
armchair = πολυθρόνα
armed = ένοπλος, οπλισμένος
armed forces = ένοπλες δυνάμεις
armed to the teeth = οπλισμένος σαν αστακός
Armenia = Αρμενία
armful = αγκαλιά
armhole = άνοιγμα μασχάλης
armistice = αναχωχή
armour = πανοπλία
armpit = μασχάλη
arms = όπλα
army = στρατός
aroma = άρωμα
aromatic = αρωματικός
around = γύρω, γύρω από
around normal = γύρω στα κανονικά επίπεδα
arousal = διέγειρση
arouse = διεγείρω, διεγείρω υποψίες, ξεσηκώνω
arpeggio = αρπέτζο
arraign = κλητεύω, καταγγέλλω, εγκαλώ
arrange = τακτοποιώ, κανονίζω
arrange a marriage = παντρολογώ
arrangement = ετοιμασία, διακανονισμός, τακτοποίηση, διευθέτηση
arranger = αυτός που κανονίζει
array = διάταξη, παράταξη, παρατάσσω
arrears = καθυστερούμενα
arrest = συλλαμβάνω
arrival = άφιξη
arrivals board = πίνακας αφίξεων
arrive = φτάνω, φθάνω
arrive in the nick of time = φτάνω στο τσακ
arrogance = αλαζονεία, υπεροψία, έπαρση
arrogant = υπερόπτης, αλαζόνας, αλαζονικός, υπεροπτικός
arrogate = σφετερίζομαι
arrow = βέλος
arrowhead = αιχμή βέλους
arrowroot = μαραντάμυλο
arroyo = ξεροπόταμος
arse = κώλος, πισινό
arse licker = γαλίφης
arse licking = γαλιφιά
arsenal = οπλοστασίο
arsenate = αρσενικό άλας
arsenic = αρσενικό
arsenide = αρσενικούχον μέταλλο
arsine = αρσίνη
arson = εμπρησμός
arsonist = εμπρηστής
art = τέχνη
arterial = αρτηριακός
arteriosclerosis = αρτηριοσκλήρωση
artery = αρτηρία
artesian water = αρτεσιανόν ύδωρ
artesian water power = αρτεσιανή υδραυλική ενέργεια
artful = πονηρός
arthritis = αρθρίτιδα
arthropod = αρθρόποδο
artichoke = αγκινάρα
article = άρθρο
Articles of Association = καταστατικά εταιρίας
articulate = έναρθρος, ευκρινής
articulation = διάρθρωση
artifact = τεχνούργημα
artifice = τέχνασμα
artificial = τεχνητός
artificial insemination = τεχνητή γονιμοποίηση
artificial intelligence = τεχνητή νοημοσύνη
artificial respiration = τεχνητή αναπνοή
artificially = τεχνητά
artillery = πυροβολικό
artisan = τεχνίτης
artisitc = με καλλιτεχνικές ευαισθησίες
artist = καλλιτέχνης
artistic = καλλιτεχνικός
artistry = καλλιτεχνία
artless = άτεχνος
Arts and Humanities = ελεύθερες τέχνες
artwork = καλλιτέχνημα
arty = επιδεικτικός
as = σαν, όπως
as a last resort = στην τελευταία ανάγκη
as a matter of form = τύποις
as a result of = ως αποτέλεσμα, σαν αποτέλεσμα
as a rule = εν γέννει, σαν κανόνα, κατά κανόνα
as black as night = μαύρο σαν κατράμι
as brown as a berry = μαυρισμένος από τον ήλιο, σαν αράπης
as far as = ως
as far as possible = εκ των ενόντων
as good as = τόσο καλός όσο
as happy as pig in muck = στο στοιχείο μου
as he put it = όπως το έλεγε
as if = σαν να
as it was pointed out to him = όπως του επισημάνθηκε
as long as = αρκεί να, εφ'όσον
as one = σύσσωμος
as opposed to = σε αντίθεση με
as plain as a pikestaff = ηλίου φαεινότερον
as soon as = μόλις
as thick as thieves = τάτσι μίτσι κότσι
as things stand now = όπως έχουν τα πράγματα
as though = σαν να
as usual = κατά τα ειωθοτά
as well as = καθώς και
asbestos = αμίαντος
ascend = ανεβαίνω, αναρριχώμαι
ascendant = ανερχόμενος
ascension = ανάβαση
ascent = ανάβαση
ascertain = εξακριβώνω, διαπιστώνω
ascetic = ασκητικός
asceticism = ασκητισμός
ascribe = επιρρίπτω, αποδίδω
ascription = απόδοση
aseptic = ασηπτικός
asexual = μονογονικός, άφυλος
ash = στάχτη, φράξος
ash tree = μελιά, φράξο
Ash Wednesday = πρώτη τετάρτη της Σαρακοστής
ashame = ντροπιάζω
ashamed = ντροπιασμένος
ashamed of = ντροπιασμένος, ντρέπομαι
ashen = τεφροειδής, ωχρός, σταχτής
ashore = στην ξηρά
ashtray = σταχτοδοχείο, τασάκι
ashy = τεφρώδης
Asia = Ασία
asian = ασιατικός
Asian = ασιάτης
aside = πλάι, στην άκρη
asinine = ηλίθιος, γαϊδουρινός
ask = ρωτώ
ask a question = κάνω μία ερώτηση
ask for trouble = πάω γυρεύοντας
ask oneself = διερωτώ
askance = λοξά
asked = ζήτησα
askew = στραβά
asleep = κοιμώμενος
asocial = ακοινώνητος
asparagus = σπαράγγι
aspect = θωριά, όψη, πλευρά, άποψη
aspen = λεύκη
asperity = δριμύτητα, οξύτητα
aspersion = κακολογία
asphalt = άσφαλτος
asphyxiate = ασφυκτιώ
aspic = καλογερικόχορτο, λεβάντα
aspic jelly = πηκτή
aspirant = υπψήφιος, φιλόδοξος
aspirate = αναρροφώ
aspiration = βλέψη, φιλοδοξία, απορρόφηση
aspire = φιλοδοξώ
aspire to = επιδιώκω
aspirin = ασπιρίνη
ass = γάιδαρος, βλάκας
assai = επιτίθεμαι
assailant = επιτιθέμενος
assassin = δολοφόνος
assassinate = δολοφονώ, δολοφονώ (πολιτικό)
assassination = δολοφονία
assault = επιτίθεμαι, βιαιοπραγία, επίθεση, επίθεση
assault and battery = κακοπραγία
assay = δοκιμάζω
assemblage = σύναξη, συναρμολόγηση
assemble = συναθροίζω, συναρμολογώ
assembled = συναθροισμένος, συναρμολογημένος
assembly = συνέλευση, ομήγυρη
assembly line = γραμμή παραγωγής
assent = συγκατάθεση
assert = υποστηρίζω, διεκδικώ
assertive = κατηγορηματικός, θετικός
assess = εκτιμώ, αποτιμώ
assessable = που μπορεί να ετιμηθεί
assessment = εκτίμηση
assessor = εκτιμητής
asset = περιουσιακό στοιχείο, κεφάλαιο, ενεργητικό
assets and liabilities = ενεργητικό και παθητικό
assiduity = προσήλωση, επιμέλεια
assiduous = εργατικός, επιμελής, ενδελεχής
assign = αποδίδω, διορίζω, αναθέτω
assignation = ανάθεση, διανομή
assignee = εντολοδόχος
assignment = ανάθεση, δουλειά, αποστολή, ορισμός
assimilate = αφομοιώνω, εξομοιώνω
assimilation = αφομοίωση
assist = βοηθώ
assistant = βοηθός
assize = έκτακτο ορκωτό δικαστήριο
associate = συνέταιρος, συσχετίζω
associate with = συναναστρέφομαι
associated = ομοειδής, συγγενής
association = σχέση, ομοσπωνδiα
assort = ταξινομώ, συναναστρέφομαι
assorted = διάφορος, ποικίλος
assuage = κατευνάζω, καταπραϋνω
assume = υποθέτω
assume .... proportions = προσλαμβάνω ... διάσταση
assume a role = υποδύομαι ένα ρόλο
assume office = αναλαμβάνω τα καθήκοντα του
assumption = υπόθεση
assumption of debt = αναδοχή χρέους
assurance = σιγουριά, εγγύηση, διαβεβαίωση
assure = βεβαιώνω, διαβεβαιώνω
asterisk = αστερίσκος
asteroid = αστεροειδής
asthma = άσθμα
astigmatic = αστιγματικός
astigmatism = αστιγματισμός
astonish = εκπλήσσω
astonished = κατάπληκτος, έκπληκτος
astonishing = καταπληκτικός
astonishingly = εκπληκτικά
astonishment = εμβροντησία
astound = αποσβολώνω, ξαφνιάζω, εκπλήσσω
astraddle = καβάλα
astral = αστρικός
astray = παραστρατημένος
astride = διάσκελα
astringent = στυπτικός
astrologer = αστρολόγος
astrology = αστρολογία
astronaut = αστροναύτης
astronomer = αστρονόμος
astronomic = αστρονομικός
astronomy = αστρονομία
astrophysical = αστροφυσικός
astrophysicist = αστροφυσικός
astrophysics = αστροφυσική
astute = ευφυής, τετραπέρατος
asunder = χωριστά, σε πολλά κομμάτια
asylum = άσυλο, ασυλία
asymmetric = ασύμμετρος
asymmetry = ασυμμετρία
asymptomatic = ασυμπτωματικός
asymptote = ασύμπτωτο
asymptotic = ασύμπτωτος
asynchronous = ασύγχρονος
asynchrony = ασυγχρονισμός
at = σε, σε
at .... k.p.h = με .... την ώρα
at 70 kph = με 70 χιλιόμετρα την ώρα
at a fixed price = σε σταθερή τιμή
at a loss = απορώ, με απώλεια κερδών
at a moment's notice = από την μία στιγμή στην άλλη
at a profit = με κέρδος, σε κέρδος
at a tangent = εφαπτομενικά
at a target = σε στόχο
at all costs = πάση θυσία
at all events = τέλος πάντων
at any rate = τέλος πάντων
at Christmas = τα Χριστούγεννα
at dawn = την αυγή
at ease = άνετος
at Easter = το Πάσχα
at first hand = από πρώτο χέρι
at great length = εκτενώς
at hand = κοντά μου
at heart = βασικά
at home = εντός έδρας, στο σπίτι
at last = επί τέλους
at least = τουλάχιστον
at length = διεξοδικά
at liberty = αδέσμευτος, ελεύθερος
at my expense = σε βάρος μου
at my request = μετά παράκλησης
at no point = ποτέ
at no time = ποτέ
at once = αμέσως
at one's disposal = στη διάθεση κάποιου
at random = τυχαία
at regular intervals = σε τακτά διαστήματα
at school = στο σχολείο
at sea = στην θάλασσα
at someone's beck and call = άγεται και φέρεται
at someone's feet = στα πόδια κάποιου
at sunset = το δειλινό
at the back of one's mind = στο νου μου, στις σκέψεις μου
at the crack of dawn = τα χαράματα
at the cutting edge = στην αιχμής της τεχνολογίας, στην πρώτη γραμμή
at the eleventh hour = την τελευταία στιγμή
at the foot of = στις παρυφές του
at the forefront of = στην πρώτη γραμμή
at the head of the table = στην κορυφή του τραπεζιού
at the moment = σ'αυτήν την στιγμή
at the present = προς το παρόν
at the present juncture = στην παρούσα συγκυρία
at the same time = ταυτόχρονα, παράλληλα
at the turn of the century = στο γύρισμα του αιώνα
at the weekend = το Σαββατοκύριακο
at times = ώρες ωρες, που και που
at will = κατά βούληση, κατά δοκούν
at work = στην δουλειά
atavism = προγονισμός, αταβισμός
atavistic = αταβιστικός
ate = έφαγα
atheism = αθεϊσμός
atheist = άθεος, αθεϊστής
Athens = κλεινόν άστυ
athlete = αθλητής
athletic = αθλητικός
athletic shoes = παπούτσια για το στίβο
athletics = αθλητικά
athletics is = αθλητικά είναι
athwart = εγκάρσια
Atlantic = Ατλαντικός
atlas = άτλας
atmosphere = ατμόσφαιρα
atmospheric = ατμοσφαιρικός
atoll = ατόλη
atom = άτομο
atomic = ατομικός
atomic bomb = ατομική βόμβα
atonal = ατονικός
atone = εξιλεώνομαι
atonic = άτονος
atop = στην κορυφή, πάνω σε
atrichia = ατριχία
atrium = άτριο
atrocious = απαίσιος, αποκρουστικός
atrocity = ωμότητα, κτηνωδία
atrophic = ατροφικός
atrophy = ατροφία
attach = επισυνάπτω, συνδέω
attachι = ακόλουθος
attached to = συνδεμένος με, συναισθηματικά δεμένος
attachement = προσάρτημα
attack = κάνω επιδρομή, επιτίθεμαι, επιδρομή, επίθεση
attacker = επιτιθέμενος
attacking = που επιτίθεται
attain = επιτυγχάνω, κατορθώνω
attainable = εφικτός
attainder = στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων
attempt = απόπειρα, αποπειρώμαι, προσπάθεια, προσπαθώ
attempt to = προσπάθεια να
attempted = αποπειρώμενος
attend = παραβρίσκομαι, παρακάθομαι, παρακολουθώ
attend to = περιπιούμαι
attendance = παρουσία
attendant = ακόλουθος
attention = προσοχή, φροντίδα
attentive = προσεκτικός, γνωστικός
attentively = προσεκτικά, περιποιητικά
attenuate = ελαφρύνω, αμβλύνω
attest = πιστοποιώ, μαρτυρώ
attestation = κατάθεση, μαρτυρία
attic = σοφίτα
attire = αμφίεση, ντύσιμο
attitude = συμπεριφορά, στάση
attitudinal = ποζάτος
attorney = συνήγορος
attract = τραβώ, προσελκύω, επισύρω, έλκω, ελκύω
attraction = έλξη, πόλος έλξης, θέαμα, θέλξη
attractive = ελκυστικός
attributable = που μπορεί να αποδωθεί σε
attribute = αποδίδω, ιδιότητα
attribution = κατανομή
attributive = χαρακτηριστικός, επιθετικός
attrition = φθορά, τριβή
attrition rate = ρυθμός απομείωσης, ρυθμός φθοράς, τιμή κατανομής
attune = κουδίζω, συντονίζω
atuds = τάπες
atypical = μη τυπικός, άτυπος
aubergine = μελιτζάνα
auburn = πυρόξανθος
auction = πλησηριασμός, πλειστηριασμός, πληστηριασμός
auctioneer = πλειστηριαστής, εκπλειστηριαστής, δημοπράτης
audacious = παράτολμος
audacity = θράσος
audible = ηχητικός, που μπορεί να ακουστεί
audience = ακροατήριο
audience participation = συμμετοχή του κοινού
audio = ακουστικός
audiotape = κασέτα για κασετόφωνο
audiovisual = οπτικοακουστικός
audit = ελέγχω
audition = δοκιμαστική ακρόαση, δοκιμή ηθοποιού
auditorium = αίθουσα
auditory = ακουστικός
auditory ossicles = ακουστικά οστάρια
Audouin's gull = αιγαιόγλαρος
Augend register = καταχωρητής Αugend
auger = τρυπάνι
augite = αυγίτης
augment = αυξάνω
augmentation = αύξηση
augur = προοιωνίζομαι, προιωνίζομαι
August = Αύγουστος.
aunt = θεία
auntie = θεία
aura = φωτοστέφανο
aural = ακουστικός
aureomycin = χρυσοκυκίνη
auric oxide = χρυσικό οξείδιο
aurochs = άουροχς
aurora = σέλας, αυγή
auspice = προστασία
auspices = οιωνοί
auspicious = ευοίωνος, ευθοίωνος, εύσημος, ευοίωνος
austenite = ωστενίτης
austere = αυστηρός
austral = νότιος
Australia = Αυστραλία
Australian = Αυστραλέζος
Austria = Αυστρία
Austrian = αυστριακός
authentic = αυθεντικός, γνήσιος
authenticate = πιστοποιώ, επικυρώνω
authenticity = γνησιότητα
author = συγγραφέας
authorisation = εξουσιοδότηση
authoritarian = απολυταρχικός
authoritative = έγκυρος, επιβλητικός
authoritativeness = αυταρχικότητα
authority = εξουσία, αυθεντία, κύρος
autism = αυτισμός
autistic = αυτιστικός
auto = αυτοκίνητο
auto racing = αγώνας αυτοκινήτων
autobiography = αυτοβιογραφία
autochthonous = αυτόχθων
autoclave = αυτόκλειστο
autocollimator = αυτοδιοπτήρας
autocracy = αυτοκρατορία
autocrat = δεσποτικός, αυτοκράτορας
autocratic = αυτοκρατορικός
autograph = αυτόγραφο
automat = αυτόματο
automata = αυτόματα
automate = αυτοματοποιώ
automatic = αυτόματο, αυτοματικός
Automatic Wage Indexing = ΑΤΑ
automation = αυτοματοποίηση
automaton = αυτόματο
automobile = αυτοκίνητο
automorphic = αυτόμορφος
automotive = αυτοκίνητος
autonomic = αυτόνομος
autonomous = αυτόνομος
autonomy = αυτονομία
autopilot = αυτόματος πιλότος
autopsy = νεκροψία
autosuggestion = αυθυποβολή
autosuggestive therapy = θεραπεία αυθυποβολής
autotransformer = αυτομετασχηματιστής
autumn = φθινόπωρο
autumn = fall = φθινόπωρο
autumnal = φθινοπωρινός
auxiliary = βοηθητικός
auxiliary verb = βοηθητικό ρήμα
auxin = ωξίνη, αυξίνη
avail = όφελος, χρησιμεύω, ωφελώ
available = διαθέσιμος
avalanche = πλημμύρα, κατκλυσμός, χιονοστιβάδα
avarice = τσιγκουνιά, φιλαργυρία
avaricious = φιλάργυρος
avenge = εκδικούμαι
avenue = λεωφόρος
aver = αποδεικνύω, πιστοποιώ
average = μέσος, μέσος όρος
averse = αντίθετος
averse to = αντίθετος
aversion = αποστροφή
avert = αποστρέφω, αποτρέπω
avian = ορνιθοειδής
aviary = πτηνοτροφείο
aviate = πιλοτάρω
aviation = αεροπορία
aviator = αεροπόρος
aviatrix = αεροπόρος θηλυκός
avid = ενθουσιώδης
avocado = αβοκάντο
avocat = λικέρ με βάση αυγά
avocation = επάγγελμα
avocet = αβοκέτα
avoid = αποφεύγω
avoidance = αποφυγή
avoiding = το να αποφεύγει κανείς
avow = διαβεβαιώνω, ομολογώ
avowal = ομολογία
avowed = δηλωμένος
await = αναμένω, περιμένω
awake = ξυπνώ
awaken = ξυπνώ
awakening = ξύπνημα
award = βραβείο, απονέμω, κατακυρώνω
aware = γνωρίζων
awareness = αντίληψη, συνειδοτοποίηση
awash = ίσαλος, πλημμυρισμένος, γεμάτος
away = μακρυά, μακριά
awe = δέος
awe inspiring = που εμπνέει δέος
awesome = προκάλωντας δέος, επιβλητικός
awful = απαίσιος
awhile = γιά λίγο
awkward = ατζαμής, αδέξιος
awkwardly = αδέξια
awl = σουβλί, ξέστρο
awning = τέντα
awoke = ξύπνησα
awry = λοξός, στραβά
ax = πέλεκυς, τσεκούρι
axe = πέλεκυς, τσεκούρι, πελέκι, πέλεκας
axeman = ξυλοκόπος
axes = τσεκούρια
axial = αξονικός
axial flow fan = ελικοειδής ανεμιστήρας
axiom = αξίωμα
axiomatic = αξιωματικός, αυταπόδεικτος
axis = άξωνας, άξονας
axle = άξoνας, άξωνας, άξονας
axolotl unit = μονάδα axolotl
axon = νευρίτης
axon reflex = αξονικός αντανακλαστικός
ayatollah = αγιατολάχ
aye = ναι
azalea = αζαλέα
azimuth = αζιμούθιο
azimuthal = αζιμούθιος, αζιμουθιακός
azimuthal chart = αζιμούθιος χάρτης
azimuthal control = κυκλικός έλεγχος
azimuthal cover = αζιμουθιακή κάλυψη
azimuthal equidistant chart = αζιμούθιος ισαπεχάρτης
azimuthal projection = αζιμουθιακή προβολή
azure = γαλάζιος, γαλανός, κυανός